Charles Baudelaire. Ilustracion: Alejandro Oyervides (Πηγή: El Sol De México) |
ΣΑΡΛ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ (Παρίσι, 9 Απρ. 1821 - 31 Αυγ. 1867)
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ (Μολάοι Λακωνίας, 5 Μαΐ. 1958)
VI. ΟΙ ΦΑΡΟΙ
Ὦ Ροῦμπενς, ποταμέ τῆς λήθης, κῆπε πού βλασταίνει ἡ σχόλη,
προσκέφαλο τῆς εὔδροσης σαρκός, πού δέν γεννάει τά μέσα
τοῦ πόθου, ξεχειλίζεις στή ζωή, καί συνταράσσεται ὅλη
σάν ἄνεμος στόν οὐρανό, σάν πέλαγο στό πέλαο μέσα·
Ντά Βίντσι Λεονάρδε, τρίσβαθε καί σκοτεινέ καθρέφτη,
ὅπου ἄγγελοι χαριτωμένοι, χαμογελαστοί σιμώνουν,
μυστήριο περιβεβλημένοι, νά ’μπουν στή σκιά πού πέφτει
τῶν πάγων καί τῶν πεύκων πού τίς χῶρες τους παντοῦθε ζώνουν·
ὦ Ρέμπραντ, ἐλεεινό νοσοκομείο, κάκιωμα γεμάτο,
πού ὁ Ἐσταυρωμένος, μ’ ἕναν στέφανον ἐξ άκανθών, κοιτάει
τίς προσευχές σέ δάκρυα νά ξεθυμαίνουν, και πιό κάτω
βρομιές νά σκάβουν πού χειμερινή μι’ ἀχτίδα τίς τρυπάει·
Μιχαήλ Ἂγγελε, ἀόριστε ἐσύ τόπε, ἐκεῖ ὃπου οἱ Ἡρακλῆδες
μέ τούς Χριστούς ἀνακατεύονται, καί ἀπό τά σάβανά τους
φαντάσματα δεινά μές στά λυκόφωτα νά βγαίνουν εἶδες,
ἀφοῦ τά ξέσκισαν τεντώνοντας ἀπλῶς τά δάχτυλά τους·
πυγμάχων μάνητες καί ἀδιαντροπίες φαύνων εἶχες χάρη
νά λές — τό κάλλος σύναζες ἐσύ των ἀλητών κατ’ οἶκον,
τρανή ὦ καρδιά περήφανη, ἄνθρωπε ὦ δειλέ καί χλεμπονιάρη,
Πυζέ, ἄνακτα και ἀφέντη μελαγχολικέ τῶν καταδίκων·
Βαττώ, ὄντας καρναβάλι, ἐνθάρρυνες καρδιές πιστές τοῦ κλέους
καψαλισμένες νά πετοῦν γύρω ἀπ’ τῶν φώτων τά πιατέλα —
ντεκόρ χλομά καί φρέσκα, φωτισμένα ἀπό πολυελαίους,
σ’ αὐτόν τόν στροβιλιστικό χορό βουλιάζουνε ὅλο τρέλα·
ὦ Γκόγια ἐσύ, βραχνά ἀπό πράγματα ἀγνωστα, ἀπό ἴσκιους καί ἴσκες,
ἀπό ἔμβρυα πού τά ψήνουν μάγοι σαββατιάτικα μέ σάλτσες,
ἀπό γριές πού καθρεφτίζονται καί ἀπό γυμνές παιδίσκες
πού σκανδαλίζουν δαίμονες, καθώς ἰσιώνουνε τίς κάλτσες·
Ντελακρουά ἐσύ, ὦ λίμνη αἱματος, ὅπου ἄγγελοι κακοί συχνάζουν
κι ἀπό ’να δάσος πάντα πράσινο σκϊάζεται ἐλάτων —
παράξενες περνοῦν φαμφάρες στόν θλιβό οὐρανό καί κράζουν
σάν στεναγμός πνιχτός τοῦ Βέμπερ ἀπ’ τά μύχια τῶν ἐγκάτων·
τοῦτα ὅλα: ἀρές, βρισιές, παράπονα... — ὅλα τους ἐκτάσεις πιάνουν
τεράστιες... θρῆνοι και ἀλαλητά, τά Te Deum ὅλα, οἱ στόνοι
ἀντίλαλοι εἶναι, και λαβύρινθοι τοὺς έπαναλαμβάνουν
χίλιοι, μές στῶν θνητῶν τά φυλλοκάρδια θεῖο νά ’ναι ἀφιόνι.
Κραυγή εἶναι ἀπό φρουρούς ἐπαναλαμβανόμενη χιλιάδες
και προσταγή πού τηλεβόες διακοινώνουνε στήν πλάση·
σέ χίλια κάστρα φάρος εἶναι σάμπως μέ χιλιάδες δάδες
καί κυνηγῶν καλέσματα πού σέ πυκνά χαθῆκαν δάση!
Αὐτή εἶναι ἀλήθεια, Κύριε, ἡ ἀκράδαντη, ή μεγίστη μαρτυρία
τῆς ἀξιοπρέπειας μας πού άφήνουμε στά πόδια τά δικά σου:
καυτός λυγμός καί ζέων πού κυλάει μές στήν ἱστορία
γιά νά ἐξαχνώνεται στίς ὄχθες τῆς αἰωνιότητάς σου!
CHARLES BAUDELAIRE
ΤΑ ΑΝΘΗ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ
(ΣΠΛΗΝ ΚΑΙ ΙΔΕΩΔΕΣ, Ι – LXXXV, σσ. 53-55)
Εκδόσεις GUTENBERG, 2018
Μετάφραση – Επιλεγόμενα
Γιώργος Κεντρωτής
(Πηγή φωτό: learn-a-language.gr) |
CXVI. ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΑ ΚYΘΗΡΑ
Πασίχαρη ἡ καρδιά μου σάν πουλί φτερούγιζε, πετοῦσε,
κι ἐλεύθερη στά ξάρτια ἀνάμεσα πλανάριζε, αἰωρεῖτο·
τό πλοῖο ἐκύλαε κάτω ἀπ’ τά παναίθρια οὐράνια, καί έκινεῖτο
σάν ἀγγελος πού μέ τό φῶς τοῦ ἡλίου τό χρυσό μεθοῦσε.
Ποιό νά ’ν’ ἐκεῖνο τό θλιβό νησί τό μαύρο; — Τό Τσιρίγο...
τά Κύθηρα, μᾶς εἶπαν· γῆ μέ φήμη, γῆ τραγουδισμένη.
Ἄλλο Ἐλδοράδο πιό μπανάλ γιά τούς νεάζοντες δέν μένει.
Μά, ἄν δεῖτε, ἡ γῆς αὐτή εἶναι πάμπτωχη· τό χώμα, πού ’χει, λίγο.
— Νησί ἐσύ, ὦ, τῶν τερπνῶν γιορτῶν καί τῆς καρδιᾶς, ισκιώνει
τῶν μυστικῶν ἡ ἀρχαία θεά Ἀφροδίτη ἐδῶ τό ὑπέροχό της φάσμα·
στίς θάλασσες σάν ἀρωμα ἀρμενίζει, σάν αἰθέριο πλάσμα,
καί μ’ ἔρωτα καί λάγνος ἀφταστο τούς στοχασμούς φορτώνει.
Νησί, τῆς πράσινης μυρτιᾶς μέ μύρια τ’ άνθη μυρωμένα,
ὡραῖο καί ἀπ’ ὅλα τά ἔθνη σεβαστό, ἔκπαλαι δέ καί ἐπ’ ἐσχάτων,
οἱ ψίθυροι, οἱ ἀναστεναγμοί, ἀπ’ τά στόματα ἕως τῶν ἐγκάτων
τά βάθη, θυμιάματος εἶναι κῆποι μέ ρόδα ἀνοιγμένα
ἢ καί σάν τό ρουκουλητό τῆς φάσσας, βογγερό, ἐναγώνιο!
— Τά Κύθηρα δέν ἦσαν τίποτα: ἦσαν κάτι χέρσα ἐδάφη·
βραχώδης ἐρημιά. Κρωγμοί στριγγοί σέ κόβαν σάν ξυράφι.
Μά εγώ σάν νά ’βλεπα ἕνα πράγμα ἀλλόκοτο, μοναδικό, αἰώνιο.
Ναός, ναί, δέν ἦταν στόν ἰσκιότοπο κάποιου ἄλσους· ναί, δέν ἦτα-
νε, ὄχι, ὅπου ἡ νεαρά ἱέρεια, ή φιλανθής, μέ τ’ ἄνθη ἐρωτευμένη,
θα πήγαινε κρυφά, μέ σῶμα φλογισμένο, ξαναμμένη,
στίς αὖρες ν’ ἀφεθεῖ τίς πλάνες μέ μισάνοιχτην ἐσθήτα.
Μά νά! τήν νῆσο παραπλέοντας, σάν νά ’χαμέ κολλήσει
φαινόταν στό γιαλό· τρομάζαν τά πουλιά μέ τά πανιά μας
τά ὁλόλευκα· καί μιάν ἀγχόνη ἀπ’ τά κλαδιά εἴδαμε μπροστά μας
νά κρέμεται καί νά ’ναι ὁλόμαυρη σάν νά ’ταν κυπαρίσσι.
Ἀρπαχτικά ὄρνια στό ταΐνι τους, στοῦ δέντρου τους τά φύλλα,
μέ λύσσα ξέσκιζαν τ’ ἀπομεινάρια κάποιου κρεμασμένου —
μαχαίρι τά χτυπήματα τοῦ ράμφους τους τοῦ σιχαμένου
αἷμα ἔκαναν νά βγεῖ ἀπ’ τοῦ κουφαριοῦ τή σκέλεθρη σαπίλα.
Τά μάτια του δυό μαῦρες τρύπες· ἡ κοιλιά σκαμμένη, κι είχε χύσει
το βάρος ὅλο ἀπ’ τ’ ἀντερά του πάνω στ’ ἀδρανῆ μεριά του·
κι οἱ φτερωτοί του οἱ δήμιοι, σάν βδελύγματα, ἀπ’ τή μπρός μεριά του·
μέ τῶν ραμφῶν τους τίς μυτιές τόν εἶχαν κιόλας εὐνουχίσει.
Κάτω ἀπ’ τά πόδια του μι’ ἀγέλη ἀπό τετράποδους δραγάτες
μ’ ἀνορθωμένα τά μουσούδια εκεί γυρόφερνε, ἀρουλιόταν·
κι ἀνάμεσά τους ἕνα κτῆνος μεγαλύτερο κουνιόταν
σά μπόγιας, μέ λεφούσι ἀπό ἀγιουτάντες κι ἀπό παραστάτες.
Κυθήριε... Τσιριγώτη... γιε ἱλαροῦ οῦρανοῦ, πῶς σέ σκυλεύουν!
Ἀμίλητος ὑπόμενες τις προσβολές, τίς ταπεινώσεις,
για τις λατρεῖες σου τίς άτιμες λογαριασμό νά δώσεις
καί γι’ ἁμαρτίες, πού τόν ἐνταφιασμό σου ἀπαγορεύουν.
Τά πάθη σου, γελοῖε κρεμασμένε, ἄχ, είναι και δικά μου!
Αἰστάνθηκα, παρατηρώντας τά αἰωρούμενά σου μέλη,
ἕνας νά μοῦ ἀνεβαίνει ἔμετος στό στόμα καί νά θέλει
νά βγεῖ ἔξω σάν ποτάμι μ’ ὅλα τά παλιά τά βάσανά μου·
σ’ ἐσέ τήν ὄψη, φουκαρά, πού ὡραῖο πράγμα μοῦ θυμίζει,
ἄχ, ἔνιωσα νά μπήγονται τά ράμφη ὅλα, ἔνιωσα τίς γνάθους
τῶν αἱμοβόρων αἴλουρων και των κοράκων μετά πάθους
νά μοῦ μασοῦν τίς σάρκες, κι ἡ ὄρεξή τους νά μέ ξελειανίζει.
— Καθάριος ἄναβ’ ο οὐρανός· ἡ θάλασσά μας λάδι, κρύα.
Γιά μένα ὡστόσο γύρω μου ὅλα γύριζαν βαμμένα μ’ αἷμα,
ἀλίμονό μου! Καί σαν μέσα σέ χοντρό σουδάρι δέμα
εἶχε δεθεῖ ἡ καρδιά μου, ζώντας τούτη τήν ἀλληγορία.
Τό μόνο πού ’βρα νά ’ν’ ὄρθιο στό νησί, Κυθέρεια, καί πλαντάζω
συμβολική ἦταν μιά κρεμάλα, κι εἶχε τή δικιά μου εικόνα...
Ἄχ, Κύριε καί Θεέ, δῶσ’ μου θάρρος, δύναμη: καί τοῦτα μόνα
θ’ ἀρκοῦν, καρδιά νά σκέφτομαι καί σῶμα, δίχως ν’ ἀηδιάζω!
CHARLES BAUDELAIRE
ΤΑ ΑΝΘΗ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ
(ΑΝΘΗ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ, CΙΧ – CXVΙ, σσ. 361, 363, 365)
Εκδόσεις GUTENBERG, 2018
Μετάφραση – Επιλεγόμενα
Γιώργος Κεντρωτής
________________
Μεταγραφή στο διαδίκτυο από την έκδοση: Μπ. Ζ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.