1919, Κυπαρισσία Μεσσηνίας – 21 Νοεμβρίου 1998, Αθήνα
Σχέδιο, Μπάμπης Ζαφειράτος, 1973
(Μολύβι σε χαρτόνι, 46χ34 εκ. / Με πλαίσιο 56χ44 εκ.)
ΟΝΟΜΑΤΑ
Δεν υπήρχε όνομα τότε που οι άνθρωποι
ζούσαν. Μετά ένας έπαθε όνομα και από δω
και μπρος όλα άλλαξαν μόνο που τέλειωσαν
οι άνθρωποι.
Φοβήθηκα τα ονόματα κάποτε γιατί
τ’ άκουγα στ’ ανθρώπινα ονόματα. Χάιμ ένας
εβραίος απ’ το Μαρσέι. Κωνσταντίνος ζητά
όνομα. Μαρία Παρασκευάς και Σταμάτης
και Γεώργιος και Κίμων. Χαράλαμπος
Γεώργιος Ευστάθιος Γεώργιος Δημήτριος
Κυριακούλα Βασίλειος Παναγιώτης
μεριδοχάρτης. Όπως τα έγραφα.
ΚΥΜΑΤΑ
Όταν χαρακτηρίζεις την ποιότητα
της γραφής
ο ποιητής μπορεί να σκεφτεί
ότι.
Μα με τα κύματα
ο νους μου πάει στον Ιησού
που περπάτησε.
Τον είδαν οι απόστολοι
από πού δεν γράφουν
άλλα τον είδον περιπατούντα.
Κυματοθραύσται θαλασσών
όπως κοκεβικός λιμένας
σταμάταγαν τα κύματα του Αποστόλη.
Ο Αποστόλης ήχο λεμβούχος
και είχε γράψει στην πλάκα
κύματα άσπρα.
Γράμματα ελληνικά πλάκας σχολείου
και ο Ιησούς του τα ’φαγε
έτρωγε ό,τι έβρισκε.
Σαράντα καντάρια ζάχαρη
να ρίξουμε στη λίμνη
για να γλυκάνει το νερό
να πιει η κυρά Φροσύνη.
Ήτανε φίλος ο Αποστόλης ο λεμβούχος
με την Φροσύνη Ζαχαρίου
την κόρη της δασκάλας.
*
Έγραψαν οι τέσσερες τους τέσσερες τρόπους
και οι ποιητές τροπαρίων εμφάνταστα
γράμματα. Αλλά αυτό που περπάτησε ό
Ιησούς επί των κυμάτων ήτο ανεξήγητον.
Μετά ξέχασαν όλοι όλα τα γραπτά τις
γλώσσες τα νταγιαντίσματα και φαντάστηκαν
οι αναγνώστες οτιδήποτε. Εμένα μου
άρεσε το «κύμα τη θαλάσση» και το έψαλλα.
Κανένα όνομα Ιησού
δεν είχαμε στην παρέα μας
τα ονόματα τα κρατούσαμε
ώσπου στο τέλος δεν άντεξε
ο Μαρσέλος και μου ’φερε
το χαρτί και το μολύβι
«Γράψε μου το όνομά μου
και τ’ όνομα του θαλασσίου κέντρου μας».
Κοίταξα τη μπαρουταποθήκη
γκρεμισμένη από παλιά έκηξη
και το ’γραψα.
Τα κύματα τότε είχαν γίνε
κύματα θαλάσσης
απέναντι απ’ το Κρυονέρι
απέναντι από τον Πρίτζιπα.
Όχι Ιησού δεν είχαμε
και τότε στην παρέα μας
ώσπου ο Σταμάτης φώναξε
είχε πετάξει τον είχε δει
λαβωμένο και κρυβότανε
σε διάφορα χωρία όπως Σπηλιά
Φαρακλάδα Στασιό Καλογερέσι
ποιος αδειάζει να σε δέσει.
Τον είχε δει ο Αντώνης
τον είχε δει η Άννα
να περπατά στα κύματα
που κρατούσε στ’ άσπρα
στα μαύρα στα κόκκινα
στα κύματα των δέντρων
στα χαμηλά στα ψηλά
στα δεκατεσσάρων στιγμών
του τυπογραφείου του Ρήγασ
ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ
ΟΝΟΜΑΤΑ
ΝΕΦΕΛΗ, 1980
(Το πρώτο μότο είναι το αρχικό μότο της συλλογής, σελ. 9. Τα υπόλοιπα σσ. 125 έως 130)
***
μεσαίωνα
των ύμνων
***
[Μπήκα με άδεια τα χέρια στη σκήτη μου]
IV
Μπήκα με άδεια τα χέρια στη σκήτη μου.
Τους καρπούς τώρα τους γεύεσαι γη ― εγώ δεν υπάρχω.
Δεν ακούς πια τη φωνή μου ― δεν ακούς
έχεις δικιά σου φωνή ― δικά σου τα τείχη.
Φυτεύεις τα δέντρα ― το στάρι ανθεί σε πελάγη.
Πάνω στο δικό μου το σώμα χτίζεις τις πόλεις.
Οι πόλεις έχουν δικό τους πια σώμα.
Καμιά σιωπή ― λάμψη καμιά.
Περπατάς στους μεγάλους σου δρόμους
ζεύεις τους ποταμούς ― τα βουνά
τρέχεις στα δάση
ανασταίνεις τους ήχους τους αυλούς τα νερά σε τραγούδια.
Τη νύχτα βγαίνω ― κοιτάζω μακριά στο γιαλό
κοιτάζω βαθιά μες στα δάση
ανάβω μια μικρή φλόγα στη γη ― ακούω τους ήχους
αυτούς που δεν θ’ ακούσει πια κανείς ― ακούω και τρέμω.
Ματώνω τα χέρια στους λόγγους ― ματώνω τα γόνατα
―Το ρήγμα ψάχνω να βρω σ’ αυτό το μπετόν―
το ρήγμα. ― Στο σκουλήκι της γης την φλόγα υψώνω.
Τρέχω μέσα στη νύχτα
τρέχω με τ’ άλογο μου
βάζω πασσάλους πάνω στα όρη ― σημαδεύω τους δρόμους
ακούω ούρλιασμα λύκων ―ακούω φωνές― ακούω βουή καταρράχτες βιάζομαι
βιάζομαι
Πριν αλέκτωρ λαλήσει
η νύχτα είναι μικρή ― μεγαλώνει
ο άνεμος ετοιμάζει την έφοδο ― οι φωνές
«κοίτα» ― «τώρα» ― «το άλλο βράδυ» ―
πρέπει πάλι να σας μιλήσω.
Μη με κοιτάτε παράξενα.
Κανένας δεν με γνωρίζει;
V
Δεν ήρθα να ξαφνιάσω τις μέρες σας ― δεν κρατώ τη ρομφαία.
Κυκλοφορούσα αιώνες μέσα στο πλήθος σας
μαζεύοντας σκόρπιους σπόρους.
Δεν ήρθα να σταματήσω τους ποταμούς τα νερά
τους καρπούς ― δεν ήρθα.
Κυκλοφορούσα μέσα στους ήχους σας ― τόσους αιώνες.
Ανέμιζα μαύρα λάβαρα στις αρτηρίες των δρόμων
με την καρδιά μου καρφωμένη στο φοβερό πάσσαλο σας καλούσα ―
Δεν ήρθα να καταργήσω το νόμο.
Ανεβαίνω εδώ σ’ αυτή την αγχόνη ― αυτή τη στιγμή
σας δίνω το σχήμα σας ― σας καλώ.
Δεν ήρθα σαν ξένος ― δεν ήρθα.
Είμαι ο άνεμος η βροχή τα έρημα δάση
είμαι ο καταρράχτης το νερό το πουλί
αυτή η πόλη και η άλλη ―
είμαι ο δρόμος η αυγή το τελευταίο λιμάνι
η καρδιά μου
το πρόσωπο μου και το δικό σας
είμαι εδώ και αλλού και παντού
μέσα στ’ αγέρι ― μέσα στις παλιές ημερομηνίες
μέσα στα πλοία ―στους ήχους― στους αγρούς
στα εργοστάσια είμαι ― στις σκοτεινές αίθουσες
στ’ άδεια δωμάτια ―στους εραστές― στα ερείπια
στις καμπάνες
μόνος μόνος μόνος
απ’ την αρχή μέχρι το τέλος του κόσμου.
Και τώρα εδώ πάνω σ’ αυτό το οροπέδιο σας καλώ
τώρα που θα βυθίσω το μαχαίρι στο στήθος
να σας δώσω το αίμα μου ―
άνθη τεράστιες πόρτες ουρανοί τρέμουν κυλάνε
μπροστά στα πόδια σας στα όνειρά σας στο ψωμί
κρότοι καταστροφή και νέα αυγή κατεβαίνει.
Ο άνεμός μου κάθε νύχτα με παγώνει.
[Οροπέδιο, I-VII. Κείμενα (οι συλλογές Μεσολόγγι (1949) και Οροπέδιο (1956) μαζί), Αθήνα 1972, σ. 33-34]
*
Βλέπε και
Μιχάλης Κατσαρός: Οι χωροφύλακες δεν διαλύονται με αυταπάτες και ψυχοσάββατα
*
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.