XVIII
LA LIBERTAD
Pablo Neruda
Tesoros del Caribe, espuma insigne
sobre ilustres azules derramada,
costas fragantes que de plata y oro
parecen, por la arena elaboradas,
archipiélago intenso de los sueños,
comarcas de susurro y llamarada,
castillos de palmeras navegantes,
montañas como piñas perfumadas,
islas sonoras que al baile del viento
llegasteis como novias invitadas,
razas color de noche y de madera,
ojos como las noches estrelladas,
estatuas que danzaron en los bosques
como las olas por el mar amadas,
cadera de azafrán que sonstuvieron
el ritmo del amor en la enramada,
senos oscuros como el humo agreste
con olor a jazmín en las cabañas,
cabelleras urdidas por la sombra,
sonrisas que la luna edificara,
cocoteros al viento concedidos,
gente sonora como las guitarras,
pobreza de las islas y la costa,
hombres sin tierra, niños sin cuchara, muchachas musicales dirigidas
por un tambor profundo desde el África,
héroes oscuros de los cafetales,
trabajadores duros de la caña,
hijos del agua, padres del azúcar,
atletas del petróleo y las bananas,
oh Caribe de dones deslumbrantes,
oh tierra y mar de sangre salpicadas,
oh antillas destinadas para el cielo,
por el Diablo y el hombre maltratadas:
ahora llegó la hora de las horas:
la hora de la aurora desplegada
y el que pretenda aniquilar la luz
caerá con la vida cercenada:
y cuando digo que llegó la hora
pienso en la libertad reconquistada:
pienso que en Cuba crece una semilla
mil veces mil amada y esperada:
la semilla de nuestra dignidad,
por tanto tiempo herida y pisoteada,
cae en el surco, y suben las banderas
de la revolución americana.
Canción de Gesta
Imprenta Nacional de Cuba, 1960
(pp. 25-26)
|
XVIII
Η Ελευθερία
Πάμπλο Νερούδα
Πλούτη των Αντιλλών, αφροί της δόξας
πάνω σε μπλε βαθιές αντανακλάσεις,
ευωδιαστές ακτές, που λες κι η άμμος
από χρυσό κι ασήμι είναι φτιαγμένη,
σε φλογερό αρχιπέλαγος ονείρων,
χώρες από ψιθύρους κι από εκρήξεις,
κάστρα από φοινικιές θαλασσοπόρες,
βουνά μοσχοβολούν σαν κουκουνάρια,
νησιά που ηχούν απ’ το χορό του ανέμου
σαν φιλενάδες έρχεστε κοντά μας,
ράτσες, χρώμα της νύχτας και του ξύλου,
μάτια σαν ουρανοί γεμάτοι αστέρια,
αγάλματα στα δάση που χορεύουν
σαν κύματα με θάλασσα ερωμένη,
γοφοί από παλλόμενο σαφράνι
ρυθμοί ερωτικοί κάτω απ’ τα κιόσκια,
στήθη στητά σαν θυμωμένα ηφαίστεια
κι οσμή του γιασεμιού μες στις καλύβες
κόμες λυτές φτιαγμένες από ίσκιους,
χαμόγελα πλασμένα από φεγγάρι,
και χουρμαδιές στον άνεμο αφημένες,
άνθρωποι που μιλούν σαν τις κιθάρες,
μες στων νησιών και των ακτών τη φτώχεια,
παιδιά χωρίς φαΐ, λαός ακτήμων,
με μουσικές κορίτσια οδηγημένα
από κρυφό αφρικάνικο ταμπούρλο,
φυτείες του καφέ με σκιές ηρώων,
τραχείς εργάτες μες στους καλαμιώνες,
γιοι του νερού, της ζάχαρης γονέοι,
δρομείς του πετρελαίου και της μπανάνας·
ω, Καραϊβική των σπάνιων δώρων
ω, θάλασσα και γη σπαρμένες με αίμα,
ω, Αντίλλες προορισμένες για τα ουράνια,
δαρμένες από ανθρώπους και διαβόλους:
τώρα είναι η στιγμή, έφτασε η ώρα:
η ώρα της αυγής να ξεπροβάλλει,
μ’ αυτόν που έχει σκοπό να γεφυρώσει
το χάσμα στη ζωή μας την κομμένη:
κι αν λέω πως η ώρα έχει φτάσει
είναι που η λευτεριά ξαναγυρνάει:
γιατί στην Κούβα βλάστησ’ ένας σπόρος
χιλιάκριβος με χίλιες προσδοκίες:
είναι της περηφάνιας μας ο σπόρος,
που χρόνια έχει πληγές, ποδοπατιέται
στις γράνες, μα υψώνονται οι σημαίες
μιας επανάστασης αμερικάνας.
Επικό Τραγούδι
Εθνικό Τυπογραφείο Κούβας, 1960 (σσ. 25-26)
Πρώτη ελληνική μετάφραση,
Μπάμπης Ζαφειράτος, 18-19 Ιουλίου 2017.
|