(Φωτό:
Πάμπλο Νερούδα και Ματίλντε Ουρούτια. © Archivo Fundación Pablo
Neruda)
Ω,
ένα ταξίδι ο έρωτας από νερό κι αστέρια,
από αέρα πνιγερόν κι από αλευριού φουρτούνες·
μια μάχη είναι ο έρωτας από αστροπελέκια
και δυο κορμιά που λειώνουνε σε μια σταγόνα μέλι.
(Σονέτο XII, Πρωί)
Πάμπλο Νερούδα
(Χιλή. 12 Ιουλίου 1904, Παράλ – 23 Σεπτεμβρίου 1973, Σαντιάγο 12 Ιουλ. 2024)
Από τα 100 Σονέτα του Έρωτα
Α. Πρωί (3 σονέτα)
Mañana [6:00 – 11:59], 32 σονέτα (I – XXXII)
IV
ΘΥΜΗΣΟΥ EKEINO TO παράξενο φαράγγι,
σκαρφάλωναν μ’ αναπαλμούς τ’ αρώματά του
και κάθε τόσο ένα πουλάκι πέταγε ντυμένο
με απάθεια και με νερό στα χειμωνιάτικά του.
Της γης τα θεία δώρα για θυμήσου
τις οργισμένες ευωδιές, το χρυσό βούρκο
τ’ αγριοβότανα, τις παλαβιάρες ρίζες,
τ’ αγκάθια τα θαυματουργά ίδια με σπάθες.
Θυμήσου ένα μπουκέτο που ’χες φέρει,
νεράκι της σιωπής, μπουκέτο από ίσκιο,
μπουκέτο σαν μια πέτρα αφρισμένη.
Σαν το ποτέ ήταν τότε και το πάντα:
και πάμε εκεί που τίποτα δεν περιμένει
και βρίσκουμε τα πάντα εκεί να μας προσμένουν.
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, Ιούλ.–Αύγ. 2021
VII
«ΘΑ ’ΡΘΕΙΣ―ΕΙΠΑ―μαζί μου» και κανείς δεν γροικούσε
πού και πώς σφυροκόπαγε πονεμένη η καρδιά μου,
και για με δεν υπήρχε γαρύφαλλο ή βαρκαρόλα,
παρά μόνο απ’ τον έρωτα μια πληγή ανοιγμένη.
Και είπα ξανά, σαν να πέθαινα: «Έλα μαζί μου»
και στο στόμα μου ούτ’ είδε κανείς να αιμορραγεί το φεγγάρι
κι ούτε που είδε κανείς στη σιωπή να φουσκώνει το αίμα.
Ω, τώρα, ερωτά μου, ας ξεχάσουμε το αγκάθινο αστέρι!
Να γιατί, όταν άκουσα ν’ αντηχεί η φωνή σου
«Θα ’ρθεις μαζί μου» ήτανε λες και είχαν ξεσπάσει
πόνος κι αγάπη και ορμή κρασιού φυλακισμένου,
που απ’ το αμπάρι του έβγαινε το καταποντισμένο
και τη γεύση στο στόμα μιας φλόγας ένιωσα πάλι,
από πέτρα, γαρύφαλλα κι αίμα να μου καίει τα σπλάχνα.
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, Ιούλ.–Αύγ. 2021
IX
ΚΑΘΩΣ ΤΟ ΚΥΜΑ πελεκάει τον πεισματάρη βράχο
εκεί ξεσπάει η ξαστεριά, το ρόδο της στεριώνει·
ο κύκλος ο θαλασσινός γίνεται μια γουβίτσα
και μέσα της συνάζεται μια μπλε σταγόνα αλάτι.
Ω, εσύ μανόλια αστραφτερή μες στ’ αφρισμένο κύμα
πλανεύτρα ταξιδιώτισσα που ανθίζει ο θάνατός σου
κι αέναα ξαναγυρνάς στο είναι και στο μη είναι:
τριμμένο αλάτι, ανήσυχο θαλασσινό μου θάμπος.
Μες στη γαλήνη, αγάπη μου, σφραγίδα ο έρωτάς μας,
ενώ συντρίβει η θάλασσα τα στέρεα αγάλματά της,
αρπάζει κάστρα κάτασπρα και τα γκρεμοτσακίζει,
γιατί στ’ αόρατα υφαντά σ’ ετούτο εδώ το υφάδι
από τρεχούμενο νερό, από ατέλειωτη άμμο,
κρατάμε τη μονάκριβη, διωγμένη τρυφεράδα.
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, Ιούλ.–Αύγ. 2021
B. Μεσημέρι (4 σονέτα)
Mediodía [12:00 – 14:30], 21 σονέτα (XXXIII – LIII)
XXXVIII
ΣΑΝ ΤΡΕΝΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙΑΝΟ το σπίτι σου σφυρίζει,
βουίζουνε οι μέλισσες και τραγουδάνε οι χύτρες,
μόνο τα έργα της δροσιάς μετράει ο καταρράχτης,
σαν τρίλια από φοινικιά το γέλιο σου κυλάει.
Του τοίχου το γαλάζιο φως στην πέτρα ψιθυρίζει
φτάνει ένα τηλεγράφημα σαν σφύριγμα τσομπάνου
κι ανάμεσα στις δυο συκιές που γλυκομουρμουράνε
ανηφορίζει ο Όμηρος μ’ αθόρυβα σαντάλια.
Η πόλη μοναχά εδώ δεν κλαίει, δεν μιλάει,
δεν είναι ατέλειωτη με χείλια, κόρνες, και σονάτες,
μα με λιοντάρια μοναχά μιλάει ο καταρράχτης·
κι εσύ που τρέχεις, τραγουδάς, ανεβοκατεβαίνεις
φυτεύεις, ράβεις, συγυρνάς, γράφεις ή μαγειρεύεις
ή φεύγεις κι όλοι ξέρουμε πως μπήκε ο χειμώνας.
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, Σεπ. 2021
XLI
ΤΙ ΔΥΣΤΥΧΙΑ ΑΥΤΑ τα μεσημέρια του Γενάρη
που αδιάφορα τον ουρανό τον κάνουν δυο κομμάτια,
σκληρό χρυσάφι σαν κρασί σε ξέχειλο φλιτζάνι
τη γη γεμίζει μέχρι τα γαλάζια σύνορά της.
Τι δυστυχία αυτήν την εποχή, σαν τα σταφύλια
τ’ αγίνωτα, που σκέτη πίκρα πράσινη σταλάζουν,
δάκρυα βουβά των ημερών και δάκρυα κρυμμένα
ώσπου μες στην κακοκαιριά θρέψανε τα τσαμπιά τους.
Ναι, φύτρες, πόνοι, ό,τι ζει, που τρομοκρατημένο
πάλλεται μες στο φως το ραγισμένο του Γενάρη,
θα ωριμάσει, θα καεί όπως κάηκαν τα φρούτα.
Τα βάσανα θα διαλυθούν κι απ’ την ψυχή θα ορμήσει
μια τρομερή αμμορριπή, κι αυτό το καταφύγιο
θα λάμψει πάλι με ζεστό ψωμάκι στο τραπέζι.
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, Σεπ. 2021
Γενάρης: Στο Νότιο Ημισφαίριο, τον μήνα Γενάρη είναι η καρδιά του καλοκαιριού. O Αύγουστος είναι τα τέλη του χειμώνα και οι αρχές της άνοιξης (βλ. Σονέτο LXXIV), και το φθινόπωρο μετατοπίζεται στον Μάρτη (βλ. Σονέτο LXXXVIII).
XLII
ΜΕΡΕΣ ΛΑΜΠΡΕΣ ΛΙΚΝΙΖΟΝΤΑΙ στης θάλασσας το κύμα,
μαζεύονται σαν το νερό μέσα στον άσπρο βράχο
που η λάμψη του λάμψη μελιού στο χτύπημα δεν σπάει
και τη διαύγεια κρατάει σαν ορθογώνιο σχήμα.
Τριζομανάει η ώρα σαν φωτιά ή σαν μελίσσι
κι είναι γλυκό να βυθιστείς μες στα δροσάτα φύλλα,
ώσπου να φτάσεις στις κορφές, στις φυλλωσιές του ονείρου,
σε έναν κόσμο λαμπερό που τρεμοψιθυρίζει.
Διψάς για τη φωτιά, του θέρους την πολύβουη κάψα
που χτίζει έναν παράδεισο μόνο με λίγα φύλλα
αφού η σκούρα όψη της γης δεν θέλει να υποφέρει,
θέλει φρεσκάδα ή φωτιά, νερό ή ψωμί για όλους,
και να μην έχουν οι άνθρωποι τίποτα να μοιράσουν,
πέρα απ’ τον ήλιο ή τη νυχτιά, τα στάχυα ή το φεγγάρι.
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, Σεπ. 2021
XLIII
ΕΝΑ ΣΗΜΑΔΙ ΣΟΥ στις άλλες πάντα αναζητάω,
μες στο τραχύ κυματιστό των γυναικών ποτάμι,
ψάχνω πλεξούδες, ντροπαλά χαμηλωμένα μάτια,
όμορφα πόδια που γλιστρούν στο αφρισμένο κύμα.
Ξάφνου, νομίζω πως μπορώ τα νύχια σου και βλέπω
μακρόστενα, φυγόκεντρα, μιας κερασιάς ανίψια,
κι άλλοτε λέω πως βλέπω τα μαλλιά σου να περνάνε,
ή στο νερό να καίγεται η φλογερή μορφή σου.
Έψαχνα, μα δεν άκουγα το χτύπο της καρδιάς σου,
το φως, τον σκούρο τον πηλό που φέρνεις απ’ το δάσος,
τα κοχυλένια σου αφτιά όπου καμιά δεν τα ’χε.
Εσύ είσαι όλες μόνη σου, η μία μέσα σε όλες,
κι έτσι, στο λατρευτό κορμί τρέχω και διαπερνάω
έναν πλατύ Μισισιπή ως τη γλυκιά εκβολή του.
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, Σεπ. 2021
Έναν πλατύ Μισισιπή ως τη γλυκιά εκβολή του: Στο πρωτότυπο un ancho Mississippi de estuario femenino. Η λέξη estuario (: εκβολή) στα Ισπ. είναι αρσ. γένους. Άρα ο στίχος, έναν πλατύ Μισισιπή με θηλυκή εκβολή έχει λογική. Στη γλώσσα μας όμως η έτσι κι αλλιώς θηλυκή εκβολή είναι μάλλον άστοχη· εξού και η λύση της γλυκιάς εκβολής.
Γ. Απόγευμα (3 σονέτα)
Tarde [14:30 – 19:00], 25 σονέτα (LIV – LXXVIII)
LIV
ΜΙΑ ΕΞΑΙΣΙΑ ΛΟΓΙΚΗ κι ένα λαμπρό δαιμόνιο
σ’ ένα μπουκέτο απόλυτο, στ’ ολόρθο μεσημέρι
κι είμαστε εντέλει εδώ δίχως τη μοναξιά μας, μόνοι,
μακριά απ’ το παραλήρημα της άγριας πολιτείας.
Σαν την καμπύλη μιας γραμμής που ’γινε περιστέρι,
και σαν φωτιά που στόλισε και τρέφει τη γαλήνη
εσύ κι εγώ εφτιάξαμε αυτό το ουράνιο θαύμα!
Η λογική κι ο έρωτας γυμνοί σ’ αυτό το σπίτι.
Όνειρα ξέφρενα, πικρά μα σίγουρα ποτάμια
και πιο σκληρές κι απ’ το όραμα ενός σφυριού αποφάσεις
στον αμφορέα πέσανε των δυο ερωτευμένων.
Ώσπου ισορροπήσανε οι δίδυμές ψυχές τους,
η λογική κι ο έρωτας σαν δυο φτερούγες.
Και τούτο εδώ το κρύσταλλο έχουνε χτίσει.
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, Ιούλ. - Αύγ. 2021
LVI
ΝΑ ΣΥΝΗΘΙΣΕΙΣ ΝΑ κοιτάς ξοπίσω μου τον ίσκιο,
να βγαίνουνε τα χέρια σου διάφανα από τις πίκρες,
σαν το πρωί που τα έπλασε το κύμα: κι απ’ το αλάτι,
κρυστάλλινες, αγάπη μου, σου ’δωσε αναλογίες.
Ο φθόνος στο τραγούδι μου παύει, πονάει, τελειώνει,
οι θλιβεροί του φύλακες πεθαίνουν ένας ένας.
Αγάπη λέω και κατακλύζουνε τον κόσμο περιστέρια.
Μέσα απ’ την κάθε συλλαβή μια άνοιξη γεννιέται.
Τότε εσύ, ολάνθιστη, καρδιά μου, αγαπημένη,
πάνω απ’ τα μάτια μου πετάς σαν φυλλωσιά του απείρου
κι εγώ εσένανε κοιτώ που είσαι στη γη γερμένη.
Σμάρι τα χάδια του ακουμπά ο ήλιος στο πρόσωπό σου,
ρίχνω το βλέμμα μου ψηλά, το βήμα σου γνωρίζω.
Ματίλντε, αγαπημένη μου, δόξα μου, καλώς ήρθες.
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, Ιούλ. - Αύγ. 2021
LVII
ΨΕΥΤΕΣ ΕΙΝΑΙ ΟΣΟΙ είπανε πως έχω χάσει το φεγγάρι,
όσοι επροφητέψανε το μέλλον μου απ’ την άμμο,
και πήρανε και δώσανε με τις κακιές τους γλώσσες:
ν’ απαγορέψουνε ήθελαν του σύμπαντος το άνθος.
«Τώρα το επαναστατημένο κεχριμπάρι της σειρήνας
τον λαό έχει μοναχά και δε θα ξανακελαηδήσει».
Και μασουλάγανε χωρίς ανάσα τα χαρτιά τους
στοιχηματίζοντας πως πάει η κιθάρα μου στη λήθη.
Μα μπρος τους εξαπόλυσα τ’ ακόντια του έρωτά μας,
τους στράβωσα καρφώνοντας μαζί τις δυο καρδιές μας,
το γιασεμί διεκδίκησα στα χνάρια σου ανθισμένο,
κάτω απ’ τα βλέφαρά σου δίχως φως τη νύχτα ήμουν χαμένος
κι όταν τα πάντα ξεκαθάρισαν γεννήθηκα και πάλι
κι ήμουν εγώ το αφεντικό, δικά μου τα σκοτάδια.
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, Ιούλ. - Αύγ. 2021
(Μποτίλια Στον Άνεμο, 23/9/2025)
Ψεύτες: Αναφορά στις επιθέσεις που δέχτηκε ο Νερούδα από αντικομμουνιστικούς κυρίως κύκλους για την πολιτική του στράτευση. Βλ .σχετικά στο Σονέτο XCVI).
https://lyricstranslate.com/el/soneto-lvii-sonnet-lvii-ils-mentent-ceux-qui-disent.html
Η μυθολογική Σειρήνα, μισή γυναίκα και μισή ψάρι, που τραγουδάει τραγούδια αγάπης τα φεγγαρόφωτα βράδια και σαγηνεύει τους ναυτικούς, για να τους οδηγήσει στη συνέχεια στο κρυστάλλινο παλάτι της στο βυθό της θάλασσας, εκεί όπου η ευτυχία και η αιώνια αγάπη έχουν το τίμημα της αιώνιας φυλακής.
Η Σειρήνα ταυτίζεται επίσης και με τη νεράιδα Pincoya της χιλιανής μυθολογία, ένα πνεύμα των νερών ασύγκριτης ομορφιάς με μακριά ξανθά μαλλιά, που ανεβαίνει από τα βάθη της θάλασσας για να σαγηνεύσει τους ναυτικούς, αλλά και με το φρενήρη χορό της στις ακρογιαλιές τις νύχτες με πανσέληνο να εγγυηθεί αφθονία ψαριών και οστρακοειδών.
Η σειρήνα εμφανίζεται συχνά στην ποίηση του Νερούδα, όπως π.χ. στο μεταθανάτιο Βιβλίο των Ερωτήσεων (1974):
Son los senos de las sirenas / las redondescas caracolas? (XLVIII/1) ή
Por qué no ataca el tiburón / a las impávidas sirenas? (IV/2)
ή
Es verdad que el ámbar contiene / las lágrimas de las sirenas? (XX/1)
Είναι αλήθεια ότι το κεχριμπάρι περιέχει / τα δάκρυα των σειρήνων;
Φαέθων:
Θα επανέλθει και στο σονέτο LXXXVIII: Oh amor, rosa mojada por sirenas y espumas,
Δ. Νύχτα (5 σονέτα)
Noche [19:00 – 23:59], 22 σονέτα (LXXIX – C)
LXXX
ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ, ΑΠΟ πίκρες και ταξίδια έχω γυρίσει,
στο χέρι σου –πουλί με την κιθάρα–, στη φωνή σου,
στη φλόγα αυτή που με φιλιά φθινόπωρα τσακίζει,
στον ουρανό που απάνω του η νύχτα γράφει κύκλους.
Ζητάω ψωμί και δύναμη για όλους τους ανθρώπους,
παρακαλάω να ’χει γη ο δύσμοιρος αγρότης,
το αίμα και το τραγούδι μου μη λείψουν σε κανέναν.
Μα αν την αγάπη σου αρνηθώ τότε θα ’χω πεθάνει.
Γι’ αυτό, παίξε το βαλς της ήρεμης σελήνης,
τη βαρκαρόλα μες στο κύμα της κιθάρας
μέχρι να γείρω το κεφάλι στο όνειρό μου:
εκεί που έπλεξαν οι αγρύπνιες της ζωής μου
τις φυλλωσιές που ζει το χέρι σου πετώντας,
φρουρός στη νύχτα νυσταγμένου ταξιδιώτη.
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, Ιούλ.–Αύγ. 2021
LXXXIV
ΞΑΝΑ, ΕΡΩΤΑ ΜΟΥ, ο ιστός των ημερών γκρεμίζει
έργα, τροχούς, φωτιές, αποχαιρετισμούς κι αγκούσες
και μες στη νύχτα αφήνουμε το λιχνισμένο στάρι
που από το φως κι από τη γη πήρε το μεσημέρι.
Μόνο η σελήνη σε άγραφο χαρτί ζωγραφισμένη
στηρίζει στις κολώνες της του ουρανού τις όχθες,
η κάμαρή μας του χρυσού έχει πάρει τη γαλήνη
και τρέχουνε τα χέρια σου τη νύχτα να ετοιμάσουν.
Ω έρωτά μου, ω νύχτα μου, θολόχτιστο ποτάμι
με ανεξιχνίαστα νερά στου ουρανού τους ίσκιους
που πίνει και αναγεννά της θύελλας τα σταφύλια,
μέχρι να γίνουμε απλά ένα ερεβώδες σύμπαν,
μια κούπα που με τ’ ουρανού τη στάχτη θα γεμίσει,
στάλα που ρέει μ’ αναπαλμούς σε αργό, μακρύ ποτάμι.
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, Σεπ. 2021
XCI
ΣΑΝ ΜΙΑ ΨΙΧΑΛΑ μας σκεπάζει η ηλικία,
είναι στεγνός κι ασήκωτος ο χρόνος,
ένα φτερό αλατιού το πρόσωπό σου αγγίζει,
σαν το σαράκι η κάθε στάλα του με τρώει.
Ο χρόνος διάκριση στα χέρια μου δεν κάνει
ή στο φτερούγισμα πορτοκαλιών μες στα δικά σου·
γδέρνει με χιόνι τη ζωή, σκάβει μ’ αξίνα:
είν’ η δικιά σου η ζωή που είν’ και δικιά μου.
Η ζωή αυτή που σου ’χω δώσει είναι γεμάτη
με χρόνια, όπως το τσαμπί το μεστωμένο.
Θα γίνουν πάλι τα σταφύλια χώμα αφράτο.
Και κάτω εκεί πάντα θα κρύβεται ο χρόνος,
που περιμένει, που τη σκόνη μας μουσκεύει,
ως και την απουσία μας διψασμένος ν’ αφανίσει.
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, Σεπ. 2021
XCIV
ΑΜΑ ΠΕΘΑΝΩ ΖΗΣΕ εσύ, βάλε τα δυνατά σου,
Της ώχρας και της παγωνιάς να διώξεις τη μανία,
το μάτια σου ακατάλυτα τον κόσμο να κοιτάξουν
κι από πρωί σε άλλο πρωί γίνε πνοή κιθάρας.
Δε θέλω να είναι αβέβαιο το γέλιο σου ή το βήμα,
η ευτυχία που σου ’δωσα δε θέλω να πεθάνει·
θα λείπω απλά, γι’ αυτό κι εσύ στο στήθος μου μην κλάψεις.
Μπες μες στην απουσία μου, μείνε, κατοίκησέ με.
Ένα άδειο σπίτι απέραντο είναι η απουσία
που μέσα από τους τοίχους μονάχη θα περάσεις
και θα στον αέρα τα κρεμάς τα κάδρα αγαπημένη.
Είναι ένα τόσο διάφανο σπίτι η απουσία
που θα σε βλέπω όπως θα ζεις κι ας είμαι πεθαμένος
κι αν θα πονάς, αγάπη μου, συνέχεια θα πεθαίνω.
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, Σεπ. 2021
XCV
ΠΟΙΟΙ ΑΛΛΟΙ ΣΑΝ κι εμάς αγαπηθήκανε; Τις στάχτες
ας βρούμε τις παλιές απ’ την καμένη την καρδιά μας
και μέσα εκεί ας πέσουν ένα ένα τα φιλιά μας
μέχρι που το παντέρημο ν’ αναστηθεί λουλούδι.
Τον έρωτα ας λατρέψουμε που έθρεψε τον καρπό του
και που κατέβηκε στη γη με δύναμη και σάρκα:
εσύ κι εγώ είμαστε το φως που θα υπάρχει πάντα,
το στάχυ που ’ναι αλύγιστο κι ας είναι ντελικάτο.
Στον έρωτα, που θάφτηκε απ’ το χρόνο μες στο κρύο,
στην άνοιξη, στο χιόνι, στο φθινόπωρο, στη λήθη,
όλο το φως ν’ αγγίξουμε ενός καινούργιου μήλου,
σαν την καινούργια την πληγή που ολόδροση ανοίγει,
σαν τον πανάρχαιο έρωτα που σιωπηλά βαδίζει
μέσα από αθάνατες φωνές στον τάφο κλειδωμένες.
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, Σεπ. 2021
Τα 100 Σονέτα του Έρωτα από την Μποτίλια
Με πρόλογο, ισπανικό κείμενο, σημειώσεις
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.