Κώστας Γουλιάμος: «Απέναντι στη διαρκή κατάσταση αποσύνθεσης, μεγάλο μέρος της ανθρωπότητας τελεί υπό καθεστώς τυφλότητας»
[Συνέντευξη στη Γεωργία Χάρδα]
(Ποιείν ‒ Καταχώρηση Σπύρος Αραβανής, 4/2/2025)
«Μικροί θάνατοι κρύβονται στο σώμα μας/ ξεχάσαμε τη μέσα άβυσσο σαν έσπασε στα χέρια μας»
«Σε μια περίοδο ζόφου και παραλογισμού, ο Beckett διέβλεπε τη δυστοπία.Αυτό το δυστοπικό μέλλον βιώνουμε σήμερα. Ζούμε σε περιβάλλον επίφοβο και παραποιημένο. Κατοικούμε σε δυστοπικές πόλεις, που κυριαρχεί η κοινωνική μηχανική και η πολιτισμική αρχιτεκτονική της δυστοπίας. Βιώνουμε δυστοπικούς λογοτεχνικούς και καλλιτεχνικούς περίγυρους. Τέλος πάντων, σε δυστοπικά περιβάλλοντα ο έρωτας αποκτά ανοίκεια και απάνθρωπη μορφή»
Ο Κώστας Γουλιάμος, ένας από τους σημαντικούς εκπροσώπους της λεγόμενης ποιητικής «γενιάς του ’70», μιλάει στο «Ποιητικό Καφενείο του Ποιείν για τη νέα του συλλογή με τίτλο «ΤοΜάτι της Λέξης» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή. Από τη διαλεκτική του φωτός και του σκότους στην αναγέννηση και τον θάνατο, τα ποιήματα του αναδεικνύουν έναν ποιητικό κόσμο γεμάτο συγκρούσεις, ερωτικά πάθη και κοινωνικά τραύματα, όπου η λέξη γίνεται το εργαλείο για να ανιχνευθεί η φύση του κόσμου και η θέση του ανθρώπου σε αυτόν.
-«Το Μάτι της Λέξης» είναι η νέα σας ποιητική συλλογή. Τι συμβολίζει ο τίτλος;
Αντιστρέφοντας τον Cézanne, θα έλεγα πως ο ποιητής καλλιεργεί δύο μέρη, το μάτι και το μυαλό. Το μάτι είναι η γλώσσα του μυαλού. Η όραση ταξιδεύει πριν από τη φωνή. Πριν από τη λαλιά, πριν από το λόγο. Στην πραγματικότητα, όσα βλέπουμε συνδέονται με τον εγκέφαλο. Η οπτική μας αντίληψη είναι απόρροια της σύνθεσης οπτικών πληροφοριών που γίνονται με ασύλληπτη ταχύτητα στον εγκέφαλο. Όσα βλέπουμε κι όσα το μάτι μας αντιλαμβάνεται, συμβαίνουν στο μυαλό μας. Βλέπουμε με το μάτι του μυαλού μας.
Στη συλλογή, μιλά το μάτι του μυαλού. Το μάτι αναζητά την εσωτερική γλώσσα της λέξης Το μάτι ωθεί τη λέξη έξω από τα συμβατικά της όρια ώστε να μπορεί να σημαίνει περισσότερα απ’ όσα λέει. Την ωθεί πέρα από μονοδιάστατες λεξικογραφικές νοηματοδοτήσεις που προκαλούν μια χίμαιρα αναφορικότητας. Και που διαιωνίζουν ένα σύμπλεγμα προσποιητής επιβεβαίωσης του λόγου. Ο Descartes πίστευε πως «…δεν υπάρχει όραση δίχως σκέψη», ο δε Montaigne εντόπιζε την αδυναμία του λόγου. Σήμερα, στην εποχή της κβαντικής διεμπλοκής, αλλάζει το βλέμμα μας, η ίδια η όρασή μας και κατ’ επέκταση, η αντίληψή μας για τον κόσμο.
«Το Μάτι της Λέξης» λειτουργεί ως είδος ανασκαφής του κόσμου, των όντων και των φαινομένων. Λειτουργεί ως δια-λεκτική περιαγωγή γύρω και μέσα στο φως των αισθήσεων και των αισθητών. Των ορατών και αόρατων της δρώσας πραγματικότητας και του εσωτερικού κόσμου. Παραπέμπει σε μια ποιητική του οράν διαμέσου μορφών διαλόγου, συνδεδεμένων με «ἀρχὴν καὶ στοιχεῖον το ἄπειρον», με την ιστορία, με το πολιτικό τραύμα και την αναζήτηση νέων τρόπων αισθητικής υφολογίας. Τρόπων που οδηγούν σε μια ερμηνευτική πολλαπλών, πλην όμως αλληλοσυνδεόμεων νοηματοδοτήσεων.
-Η συλλογή αποτελείται από τις εξής ποιητικές ενότητες: «Η λάμψη των οστών», «Φλόγα σωμάτων» και «Στην ερημιά της ύλης». Μιλήστε μας για τη σημασία τους.
Και στις τρεις ενότητες επιχειρώ να εκφράσω τη διαλεκτική σχέση αισθήσεων και αισθημάτων μέσα από μια επαλληλία αφηγήσεων εικονικής και ανεικονικής θεματολογίας. Και που αφορά όχι μόνο τα συμβεβηκότα της ιστορίας ή τη μορφή και διαμόρφωση της κοινωνικής οντολογίας, αλλά και την εφιαλτική δυστοπία του σημερινού κοινωνικού γίγνεσθαι.
Και οι τρεις ενότητες, ως σύνολο, παραπέμπουν σ’ ένα παρελθόν που είναι πανταχού παρόν, εμφανίζοντας ταυτόχρονα τα θραύσματα της εξελισσόμενης στο μέλλον μνήμης. Είναι, θα έλεγα, η ποιητική συνείδηση της μνήμης. Για τους συντρόφους του λαϊκού-απελευθερωτικού αγώνα στην κορυφαία στιγμή της ταξικής πάλης στην Ελλάδα του 20ου αιώνα. Για τους συντρόφους που χάθηκαν και που πάλεψαν για “κείνο που πολεμάει για τη ζωή και κείνο που πολεμάει για θησαυρούς” όπως χαιρετούσε ο Paul Éluard τους μαχητές του ΔΣΕ. Είναι η συνείδηση της μνήμης για τους απανταχού οδοιπόρους, ξεριζωμένους πρόσφυγες και μετανάστες. Είναι η ποιητική συνείδηση της μνήμης για τη σιγή νεκροταφείου των συνεχόμενων ναυαγίων. Είναι μια κατάδυση στη σημερινή άκρατη αγριότητα, που ο λόγος φυσικοποίησης ή κανονικοποιήσησής της αποτελεί μετωνυμία της εποχής μας σε χειρότερο βαθμό απ’ ό,τι στον 20ο αιώνα.
Παρά τις διαφορές χρονικών περιόδων, ο κοινός παρονομαστής είναι η αίσθηση μιας διακριτής χρονικότητας που διαπερνά και τις τρεις ενότητες. Δίνεται έτσι η εντύπωση πως η ποιητική κειμενικοποίηση, όπως συσσωρεύεται ως αισθητικό σχήμα ιστορίας και αναστοχασμού, στο «Μάτι της Λέξης» μπορεί να εκληφθεί ως οιονεί κινηματογραφική γραφή.
-Μου άρεσαν οι στίχοι «Όσα αγγίζουν οι λέξεις/γίνονται αίμα/ στη ρίζα των νεκρών». Το αίμα είναι σύμβολο ζωής και θανάτου και συνδέεται με την έννοια της συνέχειας. Τι σημαίνει για εσάς το αίμα που «γεννιέται» από τις λέξεις;
Επιχειρώ να μεταφέρω στη λέξη την οντολογία της «σάρκας του κόσμου», κατά την έκφραση του Merleau-Ponty. Της σωματοποιημένης αίσθησης κι εμπειρίας, που κείται επέκεινα του ηγεμονικού λόγου, ο οποίος κρύβει καθημερινά τη συστημική βία, αποκρύπτει ή στρεβλώνει την ιστορία, αποδίδοντας δήθεν ιαματική ιδιότητα στο χρόνο.
Τουλάχιστον στη δική μου ποιητική, το αίμα δεν είναι απλή λέξη συμβολικής αναπαράστασης ζωής και θανάτου. Και στις τρεις ενότητες της συλλογής, η σωματοποίοηση της λέξης δεν γίνεται χωρίς το μάτι να βυθίζεται στο χρονότοπο της στοχαστικής φαντασίας. Αυτή η θεμελιώδης οντολογία διαπερνά όχι μόνο «Το Μάτι της Λέξης» αλλά και το περιεχόμενο προηγούμενων συλλογών μου. Αναφέρομαι ειδικά στα «Νευρασθενικά Τοπία» που είχε εκδόσει το 1981 ο Μάνος Χατζιδάκις και, αργότερα, στη «Μανίά Φιδιού» (1995), στην «Ομιλία της Νύχτας» (2018) και το 2020 στο «Υγρό Γυαλί». Εν προκειμένω, το αίμα σωματοποιεί τις κοινωνικές ρηγματώσεις. Τις επαναστάσεις και εξεγέρσεις, που αξιώνουν κοινωνίες χειραφέτησης και απελευθέρωσης. Τους τόπους του αγώνα και τα τοπία της μνήμης. Όπου το αίμα σηματοδοτεί πολυεπίπεδες νοηματοδοτήσεις. Ομολογώ πως συχνά μνημονεύω αυτό που έλεγε ο Παλαμάς στον «Δωδεκάλογο του Γύφτου», στη μεταγενέστερη έκδοση: «Κι ό,τι μέσα μου κρατώ, δεν μπορεί να χωριστεί από την έξω πλάση. Ο ποιητής δεν είναι μόνο της αισθητικής αντικείμενο, είναι και της Ιστορίας»
ΙV
Ας φέρει φως ο έρωτας/ Φωτιά τα κόκαλα να πάρουν/Τη νύχτα που δε φτάνει το φρέσκο στήθος/Στου οφθαλμού τ’ απόκρυφα Ας γίνει ο ήλιος φως στων εραστών τα δάση/Να πυρωθεί στο μέγα άπειρο το ιερό τους δέντρο/Με της φωτιάς τη γλώσσα/Στου επέκεινα τη νέα διαθήκη/Που νευρικά η νύχτα φυγαδεύει/ [..]
-Ο έρωτας στο ποίημά σας φαίνεται να έχει έναν καταστρεπτικό και αναγεννητικό χαρακτήρα. Τι σημαίνει για εσάς ο έρωτας σαν «φως» και «φωτιά» και πώς συνδέεται με τη σύγκρουση ανάμεσα στην αγνότητα και τη φωτιά της ύπαρξης;
Ο έρωτας δεν αποτελεί γραμμική κατάσταση αλλά μια πολυαισθητική κίνηση ζωτικότητας και αρμονίας μεταξύ αντίθετων στοιχείων. Είναι μέρος μιας επαναστατικής πράξης, καθότι είναι δεμένος με την «αναγκαιότητα» και την «ελευθερία». Στο «Συμπόσιο» η Διοτίμα ερμηνεύει τον έρωτα με όρους ανθρώπινης ανάγκης για την κατάκτηση της αιωνιότητας. Στη σκέψη του Πλωτίνου ταυτίζεται με την σοφία, ενώ ο Αντιφών τον εκλαμβάνει ως αλληλεπίδραση ψυχής και σώματος. Τ’ αναφέρω αυτά επειδή όταν ξεκίνησα να γράφω το πρώτο σχεδίασμα του συγκεκριμένου αποσπάσματος άκουγα το έργο «Ricercare a» του Bach, έχοντας κατά νου περιβάλλοντα και φαινόμενα αλεξιθυμίας. Ξέρετε, οι άνθρωποι στις μέρες μας έχουν δυσκολία να κατανόησουν και έκφρασουν τα συναισθηματά τους. Γεγονός που εντείνεται κι εκτείνεται λόγω σαντικοινωνικών δικτύων και συνθηκών μετανθρωπισμού και τεχνητής νοημοσύνης. Εξού και η «τέχνη αλυπίας» του Αντιφώντα αποκτά ένα ειδικό βάρος σε χρόνους πραγμοποίησης και μελαγχολίας.
Κατά την άποψή μου ο καπιταλισμός δημιουργεί, μεταξύ άλλων, ένα λαβύρινθο νευρώσεων και αδιεξόδων. Και σε συνθήκες συνεχών κρίσεων, νεύρωσης, κατάθλιψης και φόβου ο αναγεννητικός χαρακτήρας του έρωτα είναι είδος προς εξαφάνιση.
ΙΙ
Έρχεται Άνοιξη ή το σώμα σου είναι η Άνοιξη/ Απ’ το παράθυρό σου περνούν ατίθασες νύχτες / Άστρων σκόνη κουρνιάζει στα μαλλιά σου Πιο κάτω η θάλασσα:
Κανείς δεν τη βλέπει/Θα μεγαλώσουν οι αμαρτίες/ και τα πανάρχαια δάση της καστανιάς θα χάσουν τις ρίζες του /Πιο κάτω η πόλη: Κανείς δεν την ακούσει
Όλοι κοιμούνται όπως ο σκύλος κάτω από μαύρο ουρανό/ Εσύ μόνο ξάγρυπνη στην άκρη του δαίμονα/Γύρω ο ήλιος καίγεται δίχως να φαίνονται οι νεκροί
-Η Άνοιξη και το σώμα αναφέρονται σαν σχεδόν ταυτόσημα στον τίτλο και στην αρχή του ποιήματος. Τι σημαίνει για εσάς το σώμα σαν την Άνοιξη; Είναι αυτή η σύνδεση μια αίσθηση αναγέννησης ή μήπως κρύβει μια αντιφατική ένταση μεταξύ ζωής και θανάτου, όπως φανερώνουν οι επόμενες στίχοι;
Σε μια περίοδο που αστικές διακυβερνήσεις και κεφαλαιοκρατισμός εντατικοποιούν τις νευροτεχνολογίες -διαιωνίζοντας εξακολουθητικά τα διακριτικά του πρωτογονισμού και της εκμετάλλευσης-, το σώμα ευνουχίζεται, φετιχοποιείται και υποβιβάζεται σε αντικείμενο παραγωγής,και κατανάλωσης. Γίνεται πειθήνιο, σύμφωνα με τον Foucault ή, ακόμα, αποκτά μια εμμονική επιθυμία, όπως τη συναντάμε στο «Σκοτεινό αντικείμενο του πόθου» του Buñuel.
Παρατηρώντας και μελετώντας αυτή τη διαδρομή, εστίασα την προσοχή μου στην ολότητα της φύσης. Στις μεταμορφώσεις της φύσης και του ανθρώπινου σώματος. Στο «Μάτι της Λέξης» επιχειρώ την κατάδυση στην κοινωνική και ανθρώπινη φύση. Τη διείσδυση στη βαθύτερη ουσία των πραγμάτων, στο -κατά Παρμενίδη- «Είναι». Γενικότερα, αντιμετωπίζω ποιητικά τη φύση ως σώμα του Κόσμου και το σώμα ως μια ιστορικότητα της ανθρώπινης φύσης.
Στην αντίληψή μου πρόκειται για δυναμική αλληλεπίδραση, όπου η ένταση ζωής και θανάτου διέπεται απο μια ενωμένη, συμμεμειγμένη σχέση με το σώμα. Τούτη η ένταση αποτελεί έναν από τους πυρήνες της ποιητικής αφήγησης, σε μια προσπάθεια να διαμορφώσω και νοηματοδοτήσω αισθητικά το λόγο, χρησιμοποιώντας ψυχοδυναμικά μέσα έκφρασης.
-Η φράση «Κανείς δεν τη βλέπει» και η επανάληψη της αντίστοιχης φράσης για την πόλη δημιουργεί μια αίσθηση απομόνωσης, αδιαφορίας. Ποια είναι η σημασία της «αόρατης» πόλης και της θάλασσας στο ποίημα; Υποδηλώνει κάτι για την κοινωνία ή την ανθρώπινη συνθήκη, που παραμένει αόρατο ή αδιάφορο;
Προσπαθώ ποιητικά και με αλληγορική γλώσσα να εκφράσω την κοινωνική εντροπία. Ένα φαινόμενο που εντείνεται κι εκτείνεται στο κεφαλαιοκρατικό σύστημα, δημιουργώντας μακρές περιόδους αστάθειας και καταστροφών, και που στην εποχή μας γίνονται όλο και μεγαλύτερες. Όσο αυτό το σύστημα επιλέγει την απαξίωση της φύσης και την εξάντληση των πόρων, όσο διευρύνει την ενσωματωμένη αχρήστευση προϊόντων παραγωγής και όσο γίνεται πιο εκμεταλλευτικό και επεκτατικό, τόσο πιο πολύ αυξάνεται η συνολική του εντροπία-αταξία. Ήδη στο 17ο αιώνα ο Spinoza διερωτάται «γιατί οι άνθρωποι αγωνίζονται για τη σκλαβιά τους, σαν να επρόκειτο για τη σωτηρία τους».
Θεωρώ πως απέναντι σε αυτή τη διαρκή κατάσταση αποσύνθεσης, μεγάλο μέρος της ανθρωπότητας τελεί υπό καθεστώς τυφλότητας. Εξού και ο στίχος «κανείς δεν τη βλέπει». Έχει ρίζες στο «Περί τυφλότητος» μυθιστόρημα του José Saramago και στη ζωγραφική του Hieronymus Bosch. Ειδικά στα έργα του «Το πλοίο των τρελών», «Αλληγορία της λαιμαργίας και της λαγνείας», «Ο Θάνατος και ο φιλάργυρος» και «Ο οδοιπόρος». Υπόψη πως «Το πλοίο των τρελών» είχε επεξεργαστεί ο Erasmus στο δοκίμιό του «Μωρίας Εγκώμιο».
Εν πάση περιπτώσει, υπάρχουν άνθρωποι, πόλεις και κοινωνίες που δεν τυφλώνονται εική και ως έτυχε. Ωστόσο δεν τελούν όλα με μορφή τυφλότητας και ανθρωποφαγίας. Υπάρχει κόσμος που βλέπει καθαρά. Στην τρίτη ενότητα «Στην Ερημιά της Ύλης», και συγκεκριμένα στο τελευταίο ποίημα, γράφω πως «κάνουν τη φαντασία ανάγκη» και πως είναι «Ώρα ν’ ακούσω το ουρλιαχτό/Πιο κοντά στη μεγάλη έκρηξη».
Γεράσαμε τόσο νέοι
Μικροί θάνατοι κρύβονται στο σώμα μας/ ξεχάσαμε τη μέσα άβυσσο σαν έσπασε στα χέρια μας: Ξημερώνει στο σκουριασμένο σύμπαν/Γεράσαμε τόσο νέοι στων τραπεζών τα νοσηρά βιβλία/ Δεμένοι με ελεεινούς αριθμούς/και κωδικούς σκουλήκια/ Αγκαλιά με τ’ άρρωστο χρήμα: Ξημερώνει όπως στα funds αρέσει/Γεράσαμε μέσα σε τόσα ναυάγια/ Σ’ ένα κελί από δενδρίτες χάθηκε η γλώσσα μας
-Η εικόνα των «μικρών θανάτων» που κρύβονται στο σώμα μας και της «μέσα αβύσσου» αναφέρεται σε μια εσωτερική αποσύνθεση. Τι σημαίνει για εσάς αυτή η εσωτερική «άβυσσος» και πώς αυτή συνδέεται με τις «νοσηρές» επιρροές γύρω μας;
Η φράση-εικόνα «μικροί θάνατοι κρύβονται στο σώμα μας» παραπέμπει στη δυστοπία της εποχής μας. Αυτό το νοσηρό, δυστοπικό περιβάλλον παράγει και αναπαράγει δυσλειτουργικές μυθολογίες, προκαλώντας στρεβλώσεις και παθογένειες ή σηματοδοτώντας λανθασμένες αντιλήψεις. Το ρήμα «κρύβονται» υποδηλοί πως ο εσωτερικός μας κόσμος δεν υφίσταται ανεξάρτητα από το περιεχόμενο των εξωτερικών γνωρισμάτων της κοινωνικής εντροπίας.Να βλέπουμε τη σήψη αυτών των γνωρισμάτων, το τέλος τους. Το «χρεὼν τέλος ὁρᾶν» όπως το έθετε ο Αριστοτέλης στα Ἠθικὰ Νικομάχεια». Ανέκαθεν ζήτημα για την ποιητική -και όχι μόνο- ήταν η απεμπλοκή της από την ψευδή συνείδηση που εκκολάπτουν κι’ εμπεδώνουν μηχανισμοί του κυρίαρχου λόγου, παραβιάζοντας βιολειτουργίες του σώματος.
Γενικά το σώμα εμπεριέχει μέσα του το Όλον, έσωθεν και έξωθεν. Δεν αναφέρομαι μόνο στην ανατομική πλευρά. Με τον Μίκη Θεοδωράκη, πριν καταλήξουμε στη γραφή του κοινού μας δοκιμίου «Στη διαλεκτική της Αρμονίας», κάναμε πολλές συζητήσεις για το σώμα και την συμπαντική του προέλευση. Και πάντα καταλήγαμε στο συμπέρασμα πως ο άνθρωπος είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένος με τον Κόσμο. Είχαμε μάλιστα αντιστρέψει τον Carl Sagan, λέγοντας πως το σύμπαν είναι το μέσο για να γνωρίσει ο άνθρωπος τον εαυτό του. Και πάντοτε μνημονεύαμε πως σημαντικοί εκπρόσωποι της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας είχαν την πεποίθηση πως ο άνθρωπος είναι άμεσα συνδεδεμένος με το Σύμπαν λόγω της φυσιολογίας του.
-Μου άρεσε πολύ στο ποίημα σας «Νήδυμος Φωνή» …ιδιαίτερα η καταληκτική στροφή:
Και σήμερα, αν αφήσεις το μάτι σου/Σκαλίζοντας τους νεκρούς της χώρας/ Αν ξαναδέσεις/το φως/Χύνοντας λέξεις σε άδεια ποιήματα/ Λυτρώνοντας το ποτάμι απ’ τ’ άγρια πτηνά/Αν πάλι κρύψεις τα οστά σου/ Και ξεχάσεις τη μυρωδιά της σάρκας/ Αν μιλήσειςδυνατά χωρίς θόρυβο/Υπάρχουν ακόμα σύντροφοι ν’ ακούσουν/ Δεν κάηκε η φωνή τους
-Τι συμβολίζουν οι «σύντροφοι» που περιγράφετε και τι σημαίνει για εσάς ότι η «φωνή τους» που δεν κάηκε;
Μεγάλωσα με το δημοτικό τραγούδι και τ’ αντάρτικα. Μέσα από αυτή την εμπειρία, απόκτησα αντίληψη βαθύτερη για την ποίηση και την ιστορία. Στον πυρήνα τους, ιστορία και ποίηση είναι μέθοδοι διερεύνησης της φύσης του κόσμου. Όταν έγραφα το ποίημα «τι σκεφτόταν ο Vladimir Ilyich Ulyanov περπατώντας» άκουγα ταυτόχρονα τον Μίκη Θεοδωράκη να ερµηνεύει συγκλονιστικά με τη φωνή του το κοµµάτι «Του Άρη», γνωστό και ως «Του µικρού χωριού».
Στο « Μάτι της Λέξης» ιστορία και ποίηση είναι σε συνεχή αλληλεπίδραση. Αρχίζω τη συλλογή με το «Ημερολόγιο Λαού», ένα ποίημα για τα Δεκεμβριανά. Κουβαλώ συνέχεια στη γλώσσα μου τις ψυχές και τη φωνή των συντρόφων του λαϊκού αγώνα. Μνημονεύω σχεδόν σε όλες τις συλλογές μου ήρωες και τοπωνύμια που πάνω τους χύθηκε αίμα. Γενικά, στο «Υγρό Γυαλί» και στο «Μάτι της Λέξης» , ο αναγνώστης μπορεί να ανταποκριθεί στην ποιητική αφήγηση με τη συνδρομή εξωκειμενικών πληροφοριών.
Ειδικότερα ο στίχος «δεν κάηκε η φωνή τους», πρέπει να ιδωθεί ως παρακαταθήκη για τα τρία συστατικά που πρέπει να ’χει η ζωή: το μεγάλο, το ωραίο και το συγκλονιστικό, όπως έλεγε ο Μπελογιάννης.
Προεκτείνοντας, θα έλεγα πως η μνήμη -κοινωνική ή ιστορική- βιώνεται και εγγράφεται και στις τρείς ενότητες ως συνέχεια με διαρκώς προστιθέμενα νέα βιώματα, συναισθήματα και νέες καταστάσεις.
-Στη συλλογή σας συναντάει ο αναγνώστης συχνά τη λέξη «φως» . Πόσο ευδιάκριτο είναι το φως στην ποίηση; Κατορθώνει να διώξει τα σκοτάδια;
Στη ζωγραφική δημιουργήθηκαν νέες τεχνικές με βάση το φως και το χρώμα. Αντίθετα, το φως στην ποίηση δεν αποτελεί ευδιάκριτη υπόθεση. Αποτυπώνεται περισσότερο ως πορεία και καταβύθιση στο φως μέσα από τρία αλληλένδετα στοιχεία : τη στοχαστική φαντασία, το χρονότοπο και την οπτική κίνηση, με την έννοια ότι αυτή η κίνηση μετασχηματίζεται σε μορφή και ύφος εκπεφρασμένης εικόνας-συναισθήματος. Στον ποιητικό λόγο το φως αποκτά συνειρμούς. Αποκτά διαστάσεις οντολογικού συμβόλου, με δυναμικά νοηματική και, πάντως, μεταβαλλόμενη -μέσω εικόνων- γλώσσα. Γενικά, ζήτημα και ζητούμενο στη γλώσσα της ποίησης είναι η εικόνα-κίνηση να μπορεί ν’ αποκάλυπτει τις εσώτερες δυνάμεις και δυνατότητες του ορατού και αόρατου κόσμου. Να διαρρηγνύει την παραδοσιακή-νατουραλιστική ένταση του φωτός ή/και κάθε προκαθορίσιμη αιτιότητα, καταγράφωντας τη συνεχή ροή και αλληλεπίδραση της διάρκειας του Όλου: «ἕως ἂν εἰς τὸ ὂν καὶ τοῦ ὄντος τὸ φανότατον δυνατὴ γένηται ἀνασχέσθαι θεωμένη (ώσπου να γίνει ικανή η ψυχή να αντέχει να αντικρύζει το ον και το πιο φωτεινό από το ον», κατά πως έλεγε και ο Πλάτων στην «Πολιτεία».
-Η γλώσσα σας στην ποίηση συχνά έχει έντονο λυρισμό και δύναμη εικόνας. Πώς επιλέγετε τις λέξεις και τις εκφράσεις για να αποδώσετε συναισθήματα ή νοήματα;
Επιλέγω να δημιουργώ συγκεκριμένες εικόνες-κίνησης από ένα σύνολο κοινωνικών, ιστορικών ή στοχαστικών ερεθισμάτων, και στη συνέχεια να τις αποτυπώνω -συνήθως ακούγοντας μουσική- μ’ ένα τρόπο αντίληψης για το τι ακριβώς σημαίνουν οι λέξεις, εστιάζοντας στο τι μένει έξω από το περιεχόμενό τους.
Ποιητικά απορρίπτω τη γενικευμένη, όσο και μεθοδευμένη εξημέρωση των λέξεων που διαιωνίζει τη σκηνοθεσία της πολυμαθούς άγνοιας, και που, ως τέτοια, κρατά ποιητές, καλλιτέχνες και αναγνώστες έξω από το επαναστατικό περιεχόμενο της τέχνης και της λογοτεχνίας.
– Ποιο θεωρείτε ότι είναι το χρέος του ποιητή σήμερα απέναντι στην κοινωνία και τις σύγχρονες προκλήσεις;
Να συνδιαλέγεται γόνιμα και σε βάθος με το Όλον, κοινωνικά κι επιστημονικά. Να καταλύει την κακοποίηση των λέξεων, την επιτηδευμένα σκηνοθετημένη οικειότητα του καθημερινού λόγου. Ν’ ανατρέπει την κοινή αντίληψη που φυσικοποιεί ή κανονικοποιεί το πολιτικά, κοινωνικά ή λογοτεχνικά τερατώδες. Να οδηγεί με τον κοινωνικό του ρόλο και την αισθητική του τους αναγνώστες σε μια πληρέστερη και βαθύτερη κοινωνική αίσθηση κι αισθητική εμπειρία.
Απέναντι στη χαώδη κατάσταση του μετανθρωπισμού και της μεταμοντέρνας αντίληψης, ν’ αντιπαραθέτει τη συγκροτημένη χειραφέτηση και τη δικαιωμένη από την ιστορική πείρα πεποίθηση ότι η τέχνη και η ποίηση ακολουθούν τους νόμους κίνησης της κοινωνίας, δημιουργώντας συνειδητά συνείδηση πρωτοπορίας.
-Η ποίησή σας έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και έχει συμπεριληφθεί σε σημαντικές ανθολογίες. Πώς βλέπετε την ποίηση σας να εκφράζει την ελληνική ταυτότητα και κουλτούρα σε διεθνές επίπεδο;
Θίγετε ένα τεράστιο θέμα. Επειδή ακριβώς το ζήτημα της ελληνικής ταυτότητας και κουλτούρας χρήζει βαθύτερης μελέτης και ανάλυσης. Είναι, πραγματικά, θέμα μείζονος σημασίας ο τρόπος συνύφανσης της μεταπολιτευτικής κοινωνικής πραγματικότητα με τα γράμματα, τις τέχνες και τον πολιτισμό. Για παράδειγμα, ο πολιτικός συντηρητισμός και ο παντοειδούς ιδεολογίας εκσυγχρονιστικός του βραχίονας, εμπέδωσαν ένα «αιωρούμενο» υπόδειγμα ή παράδειγμα κυρίαρχων πολιτισμικών αξιών μ’ επίκεντρο τον κτητικό ατομικισμό, την επιδεικτική κατανάλωση και το συλλογικό φαντασιακό περί «ισχυρής Ελλάδας». Παράλληλα, μπορώ να ισχυριστώ με μια κάποια βεβαιότητα ότι ο πολιτισμός και η λογοτεχνία έγιναν —κι εξακολουθητικά γίνονται— εργαλείο εκμετάλλευσης από τσαρλατάνους «influencers», δίκτυα και επιτήδεια πρόσωπα δημοσίων σχέσεων κι επικοινωνίας. Αυτά τα πρόσωπα και τα δίκτυα ξεπηδούν σαν μανιτάρια στην ελληνική επικράτεια. Στενά δεμένα καθώς είναι με δημόσια θεσμικά ιδρύματα και ισχυρούς ομίλους, παράγουν και αναπαράγουν το πολιτισμικά και λογοτεχνικά αβαθές και ακίνδυνο για το σύστημα. Όλη αυτή η κατάσταση δημιουργεί το σύνδρομο της λογοτεχνικής και καλλιτεχνικής πολυφρένειας, δηλαδή των πολλαπλών μεταμφιέσεων, επιδοτώντας και προωθώντας μορφές του «φαίνεσθαι», το κατά Lacan εικονο-φαντασιακό. Σπεύδω παράλληλα να σημειώσω πως όποιο βιβλίο -αξιόλογο και μη- η ελληνική πολιτεία προωθεί ή επιδοτεί για μετάφραση στο εξωτερικό, αποτελεί εκροή αποσπασματικής πράξης.
Όπως αντιλαμβάνεστε, είμαι ευδιάκριτα αντίθετος προς την όλη παρασιτικού χαρακτήρα ελληνική ταυτότητα και κουλτούρα, καθότι δεν πιστεύω ούτε και εκφράζω αυτό το είδος λόγου. Ήτοι, των εκ κατασκευής ευπώλητων θεματικά και εύπεπτων αισθητικά δεδομένων του κυρίαρχου λόγου. Δεδομένων και πρακτικών που ενδυναμώνουν την κρίση, τη χρησιμότητα του άχρηστου. Δεν σας κρύβω πως χαίρομαι όταν φίλοι και αναγνώστες του έργου μου στο εξωτερικό με διαβεβαιώνουν πως κάθε φορά ανακαλύπτουν στις θεματικές μου νέες σκέψεις, εικόνες και αισθητικές αντιλήψεις, εκ διαμέτρου αντίθετες από εκείνες που εκπέμπει το κυρίαρχο αφήγημα για την Ελλάδα.
Το Μάτι της Λέξης από την Μποτίλια
*
*
Ο Κάστας Γουλιάμος από την Μποτίλια Στον Άνεμο
Ο Κώστας Γουλιάμος είναι τακτικό μέλος της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών, πρώην πρύτανης Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου, ποιητής, συγγραφέας.
Ήταν υποψήφιος βουλευτής με το ΚΚΕ (Μάιος – Ιούνιος 2023).
Σεπ. 2023 Βραβείο “εξαιρετικής προσφοράς στη γενική εκπαίδευση”.
Οκτ. 2024 Βραβείο Φιλίας από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας
*
Υποψήφιος ευρωβουλευτής με το ΚΚΕ στις εκλογές Ιουνίου 2024.
Ο Κώστας Γουλιάμος από την Μποτίλια Στον Άνεμο
________
Ο Κώστας Γουλιάμος –από τους εκπροσώπους της λεγόμενης ποιητικής «γενιάς του ’70» και κάτοχος σημαντικών διεθνών βραβείων– γεννήθηκε στην Καλαμάτα το 1955. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες στην Ελλάδα και επικοινωνία και πολιτισμό στον Καναδά, όπου εργάστηκε ως ερευνητής και πανεπιστημιακός. Από το 2000 ζει κι εργάζεται ως Καθηγητής στην Κύπρο. Διετέλεσε για δύο θητείες εκλεγμένος Πρύτανης του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου (2014-2021).
Το 2018 εκλέχτηκε Τακτικό Μέλος της Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών της Ευρώπης. Επίσης, το 2021 εκλέχτηκε Διακεκριμένο Μέλος (Fellow) του Royal Society of Arts στο Λονδίνο και, την ίδια χρονιά, μέλος του Europeana Network Association (ENA) στην Ολλανδία.Κορυφαίοι εκδοτικοί οίκοι του εξωτερικού έχουν κυκλοφορήσει θεωρητικά του βιβλία, ενώ στις εκδόσεις του συμπεριλαμβάνεται μεγάλος αριθμός δοκιμίων, κεφαλαίων και άρθρων.Το έργο του έχει μεταφραστεί στα κινεζικά, αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, πορτογαλικά, ιταλικά, ολλανδικά κ.ά. Έχει μεταφράσει στα ελληνικά ποίηση των William Faulkner, Octavio Paz, Robert Kroetsch, καθώς και Κινέζων ποιητών.Από το 1976 έχει εκδώσει έξι ποιητικές συλλογές. Μία εξ αυτών, τα Νευρασθενικά Τοπία, επέλεξε για έκδοση και οπτικοακουστική παρουσίαση ο Μάνος Χατζιδάκις στο «Μουσικό Αύγουστο» το 1981. Ο Χατζιδάκις έλαβε τη συγκατάθεση του Nicola Piovani για να γίνει χρήση της μουσικής του στην παρουσίαση που σκηνοθέτησε η Άννα Κεσίσογλου. Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, ως διευθυντής του Β΄ Προγράμματος της Ραδιοφωνίας της ΕΡΤ, του ανέθεσε (1982-3) μια σειρά πολιτιστικών εκπομπών υπό τον τίτλο «Μεγεθύνσεις». Μαζί με τον Μίκη Θεοδωράκη συνέγραψε το δοκίμιο Στη Διαλεκτική της Αρμονίας (2018).Το 2018 εκπροσώπησε την Κύπρο στην πολιτιστική πρωτεύουσα Leeuwarden της Ολλανδίας, αλλά και στον ευρωπαϊκό θεσμό «European Literature Night», στο Άμστερνταμ.Έλαβε το Βραβείο Ποίησης «Jean Moreas» γιατη συλλογή του Υγρό Γυαλί (2020, εκδ. Gutenberg).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.