Άγγελος Σικελιανός. Λευκάδα, 28 Μαρτίου 1884 - Αθήνα, 19 Ιουνίου 1951 Σχέδιο, Μπάμπης Ζαφειράτος, 28.III.1972 (Μολύβι, 33 χ 23 εκ.) |
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
ΣΤΟΝ ΑΓΓΕΛΟ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟ
Άγγελε, Αρχάγγελε, ο αρχάγγελος του λόγου σου περιίπταται
μες στον κατάφωτον ελληνικόν αγέρα
φέγγοντας με τις διάπλατες φτερούγες του
τις τέσσερις γωνίες του ορίζοντα,
τις άμετρες γωνίες της Ιστορίας.
Άγγελε, Αρχάγγελε, στον ανεμόφερτο οίστρο σου πώς κλάγγιζαν
έρωτες, θάλασσες, βουνά, λιοντάρια, πλάτανοι κι αστέρια,
άλογα που καλπάζανε στον Παρνασσό με δυο στάχια στα δόντια τους,
μια σελήνη παντάνασσα σ’ ένα πλατύ μυθικό περιγιάλι
όπου στην άμμο αφήνανε πεντάχτινα τα χνάρια των ποδιών τους
τα μαντικά θαλασσοπούλια με το λάμπυσμα του ωκεανού στα μάτια τους.
Άγγελε Αλαφροΐσκιωτε, που όλους τους ίσκιους κρυπτικά αποκρυπτογράφησες,
που μεγαλόφωνα μπρος στα μεγάλα κύματα διακήρυττες της σιωπής τους ιάμβους,
εσύ που αγέρωχος κατέβηκες μια νύχτα από τον Όλυμπο
αφήνοντας τους Δώδεκα Ολυμπίους εμβρόντητους στη μέση του δείπνου
για ν’ ανεβείς στο κορφοβούνι του Λαού σου
έχοντας περασμένο στον αγκώνα σου μονάχα ένα χωριάτικο καλάθι
και μέσα στο καλάθι μια λευκή φαντή κομπόδετη πετσέτα
Κι ως αποσώσατε το δείπνο σας Σαράντα Παλικάρια και χιλιάδες άλλα,
τίναξες τη φαντή πετσέτα στο αγερόφωτο, χορευταράς, μπροστάρης
κι έσυρες το χορό στης Λευτεριάς το τσάμικο
χέρι με χέρι με τον Μακρυγιάννη, τον Μιαούλη, τον Κολοκοτρώνη, τον Καραϊσκάκη,
χέρι με χέρι μ’ όλα τ’ ανταρτόπουλα καί μ’ όλους τους νεκρούς του Αγώνα.
Και βρόντηξε η φωνή σου πάνω από το φέρετρο του Παλαμά μες στο
κατοχικό σκοτάδι,
βρόντηξε το εγερτήριο άσμα σου, αστροπέλεκο στην κεφαλή των τυράννων,
«Ηχήστε οι σάλπιγγες», – και ηχήσανε σ’ όλη την οικουμένη,
και μονομιάς ψηλώσαν τα παιδιά ένα μέτρο και δυο ρούπια,
κι οι σκοτωμένοι μας φωνάξανε «χαλάλι»,
και το αίμα που μελάνιαζε στις άγριες πέτρες έλαμψε τριανταφυλλώνας,
και στο γυμνό τους πέλμα το ’νιωσαν το γύρισμα της γης οι Αδικημένοι
και πήδηξαν ηλιοκαμένοι, ηλιόκαλλοι στου Διγενή τα μαρμαρένια αλώνια.
Γεια σου, λοιπόν, Άγγελε, Αρχάγγελε του Λαού· μες στους αιώνες
ακούγεται η φωνή σου
μαζί με τη φωνή του Σολωμού, του Κάλβου και του Παλαμά και του Βαλαωρίτη,
μαζί με τη φωνή του Βάρναλη, του Καζαντζάκη, του Καβάφη και του Ρώτα,
μια χορωδία σε δεκαπεντασύλλαβο παιάνα ν’ ανακρούει μέσα σ’ όλες τις νύχτες
«εκεί που λάμπει η Λευτεριά, θάνατος δεν υπάρχει».
ΑΘΗΝΑ, 19.III-4.V.81
Γιάννης Ρίτσος: 1 Μαΐου 1909, Μονεμβασιά - 11 Νοεμβρίου 1990, Αθήνα Σχέδιο, Μπάμπης Ζαφειράτος, 10.V.2015 (Μελάνι, 29 χ 21 εκ.) |
ΣΥΝΤΡΟΦΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Αφιέρωμα στα 40 χρόνια του ΕΑΜ
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ, 1988 (σελ. 164-165)
Μεταγραφή Μπ.Ζ.
***
***
ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ
ΑΛΑΦΡΟΪΣΚΙΩΤΟΣ
I
ΓΥΡΙΣΜΟΣ
Ύπνος ιερός, λιονταρίσιος,
του γυρισμού, στη μεγάλη
της αμμουδιάς απλωσιά·
στην καρδιά μου
τα βλέφαρά μου κλεισμένα·
και λάμπει ωσάν ήλιος βαθιά μου.
Βοή του πελάου πλημμυρίζει
τις φλέβες μου·
απάνω μου τρίζει
σα μυλολίθαρο ο ήλιος·
γεμάτες χτυπάει τις φτερούγες ο αγέρας·
αγκομαχάει το άφαντο αξόνι·
δε μου ακούγεται η τρίσβαθη ανάσα·
γαληνεύει, ως στον άμμο, βαθιά μου
και απλώνεται η θάλασσα πάσα –
σε ψηλοθόλωτο κύμα
την υψώνει το απέραντο χάδι·
ποτίζουν τα σπλάχνα
τα ολόδροσα φύκια,
ραντίζει τα διάφωτη η άχνα
του αφρού που ξεσπάει στα χαλίκια·
πέρα σβήνει το σύφυλλο βούισμα
οπού ξέχειλο αχούν τα τζιτζίκια·
μια βοή φτάνει απόμακρα –
και άξαφνα,
σαν πανί το σκαρμό που έχει φύγει,
χτυπάει· είν' ο αγέρας που σίμωσε,
είναι ο ήλιος που δει μπρος στα μάτια μου,
και ο αγνός, όχι ξένα, τα βλέφαρα
στην υπέρλευκην όψη του ανοίγει.
Πετιώμαι απάνω· η αλαφρότη μου
είναι ίσια με τη δύναμή μου.
Λάμπει το μέτωπό μου ολόδροσο,
στο βασίλεμα σειέται ανοιξάτικο
βαθιά το κορμί μου.
Βλέπω γύρα. Το Ιόνιο,
και η ελεύτερη γη μου!
ΡΩΤΗΜΑ
Θύρα σιωπηλή των Ηλύσιων
εσέ άνοιξα πρώτη; Τριγύρω
βασιλεύουν αχνόφωτοι οι κάμποι –
στη γαλήνην ολόφωτος νάμπει
ήρτε ο νους μου.
Ποια νέαν ωραιότη θ’ αστράψεις
στην όψη μου;
Μέσα, στον ακοίμητο αιθέρα,
η βαθιά γνωριμιά μου ν’ ανάψει
τη νέαν αβασίλευτη μέρα;
Να, ο χιτώνας μου λάμπει,
γυαλίζει σαν του άμμου το κρίνο –
μιαν απόγειαν αγνότη φυσάει.
Κυβερνάω στην απάρθενην έρημο
μια αρετή και μια νιότη.
Γαληνά λάμπουν όλα,
πολύβοα. Σε όλα
δράμει φως. Και η ψυχή μου θαμάζει
τα γνώριμα μύρα,
βαθιά τα δοξάζει.
Σα να πέρασα
το στερνό του Οδυσσέα ταξίδι,
όλα τ’ άφηκα πίσω μου
πως αφήνει ένα ντύμα το φίδι.
Κι ως ο θάνατος όξω απ’ τα πέλαγα
αλαφρός που του ετάχτηκε,
κλήρα –
ένα αργό ηλιοβασίλεμα
θα έχει μείνει σ’ εμέ,
που τον τρίσβαθον
οπού ανάσανε αγέρα έχω γύρα.
ΑΚΟΥΣΜΑ
«Όχι, δεν είν’ ο θάνατος·
το τάμα εσύ δεν τόσωσες·
πού είναι ο μακάριος ο λαός σου γύρα;
Νέα σάρκα ντύνει σου τα κόκαλα,
περνάει σα φως
και βλέπει το μελούδι,
ζώνει ένα φίδι τα νεφρά σου, η φρόνηση·
λάμπει χρυσό στην όψη σου ένα χνούδι.
Κρύο σου ’ναι κι όλο ελεύτερο το μέτωπο,
ξένο δε σου εχαράκωσε
στεφάνι το κεφάλι.
Του οχτρού σου ο μάταιος λογισμός,
κι από σφεντόνα αν έρχεται,
κρούει αμάλαγο ατσάλι.»
Την προφητείαν ο ήλιος βασιλεύοντας
μόδωκε. Με αλαφρό στα χείλη
της Οδύσσειας το στίχο,
και βαθιά
τη θεοτική της γνώμη,
δίπλα από σένα πρώτα,
Ιόνιο, κ’ ύστερα
αγνάντεψα ποιοι διάπλατοι
φεύγουν στην τόλμη δρόμοι.
Ο ΒΑΘΥΣ ΛΟΓΟΣ
K’ ένας απ’ όλους μού έφεξε
κι ακόμα φέγγει λόγος. Και η ψυχή μου
στην πλάση μέσα τον αλήθεψε –
και, νάμπει
στο νόημα, σύγκορμη και πριν, ακέρια εστάθη.
Ως ένα στύλο ένας σεισμός,
τη ζύγιασε, την έστησε,
σαν κυπαρίσσι ρίζες άδραξε απ’ τα βάθη.
K’ ήταν ο λόγος του Οδυσσέα
στου τραγωδού το νου,
που τρίσβαθα
του ραψωδού τού εμίλει η αρμονία
μπρος στο γιγάντιο πόνο του Αίαντα
και την ιερή μανία.
Και πιο μεστά,
σα να μου αλάφρωνε
φλέβα νερού αγερόλαμπρου
τη δέντρινη κορμοστασιά μου,
ανέβηκε άδιψα,
αλαφρά τη φυλλωσιά μου,
μ’ έθρεψε το αλαφρό νερό
και το αλαφρό το χώμα,
και ίσια
η Bούλησή μου απάνω υψώθηκε,
σαν τα μεστά, τα εφτάψηλα,
με τα κυπαρισσόμηλα
γεμάτα κυπαρίσσια!
«Είδωλα είμαστε και ίσκιοι.»
Το λόγο, που αχνίζει την πράξη,
για νύχτες, για μέρες,
ψηλά στα βουνά,
όπου απάτητοι δρόμοι,
στον βαθιόν ελαιώνα
που οι άγραφοι νόμοι
πάντα αστράφταν μπροστά μου,
τον έφερα. H τρίσβαθη γνώμη
τώρα αντρίζει βαθιά τα ήπατά μου.
Ανέβηκα – φίλος
ανήφορων – όλες
τις κορφές που αγναντεύουν τα πέλαγα,
γαληνή άγγιξε όλα η ορμή μου,
το γεράκι που επέρνα,
το σύννεφο στον αγέρα,
το διάστημα
που είχε ζώσει βαθιά το κορμί μου.
Πόσο φως εποτίστηκεν
η κρυφή δύναμή μου!
Και όχι καύχημα ανίερο –
σε πηγές δαφνοσκέπαστες
ήπια εγώ, και στη στέρνα –
τη ματιά και τη ράχη μου,
λαιμός βέβαιος –
και βέβαιο
το ποδάρι εκυβέρνα.
Και είπα, όλα γύρω βλέποντας·
«Νησί,
αβασίλευτη στο πέλαο δόξα,
ω ριζωμένο
στο πολύβοο διάστημα,
και στου Ομήρου το στίχο
λουσμένο,
βυθισμένο στον ύμνο!
Δάσο όλο δρυ, στην κορφή σου,
σιδερόχορδη ανάβρα
που αχνίσαν τα σπλάχνα μου απάνω
ολοκαύτωμα θείο,
και η άκρη σου τρέμει σα φύλλο,
μέσα βροντάει ο Λευκάτας,
μαζώνεται η μπόρα,
ξεσπάει μέσ’ στο θείον ελαιώνα,
τρικυμίζει το πέλαο,
νησί μου,
άλλη θροφή από τη θροφή μου
δε θα βρω,
απ’ την ψυχή μου άλλη ψυχή,
άλλο κορμί από το κορμί μου.
Αλλού οι ναοί και αλλού οι θεοί.
Μου αστράφτει γύρω των ηρώων η μοίρα.
Τη μοναξιά στη δύναμή μου υπόταξες –
της γλαυκομάτας η έγνια μού είναι κλήρα!
Του νου το νόμο στα βουνά,
στον κάμπο, ολούθε βρήκες.
Να, η αγριλίδα ξεπηδάει
κλαδιά, για όλες τις άγνωρες
και τις μεγάλες νίκες!»
(Απόσπασμα. Οι 4 πρώτες ενότητες)
Άγγελου Σικελιανού
ΑΝΤΙΔΩΡΟ
Εκδόσεις Γαλαξία, Δευτέρα έκδοσις,
Αθήνα, Μάιος 1967, σελ. 9-14.
και
ΛΥΡΙΚΟΣ ΒΙΟΣ, ΤΟΜΟΣ A΄, Ίκαρος 1965, σελ. 85-91
ΘΑΛΕΡΟ
Φλογάτη, γελαστή, ζεστή, από τ’ αμπέλια απάνωθεν
εκοίταγε η σελήνη·
κι ακόμα ο ήλιος πύρωνε τα θάμνα, βασιλεύοντας
μες σε διπλή γαλήνη·
βαριά τα χόρτα, ιδρώνανε στην αψηλήν απανεμιά
το θυμωμένο γάλα,
κι από τα κλήματα τα νια, που της πλαγιάς ανέβαιναν
μακριά-πλατιά τη σκάλα,
σουρίζανε οι αμπελουργοί φτερίζοντας, εσειόντανε
στον όχτο οι καλογιάννοι,
κι άπλων’ απάνω στο φεγγάρι η ζέστα αραχνοΰφαντο
κεφαλοπάνι.
Στο σύρμα, μες στο γέννημα, μονάχα τρία καματερά,
τό ’να από τ’ άλλο πίσω,
την κρεμαστή τους τραχηλιά κουνώντας, τον ανήφορο
ξεκόβαν το βουνίσο·
σκυφτό, τη γης μυρίζοντας, και το λιγνό λαγωνικό,
με γρήγορα ποδάρια,
στου δειλινού τη σιγαλιά βράχο το βράχο επήδαγε
ζητώντας μου τα χνάρια·
και κάτου απ’ την κληματαριά την άγουρη μ’ επρόσμενε,
στο ξάγναντο το σπίτι,
σωστό τραπέζι πόφεγγε, λυχνάρι ομπρός του κρεμαστό,
το φως του Aποσπερίτη.
Εκεί κερήθρα μο’φερε, ψωμί σταρένιο, κρύο νερό
η αρχοντοθυγατέρα,
οπού ’χε από τη δύναμη στον πετρωτό της το λαιμό
χαράκι ως περιστέρα·
που η όψη της, σαν της βραδιάς το λάμπο, έδειχνε διάφωτη
της παρθενιάς τη φλόγα,
κι απ’ τη σφιχτή της ντυμασιά, στα στήθια της τ’ αμάλαγα,
χώριζ’ ολόρτη η ρώγα·
που ομπρός από το μέτωπο σε δυο πλεξούδες τα μαλλιά
πλεμένα είχε σηκώσει,
σαν τα σκοινιά του καραβιού, που δε θα μπόρει’ η φούχτα μου
ναν της τα χερακώσει.
Λαχανιασμένος στάθη εκεί κι ο σκύλος π’ αγανάχτησε
στα ορτά τα μονοπάτια,
κι ασάλευτος στα μπροστινά, με κοίταγε, προσμένοντας,
μια σφήνα μες στα μάτια·
εκεί τ’ αηδόνια ως άκουγα, τριγύρα μου, και τους καρπούς
γευόμουν απ’ το δίσκο,
είχα τη γέψη του σταριού, του τραγουδιού και του μελιού
βαθιά στον ουρανίσκο.
Σα σε κυβέρτι γυάλινο μέσα μου σάλευε η ψυχή,
πασίχαρο μελίσσι,
που όλο κρυφά πληθαίνοντας γυρεύει σμάρια ωσάν τσαμπιά
στα δέντρα ν’ αμολήσει·
κι ένιωθα κρούσταλλο τη γη στα πόδια μου αποκάτωθε
και διάφανο το χώμα
γιατί πλατάνια τριέτικα τριγύρα μου υψωνόντανε
μ’ αδρό, γαλήνιο σώμα.
Εκεί μου ανοίξαν το παλιό κρασί, που πλέριο ευώδισε
μες στην ιδρένια στάμνα,
σαν τη βουνίσια μυρουδιά, σύντας βαρεί κατάψυχρη
νύχτια δροσιά τα θάμνα.
Φλογάτη, γελαστή, ζεστή, εκεί η καρδιά μου δέχτηκε
ν’ αναπαυτεί λιγάκι
πά’ σε σεντόνια ευωδερά από βότανα, και γαλανά
στη βάψη από λουλάκι.
(1915)
Άγγελου Σικελιανού
ΑΝΤΙΔΩΡΟ
Εκδόσεις Γαλαξία, Δευτέρα έκδοσις,
Αθήνα, Μάιος 1967, σελ. 126.
και
ΛΥΡΙΚΟΣ ΒΙΟΣ, ΤΟΜΟΣ Β ΄, Ίκαρος 1968, σελ. 119-121
Η ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ ΤΟΥ ΑΤΖΕΣΙΒΑΝΟ
ΜΑΘΗΤΗ ΤΟΥ ΒΟΥΔΑ
Ανεπίληπτα επήρε το μαχαίρι
ο Ατζεσιβάνο. Κ’ ήτανε η ψυχή του
την ώρα εκείνη ολάσπρο περιστέρι…
Κι όπως κυλά από τ’ άδυτα του αδύτου
των ουρανών, μες στη νυχτιά έν’ αστέρι.
ή, ως πέφτει ανθός μηλιάς με πράο αγέρι,
έτσι απ’ τα στήθια πέταξε η πνοή του.
Χαμένοι τέτοιοι θάνατοι δεν πάνε…
Γιατί μονάχα εκείνοι π’ αγαπάνε
τη ζωή στη μυστική της πρώτη αξία
μπορούν και να θερίσουνε μονάχοι
της ύπαρξής τους το μεγάλο αστάχυ
που γέρνει πια, με θείαν αταραξία!
(1937 –του Κωστή Τσάτσου)
Άγγελου Σικελιανού
ΑΝΤΙΔΩΡΟ
Εκδόσεις Γαλαξία, Δευτέρα έκδοσις,
Αθήνα, Μάιος 1967, σελ. 150
και
ΛΥΡΙΚΟΣ ΒΙΟΣ, ΤΟΜΟΣ Ε΄, Ίκαρος 1968, σελ. 40
Ο πρόλογος από το
ΑΝΤΙΔΩΡΟ
Ο τίτλος της συλλογής φανερώνει την
προσφορά στον τόμο τούτο κομματιών,
μονάχα, από το Λυρικό μου Έργο.Συμπληρωματικά, η εικόνα του παλιού
Γνωστικού σφραγιδόλιθου με το σταυρωμένο
Ορφέα ανταποκρίνεται στην τελευταία
αυτή στροφή του «Πρόλογου στη Ζωή»:Ω, μυστικά κατορθωμένο σώμα,σώμα της Θυσίας,αντίδωρο άμετρων ψυχών,Εσταυρωμένε Βάκχε·ω τσακισμένη από το βάρος των τσαμπιώναθάνατη κληματαριά,και συμβολίζει πως το σώμα της Ποίησης,
όσο κι αν μεράζεται, δεν κομματιάζεται ουσιαστικά,
αλλά υπάρχει πάντα ολόκληρο
μέσα σε κάθε της κομμάτι,
όπως ο διαμελισμένος Ορφέας ξαναβρίσκεται,
κατόπι απ’ το διαμελισμό του, ολόκληρος,
για τα μάτια των μυημένων, πάνω στο Σταυρό.
Με την Άννα Σικελιανού (Αθήνα, 1900 ή 1904 - 26 Μαΐου 2006), τη δεύτερη σύζυγό του. Η Άννα Καμπανάρη, όπως ήταν το πατρικό της όνομα, παντρεύτηκε τον Άγγελο Σικελιανό στις 17 Ιουνίου του 1940. |
1915 - 1917
περιλαμβάνει τις ενότητες:
Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΤΗΣ ΓΗΣ ΜΟΥ
Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΤΗΣ ΦΥΛΗΣ ΜΟΥ
Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ
Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ
και
Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΤΗΣ
ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ
Το 6ο και τελευταίο μέρος:
VI.
VI.
ΤΟ ΚΑΤΟΡΘΩΜΕΝΟ ΣΩΜΑ
(από όπου το αναφερόμενο απόσπασμα του προλόγου)
(από όπου το αναφερόμενο απόσπασμα του προλόγου)
Και να τώρα, σηκωμένος στο ύστερο ακρωτήρι,
αγνάντια από τον κόσμο που γκρεμίζεται,
για να ρωτάω την ίδια μου ψυχή, και ν’ απαντά...
Για να ρωτάω:
«Ω μέσα μου ήλιε!
Αιώνιε πύρινε τροχέ,
αξόνι ακοίμητο του πάθους,
ζωντανό μυστήριο της ταξιαρχίας,
αίμα του αίματος μου,
ω προαιώνια, μυστικά βαμμένη Ενότητα βαθιά μου,
δε θα σε σαρκώσω τέλος;
Δε θ’ ανέβω απ’ τα μετάφρενα του Λόγου,
προς τον Εμπυραίο του ίδιου απόρρητού μου Μύθου;
Τι μπορεί να μ’ αναπάψει πια;
Α, πέρα και πιο μέσα,
α, μέσα και μακρύτερα,
ως το άδυτο, ως το άδυτο του ανθρώπινου Μαντείου!
Πιο ψηλά από τον αχνό παλιγγενετικό καημό,
εκεί που δε σιμώνει η σύντομη του άνθρωπου μνήμη,
πού ο χρησμός αστράφτει αμφίδρομος στα σκότη,
μες στον καταρράχτη των βαγιών μεταμορφώσεων,
όπου ο εμπρηστής κι ο εραστής κι ο καρπιστής Ρυθμός
καλούν τον Άνθρωπο,
όπως το λιωμένο χάλκωμα
στη νέα του μήτρα,
να χαράξει απ’ την αρχή
το νέο του, μες σ’ ολάκερη την πλάση, χνάρι!
Ω πλέρια εικόνα του εαυτού μου,
δε θα να Σε φτάσω;
Αρχανδρική μου ξανασάρκωση στον ήλιο!
Αρχανδρική μου ξανασάρκωση στον ίσκιο!
Ελληνική μου ξανασάρκωση στην πλάση!
Ω αρμονία μου πάνω απ’ όλους τους θανάτους!
Δε θα ν’ απλωθεί το χέρι μου
απάνω απ’ όλες τις αντινομίες,
γαλήνιο,
σαν πλατάνου κλώνος,
σαν του Απόλλωνα το χέρι, ολόισο,
πάνω απ’ τον αγώνα το σφοδρό
των Λαπιθών και των Κενταύρων;»
Και για ν’ απαντώ:
«Αγωνίσου· μόχτησε· αγωνίσου...
Δεν είναι σταθμός στον Λόγου την πορεία ο Μύθος,
να σταθείς σ’ ένα σκαλί Ομορφιάς, ν’ αναπαυτείς!
Είν’ η ζωή κι ο θάνατός Σου,
είν’ ο μέσα Σου ήλιος,
είν’ ο αιώνιος πύρινος τροχός,
είναι το αίμα του αίματός Σου,
είν’ η προαιώνια, μυστικά θαμμένη Ενότητα βαθιά σου!
Κοίτα πόσοι καρτερούνε!
Όλες οι μνήμες οι θαμπές τους,
όλα τους τα αχνά ψαξίματα,
όλοι οι αβέβαιοι γύρα τους γιγάντιοι ίσκιοι,
ιδές, πως περιμένουν για να πάρουνε τριγύρα Σου μορφή!
Αγωνίσου!
Δεν αρχίζεις κιόλας να χαμογελάς
με τα μαθήματα
που ψιθύριζαν οι σοφοί στ’ αυτιά Σου;
Το μουρμουρητά χιλίων απάρθενων κυμάτων
δεν αρθρώνει σήμερα
τη νέα Σου χρησμοδότρα γλώσσα;
Είσαι το σημείο.
Είσ’ η μικρή πνοή,
πού ξαφνικά λυτρώνει τη γιγάντια τρικυμία.
Δεν ακούς;
Η πλάση ακέρια βόγγει ως η γυναίκα που γεννάει...
Ό παλμός μύριων καρδιών χτυπά στο διάστημα...
Ορθώσου!
Μπορείς να ’σαι αντάμα κι ο ίλιγγος
κ’ η κυριαρχία;
Οι αναρίθμητες καρδιές οπού χτυπάν στο διάστημα,
μπορούν να γίνουνε άξαφνα η καρδιά Σου;
Πάρε, διάλεξε, σημάδεψε τον πόθο Σου,
κρατήσου,
ξαναπάρε το κορμί Σου!
Να η τρανή, η προαιώνια,
μυστικά θαμμένη Ενότητα βαθιά Σου!
Λύτρωσέ τη!
Δεν είναι σταθμός στου Λόγου την πορεία ο Μύθος,
να σταθείς σ’ ένα σκαλί Ομορφιάς και ν’ ανασάνεις!
Αλλά την καινούργια του θυμέλην,
αγωνίσου να τη στήσεις μοναχός σου,
κι ας βαφτεί με το ίδιο το αίμα σου
το ακρόγωνο λιθάρι!...»
(Ω, μυστικά κατορθωμένο σώμα!
Σώμα της θυσίας,
Αντίδωρο άμετρων ψυχών,
Εσταυρωμένε Βάκχε,
ω τσακισμένη από το βάρος των τσαμπιών
αθάνατη κληματαριά!
Αρχανδρική μου ξανασάρκωση στον ίσκιο!
Αρχανδρική μου ξανασάρκωση στον ηλιο!
Ελληνική μου ξανασάρκωση στην πλάση!...
Θα σε φτάσω! Θα σε φτάσω!
Δεν είναι σταθμός στου Λόγου την πορεία ο Μύθος,
να σταθώ σ’ ένα σκαλί Ομορφιάς ν’ αναπαυτώ!
Ομπρός, ομπρός, απάνω,
στον τραχιό, τραχιό μου δρόμο,
με τα μάτια στυλωμένα πάντα στην κορφή!)
Άγγελου Σικελιανού
ΑΝΤΙΔΩΡΟ
Εκδόσεις Γαλαξία, Δευτέρα έκδοσις,
Αθήνα, Μάιος 1967, σελ. 46-49
και
ΛΥΡΙΚΟΣ ΒΙΟΣ, ΤΟΜΟΣ Γ΄, Ίκαρος 1968, σελ. 245-249
ΥΜΝΟΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΝΟΣΤΟΥ
πιο σκοτεινά βουνά,
που πρωτοδιάβαινα βουβός τ’ αμπέλια, ώσμε το γόνα
κι ως το λαιμό τρανά·
που διάβαινα, όλο διάβαινα, σαν η σιγή είχε πέσει
στα ξύλα του δρυμού,
ωσάν αλάφι θεόρατο που κολυμπάει στη μέση
μεγάλου ποταμού...
Α, ποιο παλμόν ακοίμητο τα φρένα μου εσηκώνα
στα τρίσβαθα του νου,
με τη βουβή τους μίμηση μπρος στην βουβήν εικόνα
του κάταστρου ουρανού!
Όλυμπος πια χεροπιαστός τριγύρα μου είχε ανθίσει,
και, λάτρα σιωπηλή,
σ’ όλα τα μέλη μου άστραφτε το μυστικό μεθύσι
μια κρύφια ανατολή...
Άγρυπνη βίγλα εκράταγε, πολύ ψηλά αναμμένη,
του πόθου η μαντική
φωτιά, και γύρα μια γενιά θεών συμμαζεμένη
με κοίταε σκεφτική...
προβαίνει αργή, τρανή,
στο πορφυρόν εικόνισμα του πόθου μου το πλάνο
βαφόνταν οι ουρανοί.
Kαι πίσω από τ’ απάντεχον, αθλητικό όργιό του,
που νίκαε τον καιρό,
σαν ιερέας σιωπηλά που σέρνει το σφάγιό του,
κι ως πρώτος στο χορό
που από ξοπίσω του τραβάει πολλούς – παρόμοια, ακέρια
σα να ’σερνα φυλή,
απ’ τους πρωτόφαντους θεούς κι από τα πρώτα αστέρια
τηρώντας εντολή,
στο στρώμα που φουντώνανε της γης τα ολύμπια μύρα
πώς έσερνα με ορμή
μες στα σκοτάδια, ως ο τυφλός π’ αδράζεται απ' τη λύρα,
το ερωτικό κορμί!...
*
και πλούσιο, μαντικό
το πνέμα μου στεριώσατε – αλύγιστο ένα ρέμα,
βαθύ, πολεμικό –
και στην ψυχή μού θρέψατε τους στοχασμούς, ως θρέφει
σε θεία κληματαριά
η αδρή απονύχτερη δροσιά τσαμπιά τρανά σα βρέφη,
πανώρια και βαριά!
Kι εσύ, παλμέ, που ακοίμητο τα φρένα μου εσηκώνα
στα τρίσβαθα του νου,
κι εσύ πυρρή π’ ανέμιζα της πιθυμιάς μου εικόνα
στην όψη τ’ ουρανού·
του Oλύμπου πια, σάμπως ληνό στα πόδια μου, το τέρας
πατώ το μυστικό.
Όλος συρμένος ο Έρωτας στις φρένες μου, ως το δέρας
το μάγο στην Iωλκό!
κ’ η Πούλια είναι φωλιά·
μα ο μυστικός Διθύραμβος, που πια δε ’γγίζει ο Xρόνος,
του νου μου η αγκαλιά!
Nά· πυρωμένη μου η καρδιά, το μέτωπο, το μάτι
ελεύτερο, ουρανέ!
Πήγασος είν’ ασπέδιστος του λογισμού μου το άτι,
οι δρόμοι μου ένα Nαι,
την άβυσσο άβυσσο καλεί, το βάθος κι άλλο βάθος,
κι αδάμαστο, αλαφρό,
μέσα μου πλέον αμόνοιαστον εστοίχειωσε το πάθος
που εσκίρτα στον αφρό...
θωρώ το μυστικό.
Όλος εσύρθη ο Έρωτας στις φρένες μου, ως το δέρας
το μάγο στην Iωλκό.
Yμέναιο νέο στα βάθη τους λογιάζω τώρα θά βρω,
σαν ήπια μονομιά
της νύχτας όλο το κρασί το μυστικό και μαύρο
για μιαν επιθυμιά·
κι όλ’ η φωτιά των ουρανών μού κύκλωσε, μου κρύβει
το πνέμα μου βουβό,
τι πια με κράζει αμείλιχτη του νου μου η πάνοπλη ήβη
προς τ’ άστρα ν’ ανεβώ!
κ’ η Πούλια είναι φωλιά·
μα ο μυστικός Διθύραμβος, που πια δε ’γγίζει ο Xρόνος,
η πλέρια μου αγκαλιά!
Tων άστρων έχει απάνω μου το περιβόλι γείρει,
κι ο κρύφιος λογισμός,
σάμπως μελίσσι χνουδωτό βαμμένον από γύρη,
ξεσπά βαθιά μου εσμός...
Bροχή πεφτάστρια γύρα μου κι αδιάκοπα σταλάζει
το απέραντο γοργά·
κι όπως χορεύει πέφτοντας στο χώμα το χαλάζι
κι ο ουρανός οργά,
σαν απ’ της λύρας τις χορδές ανάμεσα το χέρι
φαντάζει που χτυπά,
όμοια η καρδιά μου ολάκερη μέσα σε κάθε αστέρι
σπαράζει κι αγαπά!
*
που γνώρισα κορμί,
στης δύναμής σου την πηγή κατάβαθα αναπνέω
μ’ ανήκουστην ορμή,
κι ως κατεβαίνει αγνάντια μου, χωρίς να το γυρεύω,
τα βάθη τ’ ουρανού
ο αρματωμένος Έρωτας, σκιρτώ κι αντιχορεύω
με τ’ άρματα του νου!
Γιατί το ξέρω· πιο βαθιά κι απ’ το πηχτόν αστρόφως,
κρυμμένος σαν αετός,
με περιμένει, εκεί που πια ο θείος αρχίζει ζόφος,
ο πρώτος μου εαυτός...
1939
AΓΓΕΛΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ
ΛΥΡΙΚΟΣ ΒΙΟΣ, Τόμος Β΄
(Ίκαρος 1966, σελ. 100-104)
1939
AΓΓΕΛΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ
ΛΥΡΙΚΟΣ ΒΙΟΣ, Τόμος Β΄
(Ίκαρος 1966, σελ. 100-104)
Οι πίνακες από το εξαιρετικό μπλογκ της Βασιλίκας Σαριλάκη, για το ίδιο ποίημα: art noise - Άγγελος Σικελιανός: Έρωτας του ορατού και του αοράτου
Δεν είναι τούτο πάλεμα σε μαρμαρένια αλώνια,
εκεί να στέκει ο Διγενής και μπρος να στέκει ο Χάρος.
Εδώ σηκώνετ’ όλ’ η γη με τους αποθαμένους,
και με τον ίδιο θάνατο πατάει το θάνατό της.
Κι απάνω απάνω στα βουνά, κι απάνω στις κορφές τους
φωτάει μεμιάς Ανάσταση, ξεσπάει αχός μεγάλος.
εκεί να στέκει ο Διγενής και μπρος να στέκει ο Χάρος.
Εδώ σηκώνετ’ όλ’ η γη με τους αποθαμένους,
και με τον ίδιο θάνατο πατάει το θάνατό της.
Κι απάνω απάνω στα βουνά, κι απάνω στις κορφές τους
φωτάει μεμιάς Ανάσταση, ξεσπάει αχός μεγάλος.
Η Ελλάδα σέρνει το χορό, ψηλά, με τους αντάρτες,
–χιλιάδες δίπλες ο χορός, χιλιάδες τα τραπέζια–,
κ’ είν’ οι νεκροί, στα ξάγναντα, πρωτοπανηγυριώτες!
–χιλιάδες δίπλες ο χορός, χιλιάδες τα τραπέζια–,
κ’ είν’ οι νεκροί, στα ξάγναντα, πρωτοπανηγυριώτες!
ΑΓΓΕΛΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ
ΛΥΡΙΚΟΣ ΒΙΟΣ, Τόμος Ε΄
Επίνικοι Β' (1940-1946)
Ίκαρος 1968, σελ. 170
***
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ (Αρκαδία V)
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ (Αρκαδία V)
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ
Σαν έριξα και το στερνό δαυλί στο φωτογώνι
(δαυλί της ζωής μου της κλεισμένης μες στο χρόνο)
(δαυλί της ζωής μου της κλεισμένης μες στο χρόνο)
στο φωτογώνι της καινούργιας Λευτεριάς Σου Ελλάδα,
μου αναλαμπάδιασε άξαφνα η ψυχή, σα να ’ταν
όλο χαλκός το διάστημα, ή ως να ’χα
τ’ άγιο κελί του Ηράκλειτου τριγύρα μου
όπου χρόνια,
για την Αιωνιότη εχάλκευε τους λογισμούς του
και τους κρεμνούσε ως άρματα
στης Έφεσος το Ναό...
Γιγάντιες σκέψες
σα νέφη πύρινα ή νησιά πορφυρωμένα
σε μυθικόν ηλιοβασίλεμα
άναβαν στο νου μου,
τι όλη μού καίονταν μονομιά η ζωή
στην έγνια της καινούργιας Λευτεριάς Σου Ελλάδα!
Γι’ αυτό δεν είπα:
Τούτο είναι το φως της νεκρικής πυράς μου...
Δαυλός της Ιστορίας Σου, έκραξα, είμαι,
και να, ας καεί σα δάδα το έρμο μου κουφάρι,
καταβολάδα του Εμπυραίου,
με τη δάδα τούτην,
ορθός πορεύοντας ώσμε με την ύστερη ώρα,
όλες να φέξουν τέλος τις γωνιές της Οικουμένης
ν’ ανοίξω δρόμο στην ψυχή, στο πνέμα, στο κορμί Σου, Ελλάδα!
*
Είπα κι εβάδισα
κρατώντας τ’ αναμμένο μου σηκώτι
στο Καύκασό Σου
και το κάθε πάτημά μου
ήταν το πρώτο, κ’ ήταν, θάρρευα, το τελευταίο
τι το γυμνό μου πόδι επάτει μέσα στα αίματά Σου
τι το γυμνό μου πόδι εσκόνταβε στα πτώματά Σου
γιατί το σώμα, η όψη μου, όλο μου το πνέμα
καθρεφτιζόταν σα σε λίμνη, μέσα στα αίματά Σου!
Εκεί, σε τέτοιον άλικο καθρέφτη, Ελλάδα,
καθρέφτη απύθμενο, καθρέφτη της αβύσσου
της Λευτεριά Σου και της δίψας Σου, είδα τον εαυτό μου
βαρύ από κοκκινόχωμα πηλό πλασμένο,
καινούργιο Αδάμ της πιο καινούριας πλάσης
όπου να πλάσουμε για Σένα μέλλει, Ελλάδα!
Κ’ είπα:
Το ξέρω, ναι, το ξέρω, που κ’ οι Θεοί Σου
οι Ολύμπιοι, χθόνιο τώρα γίνανε θεμέλιο,
γιατί τους θάψαμε βαθιά βαθιά να μην τους βρουν οι ξένοι.
Και το θεμέλιο διπλοστέριωσε, κι ετριπλοστέριωσε όλο,
μ’ όσα οι οχτροί μας κόκαλα σωριάσανε αποπάνω...
Κι ακόμα ξέρω, πως για τις σπονδές και το τάμα
του νέου Ναού π’ ονειρευτήκαμε για Σένα Ελλάδα,
μέρες και νύχτες, τόσα αδέρφια σφάχτηκαν ανάμεσό τους
όσα δε σφάχτηκαν αρνιά ποτέ για Πάσχα!...
Μοίρα· κ’ η μοίρα Σου ώς τα τρίσβαθα δική μου!
Κι απ’ την Αγάπη, απ’ τη μεγάλη δημιουργόν Αγάπη,
να που η ψυχή μου εσκλήρυνεν, εσκλήρυνε και μπαίνει
ακέρια πια μέσα στη λάσπη και μες στο αίμα Σου να πλάσει
τη νέα καρδιά που χρειάζεται στο νιο Σου αγώνα Ελλάδα!
Τη νέα καρδιά που κιόλας έκλεισα μέσα στα στήθη,
και κράζω σήμερα μ’ αυτή προς τους Συντρόφους όλους:
«Ομπρός· βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα·
ομπρός βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από τον κόσμο!
Tι, ιδέτε, εκόλλησεν η ρόδα του βαθιά στη λάσπη,
κι ά, ιδέτε, χώθηκε τ’ αξόνι του βαθιά μες στο αίμα!
Ομπρός παιδιά, και δε βολεί μονάχος του ν’ ανέβει ο ήλιος,
σπρώχτε με γόνα και με στήθος, να τον βγάλουμε απ’ τη λάσπη,
σπρώχτε με στήθος και με γόνα, να τον βγάλουμε απ’ το γαίμα.
Δέστε, ακουμπάμε απάνω του ομοαίματοι αδερφοί του!
Ομπρός, αδέρφια, και μας έζωσε με τη φωτιά του
ομπρός, ομπρός κ’ η φλόγα του μας τύλιξε, αδερφοί μου!
»Ομπρός, οι δημιουργοί! Την αχθοφόρα ορμή Σας
στυλώστε με κεφάλια και με πόδια, μη βουλιάξει ο ήλιος!
Βοηθάτε με και μένανε αδερφοί, να μη βουλιάξω αντάμα!
Τι πια είν’ απάνω μου και μέσα μου και γύρα
τι πια γυρίζω σ’ έναν άγιον ίλιγγο μαζί του!
Χίλια καπούλια ταύροι τού κρατάν τη βάση·
δικέφαλος αϊτός, κι απάνω μου τινάζει
τις φτέρουγές του και βογγάει ο σάλαγός του
στην κεφαλή μου πλάι και μέσα στη ψυχή μου
και το μακρά και το σιμά για με πια είν’ ένα!
Πρωτάκουστες, βαριές με ζώνουν Αρμονίες! Ομπρός συντρόφοι
βοηθάτε να σκωθεί, να γίνει ο ήλιος Πνέμα!
»Σιμώνει ο νέος ο Λόγος π’ όλα θα τα βάψει
στη νέα του φλόγα, νου και σώμα, ατόφιο ατσάλι.
Η γη μας αρκετά λιπάστηκε από σάρκα ανθρώπου!
Παχιά και καρπερά, να μην αφήσουμε τα χώματά μας
να ξεραθούν απ’ το βαθύ τούτο λουτρό του αιμάτου
πιο πλούσιο, πιο βαθύ κι απ’ όποιο πρωτοβρόχι!
Αύριο να βγει ο καθένας μας με δώδεκα ζευγάρια βόδια,
τη γην αυτή να οργώσει την αιματοποτισμένη...
Ν’ ανθίσει η δάφνη απάνω της και δέντρο της ζωής να γένει,
και η Άμπελό μας ν’ απλωθεί ως τα πέρατα της Οικουμένης...
»Ομπρός, παιδιά, και δε βολεί μονάχος του ν’ ανέβει ο ήλιος.
Σπρώχτε με γόνα και με στήθος, να τον βγάλουμε απ’ τη λάσπη·
σπρώχτε με στήθος και με γόνα, να τον βγάλουμε απ’ το γαίμα·
σπρώχτε με χέρια και κεφάλια, για ν’ αστράψει ο ήλιος Πνέμα!»
*
Έτσι σαν έριξα και το στερνό δαυλί στο φωτογώνι,
(δαυλί της ζωής μου της κλεισμένης μες στο χρόνο)
στο φωτογόνι της καινούριας λευτεριάς Σου, Ελλάδα,
αναψυχώθηκε άξαφνα τρανή η κραυγή μου, ως νά ’ταν
όλο χαλκός το διάστημα, ή ως να ’χα
τ’ άγιο κελί του Ηράκλειτου τριγύρα μου,
όπου, χρόνια
για την Αιωνιότη εχάλκευε τους στοχασμούς του
και τους κρεμνούσε ως άρματα
στης Έφεσος το ναό,
ως σας έκραζα, συντρόφοι!
ΑΓΓΕΛΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ
ΛΥΡΙΚΟΣ ΒΙΟΣ, Τόμος Ε΄
Επίνικοι Β' (1940-1946)
ΙΚΑΡΟΣ 1968, σελ. 171-175
ΑΝΤΙΔΩΡΟ
Η φωτογραφία στο οπισθόφυλλο αποτέλεσε το... μοντέλο για το σχέδιο της κορυφής, μια σημαδιακή ημερομηνία, πριν από μισόν αιώνα (!)
*
Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ
απαγγέλει το
Μέγιστον Μάθημα
(Το βίντεο ξεκινάει από τον 4ο στίχο και παραλείπονται από τον ποιητή οι στίχοι 11-16. Παραθέτουμε τους 16 πρώτους στίχους, επί συνόλου 226)
Αρχείο ΕΛΙΑ από ΕΚΕΒΙ |
Ο Άγγελος Σικελιανός έδρασε μέσα από το ΕΑΜ Διανοουμένων-Καλλιτεχνών και γι’ αυτή τη δράση του στη συνέχεια υπονομεύτηκε τρεις φορές στην υποψηφιότητά του για το βραβείο Νόμπελ. Διατέλεσε επίτιμος πρόεδρος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.
***
ΛΥΡΙΚΟΣ ΒΙΟΣ (τελευταίος τόμος) |
Η φωτογραφία στο οπισθόφυλλο αποτέλεσε το... μοντέλο για το σχέδιο της κορυφής, μια σημαδιακή ημερομηνία, πριν από μισόν αιώνα (!)
*
Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ
απαγγέλει το
Μέγιστον Μάθημα
(Το βίντεο ξεκινάει από τον 4ο στίχο και παραλείπονται από τον ποιητή οι στίχοι 11-16. Παραθέτουμε τους 16 πρώτους στίχους, επί συνόλου 226)
ΜΕΓΙΣΤΟΝ ΜΑΘΗΜΑ
ΤΗΣ ΑΝΝΑΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ
Α, πώς ακούονταν το συντάραχο του πόντου πα’ στα βράχια,
τον πρώτον όρθρο, μαύρο σαν τη μαύρη αιγίδα
του Θεού, με φοβερούς αστερισμούς γραμμένο,
σ’ ώρα που οι φλέβες ξαφνικά φουσκώνουν και σαρώνουν
το Λόγο μέσ’ από τα φρένα μας,
καθώς τα κύματα που ξεριζώνουν
απ’ το βυθό τα φύκια και τα βγάνουνε στην άμμο,
κ’ oι σκέψες, από τ’ αμολόγητο το μένος
του σπλάχνου, φέρνουν όξω, από την άβυσσο συρμένη,
τη μυρουδιά της πρώτης τους, της γενετήσιας ρίζας!
1942
Άγγελου Σικελιανού
ΑΝΤΙΔΩΡΟ
Εκδόσεις Γαλαξία, Δευτέρα έκδοσις
Αθήνα, Μάιος 1967
ΙΕΡΑ ΟΔΟΣ (σελ. 189-196)
και
ΑΓΓΕΛΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ
ΛΥΡΙΚΟΣ ΒΙΟΣ, Τόμος Ε΄
Ίμεροι
ΙΚΑΡΟΣ 1968 (σελ. 112-120)
* να μετρηθούμε μια για πάντα με το μέγα Πάθος! (Λυρικός Βίος Ε', σελ. 114)
Α, πώς ακούγονταν ο ρόχτος του πελάου στα βράχια απάνω,
καθώς τα κύματα ολοένα απ’ της νυχτός τον άνεμο μεθούσαν,
κι όλο μεθούσαν, και γυρεύαν ν’ ανεβούνε
με των αφρών τις γλώσσες, θα ’λεες, το βουνό, στο ερημονήσι,
να το σκεπάσουν, κι όλο ξεριζώνοντάς το
απ’ τα θεμέλια, να το πάρουν στο βυθό μαζί τους!
1942
Άγγελου Σικελιανού
ΑΝΤΙΔΩΡΟ
Εκδόσεις Γαλαξία, Δευτέρα έκδοσις
Αθήνα, Μάιος 1967
ΙΕΡΑ ΟΔΟΣ (σελ. 189-196)
και
ΑΓΓΕΛΟΥ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ
ΛΥΡΙΚΟΣ ΒΙΟΣ, Τόμος Ε΄
Ίμεροι
ΙΚΑΡΟΣ 1968 (σελ. 112-120)
* να μετρηθούμε μια για πάντα με το μέγα Πάθος! (Λυρικός Βίος Ε', σελ. 114)
*
Ανθολόγηση - μεταγραφή - επιμέλεια, Μπ.Ζ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.