The Fence of Gibraltar, British Overseas Territory of Gibraltar, 2016 © Arnau Bach, courtesy of the artist |
*
Από Μποτίλια και:
*
*
Όλα:
*
30 XΡONIA ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΤΕΙΧΟΥΣ
Πίσω από την προπαγάνδα της επανένωσης, η σκληρή πραγματικότητα για τους εργαζόμενους
Ισραήλ: Το Τείχος της Ντροπής άρχισε να χτίζεται το 2002. Το 2004, εποχή που ισοπεδώθηκε η Ράφα, κρίθηκε από το Δικαστήριο της Χάγης παράνομο. Μέχρι το 2014 είχαν ολοκληρωθεί τα 700 από τα προβλεπόμενα 810 χιλιόμετρα, ύψους 8 μέτρων, με φυλάκια και κάμερες ασφαλείας. Το τείχος του Βερολίνου έπεσε το 1989. Συνολικό μήκος 167,8 χλμ. Από Μποτίλια: Τείχη |
«Ανησυχία για τις ανισότητες», «απόρριψη των ιδιωτικοποιήσεων», «φόβο για κοινωνική περιθωριοποίηση» στη μεγάλη πλειοψηφία του γερμανικού λαού δείχνει δημοσκόπηση του ινστιτούτου ερευνών «Forsa», που δημοσιεύτηκε στα τέλη Οκτώβρη, λίγες μέρες πριν από την έναρξη των εκδηλώσεων για τα 30 χρόνια από την πτώση του τείχους του Βερολίνου.
Οι απαντήσεις αναδεικνύουν μια πλευρά της «επανένωσης» της Γερμανίας που αποφεύγεται επιμελώς: Το πόσο σαρωτικές ήταν οι συνέπειες της ανατροπής του σοσιαλισμού στη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία και της κυριαρχίας των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής για τη ζωή όλων των Γερμανών σε «Δύση» και «Ανατολή», όπως και συνολικά για τους Ευρωπαίους. Και εξακολουθούν να είναι, τρεις δεκαετίες μετά.
Αξίζει να ανατρέξουμε στο κλίμα της εποχής αμέσως μετά τη νίκη της αντεπανάστασης.
- «Ελευθερία», «αιώνια ειρήνη μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου», «το τέλος της Ιστορίας», «οικονομία της αγοράς», «ανταγωνισμός και επιχειρηματικότητα», «παγκοσμιοποίηση», «ιδιωτικοποιήσεις», όλα αυτά θεωρούνταν «τα ιερά και τα όσια», κανείς δεν τολμούσε να τα αμφισβητήσει.
Η δυσαρέσκεια που αποτυπώνεται σήμερα σε μία από τις ισχυρότερες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις παγκοσμίως, ακόμα κι αν δεν οδηγεί σε σύγκρουση με τον καπιταλισμό, εμπεριέχει έντονη αμφισβήτηση. Εξάλλου ακόμα και σήμερα, τριάντα χρόνια έχουν περάσει και πολλοί στη Γερμανία μιλούν με πίκρα και ειρωνεία για τα «ανθισμένα τοπία» του καπιταλισμού που περίμεναν τον γερμανικό λαό μετά την «επανένωσή» του...
Μεταξύ άλλων: Σχεδόν 4 στους 5 (το 78%) θεωρούν ότι τις τελευταίες δεκαετίες «έχουν ιδιωτικοποιηθεί πάρα πολλές δημόσιες υπηρεσίες» στη Γερμανία. Το 74% αξιολογεί αρνητικά τις εκκλήσεις των γερμανικών κυβερνήσεων - τις δεκαετίες '90 και 2000 - για ακόμα περισσότερη «ατομική πρόνοια» και «προσωπική ευθύνη», που συνόδευσε την περικοπή και ιδιωτικοποίηση των παροχών στην ασφάλιση συντάξεων και Υγείας.
- Το 87% βλέπει ότι «η άνιση κατανομή του εισοδήματος και του πλούτου γίνεται όλο και μεγαλύτερο πρόβλημα», ενώ το 62% αμφιβάλλει αν «οι πολύ πλούσιοι της χώρας πραγματικά "αξίζουν" τα πλούτη τους». Το 81% θεωρεί μεγαλύτερο τον κίνδυνο «να επιδεινωθεί η κοινωνική του θέση» σε σχέση με τις προηγούμενες γενιές.
Αντεργατικό «τσουνάμι»
Από εργατική κινητοποίηση σε εργοστάσιο της «Nokia» το 2008 |
Ακολούθησαν - όπως παντού - μια άνευ προηγούμενου επίθεση στα εργασιακά δικαιώματα, περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες κ.ά., όπου τα εργοδοτικά - κυβερνητικά γερμανικά συνδικάτα, που στηρίζονται από τη σοσιαλδημοκρατία, έπαιξαν κομβικό ρόλο.
Έτσι, η αστική τάξη της Γερμανίας άρπαξε την ευκαιρία... Με το πάμφθηνο αλλά πολύ υψηλά εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό της Ανατολικής Γερμανίας, που πλημμύρισε την αγορά της ενιαίας πλέον Γερμανίας, κατάφερε να συμπιέσει μισθούς και μεροκάματα. Άρπαξε «τζάμπα» τη λαϊκή περιουσία, τις μεγάλες βιομηχανικές μονάδες, τις υπερσύγχρονες εγκαταστάσεις και τις μετέτρεψε πολύ γρήγορα σε κερδοφόρες καπιταλιστικές επιχειρήσεις.
Εδώ να σημειωθεί ότι ως συνέπεια της αντεπανάστασης, άρχισαν να αδυνατίζουν πολύ η συλλογικότητα, η οργανωμένη δράση των εργαζομένων. Το 1991 το 78% των εργαζομένων στη Γερμανία ήταν γραμμένοι στο συνδικάτο τους και το 1990 το 87% των εργαζομένων καλύπτονταν από μια Συλλογική Σύμβαση Εργασίας. Τα επόμενα χρόνια τα ποσοστά αυτά μειώνονται ραγδαία. Το 2000 το 50% είναι μέλη συνδικάτου και το 2005 μόλις το 60% καλύπτονται από ΣΣΕ (σήμερα περίπου το 40%).
- Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις κλήθηκαν «να βοηθήσουν τις επιχειρήσεις στις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης, περισσότερο απ' ό,τι σε άλλες χώρες, επειδή η γερμανική βιομηχανική μεταποίηση ήταν και είναι πολύ σημαντικός κλάδος της οικονομίας».
Οι συλλογικές διαπραγματεύσεις έγιναν με νόμο πιο «ευέλικτες», επιτρέποντας σε μεμονωμένες επιχειρήσεις να αποκλίνουν από μια ΣΣΕ. Το 1993, 600.000 εργαζόμενοι επηρεάστηκαν από αυτό. Μέχρι το 1998 ήταν σχεδόν 7 εκατ., σύμφωνα με μελέτη του Κέντρου Ευρωπαϊκών Μεταρρυθμίσεων με τίτλο «Ο μύθος Χαρτζ: Μια προσεκτική ματιά στις μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας στη Γερμανία» (2017). Αλλά και για όσους καλύπτονταν από ΣΣΕ, τα συνδικάτα διαπραγματεύονταν συμβάσεις χωρίς να διεκδικούν σοβαρές αυξήσεις μισθών, στο όνομα του «να διατηρηθούν θέσεις εργασίας».
«Πράγματι, μια προσεκτική ματιά την περίοδο 1990 - 2008 δείχνει ότι στη Γερμανία τα υψηλά μεροκάματα συνέχισαν να αυξάνονται, αν και λίγο. Τα μεσαία μεροκάματα έμειναν στάσιμα και τα χαμηλά έπεσαν, ιδιαίτερα στις υπηρεσίες», υπογραμμίζει η μελέτη.
Παράλληλα, οι επιχειρήσεις άρχισαν να αναθέτουν σε εργολαβικές εταιρείες τμήματα των δραστηριοτήτων τους, προκειμένου να ρίξουν το κόστος εργασίας, από τα μέσα της δεκαετίας του '90 εφαρμόζουν την εκ περιτροπής εργασία (Kurzarbeit) και με τους «λογαριασμούς ωρών εργασίας» είχαν το δικαίωμα να «αποθηκεύουν» απλήρωτες υπερωρίες όταν αυξανόταν η παραγωγή και να μειώνουν τις ώρες εργασίας σε περιόδους ύφεσης.
Εκτός όμως από την εκ περιτροπής εργασία που βρήκε εφαρμογή κυρίως στους εμποροϋπαλλήλους και στις υπηρεσίες «κοινωνικής πρόνοιας», αυτό που εφαρμόστηκε κυρίως στη βιομηχανία, αλλά και σε πολλούς άλλους κλάδους, είναι οι «ενοικιαζόμενοι» εργάτες. Δηλαδή εργαζόμενοι «νέοι σκλάβοι»: Χωρίς δικαιώματα, χωρίς να έχει ο εργοδότης καμία υποχρέωση, χωρίς άδεια.
Το καθεστώς αυτό γενικεύεται συνεχώς ειδικά στους νέους και μάλιστα αφορά και υψηλά εξειδικευμένους. Εξάλλου, όλοι οι δήμοι, οι κρατικές υπηρεσίες αλλά και τα μεγάλα μονοπώλια όπως «Siemens», «Daimler», «Bayer» κ.λπ. «εξαντλούν» το ποσοστό αυτών των εργαζομένων που τους επιτρέπει ο νόμος και πιέζουν συνεχώς ο αριθμός αυτός να αυξηθεί και άλλο.
Εμφανίζονται οι «φτωχοί εργαζόμενοι»
Απεργία εργαζομένων στην Υγεία το 2017, ενάντια στα σχέδια ιδιωτικοποίησης |
Παρότι και τα προηγούμενα χρόνια υπήρχαν επισφαλείς και πολύ χαμηλά αμειβόμενοι εργαζόμενοι, ένα δίκτυο επιδομάτων και υπηρεσιών Πρόνοιας περιόριζε την ακραία φτώχεια. Μετά και τις διαβόητες μεταρρυθμίσεις «Χαρτζ 4» (2003 - 2005) του σοσιαλδημοκράτη καγκελάριου Γκέρχαρντ Σρέντερ, αυτό το «δίχτυ» «ξηλώθηκε».
Τα λεγόμενα «mini jobs» των 400 - 450 ευρώ κάνουν την εμφάνισή τους τη δεκαετία του '90, έως το 2002 οι «mini jobbers» ανέρχονταν σε 4,1 εκατ. και το 2005 είχαν αυξηθεί σε 5,1 εκατ. Σήμερα, περίπου το 40% των εργαζομένων στη Γερμανία είναι με διάφορες «ευέλικτες» μορφές εργασίας - συμβάσεις ορισμένου χρόνου, μερική απασχόληση, «ενοικιαζόμενοι», με «μπλοκάκι» κ.λπ.
Στη Γερμανία υπάρχει ένας διευρυμένος τομέας χαμηλοαμοιβόμενων θέσεων εργασίας - ο μεγαλύτερος στην ΕΕ μετά τις χώρες της Βαλτικής, την Πολωνία και τη Ρουμανία, ενώ λίγο πίσω από τη Γερμανία ακολουθούν το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιρλανδία.
- Οι χαμηλόμισθοι (όσοι αμείβονται λίγο πάνω από το όριο της φτώχειας) αυξήθηκαν απότομα από τα μέσα της δεκαετίας του '90 και το 1995 το 38% των εργαζομένων στην Ανατολική Γερμανία ήταν χαμηλόμισθοι. Σταδιακά αυξήθηκαν και στα δυτικά κρατίδια, για να φτάσει το 2013 να είναι χαμηλόμισθος 1 στους 4 εργαζόμενους.
Στην «ενωμένη» Γερμανία οι καπιταλιστές άρχισαν επίσης να μεταφέρουν μέρος της παραγωγής τους σε χώρες με χαμηλότερο εργασιακό «κόστος», πέρα από τις χιλιάδες επιχειρήσεις στην Ανατολική Γερμανία που έκλεισαν, ιδιωτικοποιήθηκαν, απέλυσαν (περίπου 2 εκατ. Ανατολικογερμανοί έχασαν τη δουλειά τους μόνο μεταξύ 1990 - '92), αρκετές επιχειρήσεις μεταφέρθηκαν στα Βαλκάνια, στην Ανατολική Ευρώπη, στην Ασία.
Πράγματι παρατηρείται μια αύξηση της απασχόλησης, από 39 εκατ. εργαζόμενους το 2003 σε 40 εκατ. το 2008 και σε περίπου 43,5 εκατ. εργαζόμενους σήμερα, αυξάνοντας και την παραγόμενη υπεραξία για τους καπιταλιστές. Ωστόσο, όπως τονίζει η παραπάνω μελέτη, οι συνολικές «δεδουλευμένες ώρες» - ένας δείκτης για το πόσες θέσεις εργασίας έχουν δημιουργηθεί - μόλις πρόσφατα έφτασαν τα επίπεδα των αρχών της δεκαετίας του '90. Εν ολίγοις, οι συνολικές «δεδουλευμένες ώρες» έχουν μοιραστεί σε περισσότερους εργαζόμενους που υποαπασχολούνται και δουλεύουν λιγότερες ώρες - κερδίζοντας, φυσικά, λιγότερα.
Στη Δυτική Γερμανία δεν υπήρχαν καθόλου βρεφονηπιακοί σταθμοί
Από απεργία εργαζομένων στη χαλυβουργία «Τhyssenkrupp» |
Πάνω από το 40% των εργαζόμενων γυναικών είναι με μερική απασχόληση, κάτι που ισχύει και για τις μορφωμένες γυναίκες άνω των 35 ετών, ηλικία που συνήθως έχουν αποκτήσει παιδιά. «Πολλές από αυτές τις γυναίκες θα ήθελαν να αυξήσουν το ωράριο εργασίας τους», σημειώνει μελέτη του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών (DIW Berlin). Μάλιστα στην Ανατολική Γερμανία εξακολουθεί το ποσοστό υποαπασχόλησης των γυναικών να είναι μικρότερο, στο 27% - με ανοδική τάση.
Η αιτία δεν είναι μόνο ότι έχουν εξαπλωθεί αυτές οι μορφές εργασίας.
Στη Δυτική Γερμανία δεν υπήρχαν βρεφονηπιακοί σταθμοί, δεν υπήρχε καθόλου φροντίδα για τα παιδιά ηλικίας έως 3 ετών, εξηγεί η μελέτη και προσθέτει:
- Στα τέλη της δεκαετίας του '80 και στις αρχές της δεκαετίας του '90 η άδεια μητρότητας επεκτάθηκε σταδιακά μέχρι και τρία χρόνια μετά τη γέννηση του παιδιού. Για να μειωθεί σταδιακά μέχρι σήμερα.
Από την άλλη, στην Ανατολική Γερμανία, η επιστροφή των μητέρων στην εργασία δεν αποτελούσε κανένα πρόβλημα, λόγω του εκτεταμένου κρατικού και καθολικού δικτύου φροντίδας των παιδιών.
Ακόμη παραμένουν εμφανείς οι μεγάλες διαφορές στην Προσχολική Αγωγή για παιδιά έως 3 ετών ανάμεσα στα ανατολικά και τα δυτικά κρατίδια, αφού παρά τη δημιουργία βρεφονηπιακών σταθμών καλύπτονται λίγα παιδιά, ενώ τα τροφεία σε ορισμένες πόλεις είναι υψηλά.
Οι στρατιές των φτωχών συνταξιούχων
Πριν από λίγες μέρες η γερμανική κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού Χριστιανοδημοκρατών / Χριστιανοκοινωνιστών (CDU/CSU) και Σοσιαλδημοκρατών (SPD) ανακοίνωσε τη θέσπιση της λεγόμενης «βασικής σύνταξης» (Grundrente) μπροστά στις ανησυχητικές διαστάσεις που παίρνει η «φτώχεια στα γηρατειά» στην ισχυρή καπιταλιστική χώρα. Ένα μέτρο που αφορά λίγους, πολύ εξαθλιωμένους, οι οποίοι συν τοις άλλοις θα υποβληθούν σε ατέλειωτο γραφειοκρατικό λαβύρινθο και ελέγχους.
- Μετά από 35 και 40 χρόνια ασφαλισμένης εργασίας, η γενιά της «επανένωσης», οι σημερινοί συνταξιούχοι δεν μπορούν να εξασφαλίσουν ούτε ένα στοιχειώδες βιοτικό επίπεδο.
- Πολύ περισσότερο, το 17% αυτών, δηλαδή περίπου 3,5 εκατ. συνταξιούχοι (με μετριοπαθείς εκτιμήσεις), ζουν στο όριο της φτώχειας ή κάτω από αυτό. Μελέτη του ιδρύματος «Bertelsmann» εκτιμά ότι το 2036 θα απειλείται από τη φτώχεια 1 στους 5 συνταξιούχους.
- Σχεδόν 1 εκατ. άνθρωποι ηλικίας άνω των 65 ετών εργάζονται σήμερα - περισσότεροι από 760.000 αυτών στα εξευτελιστικά «mini jobs».
Στο μεταξύ οι Γερμανοί δουλεύουν μέχρι τα βαθιά γεράματα.
- Το κατώτατο όριο ηλικίας συνταξιοδότησης έχει αυξηθεί στα 67 χρόνια, και συζητιέται να πάει στα 70 από το 2032.
- Το 1992, περίπου το 35% των ατόμων ηλικίας 55 - 64 ετών εργάζονταν, από το 2002 - εξαιτίας αντιασφαλιστικών ανατροπών και έντονου περιορισμού του δικαιώματος για πρόωρη σύνταξη σε διάφορες κατηγορίες εργαζομένων - το ποσοστό εκτοξεύεται και το 2016 φτάνει στο 70%.
«Για να καταπολεμηθεί η φτώχεια των ηλικιωμένων, πρέπει να αναζητήσουμε τις αιτίες για τη σταθερή της αύξηση», σημειώνει στην «Der Tagesspiegel» ο μέχρι πρότινος καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Κολωνίας, Κρίστοφ Μπουτερβέγκε, που δημοσίευσε πρόσφατα το βιβλίο «Η διασπασμένη Δημοκρατία. Οικονομική, κοινωνική και πολιτική ανισότητα στη Γερμανία».
Σύμφωνα με τον ίδιο, οι βασικές αιτίες είναι η διάλυση της δημόσιας υποχρεωτικής Ασφάλισης τις τελευταίες δεκαετίες και η «απελευθέρωση» της αγοράς εργασίας.
Σύμφωνα με τον ίδιο, οι βασικές αιτίες είναι η διάλυση της δημόσιας υποχρεωτικής Ασφάλισης τις τελευταίες δεκαετίες και η «απελευθέρωση» της αγοράς εργασίας.
Το 1992 - '93 καταργήθηκε από το γερμανικό κράτος, «για οικονομικούς λόγους», η λεγόμενη «σύνταξη ανάλογα με το ελάχιστο εισόδημα» για τους χαμηλοσυνταξιούχους. Έπειτα άρχισε να αυξάνεται η κατώτατη ηλικία συνταξιοδότησης για τις γυναίκες και αργότερα για όλους τους εργαζομένους και εισήχθησαν εξαιρέσεις για την πρόωρη συνταξιοδότηση.
Με τη μεταρρύθμιση «Riester» επιβλήθηκε μερική ιδιωτικοποίηση της συνταξιοδότησης, ενώ τα επόμενα χρόνια το γερμανικό ασφαλιστικό σύστημα στηρίχθηκε στους «τρεις πυλώνες» (κρατική σύνταξη - επαγγελματική - ιδιωτική).
Σήμερα όποιος συνταξιούχος δεν είχε πολύ υψηλό μισθό, ώστε να μπορεί να κάνει ιδιωτική ασφάλιση, ζει στην εξαθλίωση.
Στο μεταξύ, στο όνομα της «βιωσιμότητας» του ασφαλιστικού συστήματος, το επίπεδο της σύνταξης που καταβάλλεται από το κράτος μειώνεται σταδιακά και σήμερα είναι στο 48% του μέσου εισοδήματος, από 55,1% το 1990.
Ταυτόχρονα, «οι επισφαλείς εργασιακές σχέσεις στον αυξανόμενο τομέα των χαμηλόμισθων στέρησαν από εκατομμύρια ανθρώπους τη δυνατότητα να αποκτήσουν επαρκώς υψηλά συνταξιοδοτικά δικαιώματα».
«Τράπεζα τροφίμων» στο Εσεν, όπου καταφεύγουν φτωχές οικογένειες και συνταξιούχοι |
Στον γερμανικό Τύπο και στη βιβλιογραφία σχολιάζεται συχνά ότι οι Ανατολικογερμανοί αποθαρρύνονται «από την πολιτική και τα μέσα ενημέρωσης» από το να μιλούν για το παρελθόν τους που σχετίζεται με τη ζωή στη ΓΛΔ.
Η σημερινή νέα γενιά των Ανατολικογερμανών γνωρίζει ελάχιστα για τη ζωή στη ΓΛΔ, για την ιστορία και τις συνθήκες διαχωρισμού της χώρας και του Βερολίνου.
«Ισως πίσω από αυτό βρίσκεται η ανησυχία ότι μπορεί να αμφισβητηθεί όχι μόνο μια εικόνα της Ιστορίας, αλλά και η δημοκρατία και η ίδια η οικονομία της αγοράς», σημειώνεται σε άρθρο του «Spiegel» με αφορμή τα 30χρονα από την πτώση του τείχους. Ωστόσο, προσθέτει, «η ενωμένη Γερμανία το 2019 δεν είναι μόνο αίγλη. Οι ουλές είναι ακόμη μέρος μας. Γνωρίζουμε εδώ και καιρό ότι το 1989 - 1990 δεν ήταν το "τέλος της Ιστορίας", αλλά η εκκίνηση μιας νέας, πολύπλοκης και πολύ αντιφατικής εποχής».
Το δημοσίευμα αναδεικνύει και μια άλλη πλευρά. Πολλοί Ανατολικογερμανοί ήταν πράγματι απογοητευμένοι με το τείχος, ήθελαν αλλαγές στη ζωή τους, αλλά δεν επεδίωκαν κατ' ανάγκη παλινόρθωση του καπιταλισμού:
«Η πορεία προς την ενοποίηση της χώρας μετά την πτώση του τείχους φαίνεται σήμερα αναπόφευκτη και αυτονόητη. Αν ανατρέξουμε όμως στην εποχή εκείνη - το τείχος έχει ήδη πέσει - θα θυμηθούμε μια έρευνα της Infas, ότι το 42% των τότε πολιτών της ΓΛΔ ήθελαν το δικό τους Σύνταγμα, 38% ένα νέο γερμανικό Σύνταγμα και μόλις το 9% αποδέχονταν το υπάρχον γερμανικό Σύνταγμα».
Το 1999, το 34% των Γερμανών δήλωναν «δυσαρεστημένοι με την κατάσταση όπως εξελίχθηκε μετά την επανένωση».
Ακόμα και το 2009, έρευνα της εταιρείας «Emnid» για λογαριασμό του υπουργείου Μεταφορών - Υποδομών δείχνει ότι το 57% όσων ζουν στην Ανατολική Γερμανία και το 18% όσων ζουν στη Δυτική Γερμανία θεωρούσαν ότι «η ΓΛΔ είχε περισσότερα θετικά απ' ό,τι αρνητικά».
Τρία χρόνια νωρίτερα, η πολιτική επιστήμονας Κάτια Νέλερ, στη μελέτη της «νοσταλγίας της ΓΛΔ», συνοψίζει τη σταθερά καλοπροαίρετη εκτίμηση πολλών Ανατολικογερμανών στους ακόλουθους λόγους:
«Μεγαλύτερη συνοχή μεταξύ των ανθρώπων, υψηλότερο επίπεδο κοινωνικής ασφάλειας, καλύτερο ατομικό βιοτικό επίπεδο, λιγότερη κοινωνική ανισότητα και υψηλότερη κοινωνική δικαιοσύνη».
Στα χρόνια που ακολούθησαν, η θετική αξιολόγηση της «επανένωσης» υποχώρησε ολοένα και περισσότερο και το 2006 η αντίληψη μεταξύ των Ανατολικογερμανών ήταν ότι «η ένωση έχει φέρει περισσότερα μειονεκτήματα από πλεονεκτήματα». Αυτό, σύμφωνα με μελέτη του Κέντρου Ερευνών Κοινωνικών Επιστημών Βερολίνου - Βρανδεμβούργου, οφείλεται και στην ανεκπλήρωτη υπόσχεση των «ανθισμένων τοπίων» από τον τότε καγκελάριο Χέλμουτ Κολ, αλλά και στις αντεργατικές πολιτικές και τις περικοπές στην Κοινωνική Πρόνοια, υπό τον Σρέντερ.
Στο μεταξύ, αυτή η τάση έχει αντιστραφεί πάλι σε μια θετική αξιολόγηση της «επανένωσης», δείχνουν τα αποτελέσματα έρευνας του 2014, καθώς μεγαλώνει η χρονική απόσταση από την εποχή και συρρικνώνεται η γενιά εκείνων που έζησαν στη ΓΛΔ.
Σε αυτήν την απόσταση, όπως και στη συστηματική παραχάραξη της Ιστορίας, ποντάρουν και όλες οι αστικές δυνάμεις όποιας παραλλαγής, διαθέτοντας τεράστια κονδύλια για προπαγάνδα, στην προσπάθειά τους να σβήσουν από τη συλλογική μνήμη την αδιαμφισβήτητη προσφορά της πρώτης προσπάθειας σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
Ε. Μ.
Γιορτάζοντας το ιστορικό πισωγύρισμα...
Sergi Cámara The Wall of Europe Spain 2014. Courtesy of the artist |
Σήμερα βεβαίως οι πανηγυρισμοί τους δεν μπορούν να κρύψουν την πραγματικότητα που βιώνουν οι εργαζόμενοι και οι λαοί σε όλη την Ευρώπη στον καπιταλιστικό κόσμο.
Αξιοποιώντας τις αντεπαναστατικές συνθήκες, την υποχώρηση του κομμουνιστικού κινήματος, προσπαθούν να επιβάλουν μια νέα εκδοχή του «τέλους της Ιστορίας», μια νέα ιστορική διαστρέβλωση.
Αυτή η εκδοχή δεν έχει μεγάλες υποσχέσεις για το μέλλον, είναι όπως λένε «ρεαλιστική».
Αυτή η εκδοχή λέει λίγο - πολύ:
«Αυτή είναι η πραγματικότητα, σας αρέσει δεν σας αρέσει δεν υπάρχει τίποτα άλλο, σε αυτή πρέπει να προσαρμοστούμε, να μπαλώσουμε ό,τι μπαλώνεται», όλα τα άλλα είναι «ουτοπίες και ολοκληρωτισμός», είναι - λένε - το «τίμημα» της «δημοκρατίας» και της «ελευθερίας».
Η λαϊκή ευημερία ταυτίζεται με την καπιταλιστική ανάπτυξη, παρόλο που η δεύτερη προϋποθέτει την ένταση της εκμετάλλευσης, προϋποθέτει περιορισμένα εργατικά δικαιώματα. Τα επιδόματα, τα ψίχουλα, τα μέτρα διαχείρισης της φτώχειας βαφτίζονται «κοινωνική πολιτική», «φροντίδα για τους αδύναμους».
Η ευθύνη για την οικονομική κρίση που είναι στη φύση του καπιταλιστικού συστήματος αποδίδεται στην κακοδιαχείριση, στις σπατάλες και τα βαρίδια του παρελθόντος (στα οποία συγκαταλέγονται εργατικά δικαιώματα και κατακτήσεις) που εμποδίζουν την ανάπτυξη.
Η συμμετοχή σε ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς βαφτίζεται υπεράσπιση «εθνικών συμφερόντων», της «ειρήνης και της ασφάλειας».
Βέβαια, στην πραγματικότητα αυτοαναιρούνται, γιατί αν όντως δεν υπάρχει «τίποτα άλλο», τότε γιατί πασχίζουν 30 χρόνια μετά να συκοφαντήσουν, να ρίξουν δηλητήριο στις νέες ιδιαίτερα γενιές για τα σοσιαλιστικά κράτη του 20ού αιώνα;
Γιατί προσπαθούν να ξορκίσουν το «κακό»;
Πολύ απλά γιατί όλες οι αντιφάσεις, οι αντιθέσεις της σημερινής πραγματικότητας του καπιταλισμού αποτελούν ακόμα μεγαλύτερη απόδειξη - σε σχέση και με το 1917 αλλά και με το 1945 - για το πόσο ιστορικά ξεπερασμένο είναι αυτό το κοινωνικοοικονομικό σύστημα, πόσο αναγκαία είναι η οικοδόμηση μιας νέας σοσιαλιστικής κοινωνίας. Ανεξάρτητα, βέβαια, αν αυτό σήμερα δεν υιοθετείται από τη λαϊκή πλειοψηφία.
Καλύτερος ο Όρμπαν από τον Κάνταρ!
«Ακόμα και η Ουγγαρία του Όρμπαν ή η Πολωνία του PIS δεν έχουν καμιά σχέση με την Ουγγαρία του Κάνταρ ή με την Πολωνία του "Υπαρκτού Σοσιαλισμού"», έγραψε για παράδειγμα μεγαλοδημοσιογράφος στα «Νέα», γνωστός για την ευαισθησία του γύρω από τη «δημοκρατία», την «ελευθερία» και την «προσέλκυση επενδύσεων». Με κάθε ειλικρίνεια, ο αρθρογράφος δηλώνει ότι προτιμά ακροδεξιές, αντιδραστικές κυβερνήσεις στην ΕΕ από αυτές της σοσιαλιστικής εξουσίας.
Στο ίδιο άρθρο μάλιστα ξεκαθαρίζει ότι η «δημοκρατία» και η «ελευθερία», όπως βαφτίζει τη σημερινή βαρβαρότητα,
«καθίστανται πλέον τελικό κι αδιαμφισβήτητο παράδειγμα». Και πως σήμερα «ό,τι εκλαμβάνεται ως αμφισβήτηση ή ως ατέλεια της δημοκρατίας, εγγράφεται ή αναφέρεται εκ των πραγμάτων στο πεδίο της».
Δηλαδή; Στέλνουν το μήνυμα στους εργαζόμενους ότι όσο και να υποφέρουν, όσο και να δυσαρεστούνται, το μόνο που έχουν να κάνουν είναι να ψάχνουν μπαλώματα και φτιασιδώματα στο καπιταλιστικό σύστημα και σε καμιά περίπτωση να μην αναζητήσουν διέξοδο στην πάλη για την ανατροπή του.
Αξιοποιώντας την ιστορική διαστρέβλωση με το βλέμμα στραμμένο στο σήμερα και το αύριο της ταξικής πάλης. Μια αντίληψη, απαραίτητη προϋπόθεση για να ξεδιπλώνεται χωρίς αντιστάσεις η εφ' όλης της ύλης επίθεση στα εργατικά - λαϊκά δικαιώματα.
Τα αστικά επιτελεία γνωρίζουν πολύ καλά ότι οι αντιφάσεις που μαστίζουν το σύστημά τους δεν τιθασεύονται εύκολα, ανησυχούν για την αστάθεια της καπιταλιστικής οικονομίας, τις δυσκολίες ανάκαμψης, την προοπτική εκδήλωσης νέας κρίσης, την όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών.
Ξέρουν ότι σε αυτές τις αντιφάσεις μπορεί να δημιουργηθούν ρωγμές, ξέρουν ότι δεν έχουν ξεμπερδέψει με το σοσιαλισμό ούτε ως ανάμνηση ούτε ως προοπτική, ξέρουν ότι παρ' όλη την κρίση του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, δεν έχουν ξεμπερδέψει με τα Κομμουνιστικά Κόμματα.
Η επίθεσή τους έχει προληπτικό χαρακτήρα, να εμποδίσουν με κάθε τρόπο τη δυνατότητα οι εργαζόμενοι να συνειδητοποιήσουν την αναγκαιότητα της σοσιαλιστικής κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης και πολύ περισσότερο να πιστέψουν ότι με τη δικιά τους δύναμη μπορούν να την πετύχουν.
Γι' αυτό και ο παραπάνω αρθρογράφος επισημαίνει ότι η όποια «αμφισβήτηση» πρέπει να μένει μακριά από «την κατάλυση της δημοκρατικής πολιτείας (λέγε με καπιταλισμό)» «όπως έκαναν τα ολοκληρωτικά κινήματα του μεσοπολέμου» (!).
Η προσπάθεια όμως, για άλλη μια φορά, να ταυτίσει φασισμό και κομμουνισμό, κάτω από τον τίτλο των «ολοκληρωτισμών», αποτυγχάνει όχι μόνο γιατί είναι ανιστόρητη, αλλά και γιατί ο ίδιος εκφράζοντας βαθύτερες σκέψεις της αστικής τάξης έχει ήδη κάνει μια μεγάλη αποκάλυψη και ομολογία!
- Ότι η ακροδεξιά, ο φασισμός, ο εθνικισμός είναι παιδιά της «δημοκρατίας» τους, δηλαδή του συστήματός τους, γι' αυτό άλλωστε προτιμά τον Ορμπαν από τον Κάνταρ...
Νεροκουβαλητές
Βέβαια, σε αυτήν τους την προσπάθεια συμβολή έχει ο παλιάς και νέας κοπής οπορτουνισμός και βέβαια η σοσιαλδημοκρατία. Που είναι άλλωστε και οι βασικοί, οι τυπικοί εκφραστές της θέσης ότι το σύστημα το σημερινό μπορεί να μερεμετιστεί φιλολαϊκά, να εξανθρωπιστεί.
Γι' αυτούς οι έννοιες δημοκρατία, ελευθερία, δικαιώματα έχουν «οικουμενικό» - όπως λένε - χαρακτήρα και όχι ταξικό. Στην πραγματικότητα, υιοθετούν το περιεχόμενο το οποίο δίνει σε αυτές τις έννοιες η αστική τάξη.
Έτσι, δεν διστάζουν κι αυτοί έστω και με σκεπτικισμό και προβληματισμό να «γιορτάζουν» την «πτώση του τείχους», ζητώντας όμως σήμερα πιο «ανθρώπινο, πιο δίκαιο» καπιταλισμό. Στη χειρότερη και πιο επικίνδυνη εκδοχή της, αυτή η άποψη συνεχίζει να υποστηρίζει ότι μπορεί σήμερα το σύστημα αυτό να μετασχηματιστεί σε κάτι άλλο αν στην κυβέρνηση βρίσκονται οι «δυνάμεις της Αριστεράς»...
Υπάρχει βέβαια και μια ακόμα εκδοχή. Αυτών που στο όνομα του «κομμουνισμού» πετάνε το μωρό μαζί με τα νερά... Απορρίπτουν συλλήβδην τη σοσιαλιστική οικοδόμηση του 20ού αιώνα και βέβαια δεν βλέπουν καμιά αντεπανάσταση, πολύ απλά επειδή για αυτούς η επανάσταση χάθηκε ήδη από τις αρχές, ήδη από τη δεκαετία του 1920. Και έτσι απλά ξεμπερδεύουν και έχουν ήσυχη τη συνείδησή τους.
***
Το ιστορικό πισωγύρισμα δεν μπορεί να το γιορτάζουν οι λαοί. Πρέπει να βγάζουν συμπεράσματα, να μελετάνε τα λάθη και τις αδυναμίες, για να πάρουν δυνάμεις, για να μπορούν πιο ικανοί, πιο αποτελεσματικά να παλέψουν για τις σοσιαλιστικές επαναστάσεις του μέλλοντος, για τις κοινωνικές ανατροπές που σίγουρα θα έρθουν. Σε αυτήν την κατεύθυνση δίνει τις δυνάμεις του το ΚΚΕ.
Ο «τρίτος διαπραγματευτής»...
North Belfast 1994. Courtesy of the artist Frankie Quinn |
Αυτός ο τρίτος διαπραγματευτής δεν ήταν άλλος από την ΕΣΣΔ και τα σοσιαλιστικά κράτη της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης. Η παρουσία τους έπαιζε σημαντικό ρόλο στο αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης, μαζί βεβαίως με τους αγώνες των εργαζομένων σε κάθε χώρα.
Παίρνοντας βεβαίως πάντα υπόψη και τη φάση στην οποία βρισκόταν η καπιταλιστική ανάπτυξη σε κάθε περίοδο, τη δυνατότητα που είχε ή όχι να κάνει ορισμένες προσωρινές «παραχωρήσεις» στους εργαζόμενους. Ιδιαίτερα στην περίπτωση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, η διαρκής αντιπαράθεση με την άλλη Γερμανία, τη ΓΛΔ, οδήγησε σε ένα ευρύτερο πλέγμα μέτρων σε σχέση με άλλα καπιταλιστικά κράτη.
Ειδικά το Δυτικό Βερολίνο αποτέλεσε στην πραγματικότητα μια πόλη - βιτρίνα του καπιταλισμού, με σκοπό όχι μόνο να καθησυχάζεται και να ενσωματώνεται η εργατική - λαϊκή συνείδηση στη Δύση, αλλά να στέλνεται το μήνυμα και στην Ανατολή ότι έχουν να κερδίσουν και όχι να χάσουν από την ανατροπή της σοσιαλιστικής εξουσίας.
Δεν έπεσε λοιπόν μόνο το τείχος του Βερολίνου το 1989 αλλά... θρυμματίστηκε και η βιτρίνα ενός «ανθρώπινου καπιταλισμού», το πρότυπο κάθε σοσιαλδημοκράτη της δεκαετίας του 1980, τόσο στη Γερμανία όσο και σε άλλα κράτη, όπως σε Σκανδιναβία κ.α.
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, 16-17/11/2019
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.