Δεκέμβρης 1944 (17)

Ο Φιντέλ θα ζει παντοτινά. Ο Φιντέλ είναι αθάνατος

Έφοδος στις Μονκάδες τ’ Ουρανού!: Fidel vivirá para siempre! Fidel es inmortal! - Ο Φιντέλ θα ζει παντοτινά! Ο Φιντέλ είναι αθάνατος!
Φιντέλ: Ένα σύγγραμμα περί ηθικής και δυο μεγάλα αρχίδια στην υπηρεσία της ανθρωπότητας (Ντανιέλ Τσαβαρία)
* Φιντέλ: Αυτός που τους σκλάβους ανύψωσε στην κορφή της μυρτιάς και της δάφνης
* Πάμπλο Νερούδα: Φιντέλ, Φιντέλ, οι λαοί σ’ ευγνωμονούνε * Νικολάς Γκιγιέν: Φιντέλ, καλημέρα! (3 ποιήματα)
* Ντανιέλ Τσαβαρία: Η Μεγάλη Κουβανική Επανάσταση και τα Ουτοπικά Αρχίδια του Φιντέλ * Ντανιέλ Τσαβαρία: Ο ενεργειακός βαμπιρισμός του Φιντέλ * Ραούλ Τόρες: Καλπάζοντας με τον Φιντέλ − Τραγούδι μεταφρασμένο - Video * Χουάν Χέλμαν: Φιντέλ, το άλογο (video)


Κάρλος Πουέμπλα - Τρία τραγούδια μεταφρασμένα που συνάδουν με τη μελωδία:
* Και τους πρόφτασε ο Φιντέλ (Y en eso llego Fidel) − 4 Video − Aπαγγελία Νερούδα * Δεν έχεις πεθάνει Καμίλο (Canto A Camilo) * Ως τη νίκη Κομαντάντε (Hasta siempre Comandante)
* Τα φρούρια του ιμπεριαλισμού δεν είναι απόρθητα: Μικρή ιστορική αναδρομή στη νικηφόρα Κουβανική Επανάσταση και μέχρι τις μέρες μας ‒ Με αφορμή τα 88α γενέθλια του Φιντέλ ‒ Εκλογικό σύστημα & Εκλογές - Ασφάλεια - Εκπαίδευση - Υγεία (88 ΦΩΤΟ) * Φιντέλ

Κυριακή 28 Μαρτίου 2021

Μπάμπης Ζαφειράτος: Μιγέλ Ερνάντες, Ο κομμουνιστής γιδοβοσκός με τη φλογέρα της ποίησης (τραγούδι-video) — Πάμπλο Νερούδα – Canto General: Στον Μιγέλ Ερνάντες, που δολοφονήθηκε (σαν σήμερα το 1942) στα κολαστήρια του Φράνκο — Αφιέρωμα

*

Είν’ η ζωή μου μια πληγή σε νιότη ευτυχισμένη.
Κι αλίμονο όποιος δεν τα ζει ποτέ τα τραύματά του
–πληγές ζωής· πάντα θα ’ναι η ζωή του σκορπισμένη
και σκόρπια κι η χαρά του.

*

Μπάμπης Ζαφειράτος / Μποτίλια Στον Άνεμο

Πρώτη δημοσίευση: Κατιούσα, 28/3/2021

*

Μιγέλ Ερνάντες – Miguel Hernández Gilabert: 30 Οκτ. 1910, Οριουέλα – 28 Μαρ. 1942, Αλικάντε. Μεγάλη μορφή των Ισπανικών Γραμμάτων, παρά τον πρόωρο θάνατό του. Ποιητής μα και θεατρικός συγγραφέας, πρόλαβε να αφήσει 7 ποιητικές συλλογές και 5 θεατρικά έργα.

Αντιφασίστας ο Ερνάντες, με το ξέσπασμα του Ισπανικού Εμφυλίου κατατάσσεται εθελοντικά στους Δημοκρατικούς, το Καλοκαίρι του 1936 εντάσσεται στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Ισπανίας και από τις αρχές του 1937 είναι πολιτικός επίτροπος στο περίφημο 5ο Σύνταγμα του Δημοκρατικού Στρατού.

1933. Ο Μιγέλ Ερνάντες στην Καρταχένα (Μούρθια). Φωτογραφία από το αρχείο των κληρονόμων του. (Πηγή: elpais.com)

Ουσιαστικά αυτοδίδακτος ο Ερνάντες, γιδοβοσκός από τα μικράτα του, έφτασε μέχρι το γυμνάσιο, οι Ιησουίτες στο σχολείο που φοιτούσε του έδωσαν υποτροφία για να προχωρήσει σε ανώτερες σπουδές, αλλά ο πατέρας του δεν τον άφησε να συνεχίσει και σε ηλικία 15 ετών τον στρώνει στην κτηνοτροφία του. Τσομπανάκος ο Μιγέλ, έβοσκε τα γίδια του, διάβαζε ποίηση και άρχισε να γράφει τα ποιήματά του.

Τον Μάιο του 1939, με το τέλος του Εμφυλίου (17 Ιουλ. 1936 – 1 Απρ. 1939), λίγο πριν τη διάλυση του δημοκρατικού μετώπου, διαφεύγει στην Πορτογαλία.

Επιχειρώντας του να πουλήσει το χρυσό ρολόι που του είχε δωρίσει στο γάμο του ο επιστήθιος φίλος του Βισέντε Αλεϊχάντρε (Vicente Aleixandre, 26 Απρ. 1898 – 13. Δεκ. 1984, ένας από τους μεγάλους Ισπανούς ποιητές, Νόμπελ Λογοτεχνίας 1977) συλλαμβάνεται.

Δεδομένου ότι το χρυσό ρολόι δεν συνάδει με το φτωχικό παρουσιαστικό του, και λόγω της ισπανικής του προφοράς, κρατείται,  βασανίζεται και από την αστυνομία του Σαλασάρ παραδίνεται στην πολιτοφυλακή και στα κολαστήρια του Φράνκο.

Θα περάσει τα υπόλοιπα τρία χρόνια της ζωής του από φυλακή σε φυλακή, σε άθλιες συνθήκες: Σεβίλλη, Μαδρίτη, Οκάνια, Αλικάντε.

Στο μεταξύ, μεσούντος του πολέμου, καταφέρνει να ξεφύγει για λίγο (Μάρτης 1937) και παντρεύεται στη γενέτειρά του τη μεγάλη πηγή έμπνευσής του, τη Χοσεφίνα Μανρέσα (1916-1937), η οποία πάλεψε σκληρά μέσα στο φρανκικό καθεστώς για να διασώσει τα έργα του.

Ο Μιγέλ με τη Χοσεφίνα στη Χαέν, 1937. (Πηγή: cvc.cervantes.es)

Το καλοκαίρι του 1937 παρακολοθεί το Β’ Διεθνές Συνέδριο Συγγραφέων για την Υπεράσπιση του Πολιτισμού (4-17 Ιουλ. 1937: Βαλένθια, 4/7· Μαδρίτη, 5-8/7· Βαρκελώνη, 11/7· Παρίσι, 16-17/7), στην επιστροφή γράφει το θεατρικό Ο Βοσκός του Θανάτου (Pastor de la Muerte) και την τελευταία του συλλογή Ο Άνθρωπος Παραμονεύει (El hombre acecha, 1937-1938) –από όπου και το ποίημα Ο Τραυματίας που ακολουθεί– η οποία όμως θα δει το φως της δημοσιότητας το 1981.

Στις 19 Δεκεμβρίου 1937 γεννιέται ο πρώτος του γιος, που πεθαίνει λίγους μήνες μετά τη γέννα. Θα του γράψει το ποίημα Γιος του φωτός και της σκιάς (Hijo de la luz y de la sombra) που περιλαμβάνεται στη συλλογή Τραγούδια και Μπαλάντες της Απουσίας (Cancionero y romancero de ausencias), η οποία δημοσιεύτηκε μετά το θάνατό του (1958).

Στι 4 Γενάρη του 1939 γεννιέται ο δεύτερος γιος του και θα του αφιερώσει τη διάσημη συλλογή του Νανούρισμα του Κρεμμυδιού (Nanas de la Cebolla, 1939). Λίγο νωρίτερα (1937) γράφει την «πολεμική του ποίηση» στη συλλογή Ο Άνεμος του Λαού.

Το Μάρτη του 1940 καταδικάζεται σε θάνατο, αλλά με τις παρεμβάσεις φίλων του λογοτεχνών και του ίδιου του Νερούδα, που ήταν τότε πρόξενος της Χιλής στη Μαδρίτη, η ποινή του μετατρέπεται σε φυλάκιση 30 ετών.

Διαβιώνοντας σε ένα εξαιρετικά σκληρό περιβάλλον, σε ένα μπουντρούμι όπως λέει ο Νερούδα, υποκύπτει τελικά στις κακουχίες και στη φυματίωση το 1942. Στα 31 του χρόνια, στο αναρρωτήριο των φυλακών του Αλικάντε.

Ιστορείται ότι δεν κατάφεραν να του κλείσουν τα μάτια…

Ο Βισέντε Αλεϊχάντρε στον τάφο του Μιγέλ Ερνάντες. (Πηγή: poetica2puntocero.com)

Ο Βισέντε Αλεϊχάντρε –που εκτός από πολύτιμος φίλος ήταν και ο άνθρωπος που τον έκανε γνωστό στον κόσμο και διέδωσε το έργο του μετά το θάνατό του, αλλά και αυτός που φρόντισε να μην πέσει ο Μιγέλ, «ο αδερφός μου» όπως τον έλεγε, σε ομαδικό τάφο, αυτός που είχε την έγνοια της Χοσεφίνας και του γιού της, που διενεργώντας εράνους μεταξύ συγγραφέων, φίλων και γνωστών τούς βοηθούσε να επιβιώσουν– γι’ αυτά τα ανοιχτά μάτια της ποίησης, τα αιώνια ανοιχτά μάτια του Μιγέλ, έγραψε το σπουδαίο ποίημά του Ελεγεία στο θάνατο του Μιγέλ Ερνάντες (Elegía en la muerte de Miguel Hernández). Οι πρώτοι στίχοι:

Δεν ξέρω. Ήτανε χωρίς μουσική.
Τα μεγάλα μπλε μάτια σου
ανοιχτά απομείνανε κάτω απ’ το ανυποψίαστο κενό,
ο ουρανός μια σκοτεινή πλάκα,
συμπαγής κατεβαίνει αργά και σε κλείνει σαν θόλος,
το σώμα σου μόνο, απέραντο,
μοναδικό σήμερα πάνω στη Γη,
που συμπιεσμένη μαζί σου δραπετεύει απ’ τους ήλιους.

Και στην ελεγεία του ο Αλεϊχάντρε προτάσσει δυο στίχους του Μιγέλ. Ο ένας προέρχεται από το ποίημα Το πέταγμα των αντρών:

«Πάνω στη φλούδα του ουρανού κι απάνω στους γκρεμούς του
πετάνε οι άντρες…»

Και ο άλλος είναι ο δεύτερος στίχος από το τελευταίο «ποίημα» που έγραψε ο Ερνάντες, λίγο πριν πεθάνει, στον τοίχο του αναρρωτήριου:

Adiós, hermanos, camaradas y amigos
despedidme del sol y de los trigos

Αντίο, αδέρφια, φίλοι και συντρόφια γκαρδιακά μου
στον ήλιο δώστε και στα στάχυα τα φιλιά μου.

ΜπΖ, Μάρτης 2021

[Σημ: Μιγέλ Ερνάντεθ και Βιθέντε Αλεϊξάντρε η προφορά στα Ισπανικά (καιόχι σε όλη την Ισπανία). Ερνάντες και Βισέντε Αλεϊχάντρε η λατινοαμερικάνικη προφορά].

 

*

Πρόλογος – Μετάφραση – Σημειώσεις – Σχόλια

Μπάμπης Ζαφειράτος – Μποτίλια Στον Άνεμο

*

Ακολουθούν:

1. Δυο χαρακτηριστικά ποιήματα του Ερνάντες

2. Μια διάσημη μελοποίηση του Χοάν Μανουέλ Σεράτ – 2 Video με σκηνές από τον Ισπανικό Εμφύλιο

3. Επιστολή του Ερνάντες στον Νερούδα (1934)

4. Ποίημα του Νερούδα για τον Γιδοβσκό Ποιητή από το Canto General

5. Ο Νερούδα, από τα απομνημονεύματά του, για τη γνωριμία του με τον Ερνάντες

 

Ιούλιος 1937. Ο Ερνάντες βγαίνει από το Δημαρχείο της Βαλένθιας κατά τη διεξαγωγή του Β’ Διεθνούς Συνεδρίου Συγγραφέων για την Υπεράσπιση του Πολιτισμού. (Πηγή: elconfidencialdigital.com)

[Πηγή κεντρικής φωτό: elpais.com/cultura]

 

*

Μιγέλ Ερνάντες

Ο Στρατιώτης Ποιητής

 

Miguel Hernández. Σχέδιο του θεατρικού συγγραφέα Αντόνιο Βουέρο Βαγιέχο (Antonio Buero Vallejo, 29.9.1916-29.4.2000), καμωμένο στη φυλακή το 1940: «Για τον Μιγέλ Ερνάντες, σε ανάμνηση της φιλίας μας από τη φυλακή. Αντόνιο Βαγιέχο 25-I-XL». (Πηγή φωτό: https://laescrituradesatad)

Ο Ερνάντες έστειλε το σχέδιο στη Χοσεφίνα, με την ακόλουθη σημείωση:

«Δεδομένου ότι δεν μπορώ να έρθω με σάρκα και οστά, θα έρθω με μολύβι, ζωγραφισμένος παναπεί από έναν σύντροφο στις κακουχίες και όπως θα δεις αρκετά καλά».

 

Εικόνα από το χνάρι σου

 

ΙΙΙ

Χωρίς τα μάτια σου τα μάτια μου σκοτάδια,
δυο μυρμηγκοφωλιές ερημικές θυμίζουν,
χωρίς τα χέρια σου τα χέρια μου δακρύζουν,
μπουκέτο αγκάθια, ανήμπορα για χάδια.

Χωρίς τ’ άλικα χείλια σου τα χείλια μου άδεια
είναι κι ήχοι καμπάνας δεν με κατακλύζουν,
οι σκέψεις μου ένα Γολγοθά ανηφορίζουν,
νάρδοι μαραίνονται τα πάντα είναι ρημάδια.

Την ακοή μου χάνω δίχως τη μιλιά σου
χάνω τον μπούσουλα όταν τ’ άστρο σου μ’ αφήνει
δίχως τη γιατρειά σου η φωνή μου λειώνει.

Και κυνηγάω τον άνεμο της ευωδιάς σου
και την εικόνα από το χνάρι σου να σβήνει
που, αγάπη μου, σ’ εσέ αρχινά σ’ εμέ τελειώνει.

 

Από τη συλλογή: Ο Κεραυνός Που Ποτέ Δεν Σταματά (El rayo que no cesa, 1936)· Το τρίτο από τα 7 σονέτα της ενότητας Imagen de tu huella (1934).

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, Μάιος 2018

 

Imagen de tu huella

ΙΙΙ

Mis ojos, sin tus ojos, no son ojos,
que son dos hormigueros solitarios,
y son mis manos sin las tuyas varios
intratables espinos a manojos.

No me encuentro los labios sin tus rojos,
que me llenan de dulces campanarios,
sin ti mis pensamientos son calvarios
criando nardos y agostando hinojos.

No sé qué es de mi oreja sin tu acento,
ni hacia qué polo yerro sin tu estrella,
y mi voz sin tu trato se afemina.

Los olores persigo de tu viento
y la olvidada imagen de tu huella,
que en ti principia, amor, y en mí termina.

 


*

 

Ο Τραυματίας

Για τον τοίχο ενός Νοσοκομείου Εκστρατείας

 

Ι

Μες στα πεδία των μαχών οι τραυματίες σπαρμένοι.
Κι από τα άψυχα κορμιά των μαχητών φυτρώνει
σπόρος ολόζεστος σταχυού, πίδακας που ανεβαίνει
με ρόγχο σκάει κι απλώνει.

Το αίμα, βροχή από τη γη, τον ουρανό ποτίζει
όπως τα βούκινα ηχούν οι χοάνες των τραυμάτων
όταν από τα βάθη τους μ’ άγρια ορμή αναβλύζει
το άρωμα των κυμάτων.

Το αίμα με οσμή θαλασσινή, γεύση αλατιού κι αμπάρι.
Σπάει το κατώι της θάλασσας, παλιό κρασί αφρίζει
εκεί που ο λαβωμένος σπαρταράει όπως το ψάρι
υπάρχει και ανθίζει.

Πληγώθηκα, κοιτάξτε με: Κι άλλη ζωή ζητάω.
Η μια που ’χω για τούτον το σκοπό τώρα δε σώνει
λίγο το αίμα απ’ τις πληγές που χάνω και ρωτάω:
ποιος τάχα δεν ματώνει;

Είν’ η ζωή μου μια πληγή σε νιότη ευτυχισμένη.
Κι αλίμονο όποιος δεν τα ζει ποτέ τα τραύματά του
πληγές ζωής· πάντα θα ’ναι η ζωή του σκορπισμένη
και σκόρπια κι η χαρά του.

Γιατί όταν μπαίνει με χαρά μες στα νοσοκομεία,
τότε γίνονται ανθώνες οι πληγές του οι ανοιγμένες
και πικροδάφνες λάμπουνε μπροστά σε χειρουργεία
με πόρτες ματωμένες.

 

ΙΙ

Για την ελευθερία ματώνω, ζω, επιμένω
Για την ελευθερία χέρια και μάτια δίνω,
σαν δέντρο σάρκινο γενναιόδωρο, ταγμένο,
στα χειρουργεία τ’ αφήνω.

Για την ελευθερία μύριες καρδιές καλπάζουν
στο στήθος μου κι οι φλέβες σαν κύματα αφρισμένα
και στα νοσοκομεία μπαμπάκια με σκεπάζουν
κρινάκια ανθισμένα.

Για την ελευθερία βροχή τα βόλια δίνω
σ’ εκείνους που έχουν σύρει στη λάσπη τ’ άγαλμά της.
Φεύγω· μπράτσα, και πόδια και σπίτι, όλα τ’ αφήνω
για να βρεθώ κοντά της.

Γιατί οι τυφλοί θα δούνε τη μέρα να χαράζει·
αυτή δυο πέτρες βάζει στο μέλλον τους για μάτια
καινούργια τώρα μπράτσα και πόδια ετοιμάζει
στα σάρκινα κομμάτια.

Φτερά αειθαλή σαν φύλλα θ’ αποχτήσω
κειμήλια που έχω χάσει σε κάθε μια πληγή μου.
Σαν το πετσοκομμένο το δέντρο θα βλαστήσω
ξανά στη νέα ζωή μου.


Από την τελευταία του συλλογή: Ο Άνθρωπος Παραμονεύει (El hombre acecha, 1937-1938)

Η πρώτη έκδοση κατασχέθηκε και καταστράφηκε στο τυπογραφείο το 1939· γλυτώσανε όμως δύο αντίτυπα από τα οποία έγινε η πρώτη επανέκδοση της συλλογής το 1981.

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, Μάιος 2018

EL HERIDO

 

Para el muro de un hospital de sangre

 

I

Por los campos luchados se extienden los heridos.

Y de aquella extensión de cuerpos luchadores

salta un trigal de chorros calientes, extendidos

en roncos surtidores.

 

La sangre llueve siempre boca arriba, hacia el cielo.

Y las heridas suenan, igual que caracolas,

cuando hay en las heridas celeridad de vuelo,

esencia de las olas.

 

La sangre huele a mar, sabe a mar y a bodega.

La bodega del mar, del vino bravo, estalla

allí donde el herido palpitante se anega,

y florece, y se halla.

 

Herido estoy, miradme: necesito más vidas.

La que contengo es poca para el gran cometido

de sangre que quisiera perder por las heridas.

Decid quién no fue herido.

 

Mi vida es una herida de juventud dichosa.

¡Ay de quien no esté herido, de quien jamás se siente

herido por la vida, ni en la vida reposa

herido alegremente!

 

Si hasta a los hospitales se va con alegría,

se convierten en huertos de heridas entreabiertas,

de adelfos florecidos ante la cirugía

de ensangrentadas puertas.

 

ΙΙ

Para la libertad sangro, lucho, pervivo.

Para la libertad, mis ojos y mis manos,

como un árbol carnal, generoso y cautivo,

doy a los cirujanos.

 

Para la libertad siento más corazones

que arenas en mi pecho: dan espumas mis venas,

y entro en los hospitales, y entro en los algodones

como en las azucenas.

Para la libertad me desprendo a balazos

de los que han revolcado su estatua por el lodo.

Y me desprendo a golpes de mis pies, de mis brazos,

de mi casa, de todo.

Porque donde unas ciegos amanezcan,

ella pondrá dos piedras de futura mirada

y hará que nuevos brazos y nuevas piernas crezcan

en la carne talada.

 

Retoñarán aladas de savia sin otoño

reliquias de mi cuerpo que pierdo en cada herida.

Porque soy como el árbol talado, que retoño:

porque aún tengo la vida.


*

Miguel Hernández – Joan Manuel Serrat

Για την ελευθερία

2 Video με σκηνές από τον Ισπανικό Εμφύλιο

Para la Libertad

Η μετάφραση που προηγήθηκε είναι στα μέτρα της μελωδίας
Η ένθετη στροφή δεν περιλαμβάνεται στο τραγούδι

*

Ο Joan Manuel Serrat, γεν. στη Βαρκελώνη το 1943. Μουσικός τραγουδιστής, τραγουδοποιός ηθοποιός, συγγραφέας και ποιητής με από τα μεγάλα ονόματα του ισπανικού Νέου Κύματος, με σημαντικό έργο και μελοποιήσεις μιας πλειάδας ποιητών συμπατριωτών του, αλλάκαι Λατινοαμερικανών. Ο Ισπανός… Γιάννης Σπανός.

*

Miguel Hernández

Γράμμα στον Πάμπλο Νερούδα από την Οριουέλα, Δεκέμβρης 1934


Ο Μιγέλ στον Πάμπλο Νερούδα, 1934. (Πηγή: www.dipujaen.es)

Από την Οριουέλα —ποιος σας είπε ότι έφτασα, αγαπητέ Πάμπλο;— σας χαιρετώ. Ένα απελπισμένο γράμμα ή το άδειο μου πορτοφόλι με έκαναν να επισπεύσω το ταξίδι μου. Λυπάμαι που δεν σας βλέπω να σφίξουμε τα χέρια μας και να αποχωριστούμε με έναν αποχαιρετισμό αμοιβαίας εμπιστοσύνης.

Από εδώ, από την πόλη μου, από το σπίτι μου, από τη λεμονιά του ηλιόλουστου κήπου μου, που τη χτυπάει ένας ανελέητος ήλιος, γεμάτη λεμόνια που τα απολαμβάνει κανείς παγωμένα, προσμένω τη φωνή σας, τη μορφή σας και τη φιλία σας, γεμάτες ποίηση και ανθρωπιά· ελπίζω να μου πείτε, όσο πιο σύντομα γίνεται, τι ήταν αυτό που θα μου λέγατε τις προάλλες —τη Δευτέρα— όταν με προσκαλέσατε σε δείπνο τη μεθεπομένη —Τετάρτη. Σας ευχαριστώ. Τι συμβαίνει, Πάμπλο; Θα μείνετε στη Μαδρίτη; Θα πάτε —τι θλίψη!— στη Βαρκελώνη; Θα πραγματοποιήσετε την ιδέα για το περιοδικό; Θα με προσκαλέσετε γενναιόδωρα δίπλα σας;

Εδώ, εδώ στην πόλη μου, στο σπίτι μου, στον κήπο μου, στη λεμονιά μου και στα προβλήματά μου περιμένω με ανυπομονησία απάντησή σας.

Γράψτε μου, ας ακούσω τη λυπημένη πονεμένη σας φωνή: βάλσαμο σε αυτήν την απέραντη μοναξιά, πείτε μου κάτι έστω κι αν αυτό το κάτι δεν έχει καμιά σημασία για μένα.

Με αγάπη πάντα
Μιγέλ Ερνάντες

Γράψτε μου: Arriba, 73

Οριουέλα
     (Αλικάντε)

Α!: Προσκαλέστε τον Φεδερίκο που πολύ πιθανόν θα τον ενδιαφέρει η πρεμιέρα του [θεατρικού μου] «Ο πιο γενναίος ταυρομάχος». Σας ευχαριστώ

Μιγέλ

(Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, Φεβ. 2021)

*

 

Πάμπλο Νερούδα

(Παράλ, Χιλή, 12 Ιουλ. 1904 – Σαντιάγο, Χιλή, 23 Σεπ. 1973)

Canto General

[1938-1949]

XII

Τα ποτάμια του τραγουδιού


Πάμπλο Νερούδα – Ρικάρδο Ελιέσερ Νεφταλί Ρέγιες Μπασοάλτο
(Pablo Neruda – Ricardo Eliécer Neftalí Reyes Basoalto)
Παράλ, Χιλή, 12 Ιουλίου 1904 – Σαντιάγο, Χιλή, 23 Σεπτεμβρίου 1973
Σχέδιο (1ο από 2 του Νερούδα), Μπάμπης Ζαφειράτος, 23.XII.2015 (Μελάνι, 29 χ 21 εκ.)

 

V

Στον Μιγέλ Ερνάντες, που δολοφονήθηκε στις φυλακές της Ισπανίας

 

Ήρθες κοντά μου κατευθείαν απ’ το Λεβάντε. Και μου ’φερες,
εσύ γιδοβοσκέ, την τσακισμένη σου αθωότητα,
το σχολαστικισμό από αρχαίες γραφές, άρωμα
από Φράι Λούις, από νεραντζανθούς, από καμένη κοπριά
απάνω απ’ τα βουνά και στην κοψιά σου
όλα τα αυλάκια του καρπού από τα θερισμένα στάχυα
κι από το μέλι που έσταξε στη γη μες απ’ τα μάτια σου.

Κι ένα αηδόνι μού έφερες στο στόμα σου.
Ένα αηδόνι από πορτοκαλένιες πινελιές και μια κλωστή
από τραγούδι άφθαρτο, με δύναμη αγνή σαν τα γυμνά κλαδιά των δέντρων.
Αχ, παλληκάρι μου, άξαφνα το μπαρούτι σκέπασε το φως
κι εσύ, μ’ ένα αηδόνι κι ένα όπλο, προχωράς
κάτω απ’ το φως του φεγγαριού, κάτω απ’ τον ήλιο της μάχης.

Το ξέρεις κι όλας, γιε μου, πόσα δεν μπόρεσα να κάνω, το ξέρεις ήδη
ότι για μένανε, απ’ όλους τους ποιητές, εσύ ήσουνα η μπλε φωτιά του κεραυνού.
Τώρα το πρόσωπό μου στο χώμα πάνω ακουμπώ και σ’ αφουγκράζομαι,
και σ’ αφουγκράζομαι, αίμα και μουσική, μελίσσι που πεθαίνει.

Δεν έχω δει ράτσα άλλη τόσο εκθαμβωτική σαν τη δική σου,
ούτε και ρίζες άλλες πιο γερές, ούτε στρατιώτη χέρια σαν και τα δικά σου,
κι ούτε που είδα τίποτα πιο ζωντανό άλλο απ’ την καρδιά σου
να φλέγεται μέσα στην πορφυρόχρωμη σημαία μου.

Αιώνιε έφηβε, ζεις, αλλοτινέ μου κομμουνάριε,
πλημμυρισμένος απ’ του σταριού το σπόρο και της άνοιξης,
με τους νευρώνες και τη σκούρα σου θωριά σαν μέταλλο ακατέργαστο,
να περιμένεις τη στιγμή που την αρματωσιά σου θα σηκώσει.

Μόνος δεν είμαι απ’ όταν πέθανες. Είμαι μ’ εκείνους που σε ψάχνουνε.
Είμαι μ’ εκείνους που μια μέρα θα ’ρθουνε εκδίκηση να πάρουνε για σένα.
Τα βήματά μου ανάμεσα τους θα γνωρίσεις
που θα ριχτούνε να χτυπήσουνε την Ισπανία κατάστηθα
συντρίβοντας τον Κάιν για να μας ξαναφέρει
όλες εκείνες τις μορφές που είναι θαμμένες.

Και να το ξέρουνε αυτοί που σε σκοτώσανε πως θα πληρώσουνε με αίμα.
Και να το ξέρουνε όσοι σε βασανίσανε πως θα με δούνε κάποια μέρα.
Και να το ξέρουνε εκείνοι οι φαύλοι που τολμήσανε να βάλουνε
το όνομά σου στις ανθολογίες τους, κάτι Γεράρδοι, κάτι Δάμασοι,
οι σκυλογεννημένοι, βουβοί συνένοχοι του μπόγια,
πως το μαρτύριό σου δεν θα το σβήσουνε και πως ο θάνατός σου
θα πέσει αλύπητα πάνω στο σκοτεινό φεγγάρι των δειλών.
Κι αυτούς που σου αρνηθήκανε τις σαπισμένες δάφνες τους,
στη γη μου την αμερικάνικη, σ’ αυτά τα χώματα που εσύ τα ξεδιψάς
με τις αστείρευτες πηγές του ματωμένου κεραυνού σου,
άσε με να τους δώσω εγώ της λησμονιάς την καταφρόνια
γιατί κι εμένανε να με ακρωτηριάσουνε θελήσανε με τη δική σου απουσία.

Μιγέλ, μακριά από το κολαστήριο της Οσούνα, μακριά
από την αγριότητα, ο Μάο Τσετούνγκ την ποίησή σου
τη σφαγμένη οδηγεί μέσα στη μάχη
μέχρι την τελική μας νίκη.
                                            Κι η βουερή η Πράγα
χτίζοντας την ολόγλυκια κερήθρα της, εκείνη που τραγούδησες,
κι η Ουγγαρία η πράσινη τους αχυρώνες καθαρίζοντας
στήνει χορό πλάι στο ποτάμι της που ξύπνησε.
Και η γυμνή σειρήνα η Βαρσοβιάνα σηκώνεται
χτίζει κι αυτή, την κρυσταλλένια σπάθα της κραδαίνοντας.

Και παρακεί η χώρα γιγαντώνεται,
                                                       η χώρα
που το τραγούδι σου την επισκέφτηκε, και το ατσάλι
που την πατρίδα σου υπερασπίστηκε, τώρα καλά το ξέρουνε,
γερά πατάνε και υψώνονται απάνω στα στέρεα θεμέλια
του Στάλιν και των τέκνων του.
                                                       Και τώρα να που βρίσκεται
το φως κοντά και στο δικό σου σπίτι.
Μιγέλ της Ισπανίας, αστέρι εσύ
μιας χώρας ρημαγμένης, δεν σε ξεχνάω, γιε μου,
δεν σε ξεχνάω, γιε μου!
                                      Μα τη ζωή την έμαθα
απ’ το δικό σου θάνατό: τα δάκρυά μου πνίγω,
γιατί τον εαυτό μου βρήκα όχι στο κλάμα
παρά στα όπλα μοναχά
τ’ ανυποχώρητα!
                               Καρτέρα τα! Καρτέρα με!

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, 3 Οκτώβρη 2020

 

Canto general
[1938-1949]

 

- XIII -

Los ríos del canto

 

V

A Miguel Hernández asesinado en los presidios de España

 

Llegaste a mí directamente del Levante. Me traías,

pastor de cabras, tu inocencia arrugada,

la escolástica de viejas páginas, un olor

a Fray Luis, a azahares, al estiércol quemado

sobre los montes, y en tu máscara

la aspereza cereal de la avena segada

y una miel que medía la tierra con tus ojos.

 

También el ruiseñor en tu boca traías.

Un ruiseñor manchado de naranjas, un hilo

de incorruptible canto, de fuerza deshojada.

Ay, muchacho, en la luz sobrevino la pólvora

y tú, con ruiseñor y con fusil, andando

bajo la luna y bajo el sol de la batalla.

 

Ya sabes, hijo mío, cuánto no pude hacer, ya sabes

que para mí, de toda la poesía, tú eras el fuego azul.

Hoy sobre la tierra pongo mi rostro y te escucho,

te escucho, sangre, música, panal agonizante.

 

No he visto deslumbradora raza como la tuya,

ni raíces tan duras, ni manos de soldado,

ni he visto nada vivo como tu corazón

quemándose en la púrpura de mi propia bandera.

 

Joven eterno, vives, comunero de antaño,

inundado por gérmenes de trigo y primavera,

arrugado y oscuro como el metal innato,

esperando el minuto que eleve tu armadura.

 

No estoy solo desde que has muerto. Estoy con los que te buscan.

Estoy con los que un día llegarán a vengarte.

Tú reconocerás mis pasos entre aquellos

que se despeñarán sobre el pecho de España

aplastando a Caín para que nos devuelva

los rostros enterrados.

 

Que sepan los que te mataron que pagarán con sangre.

Que sepan los que te dieron tormento que me verán un día.

Que sepan los malditos que hoy incluyen tu nombre

en sus libros, los Dámasos, los Gerardos, los hijos

de perra, silenciosos cómplices del verdugo,

que no será borrado tu martirio, y tu muerte

caerá sobre toda su luna de cobardes.

Y a los que te negaron en su laurel podrido,

en tierra americana, el espacio que cubres

con tu fluvial corona de rayo desangrado,

déjame darles yo el desdeñoso olvido

porque a mí me quisieron mutilar con tu ausencia.

 

Miguel, lejos de la prisión de Osuna, lejos

de la crueldad, Mao Tse-tung dirige

tu poesía despedazada en el combate

hacia nuestra victoria.

                                   Y Praga rumorosa

construyendo la dulce colmena que cantaste,

Hungría verde limpia sus graneros

y baila junto al río que despertò del sueño.

 

Y de Varsovia sube la sirena desnuda

que edifica mostrando su cristalina espada.

 

Y más allá la tierra se agiganta,

                                                la tierra,

que visitó tu canto, y el acero

que defendió tu patria están seguros,

acrecentados sobre la firmeza

de Stalin y sus hijos.

                               Ya se acerca

la luz a tu morada.

                               Miguel de España, estrella

de tierras arrasadas, no te olvido, hijo mío,

no te olvido, hijo mío!

                               Pero aprendí la vida

con tu muerte: mis ojos se velaron apenas,

y encontré en mí no el llanto

sino las armas

inexorables!

                     Espéralas! Espérame!

 

 *

 Το αηδόνι – Τα πρόσωπα – Οι πόλεις

Σημειώσεις - Μετάφραση από τα απομνημονεύματα του Νερούδα Μπάμπης Ζαφειράτος


Ο Ερνάντες στην Οριουέλα, 1936. Με τις εσπαντρίγιες και (ίσως) το "κοτλέ" (ντρίλινο), που γράφει ο Νερούδα λίγο πιο κάτω. (Πηγή: cvc.cervantes.es)

 

Ήρθες κοντά μου κατευθείαν απ’ το Λεβάντε. Και μου ’φερες,
εσύ γιδοβοσκέ, την τσακισμένη σου αθωότητα,
το σχολαστικισμό από αρχαίες γραφές, άρωμα
από Φράι Λούις, από νεραντζανθούς, από καμένη κοπριά

Λεβάντε: Η ανατολική πλευρά της Ισπανίας, η περιοχή της Ανδαλουσίας.

Φράι Λούις δε Λεόν (Fray Luis de León, 1527-1591) Πρεσβύτερος Αυγουστίνος: Ισπανός λυρικός ποιητής, θεολόγος και ακαδημαϊκός, της Ισπανικής Χρυσής Εποχής.

Ο γιδοβοσκός

Ο Νερούδα είχε γνωρίσει τον Ερνάντες μαζί με πολλούς άλλους συγγραφείς της γενιάς του στα μέσα του 1934 (ο Νερούδα είνει τότε 30 ετών και ο Ερνάντες 24), όταν ως πρόξενος της Χιλής μετατέθηκε από τη Βαρκελώνη στη Μαδρίτη, αφού, όπως λέει ο ίδιος με χιούμορ στο Ομολογώ ότι έχω ζήσει, δεν τα κατάφερνε στις πράξεις της αριθμητική (διαίρεση δεν έμαθε ποτέ) και ο γενικός πρόξενος της Χιλής τον ξαπόστειλε:

«Πάμπλο, εσείς στη Μαδρίτη έπρεπε να ζείτε. Εκεί βρίσκεται η ποίηση. Εδώ υπάρχουνε όλοι αυτοί οι τρομεροί πολλαπλασιασμοί και οι φοβερές διαιρέσεις που δεν σας θέλουνε».

Και συνεχίζει, αναφερόμενος σε εκείνη τη συνάντησή:

«Όταν τον γνώρισα φόραγε εσπαντρίγιες κι ένα "κοτλέ" (ντρίλινο) αγροτικό παντελόνι από τα μέρη του, από την Οριουέλα, όπου ήτανε γιδοβοσκός. Δημοσίευσα τoυς στίχους του στο περιοδικό μου το Πράσινο Άλογο [Caballo Verde, το έστησε στη Μαδρίτη το 1935] και με ενθουσίαζε η λάμψη και η ζωντάνια της πλούσιας ποιητικής του γλώσσας.

Ο Μιγέλ ήτανε τόσο χωριάτης που κουβάλαγε μια αύρα γης ολόγυρά του. Είχε μια φάτσα σαν σβώλο χωμάτινο ή σαν πατάτα που φυτρώνει με όλη την υπόγεια φρεσκάδα της. Ζούσε και έγραφε στο σπίτι μου. Η αμερικανική μου ποίηση, με άλλους ορίζοντες και άλλα τοπία, τον εντυπωσίασε και τον άλλαξε.

Μου διηγιόταν ιστορίες γήινες για ζώα και πουλιά. Αυτός ο συγγραφέας ήτανε βγαλμένος από τη φύση σαν πέτρα ανέγγιχτη, με την αγνότητα της σέλβας και μια σαρωτική ανεξάντλητη ζωντάνια. Μου ιστορούσε πόσο εντυπωσιακό ήτανε ν ακουμπάς το αυτί στης κατσίκας την κοιλιά. Έτσι ακουγότανε το γάλα που κύλαγε στα μαστάρια της, το μυστικό μουρμουρητό που άλλος κανείς να το ακούσει δεν μπορούσε, παρά μονάχα αυτός ο ποιητής γιδοβοσκός.

Άλλες φορές μου μίλαγε για το τραγούδι των αηδονιών. Ο ισπανικός Λεβάντες, η σπανιόλικη Ανατολή, από όπου καταγότανε, ήτανε φορτωμένος με ανθισμένες πορτοκαλιές κι αηδόνια. Και αφού ετούτο το πουλί, αυτός ο υπέροχος τραγουδιστής, δεν ζει στην πατρίδα μου, ο θεότρελος ο Μιγέλ ήθελε να μου δείξει την πιο ζωντανή παραστατική έκφραση της δύναμής του. Σκαρφάλωσε σε ένα από τα δέντρα του δρόμου και, από τα πιο ψηλά κλαδιά του, σφύριζε και κελάηδαγε σαν τα αγαπημένα του τόπου του πουλιά.

Κι όπως δεν είχε τίποτα για να τα βγάλει πέρα, έψαξα να του βρω δουλειά. Ήτανε δύσκολο να βρεις δουλειά στην Ισπανία για έναν ποιητή. Με τα πολλά, ένας υποκόμης, ανώτερος υπάλληλος του Υπουργείου Εξωτερικών, ενδιαφέρθηκε για την περίπτωσή του και μου απάντησε πως ναι, πως συμφωνούσε, πως είχε διαβάσει τους στίχους του Μιγέλ, πως τον θαύμαζε, και ας του έλεγε εκείνος ποιο πόστο επιθυμούσε για να τον διορίσει. Πανευτυχής είπα στον ποιητή:

— Μιγέλ Ερνάντες, είσαι εντέλει τυχερός. Ο υποκόμης θα σε διορίσει. Θα είσαι υψηλόβαθμος υπάλληλος. Πες μου τι δουλειά θα ήθελες να κάνεις για να συντάξει το διορισμό σου.

Ο Μιγέλ απόμεινε να στοχάζεται. Το πρόσωπό του με μεγάλες πρόωρες ρυτίδες ήτανε καλυμμένο με ένα πέπλο βαθιάς περισυλλογής. Οι ώρες περνούσανε και μου απάντησε μόνο σαν έπεσε το βράδυ. Με μάτια που άστραφταν σαν κάποιον που βρήκε τη λύση της ζωής του, μου είπε:
— Δεν θα μπορούσε να μου αναθέσει ο υποκόμης ένα κοπάδι γίδια εδώ τριγύρω στη Μαδρίτη;
Η θύμηση του Μιγέλ Ερνάντες δεν μπορεί να ξεριζωθεί απ’ την καρδιά μου.
Το τραγούδι των λεβαντίνικων αηδονιών, οι πύργοι από τους ήχους τους, που υψώνονται ανάμεσα στη σκοτεινιά και στα πορτοκαλάνθια, ήταν γι’ αυτόν μια παρουσία εμμονική και ήτανε συστατικό από το αίμα του, από τη γήινη και άγρια ποίησή του, εκεί που συναντιόντουσαν η κραιπάλη από χρώματα, από αρώματα και λαλιές του σπανιόλικου Λεβάντε, με την πλησμονή και το άρωμα μιας νιότης δυνατής και αρρενωπής.
Το πρόσωπό του ήτανε της Ισπανίας το πρόσωπο. Κομμένο από το φως, χαραγμένο σαν οργωμένο χωράφι, με κάτι απόλυτα δυνατό και καθάριο φτιαγμένο από ψωμί κι από χώμα. Τα φλογερά του μάτια, πυρωμένα μέσα σ’ εκείνον τον καμένο και σκληρό απ’ τους ανέμους τόπο, ήτανε δύο αστραπές τρυφεράδας και δύναμης.
Τα ίδια στοιχεία της ποίησής του τα είδα να αναβλύζουνε απ’ τα λόγια του, μα αλλαγμένα τώρα από ένα καινούργιο μεγαλείο, από μιαν άγρια λάμψη, από το θαύμα του πανάρχαιου αίματος που είχε μεταμορφωθεί σε ένα παιδί. Στα τόσα χρόνια που είμαι ποιητής, και περιπλανώμενος ποιητής, μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι η ζωή δεν με αξίωσε να αντικρύσω φαινόμενο παρόμοιου μεγέθους, πλημμυρισμένο από ηλεκτρισμένες λέξεις και σοφία».

(Pablo Neruda, Confieso que he vivido, Seix Barral, 2017, Κεφάλαιο 5. «Με την Ισπανία στην Καρδιά»· Ενότητα 2. Miguel Hernández, σσ. 133-134).


*

Το ξέρεις κι όλας, γιε μου, πόσα δεν μπόρεσα να κάνω, το ξέρεις ήδη
ότι για μένανε, απ’ όλους τους ποιητές, εσύ ήσουνα η μπλε φωτιά του κεραυνού. […]

Ο Νερούδα απολογείται και γράφει αργότερα:

[…]
«Ο Ερνάντες ζήτησε καταφύγιο στην πρεσβεία της Χιλής, όπου στη διάρκεια του πολέμου είχε προσφερθεί άσυλο σε οπαδούς του Φράνκο, που έφταναν στον απίστευτο αριθμό των τεσσάρων χιλιάδων ανθρώπων. Ο πρέσβης εκείνη την εποχή, ο Κάρλος Μόρλα Λυντς, αρνήθηκε το άσυλο στον μεγάλο ποιητή, κι ας του το ζήταγε ο φίλος του. Λίγες μέρες αργότερα τον συνέλαβαν και φυλακίστηκε.
Πέθανε από φυματίωση μες στο μπουντρούμι του, τρία χρόνια αργότερα. Το αηδόνι δεν άντεξε την αιχμαλωσία.
       (Ό.π.π. Ενότητα 5. «Βιβλίο για την Ισπανία», σελ. 149)

*

Ο Ερνάντες μιλάει στους συντρόφους, στο νότιο μέτωπο, Μάρτης 1937. (Πηγή: laimagendelsiglo)

Αχ, παλληκάρι μου, άξαφνα το μπαρούτι σκέπασε το φως
κι εσύ, μ’ ένα αηδόνι κι ένα όπλο, προχωράς
κάτω απ’ το φως του φεγγαριού, κάτω απ’ τον ήλιο της μάχης.

Και γι’ αυτό το αηδόνι στη προηγούμενη σελίδα (148) σημειώνει:

Ο καιρός κύλησε. Ο πόλεμος είχε αρχίσει να χάνεται. Οι ποιητές συνόδεψαν τον ισπανικό λαό στον αγώνα του. Ο Φεδερίκο είχε ήδη δολοφονηθεί στη Γρανάδα. Ο Μιγέλ Ερνάντες, από γιδοβοσκός, είχε μεταμορφωθεί σε έναν μαχητικό ρήτορα. Με του στρατιώτη τη στολή απάγγελνε τους στίχους του στην πρώτη γραμμή του πυρός.

Και αργότερα τον ξαναθυμάται πάλι ντυμένον πολιτοφύλακα (σελ. 157):

Τελικά φτάσαμε στη Μαδρίτη [ΣτΜ. Από το Παρίσι, όπου προετοίμαζαν το Β’ Συνέδριο συγγραφέων]. Κατά τη διάρκεια της υποδοχής των επισκεπτών, θέλησα να ξαναδώ το σπίτι μου που το είχα παρατήσει σχεδόν για ένα χρόνο. Τα βιβλία μου και όλα μου τα υπάρχοντα είχανε μείνει εκεί. Ήταν ένα διαμέρισμα σε ένα κτήριο που λεγότανε «Casa de las Flores», στην είσοδο της πανεπιστημιούπολης, στα όρια της οποίας είχαν φτάσει οι προελαύνουσες δυνάμεις του Φράνκο. Τόσο που η πολυκατοικία είχε αλλάξει χέρια κάμποσες φορές.
Ο Μιγέλ Ερνάντες, με τη στολή του πολιτοφύλακα και με το τουφέκι του, εξασφάλισε ένα καροτσάκι για να μεταφέρουμε από το σπίτι τα βιβλία μου και τα αντικείμενα που με ενδιέφεραν περισσότερο.
Ανεβήκαμε στον πέμπτο όροφο και ανοίξαμε με σχετική συγκίνηση την πόρτα του διαμερίσματος. Τα θραύσματα από τις εκρήξεις είχανε καταστρέψει παράθυρα και τοίχους. Τα βιβλία από τα ράφια είχανε σωριαστεί στο πάτωμα. Ήταν αδύνατο να βγάλει κανείς άκρη μέσα από εκείνα τα ερείπια. Με τα πολλά, έψαξα βιαστικά για κάποια πράγματα. Το αστείο ήταν ότι τα πιο περιττά και άχρηστα ρούχα είχανε εξαφανιστεί· τα είχανε πάρει οι εισβολείς στρατιώτες ή οι υπερασπιστές της πόλης. Ενώ τα κατσαρολικά, η ραπτομηχανή, τα πιάτα, βρίσκονταν διάσπαρτα παντού, αλλά επέζησαν, αντίθετα από το προξενικό μου φράκο, από τις πολυνησιακές μάσκες μου, από τα ανατολίτικα μαχαίρια μου, που δεν είχε μείνει ούτε ίχνος.
— Ο πόλεμος είναι τόσο ιδιότροπος όσο τα όνειρα, Μιγέλ. Ο Μιγέλ βρήκε εκεί, ανάμεσα στα σκορπισμένα χαρτιά, μερικά χειρόγραφά μου. Αυτή η ακαταστασία ήταν μια τελευταία πόρτα που έκλεισε στη ζωή μου.
Είπα στον Μιγέλ:
— Δεν θέλω να πάρω τίποτα μαζί μου.
— Τίποτα; Ούτε καν ένα βιβλίο;
— Ούτε καν ένα βιβλίο, του απάντησα. Και επιστρέψαμε με το άδειο φορτηγάκι.

Κατά τη διάρκεια αυτών των ετών, ο Νερούδα έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να ανακουφίσει την κατάσταση αυτού του άτυχου ποιητή.

Στμ: «Βιβλίο για την Ισπανία». Αναφέρεται στην ποιητική του συλλογή «Με την Ισπανία στην Καρδιά», όπως τιτλοφορείται το Κεφ. 5.

*

Ο Μιγκέλ Χερνάντεζ μιλάει στον ραδιοφωνικό σταθμό του 5ου Συντάγματος, 4 Δεκέμβρη 1936. (Πηγή: cvc.cervantes.es)

Χεράρδο Διέγο Σεντόγια (Gerardo Diego Cendoya – Σανταντέρ, 3 Οκτ. 1896 – Μαδρίτη, 8 Ιουλ. 1987). Ποιητής και συγγραφέας της ονομαστής γενιάς του ’27. Κατά τον Ισπανικό εμφύλιο τάχθηκε στο πλευρό των εθνικιστών και στα ποιήματά του ύμνησε τους φαλαγγίτες του Φράνκο και τους ναζί του Χίτλερ.

Ο Gerardo Diego συνέταξε ανθολογία με τίτλο Σύγχρονη Ισπανική Ποίηση, 1915-1931, κυκλοφόρησε το 1932 και συμπληρωμένη το 1934, στην οποία συγκεντρώνονται ποιήματα δημιουργών που τελικά θα καθορίσουν την ισπανική λογοτεχνία του 20ου αιώνα.

Δάμασο Αλόνσο (Dámaso Alonso y Fernández de las Redondas, 22 Οκτ. 1898 – 25 Ιαν. 1990). Ισπανός ακαδημαϊκός, φιλόλογος, γλωσσολόγος και ποιητής. Πιο ήπιος από τον ομότεχνό του, σιώπησε εκκωφαντικά. Το 1948 έγινε Ακαδημαϊκός, με τη μεσολάβηση φίλων του στον Φράνκο, ώστε να αρθούν οι υποψίες του για συμπάθειά του ποιητή προς τους Δημοκρατικούς. Ο Νερούδα τον κατηγορεί ότι δεν κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια για να σώσει τη ζωή του Μιγέλ Ερνάντες.

Λεπτομέρεια από το πολύ ωραίο Μνημείο του Ερνάντες στο Πάρκε δελ Οέστε στη Μαδρίτη, το οποίο δυστυχώς κατά καιρούς το έχουν βανδαλίσει ακροδεξιοί. (Πηγή φωτό: flickr.com). Δείτε από εδώ το βανδαλισμένο Μνημείο: florentinoareneros.

*

Τσεχοσλοβακία: Στις 9 Μαΐου 1948 ανακηρύχθηκε λαϊκή δημοκρατία.

Ουγγαρία: Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου βρέθηκε στο πλευρό της Γερμανίας. Το 1948 έγινε κομμουνιστική.

Σειρήνα βαρσοβιάνα: Το εμβληματικό γλυπτό, η Γοργόνα της Βαρσοβίας, τη λένε και σειρήνα (αν και στη μυθολογία μας η σειρήνα ήταν πουλί), προστάτιδα της πόλης, που βρίσκεται στην παλιά πλατεία της. Πολωνία: μετά τη Γερμανική Κατοχή και την Εξέγερση της Βαρσοβίας (1944), τη διακυβέρνηση της χώρας ανέλαβε η Πολωνική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης και στη συνέχεια η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας. Τον Γενάρη του 1947 τις εκλογές κέρδισε το Δημοκρατικό Μπλοκ (Εργατικό και Σοσιαλιστικό Κόμμα), και από το 1948, μαζί με το Λαϊκό Κόμμα και το Δημοκρατικό Κόμμα συγκροτήσανε το Ενοποιημένο Εργατικό Κόμμα Πολωνίας. Το 1949 η Πολωνία προσχώρησε στην ΚΟΜΕΚΟΝ (Συμβούλιο Αμοιβαίας Οικονομικής Βοήθειας).

 

Βαρκελώνη, 3 Ιανουαρίου 1937. Ο Ερνάντες με τους φίλους ποιητές, Χουάν Αρόγιο (αριστερά, αγνώστων λοιπών στοιχείων) και τον Σεβιλιάνο Αντόνιο Απαρίσιο (30.6.1916-2000), μετά την κηδεία του σημαντικού Κουβανού συγγραφέα και δημοσιογράφου Πάμπλο δε λα Τοριέντε (12.12.1901- 19.12.1936), επίτροπο που Δημοκρατικού Στρατού, που έπεσε σε μάχη στη Μαδρίτη. Ο Ερνάντες του έχει γράψει μια Ελεγεία. # colorización - Σκηνές από τον Ισπανικό Εμφύλιο. (Πηγή: facebook.com)

*

Τα άλλα τέσσερα ποτάμια στο Canto XII

Το Canto XII – Τα Ποτάμια του Τραγουδιού από το Canto General (Γενικό Άσμα· αποτελείται από δεκαπέντε Cantos) είναι αναφορά σε μεγάλες μορφές της ποίησης και της μουσικής. Ο Μιγέλ Ερνάντες είναι το τελευταίο ποίημα (I - V). Τα άλλα τέσσερα: I -Carta a Miguel Otero Silva. En Caracas (1948). II -A Rafael Alberti (Puerto de Santa María, España). III -A González Carbalho (en Río de la Plata). IV -A Silvestre Revueltas, de México en su muerte (oratorio menor).

Ι. Γράμμα στον Μιγέλ Οτέρο Σίλβα. Στο Καράκας (1948)., Βενεζουέλα (1908-1985). Συγγραφέας, ποιητής, δημοσιογράφος και πολιτικός. Απολογία και συγγνώμη για καθυστερημένη του απάντηση.

II. Στον Ραφέλ Αλβέρτι (Πουέρτο δε Σάντα Μαρία, Ισπανία). . Μεγάλη φυσιογνωμία της ποίησης (1902-1999), έζησε μεγάλο μέρος εξόριστος στην Αργεντινή. Γράμμα θαυμασμού (το μακροσκελέστερο από τα πέντε) για την ποίηση του ομοτέχνου. Περισσότερα από Κατιούσα: Ραφαέλ Αλβέρτι: Τελετουργική τυμπανοκρουσία για το θάνατο του Στάλιν (Προλεταριακό Rock).

III. Στον Γονσάλες Καρβάλο (Στο Ρίο δε Λα Πλάτα). Αργεντινός ποιητής (1900-1957). Γράμμα επαίνου και θαυμασμού επίσης, στον λιγότερο γνωστό από τους υπόλοιπους, ένα παιδί θαύμα που τύπωσε την πρώτη του συλλογή σε ηλικία 13 ετών.

IV. Στον Σιλβέστρε Ρεβουέλτας από το Μεξικό, στο θάνατό του (μικρό ορατόριο). Επικήδειος έπαινος και θρήνος για το Μεξικανό μουσικοσυνθέτη και φίλο (1899-1940). Ποίημα που έχει ήδη γραφτεί το 1940. Περισσότερα από Κατιούσα: Σενσεμαγιά: Η μουσική στην ποίηση του Νικολάς Γκιγιέν – Αφιέρωμα [σημ. 1].

*

Περισσότερα για το Canto General:

Πάμπλο Νερούδα: Η γη μοιράζεται με το ντουφέκι – 5 ποιήματα από το Canto General

Ο Τσε για το Canto General:

Η κριτική του Τσε για το Canto General και ο Πάμπλο Νερούδα για τη συνάντησή του με τον Τσε

 

Antonio Buero Vallejo Canto General Joan Manuel Serrat Miguel Hernández Pablo Neruda Vicente Aleixandre Αντόνιο Βουέρο Βαγιέχο Γενικό Άσμα Ισπανικός Εμφύλιος Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος Κάντο χενεράλ Κομμουνιστικό Κόμμα Ισπανίας Μιγέλ Ερνάντες Μουσική Μπάμπης Ζαφειράτος Πάμπλο Νερούδα Ποίηση Χοάν Μανουέλ Σεράτ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.