Γιάννης Ρίτσος 1 Μαΐου 1909, Μονεμβασιά - 11 Νοεμβρίου 1990, Αθήνα Σχέδιο, Μπάμπης Ζαφειράτος, 29.IV.2016 (Μολύβι, 29 χ 21 εκ.) |
Γ Ι Α Ν Ν Η Σ Ρ Ι Τ Σ Ο Σ
Σ Τ Ο Χ Ρ Ι Σ Τ Ο
Χριστέ, που μου άνθησε η καρδιά κάτω απ’ τον ίσκιο το φαιό
του Λόγου σου ‒άνθος σιωπηλό, της ευλογίας πλάσμα‒
και μες στη φούχτα σου χολή κι όξος ρουφούσα το θεό,
μ’ επιείκεια δέξου το, παλιό τάμα, το νέο μου άσμα.
Αξίωσε το δούλο σου να σ’ αντικρύσει στη ματιά,
με του οίχτου ωχρά τα δάχτυλα ν’ αγγίξει την πληγή σου,
λευτερωμένο απ’ τη βαθειά του μυστηρίου σου γητειά
να γδύσει σε απ’ το ένδυμα της φωτεινής σιγής σου.
Χριστέ, τα πόδια ανάπαψε τα ματωμένα, που γυμνά
από τ’ αγκάθια πλήγιασαν κι απ’ τις πορείες των χρόνων·
στερνή φορά χαμήλωσε τα μάτια σου γλυκά, σεμνά
προς τους απλούς ανθρώπους σου, τους εραστές των πόνων.
Κάθισε στης υπομονής το παγερό, σκληρό σκαμνί,
βγάλε απ’ τήν κόμη την ξανθή το φωτεινό στεφάνι,
μέτρα τα δάκρυα που ’μασες μέσα στου ελέους σου το σταμνί
απ’ τους πτωχούς τω πνεύματι που φίλησεν η πλάνη.
Άσε και τα δάκρυα σου, μια και δεν ξέρεις να οργιστείς,
μακριά απ’ το μάταιο θάμπωμα του πρωτινού σου ονείρου
κι ως σου ταιριάζει ταπεινός, μπρός στο κατώφλι της κλειστής
θύρας, το κώνειον τώρα πιες του πόθου σου του στείρου.
Η Βασιλεία των Ουρανών πλημμύρισε αποπνιχτικά
απ’ των θλιμμένων κι άρρωστων πιστών σου τα όσια ποίμνια
κι ούτε μια θέση απόμεινε πλάι τους να μείνεις, νεκρικά
ν’ ανθίζεις αγριολούλουδα στων θλίψεων τα συντρίμμια.
Και σ’ εξορίσαν· σου ’πρεπε· να γίνει δε μπορούσε αλλιώς,
το αίμα ρουμπίνι φώτισε τη σκιά τού άξιου σου θρόνου·
της εποχής σου σ’ έκλεισε και σένα ο σιδερένιος κλοιός
κι ήταν το πνεύμα σου παιδί του Τόπου και του Χρόνου.
Πόσες μορφές δεν άλλαξες πριν γεννηθείς μα και μετά
μες από χώρες και καιρούς, κι αν πράα ήσουν ασπίδα
κι ανώφελη παρηγοριά ‒τα λόγια σου μέθης πιοτά‒
σε κάναν όπλο εγκλήματος και σκλάβων αλυσίδα.
Χριστέ, το «ειρήνη πάσι» σου, «εν τούτω νίκα» έχει γενεί,
στη δόξα σου ακονίζονται οι σαρκοφάγοι οδόντες,
με τα μαλλιά σου τα χρυσά ουράνιο έπλεξαν σκοινί
να κρεμαστούν «μακάριοι οι πεινώντες και διψώντες».
Τώρα σού γράφουν τ’ όνομα στα έρμα πεδία των μαχών
‒λευκάζοντας τις έναστρες νύχτες‒ οστά θυμάτων
αθώων, και θρήνοι αρμονικοί των κουρασμένων και φτωχών
στη χάρη σου αναπέμπουνε το ανείπωτο άσμα ασμάτων.
Στον ύπνο σ’ ονειρεύεται ο φαντάρος στο στενό του αμπρί
κι έξω πετιέται γυάλινος βολβός σ’ έντρομη κόγχη,‒
σε βλέπει, Σένα, που ’φεγγε κάποτε η όψη σου λαμπρή,
άγριον εχθρό να του προτείνει αμείλιχτα τη λόγχη.
Χριστέ, που καταδέχτηκες να γεννηθείς σ’ ένα παχνί,
στ’ άχυρα που χρυσώσανε, στα κόπρια που ευωδιάσαν,
κοντά σε βόδια, σε βοσκούς που σ’ έβλεπαν με την αχνή
καλή ματιά ‒στων τύραννων το στέμμα σε θρονιάσαν.
Ω, εσύ που μίλαες στα πουλιά, στου δάσους τα γυμνά κλαδιά,
στου αγρού τα κρίνα και γλυκά στον κάθε πόνο εστράφης‒
σου κρέμασαν στο χέρι σου μιαν αρμαθιά βαριά κλειδιά
να κλεις μπουντρούμια, ιδιώνυμα γελώντας να υπογράφεις.
Συχώρα τον αμαρτωλό, Χριστέ, ο εργάτης σήμερα
καθώς πέφτει στη σκέψη του των φυλακών η αυλαία
σε βλέπει μ’ όψη βλοσυρή και με τα μάτια ανήμερα
να του απαγγέλεις την ποινήν ίδιος με εισαγγελέα.
Χριστέ, που εδιάβης κι άνθισαν κρίνα οι ευλογίες σου λευκά
κι ήπιες νερό στου πένητα την ταπεινή παράγκα
κι έφεγγε η νύχτα ως έστρεφες γύρω τα μάτια σου γλαυκά,
τώρα φρουρό σε βάλανε μπρος στων πλουσίων την μπάγκα.
Θα ’πρεπε να σε βλέπουνε τ’ αθώα παιδιά με σκιερά
μάτια στην κούνια γείρανε και σώπασαν στον ύπνο
κι όμως σε βλέπουν οι κλητοί σου μες στον κύκλο τού παρά
να στρώνεις, δούλος ταπεινός, των τύραννων το δείπνο.
Και τ’ όνομά σου θα ’πρεπε να ψιθυρίζουν ν’ απαντούν
στάχυ στο στάχυ, καλαμιές που δείχνουν το φεγγάρι.
Τώρα τα μαύρα στόματα των πυροβόλων το βροντούν,
και στύβεις μες στα χέρια σου τις νέες καρδιές σφουγγάρι.
Χριστέ, φραγμό σε στήσανε μπροστά στο δρόμο του φτωχού
και τ’ οργισμένο του ύψωναν σ’ εκστάσεις όλβιες μάτι,
μα βάρυνε πολύ ο κασμάς σε χέρι εργάτη και πριχού
σκάψει τον τάφο του γκρεμίζει το άδειο σου παλάτι.
Χριστέ, η καρδιά σου ήταν καρδιά όλου του κόσμου που πονεί
μα έμεινε στην υποταγή δεμένη για να δένει
κι αν τρόμαξαν ποτέ οι εχθροί για την πλατιά σου τη φωνή
οι ίδιοι σού στεφανώσανε την όψη αντεστραμμένη.
Μα ο πόνος τώρα ωρίμασε κι έκφραση δίκιου βρήκε η οργή,
σπάνε οι αλυσίδες της σκλαβιάς κι η υπομονή σου εχάθη,
και σε θωρώ στο νέο σταυρό, Χριστέ, στη ρόδινη αυγή,
απ’ το στερνό σου θάνατο η ζωή χαρά να πλάθει.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
ΤΡΑΚΤΕΡ, 1930-1934
ΜΕΓΑΛΗ ΩΡΑ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1930-1942
Τόμος Α, (σσ. 45-47)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.