Νίκος Εγγονόπουλος: Αθήνα, 21 Οκτ. 1907 - 31 Οκτ. 1985
Σχέδιο, Μπάμπης Ζαφειράτος, 21.Χ.2015 (Μελάνι, 29χ21 εκ.)
Νίκος Εγγονόπουλος
ΑΝΘΗ
μάτια που πλέον δεν βλέπετε
βλέμματα όπου δεν
σας ελκύει πια η μορφή του κόσμου
είσαστε αστέρια
φωτίζετε
![]()
ΤΑ ΓΚΩΛ-ΠΟΣΤ
άκουγε τις καμπάνες που
βαρούν
και τ’ ορειχάλκου τις δονήσεις
όπου τρυπάν τον καθαρό
—του Κυριακάτικου πρωινού—
αγέρα
;άραγες οι καμπάνες τί να
μηνούν;
θα τις ακολουθήσουν μήπως
ύμνοι τραγούδια
χαρές
ή πολυβόλα θ’ αντηχήσουνε
απαίσια
να σπείρουνε
τον όλεθρο ολούθε;
ένα σας λέω:
όλοι να τρέξουμε αμέσως
στα γκωλ-πoστ
παιδιά!
στα γκωλ-πoστ!
στα γκωλ-πoστ
άγρυπνοι
—ακοίμητοι φρουροί—
πανέτοιμοι
το μάτι εδώ εκεί
να γρηγορούμε
μην αρχίσουνε να πέφτουνε
τα τέρματα
βροχή
και
ηττηθούμε
![]()
ΑΛΛΗΛΟΥΧΙΕΣ
12
μεσάνυχτα
ποιος να βαράει
την πόρτα
τέτοιαν ώρα;
να ’ναι
η Μούσα
τα λούσα
η ρούσα;
ανοίγω
κι όμως
τίποτε
κανείς!
στρέφω
η δεσποινίς Μαρίκα
—η κόρη ντε του καλλιφώνου ψάλτου της ενορίας—
μου εκμυστηρεύεται:
«να
είταν η θάλασσα
είταν τ’ αγέρι
είταν ο έρωτας του τραμβαγιέρη
που μου ετάραξαν
τα σωθικά»
![]()
ΕΝΑ ΟΡΓΙΣΜΕΝΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ
Οι Κούροι που ορθώνονταν στα ελληνικά ακρογιάλια
Μην πείτε πως αφήσανε τούτο τον έρμο τόπο.
Αυτή η γης, η μαύρη γης, η χιλιοπικραμένη,
Ποτέ της δε σταμάτησε να βγάζη παλληκάρια.
Κι’ αν χύνουμε τα δάκρυα, κλαίγουμε το χαμό τους,
Και η χαρά μας είν’ τρανή που είχαμε τέτοι’ αδέρφια.
Ποιος θε να κλάψη το χαμό τόσων παλληκαριώνε;
Εγώ θα κλάψω και θα πω το τι άξιζε ο καθένας.
Αλλ’ όμως τώρα τραγουδώ το Μήτσο Αστερίου,
Που είταν αϊτός της Ρούμελης, πύργος στην Αταλάντη,
Στην αντρειά, στη λεβεντιά, πρώτος μέσα στους πρώτους,
Του Δίκιου και της Λευτεριάς τ’ άξιο παλληκάρι.
Μεγάλη ωσάν τα βουνά είτανε η καρδιά του,
Κι’ η σκέψη του είταν ψηλή ωσάν τα κυπαρίσσια.
Εργάτες ρίχτε τα σφυριά, ρίχτε τα εργαλεία,
Και με τα χέρια λεύτερα μουντζώστε τους φασίστες.
Οι άτιμοι ωμόσανε, στη νύχτα που τους ζώνει,
Τον Κόσμο να σκλαβώσουνε, ν’ απλώσουν τα σκοτάδια.
Και τώρα σφίχτε τις γροθιές, ψηλά σηκώσετέ τες,
Όλοι μαζί να ψάλλουμε της Εργατιάς τη Νίκη:
Και να ο Μήτσος έρχεται, πάνω στη γης βαδίζει.
Το πρόσωπό του είν’ χλωμό, έχει πικρό τ’ αχείλι,
Όμως πάντα στα μάτια του η καλωσύνη λάμπει.
Αυτός που μόνο Πίστεψε, που είταν όλος Αγάπη,
Για δέστε πώς μας έτεινε τα ματωμένα χέρια,
Στα ξεσκισμένα στήθεια του απάνω να μας σφίξει.
Στον τοίχο που τον έσουρναν, τυφλό, ναν τον σκοτώσουν,
Στο μέρος όπου ακούμπησε το ευγενικό κορμί του,
Οι πέτρες δάκρυα στάζουνε και σκούζουν στοιχειωμένες.
Κι’ ένας αετός, ρωμηός αετός, όλο εκεί πετάει,
Και των φτερών του τη σκιά ρίχνει στο μαύρο τόπο,
Κι’ όλο βογγά, ξερνά χολή, και όλο βλαστημάει.
_____________
Από το βιβλίο
Νίκος Εγγονόπουλος
Στην κοιλάδα με τους ροδώνες
με είκοσι έγχρωμους πίνακες και ένα σχέδιο
Ίκαρος, Αθήνα 1978, σσ. 43, 109-110, 123, 134-135
![]()
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.