Η γη μοιράζεται με το ντουφέκι.
Μην περιμένεις, χωριάτη λασπωμένε
το φως το αληθινό απ’ τον ίδρωτά σου,
μπροστά σου ο ουρανός να γονατίσει.
Μην περιμένεις, χωριάτη λασπωμένε
το φως το αληθινό απ’ τον ίδρωτά σου,
μπροστά σου ο ουρανός να γονατίσει.
*
Πάμπλο Νερούδα: Οικουμενικό Άσμα
Πέντε ποιήματα από το Canto General
Μετάφραση – Σημειώσεις – Φωτό – Σχέδιο
Πρώτη δημοσίευση: Κατιούσα, 23/9/2019
*
Πάμπλο Νερούδα: Χιλή, Παράλ, 12 Ιουλ. 1904 – Σαντιάγο, 23 Σεπ. 1973. «Ο μεγαλύτερος ποιητής του εικοστού αιώνα σε οποιαδήποτε γλώσσα» (Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες).
Canto General: Οικουμενικό Τραγούδι (ή Οικουμενικός Ύμνος ή Καθολικό / Γενικό Τραγούδι ή Γενικό Άσμα, όπως το μάθαμε από τη μετάφραση της Δανάης Στρατηγοπούλου). Άρχισε να γράφεται το 1938. Πρώτη έκδοση στο Μεξικό το 1950 και στη συνέχεια κυκλοφόρησε κρυφά στη Χιλή. Αποτελείται από δεκαπέντε μέρη, Cantos, αριθμημένα από το I-XV. 231 ποιήματα συνολικά (πάνω από 15.000 στίχοι), που δεν αφορούν μόνο τους λαούς της Λατινικής Αμερικής –γι’ αυτό άλλωστε και (εδώ) Οικουμενικό, με οκτώ (8) αναφορές στην Ελλάδα και στους Έλληνες (βλ. στις Σημειώσεις).
– IV –
Οι Ελευθερωτές
Οι Ελευθερωτές
Πάμπλο Νερούδα
Εδώ φυτρώνει αυτό το δέντρο,
της θύελλας, του λαού το δέντρο.
Απ’ τη γη βγαίνουν οι ήρωές του
όπως απ’ τους χυμούς τα φύλλα,
κι ο άνεμος σπάει τ’ ανταριασμένου
πλήθους το φύλλωμα, ώσπου ο σπόρος
ψωμί στη γη να ξαναπέσει.
της θύελλας, του λαού το δέντρο.
Απ’ τη γη βγαίνουν οι ήρωές του
όπως απ’ τους χυμούς τα φύλλα,
κι ο άνεμος σπάει τ’ ανταριασμένου
πλήθους το φύλλωμα, ώσπου ο σπόρος
ψωμί στη γη να ξαναπέσει.
Εδώ φυτρώνει αυτό το δέντρο
απ’ τους γυμνούς νεκρούς θρεμμένο
νεκρούς δαρμένους, πληγωμένους,
νεκρούς με μάγουλα μπασμένα,
παλουκωμένους σε κοντάρια,
από φωτιά πυρπολημένους,
πετσοκομμένους με τσεκούρι,
στην εκκλησία σταυρωμένους.
Εδώ φυτρώνει αυτό το δέντρο,
που ’χει ολοζώντανες τις ρίζες
ήπιε απ’ τη δυστυχία νίτρο
οι ρίζες του ποτίσαν μ’ αίμα,
και δάκρυα ρούφηξ’ απ’ το χώμα:
τ’ ανέβασε απ’ τα κλαριά του
κυλήσανε μες στον τον κορμό του.
Βγήκαν αόρατα λουλούδια
πολλές φορές ήταν θαμμένα,
κι άλλες φορές τα πέταλά τους
φεγγοβολούσαν σαν πλανήτες.
που ’χει ολοζώντανες τις ρίζες
ήπιε απ’ τη δυστυχία νίτρο
οι ρίζες του ποτίσαν μ’ αίμα,
και δάκρυα ρούφηξ’ απ’ το χώμα:
τ’ ανέβασε απ’ τα κλαριά του
κυλήσανε μες στον τον κορμό του.
Βγήκαν αόρατα λουλούδια
πολλές φορές ήταν θαμμένα,
κι άλλες φορές τα πέταλά τους
φεγγοβολούσαν σαν πλανήτες.
Κι ο άνθρωπος πήρε απ’ τα κλωνάρια
τα μεστωμένα τους μπουμπούκια,
σαν να ’ταν ρόδια ή μανόλιες
τα μοίρασε χέρι με χέρι
κι άξαφνα έσκασε το χώμα
και ψήλωσαν μέχρι τ’ αστέρια.
Είναι της λευτεριάς το δέντρο.
το δέντρο γη, το δέντρο νέφος.
Δέντρο ψωμί, δέντρο σαΐτα.
Δέντρο γροθιά και δέντρο φλόγα.
Το πνίγει η άγρια καταιγίδα
τούτης της μαύρης εποχής μας,
όμως αντέχει ο κορμός του
κι ο ρωμαλέος του αγώνας.
το δέντρο γη, το δέντρο νέφος.
Δέντρο ψωμί, δέντρο σαΐτα.
Δέντρο γροθιά και δέντρο φλόγα.
Το πνίγει η άγρια καταιγίδα
τούτης της μαύρης εποχής μας,
όμως αντέχει ο κορμός του
κι ο ρωμαλέος του αγώνας.
Κι είναι φορές που ξαναπέφτουν
χολεριασμένα τα κλαριά του,
στάχτη το πνίγει και σκεπάζει
το αλλοτινό του μεγαλείο:
κι έτσι γυρίσανε τα χρόνια
και βγήκε μέσα απ’ τα μαρτύρια,
ωσότου μυστικό ένα χέρι
και μπράτσα αμέτρητα υψωθήκαν,
φύλαξε ο λαός κομμάτια,
έκρυψε κούτσουρα ατόφυα,
με τα φιλιά του έβαλε φύλλα
στο διαλυμένο εκείνο δέντρο,
τα σκόρπισε σε χίλια μέρη
και με τις ρίζες του βαδίζει.
Ετούτο ’δω είναι το δέντρο,
του λαού, των λαών του κόσμου,
της λευτεριάς και του αγώνα.
Κοίτα επάνω απ’ τα κλαριά του,
τις νέες άγγιξε αστραπές του,
στις φάμπρικες βύθισ’ το χέρι
εκεί που δένει ο καρπός του,
σκόρπα το φως του κάθε μέρα.
Τούτη τη γη παρ’ τη στα χέρια,
μπες στο χορό αυτής της λάμψης,
πάρ’ το ψωμί σου και το μήλο,
πάρ’ την καρδιά και τ’ άλογό σου
γίνε φρουρός στο σύνορό σου,
στην άκρη εκεί της φυλλωσιάς του.
τις νέες άγγιξε αστραπές του,
στις φάμπρικες βύθισ’ το χέρι
εκεί που δένει ο καρπός του,
σκόρπα το φως του κάθε μέρα.
Τούτη τη γη παρ’ τη στα χέρια,
μπες στο χορό αυτής της λάμψης,
πάρ’ το ψωμί σου και το μήλο,
πάρ’ την καρδιά και τ’ άλογό σου
γίνε φρουρός στο σύνορό σου,
στην άκρη εκεί της φυλλωσιάς του.
Για τ’ άνθη πάλεψε που σβήνουν,
χώσου βαθιά σου εχθρού τις νύχτες,
βίγλισε την αυγή που φτάνει,
ανάσανε το φως των άστρων,
βάστα το δέντρο αυτό, το δέντρο
στης γης το κέντρο, που ψηλώνει.
Πάμπλο Νερούδα: Οικουμενικό Άσμα (1950), IV.─ Οι Ελευθερωτές
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, 18 Αυγούστου 2019
Μίκης Θεοδωράκης – Πάμπλο Νερούδα
Μαρία Φαραντούρη – Los Libertadores (Canto General)
*
XIX
Εξεγερμένη Αμερική (1800)
Πάμπλο Νερούδα
Η χώρα μας, χώρα πλατιά, ερημωμένη,
ψίθυρους γέμισε και στόματα και μπράτσα.
Πήρε μια ήρεμη φωνή να σιγοκαίει,
κρυφά το ρόδο το παράνομο συνάζει,
ώσπου τραντάχτηκαν, σκεπάστηκαν οι κάμποι
από έναν άγριο καλπασμό κι αχό μετάλλων.