Τι δείχνουν οι καταρρεύσεις των αμερικανικών τραπεζών;
Οι πρόσφατες διαδοχικές καταρρεύσεις δύο αμερικανικών τραπεζών και η πιθανότητα μιας τρίτης φέρνουν μνήμες από την κατάρρευση των μεγάλων τραπεζών το 2008, με την οποία εκδηλώθηκε η μεγάλη οικονομική κρίση 2008 - 2009, που στη χώρα μας διήρκεσε μέχρι το 2015.
Συγκεκριμένα, κατέρρευσε η SVB (Τράπεζα της Σίλικον Βάλεϊ), που αντλούσε καταθέσεις από νεοφυείς επιχειρήσεις, οι οποίες λάμβαναν χρηματοδότηση από επενδυτικά κεφάλαια (venture capitals) και στη συνέχεια «επένδυε» σε ομόλογα του αμερικανικού Δημοσίου.
Η άνοδος των επιτοκίων έφερε πτώση των τιμών των ομολόγων και απομείωση της αξίας του ενεργητικού της τράπεζας, οδηγώντας την σε αφερεγγυότητα.
Η αξία των δανείων που έχει δώσει η τράπεζα και των επενδύσεων που έχει κάνει (κυρίως ομόλογα του αμερικανικού Δημοσίου) μειώθηκε, με αποτέλεσμα, αν οι καταθέτες ζητήσουν να αποσύρουν τις καταθέσεις τους, η τράπεζα να μην μπορεί να ανταποκριθεί.
Σήμερα, τραπεζικοί και κυβερνητικοί κύκλοι επιμένουν να καθησυχάζουν, τονίζοντας τη μεγάλη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στο 2008 και το 2023. Ισχυρίζονται ότι η κατάρρευση αφορά ορισμένες μικρές «περιφερειακές τράπεζες» και ότι το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι πολύ πιο θωρακισμένο από τέτοιες εξελίξεις.
Η αλήθεια όμως είναι διαφορετική
Σίγουρα είναι ακόμα πολύ νωρίς για να βγάλει κανείς ολοκληρωμένα και ασφαλή συμπεράσματα.
Είναι πολύ νωρίς για να εκτιμήσει αν η κατάρρευση της Τράπεζας της Σίλικον Βάλεϊ και η εποπτεία μιας δεύτερης σχετικά μικρής τράπεζας στη Νέα Υόρκη είναι «μεμονωμένες περιπτώσεις», τον βαθμό στον οποίο θα επηρεάσουν - γιατί θα επηρεάσουν σίγουρα - το υπόλοιπο χρηματοπιστωτικό σύστημα, ή ακόμα - για να δανειστούμε τα λόγια του γνωστού ηθοποιού Τζέρεμι Άιρονς - αν «η μουσική έχει ήδη σταματήσει»1 και βρισκόμαστε στα προεόρτια μιας κρίσης.
Όμως, ένα πράγμα είναι δεδομένο. Η κατάρρευση μιας τράπεζας, σε τελευταία ανάλυση, αντανακλά το ίδιο φαινόμενο: Την αδυναμία κερδοφόρας επένδυσης των κεφαλαίων.
Είναι τελικά έκφραση της υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου, της αδυναμίας εύρεσης κερδοφόρας διεξόδου για τα υπερσυσσωρευμένα κεφάλαια.
Οι ακριβείς, ειδικοί λόγοι και ο συγκεκριμένος μηχανισμός μπορεί να διαφοροποιούνται κάθε φορά, αλλά τελικά η αδυναμία κερδοφόρας τοποθέτησης των κεφαλαίων είναι η υποκείμενη αιτία.
Οι τράπεζες δανείζονται χρήματα με τη μορφή των καταθέσεων και στη συνέχεια δανείζουν αυτά τα χρήματα, τα επενδύουν, με τη μορφή δανείων που δίνουν, συμμετοχών, αγοράς ομολόγων κ.ά.
Όταν οι επενδύσεις δεν αποδίδουν το αναμενόμενο, συχνά αυτό πρωτοεκδηλώνεται στις τράπεζες.
Έτσι, το «κανόνι» της τράπεζας δεν είναι η αιτία, είναι το πρώτο σύμπτωμα.
Αυτό που τελικά αποδεικνύεται είναι ότι τα τεράστια νέα δάνεια με χαμηλά επιτόκια που εισέρρευσαν στις καπιταλιστικές οικονομίες μέσα από πακέτα κρατικών ενισχύσεων, η επεκτατική πολιτική των τελευταίων ετών, που ήταν κοινή σε όλο τον καπιταλιστικό κόσμο, δεν είναι το «μαγικό ραβδί» εξόδου από την κρίση.
Όχι απλά δεν μπορεί να ανατρέψει το πρόβλημα της υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου, αλλά σε τελευταία ανάλυση το επιδεινώνει.
Στη συνέχεια, ακολουθήθηκε πολιτική υψηλών επιτοκίων για να συγκρατηθεί ο πληθωρισμός. Η Ιστορία αποδεικνύει ξανά και ξανά ότι ο καπιταλισμός, είτε με περιοριστική πολιτική είτε με επεκτατική, με χαμηλά ή με υψηλά επιτόκια, τελικά οδηγεί στο ίδιο αποτέλεσμα: Βάθεμα της εξαθλίωσης των εργαζομένων και κρίσεις που τις πληρώνει διπλά και τριπλά ο λαός.
Το μέγεθος της υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου διεθνώς μεγαλώνει και η κρίση του 2008 - 2009 δεν οδήγησε σε αρκετή αποκλιμάκωση, ενώ η πολιτική του «πράσινου New Deal», που τελικά δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια ελεγχόμενη απαξίωση ενός τμήματος του κεφαλαίου για να βρει κερδοφόρα διέξοδο το υπόλοιπο, δεν έχει αντιμετωπίσει το πρόβλημα.
Μια νέα, βαθύτερη κρίση ελλοχεύει.
Σήμερα η κατάρρευση των τραπεζών και οι απώλειες καταθέσεων μπορεί τελικά να περιοριστούν, αλλά και πάλι μόνο προσωρινά. Τελικά, δεν είναι μεμονωμένο φαινόμενο.
Είναι έκφραση ενός πολύ μεγαλύτερου προβλήματος, συστημικού, που θα διογκώνεται όσο εξακολουθούν να υφίστανται η καπιταλιστική ιδιοκτησία και το κέρδος ως κίνητρο της παραγωγής.
Υποσημείωση:
1. Στην αμερικανική ταινία του 2011 «Margin Call» («Ο Δρόμος του Χρήματος»), ο διευθύνων σύμβουλος της τράπεζας χρησιμοποιεί αυτήν τη φράση ως παρομοίωση για τη μεγάλη επικείμενη κρίση.
Γ.
902, Ριζοσπάστης, 14/3/2023
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.