Πρώτη δημοσίευση: Κατιούσα, 13-07-2018
Μπάμπης Ζαφειράτος – Μποτίλια Στον Άνεμο
Επάνω: Μάριο Καρένιο (Αβάνα, Κούβα, 1913 – Σαντιάγο, Χιλή 1999), Η κοπή του Ζαχαροκάλαμου, 1943. (Εδώ, λεπτομέρεια). Mario Carreño, El corte de caña, 1943 (Duco on wood). Collection Isaac Carmen Lif and Family, Santo Domingo, Dominican Republic (Πηγή) |
Εδώ είναι σκουρόχρωμοι άνθρωποι που πάντα γελάνε,
συντηρητικοί και φιλελεύθεροι
με τα ζώα και τα ζαχαροκάλαμα τη ζωή τους περνάνε·
κι ενώ συχνά άφθονο χρήμα κυλάει
αυτός ο κόσμος μόνο ζόρια τραβάει.
κι από τριαντάφυλλα μέχρι μυαλά αφανίζει.
Κάτω απ’ τη ντρίλινη αστραφτερή κουστουμιά μας
φοράμε ακόμα το περίζωμα του νέγρου που βαστάει τ’ αχαμνά μας·
άνθρωποι απλοί, τρυφεροί, γεννημένοι
από σκλάβους κι από κάθε λογής κατακάθι φτιαγμένοι,
η σάρα κι η μάρα, ένα βάρβαρο ασκέρι,
είναι εκείνοι, που ευγενώς ο Κολόμβος,
εν ονόματι της κραταιάς Ισπανίας, στις Ινδίες θα προσφέρει.
Και βεβαίως, πρόκειται για φτηνιάρικα είδη,
γιατί μέσα από χίλια παζάρια, αγορές και κοντράτα
οι βαφές έχουν στάξει και μπερδεύτηκαν ήδη.
(Κι όποιος έχει άλλη γνώμη, ένα βήμα μπροστά να μιλήσει σταράτα).
Βρίσκεις απ’ όλα εδώ, και κόμματα, και πολιτικές νικηφόρες
και ρήτορες που εγκαλούν: «Σε τούτες τις κρίσιμες ώρες…»
Βρίσκεις τράπεζες και βεβαίως τραπεζίτες,
δικαστές, κομπραδόρους, μεσίτες,
γιατρούς, δικηγόρους,
δημοσιογράφους, θυρωρούς κι αχθοφόρους.
Ε, λοιπόν, το ζητάμε, το στέλνουν και τέρμα η λύπη.
Δυτικές Ινδίες! Καρύδες, καπνό κι αγουαρδιέντε πουλάνε.
Εδώ είναι σκουρόχρωμοι άνθρωποι που πάντα γελάνε.
Ω, γη σαν λουρίδα στενή!
Αλήθεια, δεν λένε πως είσαι φτιαγμένη
μοναχά φοινικιές να φυτρώνουν εκεί;
Ω, γη στου Ορινόκου τη ρότα, που φτάνει ως εδώ,
ή στη ρότα κάποιου άλλου τουρίστα,
με πολύχρωμα πλήθη δίχως έναν αρτίστα
κι ούτ’ έναν τρελό·
λιμάνια γι’ αυτούς που γυρνάν
απ’ τη Σεούλ την Ταϊτή, ή το Αφγανιστάν
κι έρχονται εδώ ουρανό να γευτούνε
και μπακάρντι να πιούνε·
λιμάνια όπου ακούς να μιλάνε με λέξεις αγγλικές
που αρχινάνε από yes και τελειώνουν σε yes.
(Τα αγγλικά των ξεναγών που στα τέσσερα πάνε).
Δυτικές Ινδίες! Καρύδες, καπνό κι αγουαρδιέντε πουλάνε.
Εδώ είναι σκουρόχρωμοι άνθρωποι που πάντα γελάνε!
που από κλαδί σε κλαδί σαν μαϊμού σκαρφαλώνεις
παλιάτσε, που για να μην τα σκατώσεις ιδρώνεις ξεϊδρώνεις
μα ως το γόνα τα πόδια σου τα ’χεις χεσμένα.
Γελάω με σένα, λευκέ με την πράσινη γλίτσα στο αίμα
–φαίνεται, κι ας προσπαθείς να κρυφτείς μες στο ψέμα!–
γελάω με σένα γιατί μιλάς για πούρα αριστοκρατία
με ανθηρά εργοστάσια και γεμάτα ταμεία.
Νέγρε, μαζί σου γελάω που μακάκους μιμείσαι,
όταν χάσκεις με το αμάξι του πλούσιου μπροστά σου,
και που το σκούρο σου δέρμα σε ντροπιάζει, το αρνείσαι,
κι ας είναι τόσο δυνατή η γροθιά σου!
Με όλους γελάω: με τον αστυνόμο και μ’ εκείνον που πίνει,
με κάποιον πατέρα και με το παιδί του,
με τον πρόεδρο και μ’ αυτόν που είναι φωτιές για να σβήνει.
Γελάω με όλον τον κόσμο, γελάω μαζί του.
Γελάω με όσους τρέμουν μπροστά σε τέσσερα δασύτριχα κτήνη,
όταν κορδώνονται πίσω από φανταχτερούς θυρεούς με ασπίδες,
όπως τέσσερεις πρωτόγονοι κάτω από ένα φοίνικα που κάνει καρύδες.
και μαριονέτες πολιτικοί·
ψωμί και βούτυρο με τον καφέ τους…
Μπρος, αρχίνα το son ν’ ακουστεί!
για να προσφέρουν στο Έθνος αυτοί·
με διακόσια δολάρια το μήνα…
Μπρος, αρχίνα το son ν’ ακουστεί!
κι η κατάσταση, ούτω πως, θα φτιαχτεί·
Υπέρ πάντων και πάντα η Πατρίδα…
Μπρος, αρχίνα το son ν’ ακουστεί!
και μετά απ’ το μπαλκόνι μιλούν κορδωτοί.
Η σοδειά! Η σοδειά! Η σοδειά!
Μπρος, αρχίνα το son ν’ ακουστεί!
από φόβο μπροστά στη ματσέτα.
Ο ήλιος καυτός κι ο αέρας μολύβι.
Τα ουρλιαχτά του επιστάτη
βαριά και σκληρά σαν μαστίγια.
Και μέσα απ’ το σκοτεινό
πλήθος των κουρελήδων που δουλεύουν,
αναβλύζει μια φωνή που τραγουδάει,
ξεσπάει μια φωνή που τραγουδάει,
ξεφυτρώνει μια φωνή οργισμένη,
υψώνεται μια φωνή απ’ το χτες κι απ’ το τώρα,
σημερινή και πρωτόγονη:
Χρατς! Χρατς! Χρατς!
Να καις καλάμια και κεφάλια,
στα σύννεφα ο καπνός ν’ ανεβεί,
Πότε η ώρα θα ’ρθεί! Πότε θα ’ρθεί!
χρατς! χρατς! χρατς!
Είναι το χέρι μου με τη ματσέτα,
χρατς! χρατς! χρατς!
Κι ο επιστάτης είναι μαζί μου,
χρατς! χρατς! χρατς!
Να κόβεις κεφάλια σαν τα καλάμια,
να καις καλάμια και κεφάλια,
στα σύννεφα ο καπνός ν’ ανεβεί,
Πότε η ώρα θα ’ρθεί!
το γεμάτο σοδειά κι αγωνία,
πάλλεται, παίρνει φωτιά και καίει με μανία
και στης μέρας κολλάει το ταβάνι.
με πρόσωπα ωχρά και σκαμμένα,
με κορμιά φαντασμάτων σκυμμένα,
που απαγκιάζουν ριγμένα
στων δημόσιων πάρκων τη γη,
και κάτω απ’ τον ήλιο ένα ανθρώπινο σμάρι,
ή κάτω απ’ το γεμάτο φεγγάρι,
ζητάει αλκοόλ να πνιγεί,
αυτό που τυφλώνει, που σβήνει, κι η ψυχή μας ξεχνά,
μα κανένας δεν το ’χει και κανείς δεν θα βρει
πουθενά.
Είναι η πείνα των Αντιλλών,
το μαράζι των εύπιστων Δυτικών Ινδιών!
μπαρ που είναι φύσκα από ναύτες·
σταυροδρόμι από άπειρες ρότες
για ληστές, πειρατές, τυχοδιώχτες.
Στέκια όπου σπρώχνουν μορφίνη,
κοκαΐνη και ηρωίνη.
Καμπαρέ που ξεγελάς τις στιγμές της ανίας
με το ψεύτικο πέπλο μαγείας
μέσα από ένα μπουκάλι σαμπάνια,
που ο κόσμος στη δύναμή της πιστεύει
σαν ένα neosalvarsán της χαράς, το χαπάκι που τη σπάνια
«σύφιλη της ψυχής» θεραπεύει.
Μια λαχτάρα, στο μέλλον βαθιά να διεισδύσεις
κι απ’ του είναι σου τα βάθη να βγει
μυστική συνταγή
για να ζήσεις.
Η λύσσα των πειρατών με το φράκο,
που μοιάζουν με τον Σόρες και τον Ελ Ολονές,
μπροστά στη δυστυχία, σ’ εξοργίζει
κι εξαφανίζεται μόνο με τις κλωτσιές.
Ο στρατός φανατικά τυφλωμένος
έτοιμος όπως πάντα, οπλισμένος
για να ρίξει σε όποιον φωνάζει ή γιουχάρει
επειδή το ψωμί είναι ξερό κι ο χυλός νερωμένος!
θα πρέπει να δουλέψεις σκληρά·
Για να βγάλεις τον επιούσιο
θα πρέπει να δουλέψεις σκληρά:
μα κάλλιο, απ’ το να διπλώνεις τη μέση
στο κούτελό σου μια ζάρα βαθιά.
ζάχαρη, να ’χεις για τον καφέ·
ζάχαρη βγαίνει απ’ το καλάμι,
ζάχαρη, να ’χεις για τον καφέ:
αυτή τον γλυκαίνει, μα ξέρω
είναι λες και του δίνει χολή.
και γυναίκα ν’ αγαπήσω καμιά·
Πουθενά δεν έχω να μείνω
και γυναίκα ν’ αγαπήσω καμιά:
σκυλιά με γαβγίζουν στο δρόμο
και κανείς δεν με λέει εσείς.
πρέπει να ’χουν μαχαίρι στο χέρι·
Για να ’ναι άντρες οι άντρες
πρέπει να ’χουν μαχαίρι στο χέρι:
ήμουν άντρας, το πήρα
μα μ’ απόμεινε στη φυλακή!
αν επέθαινα τώρα επιτόπου
αν επέθαινα τώρα επιτόπου, ω μάνα,
τι μεγάλη που θα ’χα χαρά!
θα σου δώσω, εγώ θα σου δώσω
Αχ, εγώ θα σου δώσω,
Τη λευτεριά!
Εδώ ένας άξεστος μένει λαός
από χαλκό, πολυκέφαλος, όπου η ζωή του σερνάμενη
μέσα σε λάσπη ξερή που χαράζει το δέρμα.
Είν’ εδώ κολαστήριο
που όλοι έχουν τα πόδια δεμένα.
Aυτή είναι η αποτρόπαια έδρα για companies και trusts.
Εδώ υπάρχουν η λίμνη της ασφάλτου, τα ορυχεία σιδήρου,
οι φυτείες του καφέ,
αποβάθρες, καράβια, κι ελάχιστα σέντσια…
Εδώ είναι ο λαός του all right
που τα πάντα πηγαίνουν στραβά·
Εδώ είναι ο λαός του very well,
μα κανένας δεν είναι καλά.
Αυτοί που στο West Point τα βλαστάρια τους στέρνουν.
Εδώ είναι αυτοί που τσιρίζουνε: hello baby,
που Chesterfield και Lucky Strike φουμαίρνουν.
Εδώ οι χορευτές του fox trot,
τα παιδιά της jazz band,
οι παραθεριστές του Palm Beach και του Miami.
και coffee and milk.
Εδώ είναι συφιλιδικοί αλλοπρόσαλλοι νέοι,
που καπνίζουνε όπιο και μαριχουάνα,
που σε βιτρίνες μοστράρουν τις ωχρές σπειροχαίτες
και ράβουν κουστούμι κάθε βδομάδα.
Εδώ, απ’ το Πορτ-ο-Πρενς είναι πιο εντάξει,
πιο φίνα απ’ το Κίνγκστον, τη high life της Αβάνας…
Αλλά εδώ είναι κι αυτοί που τραβάνε κουπί μες στο δάκρυ,
στα κάτεργα εξόριστοι, στα κάτεργα εξόριστοι.
που μέσα σε καταιγισμό από σπινθήρες λαξεύουν
τη σκληρή πέτρα όπου λίγο λίγο θα γίνει
μια φούχτα τιτάνιο. Αυτοί που ανάβουν την κόκκινη
σπίθα πάνω απ’ τον άνυδρο κάμπο.
Αυτοί που φωνάζουν: Ερχόμαστε! Κι η ηχώ μ’ ένα μάμπο
από άλλες φωνές απαντάει: Ερχόμαστε! Αυτοί που με άγρια μανία
νιώθουν το αίμα να χτυπάει σε προσβολές κι ειρωνεία.
Και τι να κάνεις μ’ αυτούς
όταν μέσα σε καταιγισμό από σπινθήρες δουλεύουν;
ρισκάρουν τα πάντα· όλα τ’ αφήνουν,
κι απλόχερα όλα τα δίνουν·
εδώ είν’ εκείνοι που νιώθουν αδέρφια κι έχουν πόνο μεγάλο
για το νέγρο, που πάνω απ’ την άβυσσο σκύβει
με το μέτωπό του να λειώνει απ’ τον κρύο ιδρώτα,
και για τον άσπρο που ξέρει πως τη σάρκα σαν τον πηλό τη συντρίβει
το κνούτο, ή χειρότερα η ταπείνωση κάτω απ’ η μπότα,
και τότε η φωνή τους σαν την άγρια βροντή
θα τραντάξει συθέμελα την καρδιά τους.
Είν’ εκείνοι που βλέπουν ξυπνητοί τα όνειρά τους,
αυτοί που στο βάθος του ορυχείου ο αγώνας τούς φέρνει
κι από ’κει η φωνή θ’ ακουστεί
ζωντανούς και νεκρούς που ανασταίνει.
οι παρίες κι οι αγνοημένοι
είναι οι ξένοι
κι οι ξεχασμένοι
οι ταπεινοί
κι οι ταπεινωμένοι
οι παροπλισμένοι
κι οι ναρκωμένοι
εκείνοι, που μπρος στου μάουζερ την κάννη φωνάζουν:
Αδέρφια στρατιώτες! Και κυλούν πληγωμένοι
με μια αιμάτινη κλωστή στα μπλάβα τους χείλη.
Στην άκρη! Λαμπρές ανεμίζουν παντιέρες,
και παίρνουν φωτιά οι παντιέρες
πάνω απ’ αυτή την αντάρα!)
κι αν δουλεύω με σκοτώνουν ξανά·
με σκοτώνουν, διαρκώς με σκοτώνουν,
με σκοτώνουν ξανά.
κοιτούσε το ήλιο που έβγαινε·
Έναν άνθρωπο είδα χτες που κοιτούσε
κοιτούσε το ήλιο που έβγαινε:
και φαινόταν πολύ σοβαρός
γιατί ο άνθρωπος ήταν τυφλός.
Αχ,
ζουν οι τυφλοί δίχως να βλέπουν
τον ήλιο να βγαίνει
τον ήλιο να βγαίνει
το ήλιο ψηλά ν’ ανεβαίνει!
πως σκότωνε, λέει, έν’ άλλο παιδί·
Χτες είδα ένα παιδάκι να παίζει
πως σκότωνε, λέει, έν’ άλλο παιδί:
υπάρχουν παιδιά που δουλεύουν
σαν τους άντρες σκληρά.
Ποιος θα τους πει σαν μεγαλώσουν
πως οι άντρες δεν είναι παιδιά·
πως δεν είναι,
πως δεν είναι,
πως δεν είναι παιδιά!
κι αν δουλεύω με σκοτώνουν ξανά·
με σκοτώνουν, διαρκώς με σκοτώνουν,
με σκοτώνουν ξανά.
τη νύχτα. Οι φοινικιές, ανυποψίαστες,
κουβεντιάζουν με λέξεις ωχρές
για περιδέραια, για μεταξωτά, για σκουλαρίκια.
Ένας νέγρος ψήνει τον καφέ του ανακούρκουδα.
Ένα παράπηγμα καίγεται πέρα.
Ξυπόλητοι ανέμοι φυσάνε.
Περνάει ένα καταδρομικό της Αμερικάνικης
Ένωσης. Κι έπειτα κι άλλο,
και το αρχαίο νερό βρομίζει με πλεούμενα αχόρταγα,
εγγόνια του γέρο Ντρέικ του κουρσάρου.
σφίγγει τη γροθιά της εκδίκησης
Ένα son φωτεινό, ζωντανό
κι ελπιδοφόρο ανατινάζει και γη κι ωκεανό.
Ο ήλιος μιλάει για τα δάση με τους πράσινους σπόρους
κι από ’κει θα τους φέρει…
Δυτικές Ινδίες τις λένε στ’ Αγγλικά
Αντίλλες στα δικά μας τα μέρη.
το έτος χίλια εννιακόσια τριάντα τέσσερα.
Από τη συλλογή: Δυτικές Ινδίες ΕΠΕ (1934)
Πορτρέτο (χ.χ.) του Νικολάς Γκιγιέν από τον Αργεντινό Αντόνιο Μπέρνι. 14 Μαΐ. 1905, Ροσάριο – 13 Οκτ. 1981, Μπουένος Άιρες. (Πηγή) |
1933. Η Αποτυχημένη Επανάσταση του ’33. Μετά τη 10χρονη βίαιη καταστολή του λαού από τη δικτατορική κυβέρνηση Χεράρδο Ματσάδο (1871-1939), με την υποστήριξη της Ουάσιγκτον βεβαίως, μια επανάσταση αρχίζει να γεννιέται στην Κούβα.
Μπατίστα – Ρούσβελτ: Οι Καλοί Γείτονες, Δεκ. 1942. (Πηγή φωτό) |
10 Νοε. 1938. Ο Σάμερ Γουέλς, Υφυπουργός Εξωτερικών τότε, σε χειραψία με τον Φουλχένσιο Μπατίστα, κατά την άφιξή του στην Ουάσινγκτον. Δεξιά,ο Malin Craig, αρχηγός του Αμερικανικού Στρατού. (Πηγή φωτό) |
του λαού έκλεισαν το στόμα
να τον θάψουν μες στο χώμα.
Μα τους πρόφτασε ο Φιντέλ!
Μάριο Καρένιο (Αβάνα, Κούβα, 1913 – Σαντιάγο, Χιλή 1999), Φωτιά στις αποθήκες ης φυτείας, 1943 Mario Carreño, Fuego en el batey. Duco and oil on wood panel, 123 x 166 cm. (Πηγή) |
Δυτικές Ινδίες ΕΠΕ (1934). Πρώτη Έκδοση (22χ16,4 εκ.), Αβάνα. (Πηγή φωτό) |
κοντά στο ατμόπλοιο. Ο Άραβας πουλάει κι αγοράζει,
ο Γάλλος βολτάρει κι αράζει,
κι ο ήλιος καυτός σε σκοτώνει.
της θάλασσας. Ο άνεμος ψήνει
τις φοινικιές… Φωνάζω: Γουαδελούπη! μα απάντηση κανείς δεν μου δίνει.
το ασυγκίνητο κύμα που βρυχιέται κι αφρίζει.
Εκεί, ο νέγρος ακόμα δουλεύει και λειώνει,
ο Άραβας πουλάει κι αγοράζει,
ο Γάλλος βολτάρει κι αράζει,
κι ο ήλιος καυτός σε σκοτώνει…
το μαράζι των εύπιστων Δυτικών Ινδιών!
για το νέγρο, που πάνω απ’ την άβυσσο σκύβει
και το μέτωπο λειώνει απ’ τον κρύο ιδρώτα,
για τον άσπρο που ξέρει πως σαν τον πηλό τη σάρκα συντρίβει
το κνούτο, ή χειρότερα ακόμα η ταπείνωση κάτω απ’ η μπότα […]
συνοδειά μου οι δυο παππούδες.
κι ο Τάιτα Φακούντο σωπαίνει·
ονειρεύονται κι οι δυο μες στη νύχτα
και πάνε και πάνε.
Και τους σμίγω.
–Φεδερίκο!…
–Άι, Φακούντο! Ρίχνονται στις αγκαλιές τους.
Ίδιος ο αναστεναγμός τους
σήκωσαν τις κεφαλές τους·
άλλο σόι, ίδιο μπόι,
πάνω τους ψηλά τ’ αστέρια·
ίδιο μπόι άλλο σόι,
μαύρος κι άσπρος ο καημός τους
έχουνε το ίδιο μπόι,
ονειρεύονται και λένε, κλαίνε μα και τραγουδάνε
ονειρεύονται και κλαίνε, τραγουδάνε.
κλαίνε, μα και τραγουδάνε.
Τραγουδάνε!
Μην την κλωτσήσεις γιατί θα δαγκώσει,
θα ξεφύγει αν της δώσεις κλωτσιά!
η ψόφια οχιά δε σφυρίζει ξανά·
και δεν περπατάει,
ούτε σέρνεται πια.
η ψόφια οχιά δεν πίνει νεράκι·
δεν παίρνει ανάσα
δε χύνει φαρμάκι! […]
μαριονέτες πολιτικοί,
γραφειοκράτες σύμφωνοι σε όλα,
και μπαγιάτικοι ηγέτες [που εμφανίζονται στο προσκήνιο και] γελάνε,
κι αν δουλεύω με σκοτώνουν ξανά·
με σκοτώνουν, διαρκώς με σκοτώνουν,
με σκοτώνουν ξανά.
Τη λευτεριά!
σπίθα πάνω απ’ τον άνυδρο κάμπο…
κι οι ξεχασμένοι
οι ταπεινοί
κι οι ταπεινωμένοι
οι παροπλισμένοι
κι οι ναρκωμένοι
που μπρος στου μάουζερ την κάννη φωνάζουν:
Αδέρφια στρατιώτες! Και κυλούν πληγωμένοι
με μια αιμάτινη κλωστή στα μπλάβα τους χείλη.
Στην άκρη! Λαμπρές ανεμίζουν παντιέρες,
και παίρνουν φωτιά οι παντιέρες
πάνω απ’ αυτή την αντάρα!)
πεζοδρόμιο ολόκληρο ξηλώνουν μοναχά με μια ρίζα.
τη γροθιά της εκδίκησης σφίγγει
Ένα son φωτεινό, ζωντανό
κι ελπιδοφόρο ανατινάζει και γη κι ωκεανό.
Ο ήλιος μιλάει για τα δάση με τους πράσινους σπόρους
κι από ’κει θα τους φέρει…
Δυτικές Ινδίες τις λένε στ’ Αγγλικά
Αντίλλες στα δικά μας τα μέρη.
Ο αριθμός σε {…} αναφέρεται στην αντίστοιχη ενότητα του ποιήματος
ΟΡΙΝΟΚΟ: Το υπέροχο πλοίο, με κινητήρες στην υπηρεσία του Μεξικού και της Κούβας. Πρώτη αναχώρηση από το Χερβούργο, 8 Μαρτίου 1933. (Πηγή φωτό) |
«Τη θέση της στερλίνας ως νόμισμα διεθνών αποθεματικών καταλαμβάνει το δολάριο, μετά την υποτίμησή του το 1934. [...] Η υποτίμηση του αγγλικού νομίσματος το Σεπτέμβριο του 1931 προκάλεσε αντιδράσεις πανικού στις ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες. [...] Έτσι η δραχμή, παραμένοντας στον κανόνα χρυσού συναλλάγματος συνδέεται με το δολάριο: στις 21 Σεπτεμβρίου 1931 η Τράπεζα της Ελλάδος ορίζει νέα ισοτιμία του ελληνικού νομίσματος (1 δολάριο = 77,05 δραχμές)». [Ένωση Ελληνικών Τραπεζών: Νόμισμα και νομισματικές κρίσεις στην Ελλάδα].Ο Ρούσβελτ, στις 31 Ιανουαρίου του 1934, χρονιά που γράφονται οι Δυτικές Ινδίες, υποτίμησε το δολάριο κατά 41%. Ακόμα και με τη νέα ισοτιμία: 200 δολάρια = 9.092 δρχ.
1555. Ο Ζακ ντε Σορές καίει την Αβάνα. (Πηγή φωτό) |
Ελ Ολονές. Ο ανθρωποφάγος. (Πηγή φωτό) |
Σερ Φράνσις Δράκος. Ο Σφαγέας Θαλασσοπόρος κατά τη στέψη του. (Πηγή φωτό) |
1952. Ο Άικ με τον Μπατίστα. Τρία χρόνια αργότερα δίνει βίζα (πρωθυπουργίας) και στον δικό μας Εθνάρχη Τριανταφυλλίδη, της φοβερής 8ετίας 1955-1963. Και θα είναι ο πρώτος Αμερικανός Πρόεδρος που επισκέπτεται την Ελλάδα (1959). (Πηγή φωτό) |
Μάρτιος 1942. Η Καλή Γειτόνισσα και Πρώτη Κυρία των ΗΠΑ, Ελεάνορ Ρούσβελτ, με το ζεύγος Τρουχίγιο, στο Σαν Πέδρο δε Μαρκορίς, Δομινικανή Δημοκρατία. (Πηγή φωτό) |
1942. Κι άλλος Καλός Γείτονας: Σομόζα – Ρούσβελτ. (Πηγή φωτό) |
που μοιάζουν με τον Σόρες και τον Ελ Ολονές,
μπροστά στη δυστυχία, σ’ εξοργίζει
κι εξαφανίζεται μόνο με τις κλωτσιές.
Νικολάς Γκιγιέν, Πωλ Ελυάρ, Άνχελ Αουγιέρ, Πάμπλο Νερούδα, Εφραίν Χουέρτα (ποιητής και δημοσιογράφος, Μεξικό, 18 Ιουν. 1914-3 Φεβ. 1982), Μιγκέλ Οτέρο Σίλβα (συγγραφέας, δημοσιογράφος, μηχανικός και πολιτικός, Βαρκελώνη Βενεζουέλας, 26 Οκτ. 1908 – 28 Αυγ. 1985) στην Πασέο δε Ρεφόρμα (Μεξικό) το 1949. Φωτό, Hermanos Mayo, από το βιβλίο για τον Χουέρτα: Εικονογραφία (2014, εκδ. Fondo de Cultura Economica). (Πηγή φωτό από http://www.jornada.unam.mx). |
Κάρλος Πουέμπλα (Μανσανίγιο 11 Σεπ. 1917 – Αβάνα, 12 Ιουλ. 1989) και Νικολάς Γκιγιέν. Δυο επιφανείς Revolu-son-arios, στο περίφημο La Bodeguita del Medio (Το Μαγαζάκι στη Μέση) της Αβάνας. (Πηγή φωτό) |
Αλφρέδο Σοσαβράβο (Σάγουα Λα Γράντε, Κούβα, 1930) Σενσεμαγιά το φίδι, 1992 (μικτή τεχνική σε χαρτί) Alfredo Sosabravo (1930), Sensemaya la culebra (1992), Mixta / papel. (Πηγή πίνακα) |
Αβάνα 1939. Ζακ Ρουμαίν, Νικολάς Γκιγιέν. (Πηγή: Fundación-Nicolás-Guillén) |
Αδίχιο Μπενίτες Χιμένο (Σαντιάγο δε Κούβα, 26 Ιαν. 1924 – Αβάνα, 9 Μαΐ. 2013), Χεσούς Μενέντες (1958). Λάδι σε χαρτόνι. (Πηγή πίνακα) |
Το ακρωτηριασμένο σώμα του δεκατετράχρονου Έμετ Τιλ, από το Σικάγο του Ιλινόις, ανασύρθηκε απ’ τον ποταμό Ταλαχάτσι, κοντά στο Γκρήνγουντ, στις 31 Αυγούστου, τρεις μέρες μετά την απαγωγή του από το σπίτι του θείου του, από ομάδα λευκών, οπλισμένων με τουφέκια… Η Κρίση, Νέα Υόρκη, Οκτώβριος 1955. (Μότο της Ελεγείας).
Επιθεώρηση Τέχνης, τεύχος 73-74, Ιαν.-Φεβ. 1961. Αφιέρωμα στον Νικολάς Γκιγιέν. Εξώφυλλο: Βάσως Κατράκη, Κοπέλλα. (Αρχείο, Μπάμπης Ζαφειράτος) |
Ο Κ. Κ. υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Ε.Τ. και μέλος της συντακτικής επιτροπής, υπεύθυνος ύλης (1955-1962), αρχισυντάκτης (1965-1967). Ήταν ο ιδρυτής του εκδοτικού οίκου Διογένης (1971).
- Ποιήματα για τον Τσε: Hasta la poesía de la revolución και
- Ο Τσε του Χουάν Χέλμαν: Εξαίσιος με τα άλογα που τραγουδάνε
- Η ποίηση του Τσε με του Μαρξ και του Ένγκελς το τραγούδι (5 ποιήματα) – Μια κριτική προσέγγιση
- Πάμπλο Νερούδα: Επικό Τραγούδι (5 ποιήματα) – Το Επικό Τραγούδι και η ιστορία της συλλογής: Φιντέλ, Φιντέλ, οι λαοί σ’ ευγνωμονούνε
WEST INDIES LTD.
1
¡West
Indies! Nueces de coco,
tabaco y aguardiente…
Éste es un oscuro pueblo sonriente,
conservador y liberal,
ganadero y azucarero,
donde a veces corre mucho dinero,
pero donde siempre se vive muy mal
Cierto que éste es un pueblo manso todavía… / No obstante, cualquier día / alza de un golpe la cerviz; / rompe por dondequiera con sus calludas manos / y hace como esos árboles urbanos / que arrancan toda una acera con una sola raíz.
El
sol achicharra aquí todas las cosas,
desde el cerebro hasta las rosas.
Bajo el relampagueante traje de dril
andamos todavía con taparrabos;
gente sencilla y tierna, descendiente de esclavos
y de aquella chusma incivil
de variadísima calaña,
que en el nombre de España
cedió Colón a Indias con ademán gentil.
Aquí hay blancos y negros y chinos y mulatos.
Desde luego, se trata de colores baratos,
pues a través de tratos y contratos
se han corrido los tintes y no hay un tono estable.
(El que piense otra cosa que avance un paso y hable.)
Hay aquí todo eso, y hay partidos políticos,
y oradores que dicen: «En estos momentos críticos…»
Hay bancos y banqueros,
legisladores y bolsistas,
abogados y periodistas,
médicos y porteros.
¿Qué nos puede faltar?
Y aun lo que nos faltare lo mandaríamos buscar.
¡West Indies! Nueces de coco, tabaco y aguardiente.
Este es un oscuro pueblo sonriente.
¡Ah,
tierra insular!
¡Ah, tierra estrecha!
¿No es cierto que parece hecha
sólo para poner un palmar?
Tierra
en la ruta del «Orinoco»,
o de otro barco excursionista,
repleto de gente sin un artista
y sin un loco;
puertos donde el que regresa de Tahití,
de Afganistán o de Seúl,
viene a comerse el cielo azul,
regándolo con Bacardí;
puertos que hablan un inglés
que empieza en yes y acaba en yes.
(Inglés de cicerones en cuatro pies.)
¡West
Indies! Nueces de coco, tabaco y aguardiente.
Éste es un oscuro pueblo sonriente.
Me
río de ti, noble de las Antillas,
mono que andas saltando de mata en mata,
payaso que sudas por no meter la pata,
y siempre la metes hasta las rodillas.
Me
río de ti, blanco de verdes venas
— ¡bien se te ven aunque ocultarlas procuras!—,
me río de ti porque hablas de aristocracias puras,
de ingenios florecientes y arcas llenas.
¡Me
río de ti, negro imitamicos,
que abres los ojos ante el auto de los ricos,
y que te avergüenzas de mirarte el pellejo oscuro,
cuando tienes el puño tan duro!
Me
río de todos: del policía y del borracho,
del padre y de su muchacho,
del presidente y del bombero.
Me
río de todos; me río del mundo entero.
Del
mundo entero, que se emociona frente a cuatro peludos,
erguidos muy orondos detrás de sus chillones escudos,
como cuatro salvajes al pie de un cocotero.
2
Cinco
minutos de interrupción.
La charanga de Juan el Barbero
toca un son.
—Coroneles
de terracota,
políticos de quita y pon;
café con pan y mantequilla…
¡Que siga el son!
La
burocracia está de acuerdo
en ofrendarse a la Nación;
doscientos dólares mensuales…
¡Que siga el son!
El
yanqui nos dará dinero
para arreglar la situación;
la Patria está por sobre todo…
¡Que siga el son!
Los
viejos líderes sonríen
y hablan después desde un balcón.
¡La zafra! ¡La zafra! ¡La zafra!
¡Que siga el son!
3
Las
cañas —largas— tiemblan
de miedo ante la mocha.
Quema el sol y el aire pesa.
Gritos de mayorales
restallan secos y duros como foetes.
De entre la oscura
masa de pordioseros que trabajan,
surge una voz que canta,
brota una voz que canta,
sale una voz llena de rabia,
se alza una voz antigua y de hoy,
moderna y bárbara:
—Cortar
cabezas como cañas,
¡chas, chas, chas!
Arder las cañas y cabezas,
subir el humo hasta las nubes,
¡cuándo será, cuándo será!
Está
mi mocha con su filo,
¡chas, chas, chas!
Está mi mano con su mocha,
¡chas, chas, chas!
Y el mayoral está conmigo,
¡chas, chas, chas!
Cortar cabezas como cañas,
arder las cañas y cabezas,
subir el humo hasta las nubes…
¡Cuándo
será!
Y la
canción elástica, en la tarde
de zafra y agonía,
tiembla, fulgura y arde,
pegada al techo cóncavo del día.
4
El
hambre va por los portales
llenos de caras amarillas
y de cuerpos fantasmales;
y estacionándose en las sillas
de los parques municipales,
o pululando a pleno sol
y a plena luna,
busca el problemático alcol
que borra y ciega,
pero que no venden en ninguna
bodega.
¡Hambre de las Antillas,
dolor de las ingenuas Indias Occidentales!
Noches
pobladas de prostitutas,
bares poblados de marineros;
encrucijada de cien rutas
para bandidos y bucaneros.
Cuevas de vendedores de morfina,
de cocaína y de heroína.
Cabarets donde el tedio se engaña
con el ilusorio cordial
de una botella de champaña,
en cuya eficacia la gente confía
como en un neosalvarsán de alegría
para la «sífilis sentimental».
Ansia de penetrar el porvenir
y sacar de su entraña secreta
una fórmula concreta
para vivir.
Furor de los piratas de levita
que como en Sores y «El Olonés»,
frente a la miseria se irrita
y se resuelve en puntapiés.
¡Dramática ceguedad de la tropa,
que siempre tiene presto el rifle
para disparar contra el que proteste o chifle,
porque el pan está duro o está clara la sopa!
5
Cinco
minutos de interrupciσn.
La charanga de Juan el Barbero
toca un son.
—Para
encontrar la butuba
hay que trabajar caliente;
para encontrar la butuba
hay que trabajar caliente:
mejor que doblar el lomo,
tienes que doblar la frente.
De
la caña sale azúcar,
azúcar para el café;
de la caña sale azúcar,
azúcar para el café:
lo que ella endulza, me sabe
como si le echara hiel.
No
tengo donde vivir
ni mujer a quien querer;
no tengo donde vivir,
ni mujer a quien querer:
todos los perros me ladran,
y nadie me dice usted.
Los
hombres,, cuando son hombres,
tienen que llevar cuchillo;
los hombres, cuando son hombres,
tienen que llevar cuchillo:
¡yo fui hombre, lo llevé,
y se me quedó en presidio!
Si
me muriera ahora mismo,
si me muriera ahora mismo,
si me muriera ahora mismo, mi madre,
¡qué alegre me iba a poner!
¡Ay,
yo te daré, te daré,
te daré, te daré,
ay, yo te daré
la libertad!
6
¡West
Indies! ¡West Indies! ¡West Indies!
Este es el pueblo hirsuto,
de cobre, multicéfalo, donde la vida repta
con el lodo seco cuarteado en la piel.
Éste es el presidio
donde cada hombre tiene atados los pies.
Ésta es la grotesca sede de companies y trusts.
Aquí están el lago de asfalto, las minas de hierro,
las plantaciones de café,
los ports docks, los ferry boats, los ten cents…
Éste es el pueblo del all right
donde todo se encuentra muy mal;
éste es el pueblo del very well,
donde nadie está bien.
Aquí
están los servidores de Mr. Babbit.
Los que educan sus hijos en West Point.
Aquí están los que chillan: helio baby,
y fuman «Chesterfield» y «Lucky Strike».
Aquí están los bailadores de fox trots,
los boys del jazz band
y los veraneantes de Miami y de Palm Beach.
Aquí
están los que piden bread and butter
y coffee and milk.
Aquí están los absurdos jóvenes sifilíticos,
fumadores de opio y de mariguana,
exhibiendo en vitrinas sus espiroquetas
y cortándose un traje cada semana.
Aquí está lo mejor de Port-au-Prince,
lo más puro de Kingston, la high life de La Habana…
Pero aquí están también los que reman en lágrimas,
galeotes dramáticos, galeotes dramáticos.
Aquí
están ellos,
los que trabajan con un haz de destellos
la piedra dura donde poco a poco se crispa
el puño de un titán. Los que encienden la chispa
roja, sobre el campo reseco.
Los
que gritan: «¡Ya vamos!», y les responde el eco
de otras voces: «¡Ya vamos!» Los que en fiero tumulto
sienten latir la sangre con sílabas de insulto.
¿Qué hacer con ellos,
si trabajan con un haz de destellos?
Aquí
están los que codo con codo
todo lo arriesgan; todo
lo dan con generosas manos;
aquí están los que se sienten hermanos
del negro, que doblando sobre el zanjón oscuro
la frente, se disuelve en sudor puro,
y del blanco, que sabe que la carne es arcilla
mala cuando la hiere el látigo, y peor si se la humilla
bajo la bota, porque entonces levanta
la voz, que es como un trueno brutal en la garganta.
Ésos son los que sueñan despiertos,
los que en el fondo de la mina luchan,
y allí la voz escuchan
con que gritan los vivos y los muertos.
Ésos,
los iluminados,
los parias desconocidos,
los humillados,
los preteridos,
los olvidados,
los descosidos,
los amarrados,
los ateridos,
los que ante el máuser exclaman: «¡Hermanos soldados!»,
y ruedan heridos
con un hilo rojo en los labios morados.
(¡Que siga su marcha el tumulto!
¡Que floten las bárbaras banderas,
y que se enciendan las banderas
sobre el tumulto!)
7
Cinco
minutos de interrupciσn.
La charanga de Juan el Barbero
toca un son.
—Me
matan, si no trabajo,
y si trabajo me matan;
siempre me matan, me matan,
siempre me matan.
Ayer
vi a un hombre mirando,
mirando el sol que salía;
ayer vi a un hombre mirando,
mirando el sol que salía:
el hombre estaba muy serio,
porque el hombre no veía.
Ay,
los ciegos viven sin ver
cuando sale el sol,
cuando sale el sol,
¡cuando sale el sol!
Ayer
vi a un niño jugando
a que mataba a otro niño;
ayer vi a un niño jugando
a que mataba a otro niño:
hay niños que se parecen
a los hombres trabajando.
¡Quién les dirá cuando crezcan
que los hombres no son niños,
que no lo son,
que no lo son,
que no lo son!
Me
matan, si no trabajo,
y si trabajo, me matan:
siempre me matan, me matan,
¡siempre me matan!
8
Un
altísimo fuego raja con sus cuchillas
la noche. Las palmas, inocentes
de todo, charlan con voces amarillas
de collares, de sedas, de pendientes.
Un negro tuesta su café en cuclillas.
Se incendia un barracón.
Resoplan vientos independientes.
Pasa un crucero de la Unión
Americana. Después, otro crucero,
y el agua ingenua ensucian con ambiciosas quillas,
nietas de las del viejo Drake, el filibustero.
Lentamente, de piedra, va una mano
cerrándose en un puño vengativo.
Un claro, un claro y vivo
son de esperanza estalla en tierra y océano.
El sol habla de bosques con las verdes semillas…
West Indies, en inglés. En castellano,
las Antillas.
LÁPIDA
Esto fue escrito por Nicolás Guillén, antillano,
en el año de mil novecientos treinta y cuatro.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.