Φεδερίκο Γαρθία Λόρκα
Γεννήθηκε στις 5 Ιουνίου 1898, στην πόλη Φουέντε, Βακέρος της επαρχίας Γρανάδας.
Δολοφονήθηκε από τους φασίστες του Φράνκο, στις 19 Αυγούστου 1936, μεταξύ Βιθνάρ και Αλφακάρ έξω από τη Γρανάδα.
Σχέδιο, Μπάμπης Ζαφειράτος, 5.VI.2015 (Μελάνι, 29 χ 21 εκ.)
Φεδερίκο Γαρθία Λόρκα
Μπαλάντα της Ισπανικής Χωροφυλακής
Romance de la Guardia Civil española
(Αποσπάσματα)
Μαύρα είναι τ’ αλόγατά τους.
Μαύρα και τα πέταλά τους.
Έχουν μπέρτες λερωμένες
με κερί και με μελάνι
που στο φως στραφτοκοπάνε.
Έχουνε, γι’ αυτό δεν κλαίνε,
τα κρανία τους μολυβένια.
Με ψυχή από λουστρίνι
μες στους δρόμους προχωράνε.
Σκοτεινοί καμπουριασμένοι,
δίνουν διαταγές τριγύρω
με σιωπές από κατράμι
τρόμο στις ψυχές σκορπάνε.
Τριγυρνάνε όπου γουστάρουν
κι ένα μπερδεμένο χάος
κρύβουνε μες στο μυαλό τους
από βρόμικα πιστόλια.
*
Ω, εσύ πόλη των Τσιγγάνων!
Με σημαίες στις γωνιές σου.
Κολοκύθα και φεγγάρι
με γλυκό αγριοκεράσι.
Ω, εσύ πόλη των Τσιγγάνων!
Ποιος σ’ είδε και δε θυμάται;
Πόλη από ευωδιές και θλίψη
που ’χεις κάστρα από κανέλα.
*
[...]
Από τις κραυγές τις άγριες
γύριζαν οι ανεμοδείχτες.
Σφάζανε τ’ αεράκι οι σπάθες
και το σέρνανε τα κράνη.
Στους θεοσκότεινους τους δρόμους
τρέχουνε οι γριές τσιγγάνες
νυσταγμένα τ’ άλογα τους
κι έχουν κέρματα στα βάζα.
Στους απόγκρεμνους τους δρόμους
κύματα οι μακάβριες μπέρτες
αστραπές αφήνουν πίσω
στρόβιλους από ψαλίδια.
*
[...]
Όμως οι Χωροφυλάκοι
σπέρνοντας φωτιές περνάνε
όπου σαν γυμνό κορίτσι
λαμπαδιάζει η φαντασία.
Και η Ρόσα των Καμπόριος
κλαίει στην πόρτα καθισμένη
με κομμένα τα βυζιά της
σ’ έναν δίσκο απιθωμένα.
Τρέχανε τ’ άλλα κορίτσια
τρέχανε κυνηγημένα
απ’ τις μακριές τους τις πλεξούδες
κι έσκαγαν μες στον αέρα
ρόδα μαύρα από μπαρούτι.
Κι όταν όλα τα ταβάνια
είχαν σωριαστεί ρημάδια,
σήκωσε η αυγή τους ώμους
μ’ έναν μορφασμό από πέτρα.
Ω, εσύ πόλη των Τσιγγάνων!
Πάνε οι Χωροφυλάκοι
μες στο σιωπηλό τους τούνελ
ενώ οι φλόγες σ’ έχουν ζώσει.
Ω, εσύ πόλη των Τσιγγάνων!
Ποιος σ’ είδε και δε θυμάται;
Στη μορφή μου ας σε ψάξει.
Παίζουν το φεγγάρι κι η άμμος.
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος
Ο Λόρκα περιγράφει με τον μοναδικό του τρόπο τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην ύπαιθρο της Χερέθ ντε λα Φροντέρα, το καλοκαίρι του 1923 (βασιλεύει ο δικτάτορας στρατηγός Πρίμο δε Ριβέρα), κατά τη διάρκεια μιας απεργίας αγροτών και τσιγγάνων εργατών για καλύτερους μισθούς, που κράτησε είκοσι έξι μέρες και πνίγηκε στο αίμα.
Η Μπαλάντα της Ισπανικής Χωροφυλακής είναι το 15ο από τα 18 ποιήματα που απαρτίζουν το περίφημο Romancero Gitano (Τσιγγάνικη Μπαλάντα ή Τσιγγάνικη Ιστορία, 1928) και είναι το έργο που όταν εκδόθηκε παρά λίγο να στοιχίσει τη ζωή του Λόρκα. Αλλά επειδή ο φασισμός έχει άγρια μνήμη, αυτή η καταγγελία θα έχει το ειδικό της βάρος 8 χρόνια αργότερα, με την στυγερή δολοφονία του ποιητή στις 19 Αυγούστου του 1936, λίγο έξω από τη Γρανάδα.
Ένα μέρος του έργου μάς είναι γνωστό από τη Θεοδωρακική εκδοχή σε μετάφραση του Οδυσσέα Ελύτη.
Χερέθ ντε λα Φροντέρα (Jerez de la Frontera). Ανδαλουσιάνικη πόλη από την πλευρά του Ατλαντικού, στην επαρχία Κάντιθ, όπου τον 13ο αιώνα βρίσκονταν τα σύνορα (frontera) Χριστιανών – Μαυριτανών.
(Μπ. Ζ.)
* * *
Federico Garcia Lorca
Romance de la Guardia Civil española
(Fragmentos)
Los caballos negros son.
Las herraduras son negras.
Sobre las capas relucen
manchas de tinta y de cera.
Tienen, por eso no lloran
de plomo las calaveras.
Con el alma de charol
vienen por la carretera.
Jorobados y nocturnos,
por donde animan ordenan
silencios de goma oscura
y miedos de fina arena.
Pasan, si quieren pasar,
y ocultan en la cabeza
una vaga astronomía
de pistolas inconcretas.
*
¡Oh ciudad de los gitanos!
En las esquinas banderas.
La luna y la calabaza
con las guindas en conserva.
¡Oh ciudad de los gitanos!
¿Quién te vio y no te recuerda?
Ciudad de dolor y almizcle,
con las torres de canela.
*
[…]
Un vuelo de gritos largos
se levantó en las veletas.
Los sables cortan las brisas
que los cascos atropellan.
Por las calles de penumbra,
huyen las gitanas viejas
con los caballos dormidos
y las orzas de monedas.
Por las calles empinadas
suben las capas siniestras,
dejando atrás fugaces
remolinos de tijeras.
*
[…]
Pero la Guardia Civil
avanza sembrando hogueras,
donde joven y desnuda
la imaginación se quema.
Rosa la de los Camborios,
gime sentada en su puerta
con sus dos pechos cortados
puestos en una bandeja.
Y otras muchachas corrían
perseguidas por sus trenzas,
en un aire donde estallan
rosas de pólvora negra.
Cuando todos los tejados
eran surcos en la tierra,
el alba meció sus hombros
en largo perfil de piedra.
*
¡Oh ciudad de los gitanos!
La Guardia Civil se aleja
por un túnel de silencio
mientras las llamas te cercan.
¡Oh ciudad de los gitanos!
¿Quién te vio y no te recuerda?
Que te busquen en mi frente.
Juego de luna y arena.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.