Όλα πάνε καλά
(Tout Va Bien)
(Tout Va Bien)
Ο Γκοντάρ σε συνεργασία με τον
Γκορέν - συνεργασία που έληξε το 1973 - γυρίζει τέσσερα χρόνια μετά το Μάη του
'68 και μετά από τρίχρονη ένταξη στην κινηματογραφική ομάδα «Τζίγκα Βερτόφ», το
«ΟΛΑ ΠΑΝΕ ΚΑΛΑ» που προβάλλεται τώρα σε επανέκδοση, ταινία που ανήκει στην
περίοδο που ο σκηνοθέτης επιχειρεί μια κριτική ανασκόπηση τόσο των πολιτικών
γεγονότων όσο και του έργου του «δημιουργού» που «έναν μόνο τρόπο έχει για να
γίνει επαναστάτης διανοούμενος, να παραιτηθεί από το να είναι διανοούμενος». Ο
Γκοντάρ εμφανίζεται προβληματισμένος με τη φύση και τη χρήση της ιδεολογίας,
ανεξάρτητα από το μέσο που εκπέμπεται... Παρόλο που οι επόμενες ταινίες του
σκηνοθέτη επιδεικνύουν ένα ανανεωμένο ενδιαφέρον για την αφήγηση, έχει
υποστηριχθεί ότι τα κινηματογραφικά δοκίμια του Γκοντάρ δεν είναι ταινίες με τη
συμβατική έννοια του όρου αλλά πρόκειται για μια μορφή αφήγησης οχυρωμένη στο
λόγο...
Στο «ΟΛΑ ΠΑΝΕ ΚΑΛΑ» - όπως διατεινόταν το μελωδικό σύνθημα που είχε τότε ρίξει διεθνώς η «Κόκα - Κόλα» «Ολα πάν' καλά με Κόκα - Κόλα, όλα πάνε καλά...», οι γηραιότεροι θα το θυμούνται σίγουρα... - μας αποκαλύπτεται η ιστορία ενός κινηματογραφιστή μπρος σε σταυροδρόμι. Καλλιτεχνικό, ιδεολογικό, αλλά κυρίως προσωπικό. Που πιστεύει ότι η εξέγερση παραμένει αναγκαία αλλά δεν γνωρίζει τον τρόπο που αυτή πρέπει να αρθρωθεί ώστε να προσλάβει ένα αληθινό νόημα. Κατά κάποιο τρόπο ο Γκοντάρ αμφισβητεί αυτή καθαυτή τη νομιμοποίηση του κινηματογράφου, αυτός που 12 χρόνια πριν είχε κλονίσει τα αισθητικά θεμέλια της κινηματογραφικής τέχνης με το «ΜΕ ΚΟΜΜΕΝΗ ΤΗΝ ΑΝΑΣΑ».
Ο Γκοντάρ για την ταινιά
Το «ΟΛΑ ΠΑΝΕ ΚΑΛΑ» μπορεί να θεωρηθεί και μια προσπάθεια συμφιλίωσης του σκηνοθέτη με την παραδοσιακή βιομηχανία, από την οποία ο ίδιος θέλει να αποστασιοποιείται και στην οποία επιθυμεί να αντιταχθεί. Ο Γκοντάρ, που κάποτε ήθελε να κάνει ταινίες με πολιτικό τρόπο και όχι απλά πολιτικές ταινίες με χυδαία «ρεφορμιστική» μυθοπλασία, να που δέχεται να υποκύψει στο συμβιβασμό. «Για να κάνεις μια ταινία χρειάζεσαι λεφτά».
Έτσι διατείνεται η φράση που
ανοίγει την ταινία, που δίνει την εντύπωση παραίτησης - με τα απλά κοντινά
πλάνα υπογεγραμμένων τσεκ - ως προς τη λογική της εμπορευματοποίησης της
εικόνας.
Το τραγούδι «Hot Pork Sandwiches» της Tanita Tikaram
Η κατάληξη είναι ότι για να εξασφαλίσει κανείς το απαιτούμενο κεφάλαιο για μια ταινία πρέπει να χρησιμοποιήσει ηθοποιούς βεντέτες, που πουλάνε στο κοινό.
Ακολουθώντας αυτή τη στρατηγική ο Γκοντάρ χρησιμοποιεί για τον πρωταγωνιστικό ρόλο ενός πρώην κομμουνιστή σκηνοθέτη τον αριστερό Υβ Μοντάν - πρόσφατα αναδειγμένο από τον Γαβρά - και την τότε στρατευμένη στην πολιτική επικαιρότητα Αμερικανίδα Τζέιν Φόντα, σύμβολο ενός κλασικού αλλά «μεταρρυθμισμένου» κινηματογράφου, στο ρόλο της συντρόφου του σκηνοθέτη, Αμερικανίδας δημοσιογράφου, ανταποκρίτριας στο Παρίσι, που δεν μπορεί πια να γράφει κατασκευασμένα ψέματα.
Παίζουν: Υβ Μοντάν, Τζέιν Φόντα, Βιτόριο Καπριόλι, κ.ά.
ΑΝΤΡΕΣ ΓΟΥΝΤ
Η Βιολέτα πήγε στον ουρανό
(Violeta se fue a los Cielos)
(Violeta se fue a los Cielos)
Αν κάποιος αυτόματα δεν αναγνωρίσει το όνομα Βιολέτα Πάρα, ας φέρει στο μυαλό του το τραγούδι της «Gracias a la vida», ύμνο στην χιλιανή παραδοσιακή μουσική... Με την πρώτη ματιά αυτή η «βιογραφία» φαίνεται να σπάει το συμβατικό και δραματουργικό ρυθμό των ταινιών του είδους... Στην πραγματικότητα, κρύβει την αφηγηματική της στρατηγική τού να γλιστρά χρονολογικά σε ταχείες μεταβάσεις...
Αυτό συνιστά «καθήκον» της αφήγησης που χειρίζεται φιλμικό κείμενο με χρονικά χάσματα - να βρίσκει τρόπους να πληροφορεί συνεχώς τον θεατή για τον χρόνο και τον τόπο που βρίσκεται... Το στοιχείο αυτό ούτε πειράζει και ούτε ενοχλεί. Αντίθετα, το «ταξίδι» αυτό, σε πάμπολλες στιγμές, μεταμορφώνεται σε πιο ήπιο και πιο ποιητικό, ενώ, παράλληλα, η «απίθανη» ιστορία της Χιλιανής τραγουδίστριας, συνθέτη, ποιήτριας και εικαστικής Βιολέτα Πάρα αναπτύσσεται με το δικό της τέμπο...
Η ταινία εστιάζει κυρίως στην
αναζήτηση της Πάρα στην αυθεντική παραδοσιακή μουσική του λαού της. Μια
προσωπική προβληματική που σκιαγραφείται μέσα από την απώλεια του μουσικόφιλου
πατέρα που έφυγε από τη ζωή πολύ νωρίς. Το προσωπικό, όμως, στοιχείο πολύ
γρήγορα μετατρέπεται σε πολιτικό. Είναι η μουσική των φτωχών, η μουσική που
δίνει φωνή σε όσους ποτέ δεν είχαν φωνή... Θέμα δοσμένο με ποιητικό τρόπο από
τον Αντρές Γουντ, με τον χρόνο να εναλλάσσεται και τις μνήμες να συγχωνεύονται
σε ένα με την πραγματικότητα.
Η Βιολέτα Πάρα γεννήθηκε σε
ένα φτωχό χιλιανό χωριό το 1917. Η ζωή
της ποτέ δεν υπήρξε εύκολη, αντίθετα όλη της η ύπαρξη ήταν ένας συνεχής και
σκληρός αγώνας. Κορμός της ταινίας μια τηλεοπτική συνέντευξη η οποία «βγάζει»
σε διάφορες χρονικές στιγμές του παρελθόντος, μέσα από τις οποίες ακολουθούμε
την αναζήτηση της Πάρα για μια μουσική ταυτότητα και τη διεθνή της καριέρα.
Η στέρεη ερμηνεία της
Φρανσίσκα Γκαβιλάν αναδεικνύει άριστα το «μύθο» του παθιασμένου, μεγάλου
καλλιτέχνη που σίγουρος για τη βασανιστική αλήθεια του, προτάσσει τη
δημιουργία. Και το κατορθώνει. Φθάνει που βλέπουμε το Λούβρο γεμάτο από τα
κεντημένα της ταμπλό λαϊκής τέχνης. Ισως γι' αυτή της την ιδιαιτερότητα γίνεται
δύσκολο να την κρίνουμε όταν σπάζοντας όλους τους «κανονισμούς» τοποθετεί το
δημιουργικό της εγώ πάνω ακόμα και από τα παιδιά της.
Σκληρή κι απόλυτη η Βιολέτα Πάρα δεν ανήκε στο συναισθηματικό είδος... Εβαλε τέρμα στη ζωή της στα 50 της. Πίσω της άφησε πλούσιο κληροδότημα, παραδοσιακή μουσική στην οποία εμφύσησε νέα ζωή, λαογραφικό έργο, αλλά και δικά της τραγούδια που κατέκτησαν τον κόσμο όλο. Η δύναμη της ταινίας ίσως βρίσκεται στο ότι επικεντρώνεται λιγότερο στην χρονολογική ορθότητα και στο αίτιο/αιτιατό και περισσότερο στη «στόφα» της Πάρα, στην προσωπική κινητήρια δύναμή της και στα οράματά της. Τώρα, αν το αποτέλεσμα μοιάζει γεμάτο συναισθήματα, είναι συνέπεια της ερμηνευτικής προσέγγισης προς το πορτρέτο ενός τόσο φορτισμένου καλλιτέχνη.
Βιολέτα Πάρα, 4 Οκτ. 2017 - 5 Φεβ. 1967 (Πηγή Φωτό) |
Η Γκαβιλάν ερμηνεύει την Πάρα με εμπάθεια και δύναμη, τόσο στις επιτυχίες όσο και στον πόνο και ανάγει την ταινία σε συναρπαστικό, αξιόλογο καλλιτεχνικό επίτευγμα με μεγάλα συναισθήματα και καθόλου συναισθηματισμό, όπως πρέπει να είναι η μεγάλη τέχνη. Να τη δείτε!
Παίζουν: Φρανσίσκα Γκαβιλάν, Τομά Ντιράν, Κρίστιαν
Κεβέδο, Γκαμπριέλα Αγκιλέρα, κ.ά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.