Έξι + ένα ποιήματά του και τρία κείμενα για το έργο του
Ναζίμ Χικμέτ 15 Ιανουαρίου 1902, Θεσσαλονίκη - 3 Ιουνίου 1963, Μόσχα Γραμματόσημο της Σοβιετικής Ένωσης, 1982 |
«Είμαι κομμουνιστής
Είμαι αγάπη απ’ την κορυφή ως τα νύχια,
αγάπη θα πει βλέπω, σκέφτομαι, κατανοώ,
αγάπη θα πει το παιδί που γεννιέται, το φως που πλημμυρίζει
αγάπη θα πει να δέσεις μια κούνια στ’ άστρα
αγάπη θα πει να χύνεις το ατσάλι μ’ απέραντο μόχθο
Είμαι κομμουνιστής.
Είμαι αγάπη απ’ την κορυφή ως τα νύχια…»
ΓΙΑ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΑΣ
ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΨΕΥΤΙΑ
Τα χέρια σας σοβαρά σαν τις πέτρες
θλιμμένα σαν εκείνα τα τραγούδια
που τραγουδάν στη φυλακή
βαριά, χοντροκομμένα σάμπως ζώα για χαμαλίκι
τα χέρια σας που μοιάζουν μανιασμένα πρόσωπα
πεινασμένων παιδιών!
Τα χέρια σας ανάλαφρα, επιδέξια σαν τις μέλισσες
ολόγιομα σάμπως μαστοί ξέχειλοι γάλα
ατρόμητα καθώς η φύση
τα χέρια σας που κάτω απ’ το σκληρό πετσί τους
φυλάνε πάντα τη στοργή και τη φιλία.
Και βέβαια που δε στέκεται ο πλανήτης μας
σ’ ενός βοδιού τα κέρατα,
ανάμεσα στα χέρια σας κρατιέται.
A, οι άνθρωποι, οι δικοί μας άνθρωποι,
Με ψέματα σας ταΐζουνε όταν εσείς πεινάτε
κ’ έχετε χρεία από ψωμί και κρέας.
Αφήνετε τούτον τον κόσμο
που τα κλαδιά του με καρπούς είναι κατάφορτα
δίχως να κάτσετε ούτε μια φορά να φάτε
απάνου σ’ ένα παστρικό τραπεζομάντηλο.
Α, οι άνθρωποι, οι δικοί μας άνθρωποι,
πιότερο εκείνοι της Ασίας, της Αφρικής
της μέσης, της εγγύς Ανατολής
και των νησιών του Ειρηνικού
και τούτοι της δικιάς μου χώρας
πιότεροι δηλαδή από τα εβδομήντα στα εκατό
είσαστε κοιμισμένοι, είσαστε γέροι...
Είστε περίεργοι, είστε νέοι καθώς τα χέρια σας...
Α, οι άνθρωποι, οι δικοί μας άνθρωποι ‒
εσύ άδερφέ μου της Ευρώπης, της Αμερικής
συ που ’σαι σβέλτος, που ’σαι θαρρετός
κ’ είσαι όλος χαυνωμένος σαν τα χέρια σου
σου λένε ψέματα, σε βάζουν στο ντορό τους...
Α, οι άνθρωποι, οι δικοί μας άνθρωποι ‒
αν ψεύδονται οι κεραίες
αν ψεύδεται η περιστροφή της γης
αν ψεύδονται και τα βιβλία
αν ψεύδονται οι αφίσες, τ’ ανακοινωθέντα
πάνου στην κολώνα
αν ψεύδονται και πάνου στην οθόνη
των κοριτσιών τα γυμνά πόδια
αν ψεύδεται κ’ η προσευχή
αν ψεύδεται και το νανούρισμα
αν ψεύδεται και τ’ όνειρο
αν ψεύδεται στο καμπαρέ κι ο βιολιστής
αν ψεύδεται το φεγγαρόφωτο
μες στις απελπισμένες νύχτες
αν ψεύδεται κι ο λόγος
αν ψεύδεται το χρώμα
αν ψεύδεται η φωνή
αν ψεύδεται κι αυτός που εκμεταλλεύεται τα χέρια σας
αν ψεύδονται όλοι κι όλα
εξόν από τα χέρια σας
είναι για να ’ναι υπάκουα σαν τον πηλό τα χέρια σας
να ’ναι τυφλά σαν τα σκοτάδια
να ’ναι κουτά σαν τα μαντρόσκυλα
για να μην εξεγείρονται τα χέρια σας
για να μην πάρει τέλος τούτη η αδικία
τ’ όνειρο κάθε εμπόρου
μέσα σε τούτονε τον κόσμο το θνητό
μέσα σε τούτονε τον κόσμο
που θα ’τανε τόσο όμορφο να ζούμε.
ΣΤΗΘΑΓΧΗ
Αν η μισή καρδιά μου βρίσκεται γιατρέ,’δω πέρα
Η άλλη μισή στην Κίνα βρίσκεται
Με τη στρατιά που κατεβαίνει προς το Κίτρινο Ποτάμι
Κ’ ύστερα, να, γιατρέ, την πάσα αυγή
Την πάσα αυγή, γιατρέ, με τα χαράματα
Πάντα η καρδιά μου στην Ελλάδα ντουφεκίζεται.
Κι ύστερα, να, σαν οι φυλακισμένοι γέρνουνε στον ύπνο
Και σβήνουν στο νοσοκομείο τα τελευταία βήματα
Τραβάει ολόισια, γιατρέ, η καρδιά μου
Τραβάει, γιατρέ, στην Ιστανμπούλ, σ’ ένα παλιό ξύλινο σπίτι.
Κι ύστερα, δέκα χρόνια τώρα, να, γιατρέ
Που τίποτα δεν έχω μες στα χέρια μου να δώσω στο φτωχό λαό μου
Τίποτα πάρεξ ένα μήλο
Ένα κόκκινο μήλο, την καρδιά μου.
Κι είναι, γιατρέ, απ’ αφορμή όλα τούτα
Που μες στα στήθια μου έχω τούτη την αρρώστια
Όμως, γιατρέ, και μ’ όλα τα ντουβάρια που μου κάθονται στα στήθεια
Κοιτάω τη νύχτα ανάμεσα απ’ τα κάγκελα
Κι όλη η καρδιά μου αντιχτυπά και στο πιο μακρινό αστέρι.
Η άλλη μισή στην Κίνα βρίσκεται
Με τη στρατιά που κατεβαίνει προς το Κίτρινο Ποτάμι
Κ’ ύστερα, να, γιατρέ, την πάσα αυγή
Την πάσα αυγή, γιατρέ, με τα χαράματα
Πάντα η καρδιά μου στην Ελλάδα ντουφεκίζεται.
Κι ύστερα, να, σαν οι φυλακισμένοι γέρνουνε στον ύπνο
Και σβήνουν στο νοσοκομείο τα τελευταία βήματα
Τραβάει ολόισια, γιατρέ, η καρδιά μου
Τραβάει, γιατρέ, στην Ιστανμπούλ, σ’ ένα παλιό ξύλινο σπίτι.
Κι ύστερα, δέκα χρόνια τώρα, να, γιατρέ
Που τίποτα δεν έχω μες στα χέρια μου να δώσω στο φτωχό λαό μου
Τίποτα πάρεξ ένα μήλο
Ένα κόκκινο μήλο, την καρδιά μου.
Κι είναι, γιατρέ, απ’ αφορμή όλα τούτα
Που μες στα στήθια μου έχω τούτη την αρρώστια
Όμως, γιατρέ, και μ’ όλα τα ντουβάρια που μου κάθονται στα στήθεια
Κοιτάω τη νύχτα ανάμεσα απ’ τα κάγκελα
Κι όλη η καρδιά μου αντιχτυπά και στο πιο μακρινό αστέρι.
1948
ΤΟ ΠΙΟ ΠΑΡΑΔΟΞΟ ΑΠ’ ΟΛΑ ΤΑ ΠΛΑΣΜΑΤΑ
Σαν το σκορπιό είσαι, αδερφέ μου,
σαν το σκορπιό
μέσα σε μια μεγάλη νύχτα τρόμου.
Σαν το σπουργίτι είσαι, αδερφέ μου,
σαν το σπουργίτι
μέσα στις μικροσκοπικές σκοτούρες του.
Εχ, σαν το στρείδι είσαι, αδερφέ μου,
σαν το στρείδι
το σφαλιγμένο και ήσυχο.
Τι τρομερός που ’σαι, αδερφέ μου,
σα στόμιο σβησμένου ηφαίστειου.
Κ’ ένας δεν είσαι, αλλοίμονο,
δεν είσαι πέντε
δεν είσαι μήτε και μιλιούνια.
Σαν πρόβατο είσαι, ω αδερφέ μου.
Όταν ο μπόγιας, το τομάρι σου ντυμένος,
όταν σηκώνει το ραβδί του ο μπόγιας,
βιάζεσαι να χωθείς μες στο κοπάδι
και τρέχοντας τραβάς για το σφαγείο,
τρέχοντας, κι από πάνου μέ καμάρι.
Είσαι το πιο παράδοξο πλάσμα του κόσμου,
πιότερο ακόμα κι απ’ το ψάρι
που ζει μέσα στη θάλασσα χωρίς ναν τη γνωρίζει.
Κι αν είναι δω στη γης τόση μιζέρια
είναι από σένανε, αδερφέ μου,
Αν είμαστε ετσι πεινασμένοι κ’ έτσι τσακισμένοι
Αν είμαστε γδαρμένοι ως το μεδούλι
και πατημένοι σαν τσαμπιά να δώσουμε όλο το κρασί μας,
Τάχα θα πω πως είναι από δικό σου φταίξιμο; – όχι,
Όμως και συ αδερφέ μου, φταις καμπόσο.
ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ
Ανοίγουμε τις πόρτες,
κλείνουμε τις πόρτες,
δρασκελάμε τις πόρτες
και στό τέρμα του μοναδικού μας ταξιδιού
μήτε πολιτεία
μήτε και λιμάνι.
Το τραίνο εκτροχιάζεται,
το πλοίο ναυαγεί,
τ’ αεροπλάνο συντρίβεται.
Ένα μονάχα επισκεπτήριο στον πάγο χαραγμένο.
Αν είχα δικαίωμα εκλογής
να ξαναρχίσω ή όχι τούτο το ταξίδι,
θα το ξανάρχιζα.
Λένινγκραντ, 1958
ΤΟ ΔΙΧΤΥ
Πάνω σ’ αυτή την όχθη, στο θαλασσινό κατώφλι
Η βροχή
σα δίχτυ με τυλίγει.
Τις μέρες της βροχής άσπρη σημαία στο κατάρτι υψώνεται
Βρέχει, καΐ ξαφνικά
Είναι εύκολο το να πεθάνεις
Και το ίδιο εύκολο το θάνατο να περιμένεις.
ΠΕΤΡΟΓΚΡΑΝΤ 1917
Στά Χειμερινά Ανάκτορα, ο Κερένσκη.
Στo Σμόλνυ, τα Σοβιέτ κι ο Λένιν.
Μέσα στο δρόμο, τα σκοτάδια,
το χιόνι,
ο άνεμος,
κι αυτοί.
Κι αυτοί τό ξέρουν τι είπε Εκείνος:
«Eχτές πολύ νωρίς, αύριο πολύ άργά,
η μόνη στιγμή είναι σήμερα».
Κι αυτοί: «Εν τάξει, ξέρουμε», είπαν.
Κι αυτοί ποτέ
δέν ξέρανε άλλοτε μια γνώση τόσο αμείλικτη και τέλεια.
Πάνου στο χιόνι, η νύχτα,
πάνου στό χιόνι, ο άνεμος,
κι αύτοί,
επιστροφή απ’ το μέτωπο, με τις ξιφολόγχες τους,
με τα καμιόνια τους, τα μυδράλλιά τους,
τις νοσταλγίες τους, τις έλπίδες τους, τις άγιες όρέξεις τους
και τα μεγάλα τους τα μάτια ολάνοιχτα μές στα σκοτάδια,
βαδίζουν.
Βαδίζουνε προς τα Χειμερινά Ανάκτορα.
Ο μπολσεβίκος Κίτοφ, απ’ το Πουτιλόβσκη-ζάβοντ, λέει:
«Σήμερα, είναι μεγάλη μέρα, σύντροφοι,
μεγάλη μέρα.
Και θυμίζω, σε κείνονα που θά ’χε κατά νου
να πλιατσικολογήσει,
πως από δω και πέρα τα Χειμερινά Ανάκτορα
κι ολάκερη η Ρουσία
είναι η περιουσία του εργάτη και του αγρότη».
Ο άνεμος,
το χιόνι,
Αυτοί, πονηροί σαν τα σκοτάδια,
ατρόμητοι σαν τον άνεμο,
βαδίζουν.
Βαδίζουν ίσα στα Χειμερινά Ανάκτορα.
Κι ο Σέργιος ο Κουτσός, έφαρμοστής,
«Αχ, σκύλα, λέει, ζωή!
Στα 1905 ‒δέκα χρονώ θά ’μουνα τότες–
είχα περάσει απο δω πέρα.
Μπροστά - μπροστά παγαίναν τα κονίσματα
με τα μεγάλα αθώα τους μάτια,
τα γυμνοπόδαρα αλητόπαιδα, οι γερόντοι,
κι ο παπα - Γκαπόνε με τα μακριά μαλλιά.
Και πίσω έρχονταν σπρώχνοντας οι άνθρωποι
κι ο άνεμος.
Κι αντίκρυ, στο κόκκινο παράθυρο, ο Τσάρος
πασών των Ρωσιών,
μας κοίταζε, κατάχλωμος, μες στα μαύρα του ρούχα.
Κλαίγοντας οι γυναίκες πέσανε γονατιστές στη γης,
ελόου μου σήκωσα το χέρι μου να σταυροκοπηθώ
και να καλπάζοντας προβαίνουνε οι Κοζάκοι,
αυτά τ’ αφηνιασμένα αλόγατα, οι Κοζάκοι με τα μαύρα τους
καλπάκια.
Εμείς, κουτσούβελα, πέσαμε χάμου κλαψουρίζοντας
σαν τα σπουργίτια.
Μια κλωτσιά μού ’σπασε το γόνατο».
Κι ο Σέργιος, ο Κουτσός, σέρνοντας το ποδάρι του
τραβάει μαζί τους ίσα στα Χειμερινά Ανάκτορα.
Ο άνεμος,
το χιόνι,
και τα σκοτάδια είναι του τόπου οι αφεντάδες.
Ο χωρικός Ιβάν Πετρόβιτς
που μόλις γύρισε απ’ το μέτωπο της Πολωνίας,
και που τα μάτια του σαν τα μάτια της γάτας, βλέπουν
μες στη νύχτα
αυτός φτύνει στα ρούσα γένεια του και λέει:
«Έϊ, Μάτουτσκα!
Δικιά μας τώρα η γης, σάμπως πρασινοκέφαλη
πάπια μες στο σακκί μας!»
Ο άνεμος,
το χιόνι,
και τα σκοτάδια πλημμυράνε όλο
και τα σκοτάδια πλημμυράνε όλο
τον τόπο.
Μες στην πλατεία, τα Χειμερινά Ανάκτορα, κι αυτοί.
Και μέσα στο λιμάνι, ο Αβρόρα με τα τρία φουγάρα του.
Ανοίγουν πυρ, απ’ τα Χειμερινά Ανάκτορα,
πυροβολάνε πίσω απ’ τις κολώνες
οι όμορφοι Γιούνγκερς κ’ οι χοντρές, ξανθές, πουτάνες.
Ο Σέργιος, ο Κουτσός, ο έφαρμοστής.
«Αχ, σκύλα ‒λέει‒ ζωή!
εχ, σε τι χέρια ξώμεινε ο Κερένσκη...»
Και, γέρνοντας στο κουτσό πόδι του, έπεσε στη γης.
Ό χωρικός Ιβάν Πετρόβιτς,
που μόλις γύρισε απο το μέτωπο της Πολωνίας,
βλέπει με τα γατίσια μάτια του στα μάκρη
τη λιπαρή, καλοθρεμμένη γης
και, φτύνοντας τα ρούσα γένεια του,
μες σ’ ένα θάμπος, βάζει μπρος το μυδράλλιό του.
Κάτου απ’ τον άνεμο,
κάτου απο τ’ άσπρο χιόνι,
τα κόκκινα τα τούβλα των Χειμερινών Ανάκτορων.
Ο μπολσεβίκος Κίτοφ λέει:
«Σύντροφοι, η ιστορία,
οι τάξες δηλαδής των εργατών και χωρικών,
ο κόκκινος φαντάρος, δηλαδής
του λόου μας δηλαδής, ανάβουμε τη δάδα!»
«Σύντροφοι ‒λέει‒ ομπρός, απάνω τους!»
Κ’ ενώ πάνου στο Νέβα οι πάγοι κοκκινίζανε,
με ενός παιδιού το κέφι,
με την παλληκαριά του ανέμου,
πατήσαν τα Χειμερινά Ανάκτορα.
Κ’ ευτύς το σίδερο, το κάρβουνο κ’ η ζάχαρη,
και το κόκκινο μπακίρι,
και τα υφαντά,
κι ο έρωτας, κ’ η ορμή, κ’ ή ζωή,
κι όλοι oι κλάδοι της Βιομηχανίας,
κ’ ή Μικρή, κ’ η Μεγάλη, και η Άσπρη Ρουσία,
κι ο Καύκασος, η Σιβηρία, το Τουρκεστάν,
κ’ οι μελαγχολικές συρμές του Βόλγα,
κ’ οι πολιτείες
είχαν αλλάξει μονομιάς, την τύχη τους
μέσα σε μια στιγμή της χαραυγής,
μέσα σε μια στιγμή της χαραυγής όταν, χυμώντας
απ’ τις όχτες της νύχτας,
με τις αρβύλες τους γιομάτες χιόνι
πατήσανε τις μαρμαρένιες σκάλες.
Ναζίμ Χικμέτ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ,
Πρόλογος και Απόδοση
Πρόλογος και Απόδοση
Γιάννης Ρίτσος.
Κεδρος, Β΄ έκδοση, 1970
(Α΄ έκδοση 1966)
(Α΄ έκδοση 1966)
________________________________________________________________
Ο Γιάννης Ρίτσος, στην προαναφερόμενη έκδοση και στις ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ (του) ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ, καταλήγει:
[...] Η ποίησή του παίρνει έναν τόνο ουσιαστικό δραματικό, σεμνά ανθρώπινο, ήρεμα απελπισμένο και, ταυτόχρονα, ήρεμα ηρωικό, όπως μπροστά στη φύση, τη μοίρα και το θάνατο, που πάντα τροφοδότησαν την ποίηση στην απόλυτη μορφή της και παρακίνησαν τον Άνθρωπο κάθε εποχής στον καθολικό του αγώνα για την Ελευθερία του απ’ όπου ξεπηδούν όλα τα έργα του. Όμως, κι αυτό ακόμη, στον Χικμέτ, δε βυθίζεται σε μιαν αδρανή ενατένιση, δεν παίρνει την έκφραση μιας μυστικής και σκοτεινής οδοιπορίας μέσα σ’ ένα μοιραίο αδιέξοδο, αλλά τη μορφή μιας απερίφραστης και σχεδόν φωτεινής ομολογίας πού δείχνει και παροτρύνει τον αδιάλλακτο δημιουργικό αγώνα του ανθρώπου με κάθε εμπόδιο, με κάθε είδος θανάτου.
Και με τούτη τη βαθύτερη αίσθηση, ό κοινωνικός αγώνας, όπως κ’ η αποκαλούμενη κοινωνική τέχνη, αποκτούν βαθύτερη σημασία, υψηλότερο στόχο και πλατύτερη προοπτική. Αναπτύσσονται μέσα στην περιοχή του πιο καθολικού, του πιο καίριου ανθρώπινου προβληματισμού, πού ανανεώνει τη συνείδηση της ενότητας τού παγκόσμιου πνευματικού πολιτισμού. Και τέτοια, πολύ συχνά, στις κύριες στιγμές της, είναι η ποίηση τού Χικμέτ, που πέρα και πάνω απ’ όποιες πρόσκαιρες σκοπιμότητες, πέρα κι απ’ το ιδεολογικό της βάρος, θα μείνει για πάντα, τέλεια στα δικά της μέτρα, ουσιαστικά κοινωνική, βαθιά ανθρώπινη, θαυμαστά απέριττη, ανεξάντλητη πηγή ανακινήσεων και ευγενικό δίδαγμα της ευθύνης τού ποιητή μπροστά στην εποχή του και στον κόσμο.
Ας μού συγχωρεθεί αυτή η τελευταία αποστροφή κι αυτή η συμπερασματικότητα, τόσο ξένη προς έναν αντικειμενικό, κριτικό λόγο, μα που γίνεται αναπότρεπτη τέτοιες στιγμές που ό θάνατος μας στερεί έναν ακέραιο άνθρωπο, έναν παρήγορο φίλο, έναν εξαίσιο αγωνιστή- ποιητή. Είναι κι αυτό μια αντίσταση στο θάνατο, όπως είταν και μένει ολόκληρη η παρουσία του Χικμέτ και του έργου του.
ΑΘΗΝΑ, Ιούνιος 1963
Το πλήρες κείμενο στην Μποτίλια: Ναζίμ Χικμέτ: Κάποιος έπρεπε να πει «καλημέρα» κι είπε «κόκκινο» ‒ Γιάννης Ρίτσος: Χαιρετισμός στον Αθάνατο σύντροφο και παρατηρήσεις στο έργο του (Φωτό - Σχέδια)
Το πλήρες κείμενο στην Μποτίλια: Ναζίμ Χικμέτ: Κάποιος έπρεπε να πει «καλημέρα» κι είπε «κόκκινο» ‒ Γιάννης Ρίτσος: Χαιρετισμός στον Αθάνατο σύντροφο και παρατηρήσεις στο έργο του (Φωτό - Σχέδια)
______
Από τον πρόλογο του ζωγράφου Αμπιντίν Ντινό, προσωπικού φίλου του Ν.Χ., στο μοναδικό μυθιστόρημα και τελευταίο έργο του ποιητή «ΟΙ ΡΟΜΑΝΤΙΚΟΙ», σε μετάφραση Κώστα Κοτζιά. Θεμέλιο 1965, τρίτη έκδοση:
Σχέδιο του Αμπιντίν από την ίδια έκδοση των Ρομαντικών |
______
Ο Ναζίμ στην «Ανάβαση» για την Υψηλή Πύλη, σε άλλο, πλήρες ‒με όλη την κουστωδία‒ σχέδιο του Αμπιντίν (1930) Πηγή |
Τέλος, ο μεταφραστής και λογοτέχνης Κώστας Κοτζιάς στο σημείωμά του, το οποίο και παραθέτουμε ολόκληρο γράφει:
Το βιβλίο αυτό είναι το μοναδικό μυθιστόρημα και συνάμα το τελευταίο έργο του Ναζίμ Χικμέτ, του μεγαλύτερου σύγχρονου Τούρκου ποιητή κι ενός από τους μεγαλύτερους ποιητές της εποχής μας.
Κυκλοφόρησε σε μια πρώτη μορφή του στα ρούσικα στη Μόσχα το 1962.
Την τελική αυτή μορφή του έργου την επεξεργάστηκε ο συγγραφέας λίγους μήνες πριν από το θάνατό του (1963).
Στα γεγονότα πού διαδραματίζονται σε τούτο το βιβλίο το παρόν εναλλάσσεται αδιάκοπα με το παρελθόν, ό χώρος Σμύρνη με το χώρο Μόσχα, το ερωτικό δράμα με το επαναστατικό δράμα. Χάρη σ αυτά τα πηδήματα στο χώρο και στο χρόνο ο συγγραφέας μάς δίνει μια θέα ουσιαστική της πρώτης περιόδου του αιώνα μας, που τη σφραγίσανε τα πιο καθοριστικά γεγονότα της Παγκόσμιας Ιστορίας.
Τα κύματα της επανάστασης πού ξεκινάνε απ την πρωτεύουσα της νεαρής Σοβιετικής Ένωσης απλώνονται σ’ ολόκληρη την Ανατολή. Οι νέοι συρρέουν στη Μόσχα, να σπουδάσουν στο κομμουνιστικό πανεπιστήμιο των εργαζομένων των Ανατολικών χωρών. Συζητάνε, οραματίζονται την παγκόσμια επανάσταση, την αναμένουν με πάθος, μελετάνε τον Μαρξ και τον Λένιν, ερωτεύονται, ζηλεύουν, χωρίζουν, επιστρέφουν στις χώρες τους, όπου συχνά τους περιμένει ο θάνατος από τα βασανιστήρια και τις φυλακές.
Ο Αχμέτ, ο Ζήγια, ο Ισμαήλ αποδέχονται μια ζωή γεμάτη αγώνες και οδύνες με μοναδικό κίνητρο τη θέλησή τους ν' αλλάξουν την Κοινωνία και να βοηθήσουν το λαό τους.
Στο πρόσωπο του Αχμέτ, μαντεύει κανείς τον ίδιο τον Ναζίμ Χικμέτ. Οι «Ρομαντικοί» είναι, με δυο λόγια, μια αυτοβιογραφία. Ο συγγραφέας έζησε δεκαεφτά χρόνια στις φυλακές της Τουρκίας και δεν το κρύβει, φυσικά.
Τούτο το βιβλίο, με την τολμηρή τεχνική και την ακόμα τολμηρότερη σύλληψη, έρχεται σε μια στιγμή που η έννοια του ρεαλισμού δε γνωρίζει πια ούτε όχθες ούτε σύνορα.
Κ. Κ.
(*) Με αυτό το εκπληκτικά απλό ποίημα τελειώνει ουσιαστικά το μόνο μυθιστόρημα, και τελευταίο έργο του Ναζίμ Χικμέτ, με υπότιτλο «Όμορφη που ’ναι η ζωή, φιλαράκο!», που πρωτοκυκλοφόρησε στα Ρώσικα το 1962.
(Μεταφορά των ποιημάτων από την έκδοση του Κέδρου, και των κειμένων από το μυθιστόρημα του Χικμέτ, Μπ.Σ.Α.)
(Μεταφορά των ποιημάτων από την έκδοση του Κέδρου, και των κειμένων από το μυθιστόρημα του Χικμέτ, Μπ.Σ.Α.)
Το Αφιέρωμα της Μποτίλιας:
- ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ: 50 χρόνια από το θάνατό του (Ι)
- Πλατεία Ταξίμ. Εντυπώσεις: 50 χρόνια από το θάνατο του Ναζίμ Χικμέτ (ΙΙ)
- Αφιέρωμα στον Ναζίμ Χικμέτ. 50 χρόνια από το θάνατό του (ΙΙΙ)
- ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ: 50 χρόνια από το θάνατό του (IV)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.