Ο Ροκίτο (14.5.1935-10.5.1975) στο Παρίσι. Φωτό από το αρχείο της οικογένειας Δάλτον.
Ρόκε Δάλτον
Μιλάω μόνος μου
Σαν άγγελος κοινωνικός με όρτσα τα πανιά του,
μακριά από αγωνίες και καπετάνιους
του γλυκού νερού,
σάμπως άνθος αδάμαστο
που πια δεν έχει ανάγκη το καλαμπόκι για να πάρει το άρωμά του,
σαν σαλιγκάρι απόμακρο που έφυγε από ένα στήθος κόκκινο,
θα περπατήσω από σήμερα,
ουρλιάζοντας πως ξέρω,
έστω κι αν πληγωθεί
η ανθρωπιά μου και το αίμα μου.
Γιατί όπως μια ξαφνική αστραπή μέσα από ρίζες μυστικές,
συνειδητοποιεί κανείς πως δεν αναπνέει μοναχός του,
και πως υπάρχουνε αδέρφια που κοιμούνται,
κλαδιά κομμένα που βλασταίνουνε,
πιάνα του πρώτου ορόφου, γλυκά
τριαντάφυλλα ξεθωριασμένα αλλά αμάραντα.
Κι ακόμα, είναι αυτός ο αιώνας ο απαιτητικός
που μέσα στον οργισμένο θαμνότοπο
μας φέρνει πιο κοντά,
αυτός που χαρίζει στο βλέμμα το μονοπάτι και τη βουνοκορφή,
αυτός που απαιτεί απ’ την ψυχή τις τελευταίες της γροθιές,
αυτός που αφήνει να δονείται μια καθαρή απάντηση στα ερωτηματικά μας.
Το πανόραμα είναι ένα μαχαίρι άγριο: ένας γεννιέται ανάμεσα σε
όλους τους ανθρώπους και στα δέντρα,
γεννιέται ένα καλάμι αγέρωχο, υπεύθυνο, που μέσα του περνάει ένας τυφώνας:
κάποιος κρατάει τη λάμπα που με το ίδιο της το φως
βρίσκει από πού αναβλύζει ένα δάκρυ
άξιο να σωριάσει καταγής αυτό που μας περικυκλώνει.
Από τη συλλογή, Το παράθυρο στο πρόσωπο (Μεξικό, 1962)
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, 28 Ιουλίου 2019
*
Roque Dalton
Hablando para mí
Como un ángel social de alto velamen,
lejano de la angustia y capitán
de nueva clorofila,
como una flor indomeñable
que falta haríale al maíz en la coronación de su significado,
como un lejano caracol que huyó del pecho rojo,
caminaré desde hoy
gritando que conozco,
aunque resulte herida
mi bondad y mi sangre
Porque cual repentino rayo de raíces secretas
uno cae en la cuenta que no respira solo,
que hay hermanos dormidos,
cortadas ramas retoñables,
pianos de primer piso, dulces
rosas descoloridas sin morir.
Además, es este siglo obligatorio
que en airada espesura
nos reúne,
el que regala al ojo la cumbre y el camino,
el que pregunta al alma por sus puños finales,
el que deja vibrando la fiel liquidación de las preguntas.
El panorama es un cuchillo rudo: uno nace entre todos
los hombres y los árboles,
pariendo el junco responsable que el huracán penetra:
posee uno la lámpara que con su luz idéntica
descubre donde nace la lágrima
digna de ser borrada en lo que nos rodea.
La ventana en el rostro (México, 1962)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.