Για ναυαγούς που θέλουν να κολυμπήσουν. Το σημείωμα άλλοτε βιαστικό και ταραγμένο, άλλοτε φλύαρο ή λακωνικό, ακατάληπτο κι ερμητικό, κακογραμμένο κι αδέξιο, ευδιάκριτο ή ξεθωριασμένο. Μπουκαλάκια, φιαλίδια, φιάλες αερίου. Μποτίλιες, μποτίλιες, μποτίλιες... Με καθορισμένο, πάντοτε, στίγμα.
Καλή στεριά, συνταξιδιώτες...
Ή καλή θάλασσα.
Δικαστικό δράμα και αλληγορικό παραμύθι. Δυο διαφορετικές μεταξύ τους ταινίες, εξηντάρες, αρυτίδωτες
Δυο λόγια για τις ταινίες (Δείτε τις εδώ)
Οι 12 Ένορκοι (1957). Δικαστικό δράμα δωματίου του Σίντνεϋ Λιούμετ (1924-2011), στο οποίο 12 ένορκοι (λευκοί) καλούνται αν αποφασίσουν για την ενοχή ενός 18χρονου Μεξικάνου μετανάστη.
Οι 11 είναι πεπεισμένοι για την ανοχή του. Ο ένας αμφιβάλει. Το φαίνεσθαι και το είναι των καταστάσεων και των ανθρώπων.
Τρεις υποψηφιότητεςστα Όσκαρ (ταινίας, σκηνοθεσίας, διασκευασμένου σεναρίου), έξι βραβεία σε διάφορα φεστιβάλ.
Άλλες ταινίες (επιλογή): Σέρπικο (1973), με μουσική Μίκη, Σκυλίσια Μέρα ( 1975), και οι δυο με Αλ Πατσίνο. Το Δίκτυο (1976), –Φαίη Νταναγουαίη, Γουίλιαμ Χόλντεν, Πήτερ Φιντς, Ρόμπερτ Ντυβάλ. Η Ετυμηγορία (1982) –Πωλ Νιούμαν, Σάρλοτ Ράμπλιν, Τζαίημς Μαίησον. Το Επόμενο Πρωινό 1986), Τζαίην Φόντα, Τζεφ Μπρίτζες. Τρέχοντας Στο Κενό (1988) – Ρήβερ Φοίνιξ, Μάρθα Πλίμτον. Πριν Ο Διάβολος Καταλάβει Ότι Πέθανες (2007), το κύκνειο άσμα του, –Φίλιπ Σέϋμουρ Χόφμαν, Ήθαν Χωκ, Άλπερτ Φίνεϋ, Μαρίσα Τομέϊ.
*
Θαύμα Στο Μιλάνο (1951). Ποιητικό, αλληγορικό, μανιχαϊστικό παραμύθι του Βιττόριο Ντε Σίκα(1901-1974), όπου οι φτωχοί αναλήπτονται στους ουρανούς καβάλα σε… σκουπόξυλα.
Μωρό βρίσκεται ανάμεσα στα… λάχανα. Μεγαλώνει, και μετά το ορφανοτροφείο οργανώνει τους άστεγους μιας παραγκούπολης, κόντρα στα σχέδια αδίστακτου μεγιστάνα.
«Οι φτωχοί μου –λέει ο Ντε Σίκα– είναι φτωχοί, όχι όμως αποδιοπομπαίοι. Δεν τα βάζουν μ’ αυτό που αποκαλούμε αστική κοινωνία, αλλά ζουν με τόλμη στο περιθώριό της, γιατί θέλουν ν’ απλοποιήσουν τον τρόπο ζωής τους και να επιστρέψουν στις ρίζες της ύπαρξης».
Άλλες ταινίες (επιλογή): Κλέφτης Ποδηλάτων (1948), από Μποτίλια Στον Άνεμο, –Άννα Καρίνα, Αντρέ Λαμπάρτ, Ζεράρ Οφμάν. Ουμπέρτο Ντ. (1951), το αριστούργημά του, -Κάρλο Μπατίστι, Μαρία Πία Κασίλιο. Τελευταίος Σταθμός (1953) –Μοντγκόμερυ Κλιφτ, Τζένιφερ Τζόουνς. Χθες, Σήμερα, Αύριο (1963) και Γάμος Αλά Ιταλικά (1964), Ο Κήπος Των Φίντζι Κοντίνι (1970) –Ντομινίκ Σαντά, Χέλμουτ Μπέργκερ. Το Ηλιοτρόπιο (1970) –Σοφία Λώρεν, Μαρτσέλο Μαστρογιάννι. Εφτά Φορές Γυναίκα (1967) –Σίρλευ Μακλαίην, Πήτερ Σέλερς. Το Ταξίδι (1974), η τελευταία του, -Σοφία Λώρεν, Ρίτσαρντ Μπάρτον.
Μπ. Ζ.
_______
Πηγές που λήφθηκαν υπόψη: Βασίλης Ραφαηλίδης: Λεξικό Ταινιών, τ. Γ΄ (Αιγόκερως, 2003), Μπάμπης Ακτσόγλου: 1919-1986, Μια συλλογή ταινιών (Εταιρεία STUDIO, 1989). Περισσότερα απόIMDB:Οι Δώδεκα Ένορκοι,Θαύμα Στο Μιλάνο Φιλμογραφία: Σίντνεϋ Λιούμετ,Βιττόριο Ντε Σίκα.
(Ακολουθεί κριτική από την Τζία Γιοβάνη)
***
12 ANGRY MEN Αγγλικοί υπότιτλοι
*
MIRACOLO A MILANO Τρέιλερ
Το τραγούδι
__________________________
ΣΙΝΤΝΕΪ ΛΟΥΜΕΤ
Οι δώδεκα ένορκοι
«Δράμα δωματίου» υψηλότατης τάξης. Βέβαια, τα φιλμ που δίνουν την αίσθηση του κινηματογραφημένου θεάτρου δεν χωνεύονται εύκολα... Μολονότι το θέατρο έχει συγγένεια πρώτου βαθμού με το σινεμά, στηρίζεται σαν τέχνη σε διαφορετικές προϋποθέσεις, συνθήκες και συμβάσεις, όπως, π.χ., στο ότι μεταξύ σκηνοθέτη, ηθοποιού και κοινού δεν παρεμβαίνει η οθόνη προβολής, αλλά η τέχνη του θεάτρου στηρίζεται στην απόσταση αναπνοής από το κοινό, στη ζωντανή επαφή, στο ότι η σκηνική δράση αναπτύσσεται μπροστά σου, σε χρόνο πραγματικό. Η τέχνη του κινηματογράφου καλλιεργεί άλλες προσδοκίες που άπτονται του ρυθμού, του περιεχομένου και της «εκτέλεσης», κάτι που μπορεί να αποβεί αποπνιχτικό ακόμα και για έναν ικανό σκηνοθέτη αν τα στοιχεία αυτά δεν συνδυαστούν αρμονικά. Ο Λούμετ με περισσή μαεστρία κατάφερε να μετουσιώσει, με άριστη χρήση της κινηματογραφικής γλώσσας, ένα, κατά βάση, θεατρικό έργο του ReginaldRose, με κοντινά πλάνα και κινήσεις της κάμερας που τραβά από τρεις διαφορετικές γωνίες λήψεις, χωρίς να χάσει ούτε ένα πόντο από τη «λογοτεχνικότητα» του κινηματογραφικού κειμένου, την αγωνία, το τέμπο και τη δύναμη που πηγάζει από το πρωτογενές υλικό!
Η υπόθεση είναι απλή αλλά κρίσιμη. Ενας φτωχός νεαρός, ξένος, προφανώς Μεξικανός, κατηγορείται στο δικαστήριο ότι μαχαίρωσε ένα βράδυ τον πατέρα του. Οι 12 ένορκοι πρέπει να συνενωθούν σε μια ομόφωνη ετυμηγορία, να «ζυγιάσουν» τα αποδεικτικά στοιχεία και να αποφασίσουν αν ο κατηγορούμενος είναι ένοχος - σύμφωνα με τα στοιχεία/ενδείξεις - ή «όχι ένοχος» σύμφωνα με την αρχή της λογικής αμφιβολίας. Αν κριθεί ένοχος, ο νεαρός θα εκτελεστεί αμέσως στην ηλεκτρική καρέκλα. Οι 12 ένορκοι, όλοι λευκοί Αμερικανοί ευυπόληπτοι πολίτες με διαφορετικό παρελθόν ο καθένας, βρίσκονται κλειδωμένοι σε ένα δωμάτιο του δικαστικού μεγάρου μια αποπνιχτικά ζεστή και υγρή καλοκαιρινή μέρα, με έναν χαλασμένο ανεμιστήρα και με προσωπικούς, καθένας τους λόγους, να θέλει να βρίσκεται κάπου αλλού... Δεν συγκρατούμε τα ονόματά τους, μόνο τον αριθμό του καθένα, και κάποια επαγγέλματα. Μαθαίνουμε όμως τις προκαταλήψεις τους και πόσο χρόνο είναι διατεθειμένοι να διαθέσουν για τη ζωή κάποιου ανθρώπου που κρατούν στα χέρια τους. Καθένας τους αντιπροσωπεύει ένα από τα πολλά στερεότυπα που οι άνθρωποι είθισται να προβάλλουν όταν αρνούνται να σκεφτούν και να αναλάβουν την ευθύνη των πράξεών τους.
Εκτός από μια λακωνική εισαγωγή κι έναν σύντομο επίλογο στο τέλος, ολόκληρη η αφηγηματική διαδικασία, διάρκειας 90 λεπτών, κινείται μέσα στους τέσσερις τοίχους αυτού του απομονωμένου δωματίου. Οι 11 από τους 12 θεωρούν ότι οι αποδείξεις κατατείνουν στη σύνθλιψη του νεαρού. Μόνο ένας, το νούμερο 8 (ο Χένρι Φόντα), πάει κόντρα στο ρεύμα, προβάλλοντας βάσιμα «εύλογη αμφιβολία» σε πλείστα σημεία των αποδεικτικών στοιχείων. Ο ρόλος του Χένρι Φόντα είναι ίσως από τους καλύτερους της καριέρας του. Ερμηνεύει ένα φυσιολογικό άνθρωπο, έναν αρχιτέκτονα, με δυνατή αίσθηση δικαίου και ηθικής. Ηδη από τις εισαγωγικές σκηνές ο Φόντα καθορίζει το στίγμα, όταν οι υπόλοιποι κάθονται γύρω από το τραπέζι και κάνουν δημόσιες σχέσεις μεταξύ τους ανταλλάσσοντας τις κάρτες τους.
Δεδομένου ότι η απόφαση των ενόρκων πρέπει να είναι ομόφωνη, ανοίγει καταναγκαστικά μια δραματική αντιπαράθεση αναμεταξύ τους με ατέρμονες συζητήσεις και «κοσκίνισμα», ξανά και ξανά, των μαρτυριών και καταθέσεων, προς απογοήτευση και αγανάκτηση όσων ενόρκων έλπιζαν σε συνοπτικές διαδικασίες ώστε να μη χάσουν τον αγώνα ράγκμπι. Αργά και σταθερά ο Φόντα πείθει τόσο τους υπόλοιπους ενόρκους όσο κι εμάς τους θεατές για το πλήθος αναπάντητων ερωτημάτων που έρχονται στην επιφάνεια...
Δίχως άλλο, η δύναμη του δράματος στηρίζεται ουσιαστικά στο κείμενο και στον τρόπο που το σενάριο αναδεικνύει και τονίζει τα σημεία καμπής, αλλά και στις ερμηνείες των 12 ισότιμων - ναι - χαρακτήρων σε ό,τι αφορά το «βάρος» και το εκτόπισμα των ρόλων... Και όλα γίνονται με τέτοια διακριτικότητα που δίνει την αίσθηση ότι δεν υπάρχει σκηνοθέτης, ότι παρακολουθούμε τη δράση από κάποια σχισμή στον τοίχο...
Το μεγαλείο στο«ΟΙ ΔΩΔΕΚΑ ΕΝΟΡΚΟΙ» βρίσκεται κυρίως στο ότι η ταινία λειτουργεί καταγγελτικά σαν ένα γοητευτικό και απόλυτα ακριβές πορτρέτο του αμερικανικού δικαστικού συστήματος, της ανύπαρκτης έννοιας της «αντικειμενικότητας» και της δημοκρατίας εν γένει. Κάθε φορά που βλέπει κανείς την ταινία ανακαλύπτει καινούργια πράγματα. Πλήθος τεχνικών λεπτομερειών αναμειγνύεται με προσωπικές στιγμές των ενόρκων που αποκαλύπτονται σαν οντότητες, ένας πανέξυπνος συνδυασμός!
«ΟΙ ΔΩΔΕΚΑ ΕΝΟΡΚΟΙ»είναι η καλύτερη ταινία του Λούμετ, γυρίστηκε το 1957 και παραμένει σήμερα, 56 χρόνια μετά, επίκαιρη όσο ποτέ. Ειλικρινά μην τη χάσετε!!!
Με την τρίτη μεταπολεμική του ταινία «ΘΑΥΜΑ ΣΤΟ ΜΙΛΑΝΟ», που κυκλοφόρησε το Φλεβάρη του 1951, ο Ντε Σίκα εγκαταλείπει τους δραματικούς τόνους και εμπλέκεται σε ένα πικρό παραμύθι που η πληθώρα των λεπτοτήτων έχει ως μοναδική λειτουργία - σαν αντίθεση - να κάνουν ακόμα πιο πιεστική την τελική λύση της αφήγησης. Ο Ντε Σίκα εμπνεύστηκε το θέμα της ταινίας από το βιβλίο των παραμυθιών του Τσέζαρε Τζαβατίνι «Tot? ilbuono»(Ο καλός Τοτό) από το 1943. Δεδομένου ότι το βιβλίο αυτό κυκλοφόρησε την περίοδο του φασισμού, επανέρχεται, η κατά βάση λαϊκίστικης χροιάς αντικαπιταλιστική αμφισβήτηση με αρκετά πυκνή συχνότητα. Στις ταινίες των πρώτων χρόνων της δεκαετίας του '40 βλέπουμε να εξυψώνονται οι απλοί, εργατικοί μικροαστοί σε βάρος των μεγάλων επιχειρηματιών που αδιαφορούσαν για το εθνικό καλό. Οι περισσότεροι όταν κυκλοφόρησε το «ΘΑΥΜΑ ΣΤΟ ΜΙΛΑΝΟ» την εποχή που μεσουρανούσε ο νεορεαλισμός δεν μπόρεσαν να την καταλάβουν και να την χωνέψουν. Κατανοητή επίσης και η δυσπιστία της στρατευμένης αριστεράς προς αυτή την ιδιαίτερα «καλόβουλη» ταινία (παρά την πικρία που τη διακρίνει) που κουβαλά πάνω της το μεγάλο ελάττωμα του να θυμίζει μια μορφή αντικαπιταλιστικής κριτικής, αρκετά κοινή τα τελευταία χρόνια του Μουσολίνι...
Ο Βιτόριο Ντε Σίκα καταπιάνεται στο «ΘΑΥΜΑ ΣΤΟ ΜΙΛΑΝΟ» - που έρχεται αμέσως μετά τη θλιβερά ρεαλιστική φλέβα της μεταπολεμικής Ιταλίας στο «ΚΛΕΦΤΗΣ ΠΟΔΗΛΑΤΩΝ» - με την οδύσσεια του Τοτό, ενός ορφανού που γεννήθηκε από τα λάχανα και μπήκε, λόγω θανάτου της γριάς μητέρας του, στο ορφανοτροφείο μικρός. Από το ίδρυμα βγαίνει έφηβος και βρίσκεται αντιμέτωπος μ' έναν κόσμο του οποίου τις βασικές δυναμικές δε γνωρίζει. Τριγυρίζει σαν ζητιάνος μέσα στην ομίχλη του φθινοπωρινού Μιλάνου.
Δεξιά, ο Βιτόριο Ντε Σίκα
Η ταινία επιμένει με κάθε κόστος να είναι ποιητική. Αυτό το καταφέρνει μόνο σε σημεία, όπως π.χ. στην απεικόνιση των αξέχαστων αναλαμπών της υγρής και γκρίζας μεγαλούπολης στην αρχή του φιλμ ή στη λυρική σεκάνς του επιλόγου. Ο Τοτό, διασχίζοντας τυχαία το κοσμικό κέντρο της πόλης γίνεται κοινωνός των γκλάμουρ εγκαινίων του κινηματογράφου Αbc- θαυμαστή η απεικόνιση - για να καταλήξει να περάσει τη νύχτα του σε μια κατασκήνωση αστέγων στην περιοχή του Λαμπράτε. Ο Τοτό γίνεται φίλος με τους πάντες κι όλοι μαζί, η χαρούμενη παρέα, «χτίζει» σιγά σιγά ένα πραγματικό χωριό που το κέντρο του κοσμεί το άγαλμα μιας μπαλαρίνας και ο Τοτό καλλιεργεί μια γλυκιά σχέση με την γλυκύτατη Εντβίζ.
Αλλά φθάνει και η ώρα της απειλής που εμφανίζεται με τη μορφή του χοντρού και αλαζόνα βιομήχανου που συνοδεύουν δυναμικοί αμερικάνικοι ρυθμοί, στο άκουσμα των οποίων, αρχίζουν να σβήνουν οι φωτεινές δημοφιλείς λαϊκές μελωδίες... Ο βιομήχανος θέλει οπωσδήποτε την κυριότητα της γης των αστέγων, θέλει να τους διώξει από κει... και το πράγμα πιέζει ακόμα περισσότερο όταν ανακαλύπτονται στο υπέδαφος κοιτάσματα πετρελαίου... Ο Τοτό, στο σημείο αυτό, μετουσιώνεται με τη βοήθεια ενός θαυματουργού περιστεριού σε ένα είδος Ιησού των φτωχών, απαντά σε κάθε τους επιθυμία και υπερασπίζεται την κοινότητα από τις επιθέσεις των μπάτσων που πουλούν την εργατική τους δύναμη στο κεφάλαιο. Ετσι η κατάσταση αλλάζει, οι άστεγοι εκκενώνονται με τα οχήματα των δυνάμεων της τάξης και στην πλατεία του Ντουόμο - πάντα χάρη στο μυθικό περιστέρι του Τοτό - βγαίνοντας από τα αυτοκίνητα ανεβαίνουν, καβαλώντας τις σκούπες των οδοκαθαριστών, στον ουρανό...
Στην ουσία, η όλη «κατασκευή» της ζωής στο χωριό που βασίζεται αυστηρά στην αλληλεγγύη, συνιστά μια αλληγορία για το σοσιαλιστικό όραμα. Το χωριό του Τοτό είναι ο παράδεισος των φτωχών, είναι ο τόπος της «ουτοπίας» περικυκλωμένος όμως από την ωμή απληστία του πραγματικού κόσμου που προσωποποιείται με τον βιομήχανο και τα τσιράκια του που καταφέρνουν να σβήσουν το όνειρο, αναγκάζοντας τους άστεγους να ανέβουν στον ουρανό... Εδώ η ιδεολογική εικόνα και η ηθική παρουσιάζονται με τρόπο μανιχαϊστικό και απλουστευτικό. Οι φτωχοί είναι οι καλοί, οι πλούσιοι οι κακοί. Και η σκηνοθεσία της ταινίας υποφέρει από αυτή την εννοιολογική κοινοτοπία. Ο στόχος της μοιάζει να αποτυγχάνει, το φιλμ μπερδεύεται σε αβαθή σοσιαλίζοντα στερεότυπα που θεωρούν ότι η καλοσύνη συνδέεται αποκλειστικά με τη φτώχεια, ενώ το κακό είθισται να συνάδει μόνο με τις ΗΠΑ και το μοντέλο της εκεί ζωής (η μουσική τζαζ). Στους φτωχούς - είναι λούμπεν κι όχι προλετάριοι - δεν μένει παρά να εγκαταλείψουν τον κόσμο αυτόν που δεν τους καταλαβαίνει και δεν τους θέλει. Ο αρχικός μάλιστα τίτλος της ταινίας ήταν: «ΟΙ ΦΤΩΧΟΙ ΕΝΟΧΛΟΥΝ».
Ο καλοπροαίρετος - αλλά παραπλανητικός - πασιφισμός των Τζαβατίνι και Ντε Σίκα λειτουργεί αντιθετικά ως προς την κλασική ιδέα της πάλης των τάξεων, της ατμομηχανής της ιστορικής εξέλιξης... Ταυτόχρονα, ο «θαυματοποιός» χαρακτήρας της αφήγησης, εντάσσει το έργο συνολικά σε ένα τυπικό πλαίσιο, στο απογυμνωμένο, χριστιανικό όραμα των υποστηρικτών του καθολικισμού της αριστεράς... Και ο Ντε Σίκα, μετά το φιάσκο, δεν θα εμπλακεί ξανά σε παρόμοιες ιστορίες... Αντίθετα, επιστρέφει την επόμενη χρονιά, 1952, με το πραγματικό του αριστούργημά τον «ΟΥΜΠΕΡΤΟ ΝΤ.» που ελπίζουμε να δούμε σύντομα σε επανέκδοση...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.