Δεκέμβρης 1944 (17)

Ο Φιντέλ θα ζει παντοτινά. Ο Φιντέλ είναι αθάνατος

Έφοδος στις Μονκάδες τ’ Ουρανού!: Fidel vivirá para siempre! Fidel es inmortal! - Ο Φιντέλ θα ζει παντοτινά! Ο Φιντέλ είναι αθάνατος!
Φιδέλ: Ένα σύγγραμμα περί ηθικής και δυο μεγάλα αρχίδια στην υπηρεσία της ανθρωπότητας (Ντανιέλ Τσαβαρία)
* Φιντέλ: Αυτός που τους σκλάβους ανύψωσε στην κορφή της μυρτιάς και της δάφνης
* Πάμπλο Νερούδα: Φιντέλ, Φιντέλ, οι λαοί σ’ ευγνωμονούνε * Νικολάς Γκιγιέν: Φιντέλ, καλημέρα! (3 ποιήματα)
* Ντανιέλ Τσαβαρία: Η Μεγάλη Κουβανική Επανάσταση και τα Ουτοπικά Αρχίδια του Φιδέλ * Ντανιέλ Τσαβαρία: Ο ενεργειακός βαμπιρισμός του Φιδέλ * Ραούλ Τόρες: Καλπάζοντας με τον Φιντέλ − Τραγούδι μεταφρασμένο - Video * Χουάν Χέλμαν: Φιντέλ, το άλογο (video)


Κάρλος Πουέμπλα - Τρία τραγούδια μεταφρασμένα που συνάδουν με τη μελωδία:
* Και τους πρόφτασε ο Φιντέλ (Y en eso llego Fidel) − 4 Video − Aπαγγελία Νερούδα * Δεν έχεις πεθάνει Καμίλο (Canto A Camilo) * Ως τη νίκη Κομαντάντε (Hasta siempre Comandante)
* Τα φρούρια του ιμπεριαλισμού δεν είναι απόρθητα: Μικρή ιστορική αναδρομή στη νικηφόρα Κουβανική Επανάσταση και μέχρι τις μέρες μας ‒ Με αφορμή τα 88α γενέθλια του Φιντέλ ‒ Εκλογικό σύστημα & Εκλογές - Ασφάλεια - Εκπαίδευση - Υγεία (88 ΦΩΤΟ) * Φιντέλ

Τρίτη 2 Νοεμβρίου 2021

Οδυσσέας Ελύτης: Ο Μικρός Ναυτίλος — Αυτή την ψυχή τη λέω αθωότητα. Κι αυτή τη χίμαιρα, δικαίωμά μου

Οδυσσέας Ελύτης

2 Νοεμβρίου, 1911 Ηράκλειο Κρήτης - 18 Μαρτίου 1996, Αθήνα
Σχέδιο (1 από 2 του Ελύτη: Μπ. Ζαφειράτος, 1972.

(Μολύβι σε στρατσόχαρτο, 34 χ 39 εκ.)

 

 

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

Ο ΜΙΚΡΟΣ ΝΑΥΤΙΛΟΣ

(Αποσπάσματα)

 

*

 

Είσοδος

 

ΚΑΠΟΤΕ ΔΕΝ

                       είναι παρά μια λάμψη πίσω απ’ τα βουνά — κει κατά το μέρος του πελάγου. Κάποτε πάλι ένας αέρας δυνατός που άξαφνα σταματάει έξω απ’ τα λιμανια. Κι όσοι νογούν, το μάτι τους βουρκώνει

 

Χρυσέ ζωής αέρα γιατί δε φτάνεις ως εμάς;

 

Κανένας δεν ακούει, κανένας. Όλοι τους πάνε κρατώντας ένα εικόνισμα και πάνω του η φωτιά. Κι ούτε μια μέρα, μια στιγμή στον τόπο αυτόν που να μη γίνεται άδικο και φονικό κανένα

 

Γιατί δε φτάνεις ως εμάς;

 

Είπα θα φύγω. Τώρα. Μ’ ό,τι να ’ναι: τον σάκο μου τον ταξιδιωτικό στον ώμο· στην τσέπη μου έναν Οδηγό· τη φωτογραφική μου μηχανή στο χέρι. Βαθιά στο χώμα και βαθιά στο σώμα μου θα πάω να βρώ ποιος είμαι. Τι δίνω, τι μου δίνουν και περισσεύει το άδικο

 

Χρυσέ ζωής αέρα...

 

 

 

ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ [I – ΧΧVIII]

 

Ι

ΜΙΑ ΜΕΡΑ τη ζωή που ’χασα, την ξαναβρήκα στα μάτια ενός νέου μοσχαριού πού με κοίταζε μ αφοσίωση. Κατάλαβα πως δεν είχα γεννηθεί στην τύχη. Βάλθηκα να σκαλίζω τις μέρες μου, να τις φέρνω άνω-κάτω, να ψάχνω. Ζητούσα, να ψαύσω την ύλη των αισθημάτων. Ν’ αποκαταστήσω, από τις νύξεις πού έβρισκα διάσπαρτες μέσα στον αυτόν, μιαν αθωότητα τόσο ισχυρή πού να ξεπλένει τα αίματα —το άδικο—  και να εξαναγκάζει τους ανθρώπους μου αρέσουν.

Δύσκολο —άλλα πώς να γίνει; Κάποτε νιώθω να ’μια τόσοι πολλοί πού χάνομαι. Θέλω να πραγματοποιηθώ  έστω και στο μάκρος μιας ηλικίας πού να ξεπερνά τη δική μου.

Αν ή ψευτιά δεν υπάρχει τρόπος να καταβληθεί ούτε από τον χρόνο, τότε το παιχνίδι το έχασα.

 

V

ΘΕΛΩ ΝΑ ’MAI ΕΙΛΙΚΡΙΝΗΣ όσο και το λευκό πουκάμισο πού φορώ· και ίσιος, παράλληλος με τις γραμμές πόχουν τα ξοχόσπιτα κι οι περιστεριώνες, που δεν είναι καθόλου ίσιες κι ίσως γι’ αυτό στέκουνε τόσο σίγουρα μες στήν παλάμη του Θεού.

Τείνω μ’ όλους μου τούς πόρους προς ένα —πώς να το πω;— περιστρεφόμενο, εκθαμβωτικό ευ. Από το πώς δαγκώνω μέσα στο φρούτο έως το πώς κοιτάζω απ’ το παράθυρο, αισθάνομαι να σχηματίζεται μια ολόκληρη αλφαβήτα πού πασχίζω να βάλω σ' ενέργεια με την πρόθεση ν’ αρμόσω λέξεις ή φράσεις, και την απώτερη φιλοδοξία, ιάμβους και τετράμετρα. Που σημαίνει: να συλλάβω και να πω έναν άλλο, δεύτερο κόσμο που φτάνει πάντα πρώτος μέσα μου. Μπορώ μάλιστα να φέρω μάρτυρες ένα σωρό ασήμαντα πράγματα: βότσαλα που τα ρίγωσαν οι τρικυμίες, ρυάκια μ’ ένα κάτι παρήγορο στο κατρακυλητό τους, μυριστικά χορτάρια, λαγωνικά της αγιοσύνης μας. Μια ολάκερη φιλολογία, οι αρχαίοι Έλληνες και Λατίνοι, οι κατοπινοί χρονογράφοι και υμνωδοί· μια τέχνη, ο Πολύγνωτος, ο Πανσέληνος: όλοι τους βρίσκονται μεταγλωττισμένοι και στενογραφημένο μέσα εκεί από το λείο, το χλοερό, το δριμύ και το εκστατικό, πού ή μόνη γνήσια και αυθεντική τους παραπομπή ενυπάρχει στήν ψυχή του άνθρωπου.

Αυτή την ψυχή τη λέω αθωότητα. Κι αυτή τη χίμαιρα, δικαίωμά μου.

 

VII

ΧΕΙΛΙ ΠΙΚΡΟ που σ’ έχω δεύτερη ψυχή μου, χαμογέλασε!

 

 

ΚΑΙ ΜΕ ΦΩΣ ΚΑΙ ΜΕ ΘΑΝΑΤΟΝ [1-21]

 

3

Είσαι νέος —το ξέρω— και δεν υπάρχει τίποτε.

Λαοί, έθνη, ελευθερίες, τίποτε.

Όμως  ε ί σ α ι. Και την ώρα που

Φεύγεις με το ’να πόδι σου έρχεσαι με τ’ άλλο

Ερωτοφωτόσχιστος

Περνάς θέλεις - δε θέλεις

Αυλητής φυτών και συναγείρεις τα είδωλα

Εναντίον μας. Όσο ή φωνή σου αντέχει.

 

Πώς της παρθένας το τζιτζίκι όταν το πιάνεις

Πάλλονται κάτω απ’ το δέρμα σου οι μυώνες

Ή τα ζώα πού πίνουν κι ύστερα κοιτούν

Πώς σβήνουν την αθλιότητα: ίδια εσύ

Παραλαμβάνεις απ’ τους Δίες τον κεραυνό

Και ο κόσμος σού υπακούει. Εμπρός λοιπόν

Από σένα η άνοιξη εξαρτάται. Τάχυνε την αστραπή

Πιάσε το πρέπει από το Ιώτα και γδάρε το ίσαμε το πι.

 

6

Τι θέλεις τι ζητάς

                πού ’ναι το νόημα που σου ’πεσε απ’ τα χέρια

Η μουσική που ακούς μόνος εσύ και τα γυμνά

Πόδια που αλλάζουν γη σαν της χορεύτριας

Ενώ τινάζεται ο κομήτης των μαλλιών της και μια σπίθα

Πέφτει μπροστά σου επάνω στο χαλί

Κει που κοιτάς να σε απατά η αλήθεια

 

Πού πας ποια θλίψη ποιο καιούμενο

Φόρεμα είναι αυτό που σου αποσπά τη σάρκα ποια

Μεταποιημένη αρχαία πηγή για να σε κάνει να χρησμοδοτείς

Έτσι φύλλο το φύλλο και βότσαλο το βότσαλο

 

Έφηβε γονατιστέ στον διάφανο βυθό

Που όσο κοιμάμαι και ονειρεύομαι τόσο σε βλέπω ν’ ανεβαίνεις

Μ’ ένα πανέρι πράσινα όστρακα και φύκια

Δαγκάνοντας σαν νόμισμα τη θάλασσα την ίδια που

Σου ’δωκε τη λάμψη αυτή το φως αυτό το νόημα που γυρεύεις.

 

 

 

ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ [I – ΧΧVIII]

 

Χ

ΟΤΙ ΜΠΟΡΕΣΑ Ν’ ΑΠΟΧΤΗΣΩ μια ζωή από πράξεις ορατές για όλους, επομένως να κερδίσω την ίδια μου διαφάνεια, το χρωστώ σ’ ένα είδος ειδικού θάρρους που μου ’δωκεν η Ποίηση: να γίνομαι άνεμος για τον χαρταετό και χαρταετός για τον άνεμο, ακόμη και όταν ουρανός δεν υπάρχει.

Δεν παίζω με τα λόγια. Μιλώ για την κίνηση που ανακαλύπτει κανείς να σημειώνεται μέσα στη “στιγμή” όταν καταφέρει να την ανοίξει και να της δώσει διάρκεια. Οπόταν, πραγματικά, και η Θλίψις γίνεται Χάρις και η Χάρις Άγγελος· η Ευτυχία Μοναχή και η Μοναχή Ευτυχία

με λευκές, μακριές πτυχές πάνω από το κενό, ένα κενό

γεμάτο σταγόνες πουλιών, αύρες βασιλικού και συριγμούς υπόκωφου Παραδείσου.

 

ΧΙΙΙ

ΣΤΙΣ ΑΚΡΟΓΙΑΛΙΕΣ ΤΟΥ ΟΜΗΡΟΥ υπήρχε μια μακαριότητα, ένα μεγαλείο, που έφτασαν ως τις ημέρες μας άθιχτα. Η πατούσα μας, που ανασκαλεύει την ίδιαν άμμο, το νιώθει. Περπατάμε χιλιάδες χρόνια, ο άνεμος ολοένα λυγίζει τις καλαμιές κι ολοένα εμείς υψώνουμε το πρόσωπο. Καταπού;  Ως πότε; Ποιοι κυβερνάνε;

Μας χρειάζεται μια νομοθεσία που να διαμορφώνεται όπως το δέρμα επάνω μας τον καιρό που μεγαλώνουμε. Κάτι νεανικό και δυνατό συνάμα, σαν το εν δ’ ύδατ’ αενάοντα ή το θαλερόν κατά δάκρυ χέοντες. Έτσι που να μπορεί εκείνο που γεννά ο άνθρωπος να ξεπερνά τον άνθρωπο δίχως να τον καταπιέζει.

 

ΧΙV

Τ’ ΑΝΩΤΕΡΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ ΜΟΥ τα έκανα στο Σχολείο της θάλασσας. Ιδού και μερικές πράξεις για παράδειγμα:

(1) Εάν αποσυνδέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει: με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις.

(2) Το γινόμενο των μυριστικών χόρτων επί την αθωότητα δίνει πάντοτε το σχήμα κάποιου Ιησού Χριστού.

(3) Η ευτυχία είναι η ορθή σχέση ανάμεσα στις πράξεις (σχήματα) και στα αισθήματα (χρώματα). Η ζωή μας κόβεται, και οφείλει να κόβεται, στα μέτρα που έκοψε τα χρωματιστά χαρτιά του ο Matisse.

(4) Όπου υπάρχουν συκιές υπάρχει Ελλάδα. Όπου προεξέχει το βουνό απ’ τη λέξη του υπάρχει ποιητής. Η ηδονή δεν είναι αφαιρετέα.

(5) Ένα δειλινό στο Αιγαίο περιλαμβάνει τη χαρά και τη λύπη σε τόσο ίσες δόσεις που δεν μένει στο τέλος παρά η αλήθεια.

(6) Κάθε πρόοδος στο ηθικό επίπεδο δεν μπορεί παρά να είναι αντιστρόφως ανάλογη προς την ικανότητα που έχουν η δύναμη κι ο αριθμός να καθορίζουν τα πεπρωμένα μας.

(7) Ένας «Αναχωρητής» για τους μισούς είναι, αναγκαστικά, για τους άλλους μισούς, ένας «Ερχόμενος».

 

ΧV

ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΜΟΥ ΧΡΟΝΙΑ είναι γεμάτα καλαμιές. Ξόδεψα πολύν άνεμο για να μεγαλώσω. Μόνον έτσι όμως έμαθα να ξεχωρίζω τους πιο ανεπαίσθητους συριγμούς, ν’ ακριβολογώ μες στα μυστήρια.

Μια γλώσσα όπως η ελληνική όπου άλλο πράγμα είναι η αγάπη και άλλο πράγμα ο έρωτας· άλλο η επιθυμία και άλλο η λαχτάρα. Άλλο η πίκρα και άλλο το μαράζι· άλλο τα σπλάχνα κι άλλο τα σωθικά. Με καθαρούς τόνους, θέλω να πω, που —αλίμονο— τους αντιλαμβάνονται ολοένα λιγότερο αυτοί που ολοένα περισσότερο απομακρύνονται από το νόημα ενός ουράνιου σώματος που το φως του είναι ο αφομοιωμένος μας μόχθος, έτσι καθώς δεν παύει να επαναστρέφεται κάθε μέρα όλος θάμβος για να μας ανταμείψει.

Θέλουμε - δε θέλουμε, αποτελούμε το υλικό μαζί και το όργανο μιας αέναης ανταλλαγής ανάμεσα σ’ αυτό που μας συντηρεί και σ’ αυτό που του δίνουμε για να μας συντηρεί: το μαύρο, που δίνουμε, για να μας αποδοθεί λευκό, το θνησιμαίο, αείζωο.

Και χρωστάμε στη διάρκεια μιας λάμψης την πιθανή ευτυχία μας.

 

ΧΧ

ΕΝΑ ΒΟΥΝΑΚΙ ΑΓΡΙΟΛΟΥΛΟΥΔΑ, το ίδιο αναλλοίωτα κι αμάραντα όσο μέσα στη σκέψη μας, τρέμει κάθε φορά που καταφέρνουμε να γίνουμε αέρας. Και να σκεφτεί κανένας ότι, με την προϋπόθεση να το θελήσουμε όλοι, μ π ο ρ ο ύ μ ε. Όπως μπορούμε να επεκταθούμε σε όλα τ’ απέραντα τετραγωνικά της ηθικής που απλώνονται πέραν από το ένα και αποτρόπαιο, φευ, όπου μας έχει καθηλώσει μια πανάρχαιη βλακεία, στην ανθεκτικότητά της πανίσχυρη.

 

ΧΧVII

ΑΡΓΗΣΑ ΠΟΛΥ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΩ τι σημαίνει ταπεινοσύνη και φταίνε αυτοί που μου μάθανε να την τοποθετώ στον άλλο πόλο της υπερηφάνειας. Πρέπει να εξημερώσεις την ιδέα της ύπαρξης μέσα σου για να την καταλάβεις.

Μια μέρα που ένιωθα να μ’ έχουν εγκαταλείψει όλα και μια μεγάλη θλίψη να πέφτει αργά στην ψυχή μου, τράβηξα, κει που περπατούσα, μες στα χωράφια χωρίς σωτηρία, ένα κλωνάρι άγνωστου θάμνου. Το ’κοψα και το ’φερα στο απάνω χείλι μου. Ευθύς αμέσως κατάλαβα ότι ο άνθρωπος είναι αθώος. Το διάβασα σ’ αυτή τη στυφή από αλήθεια ευωδιά τόσο έντονα που πήρα να προχωρώ το δρόμο της μ’ ελαφρύ βήμα και καρδιά ιεραπόστολου. Ώσπου, σε μεγάλο βάθος, μου έγινε συνείδηση πια ότι όλες οι θρησκείες λέγανε ψέματα.

Ναι, ο Παράδεισος δεν ήταν μια νοσταλγία. Ούτε, πολύ περισσότερο, μια ανταμοιβή. Ήταν ένα δικαίωμα.

 

ΧΧVIIΙ

ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΧΡΟΝΟΥΣ ΠΕΡΠΑΤΑΜΕ. Λέμε τον ουρανό «ουρανό» και τη θάλασσα «θάλασσα». Θ’ αλλάξουν όλα μια μέρα κι εμείς μαζί τους θ’ αλλάξουμε, αλλά η φύση μας ανεπανόρθωτα θα ‘ναι χαραγμένη πάνω στη γεωμετρία που καταφρονέσαμε στον Πλάτωνα. Και μεσ’ απ’ αυτήν, όταν σκύβουμε, όπως σκύβουμε καμιά φορά πάνω στα νερά του νησιού μας, θα βρίσκουμε τους ίδιους καστανούς λόφους, όρμους και κάβους, τους ίδιους ανεμόμυλους και τις ίδιες ερημοκλησιές, τα σπιτάκια που ακουμπάνε το ’να στ’ άλλο, και τ’ αμπέλια που κοιμούνται σα μικρά παιδιά, τους τρούλους και τους περιστεριώνες.

Δε θέλω να πω αυτά τα ίδια. Θέλω να πω τις ίδιες φυσικές και αυθόρμητες κινήσεις της ψυχής που γεννούν και διατάσσουν προς ορισμένη κατεύθυνση την ύλη· τις ίδιες αναπάλσεις, τις ίδιες ανατάσεις προς το βαθύτερο νόημα ενός ταπεινού Παραδείσου, που είναι ο αληθινός μας εαυτός, το δίκιο μας, η ελευθερία μας, ο δεύτερος και πραγματικός ηθικός μας ήλιος.

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

Ο ΜΙΚΡΟΣ ΝΑΥΤΙΛΟΣ

Ίκαρος, 1985 (σελ. 9, 17, 21, 23,29, 32, 53, 56, 57, 83, 88, 120, 121)


 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.