Α' ΠΡΟΒΟΛΗ στο Αλκυονίς από 21/12
«Μια αυστηρή, αδίστακτη και ποιητική ιστορία από τα βουνά του Καυκάσου...»
Η ταινία "DEDE" της Γεωργιανής σκηνοθέτιδας Mariam Khatchvani έχει προκαλέσει αίσθηση στον κινηματογραφικό κόσμο καθώς έχει αποσπάσει αρκετά βραβεία και υποψηφιότητες σε παγκόσμια φεστιβάλ. Το τελευταίο που της απονεμήθηκε ήταν το "Grand prix du jury" το μεγαλύτερο βραβείο στο φεστιβάλ "Κινηματογραφικές Συναντήσεις των Καννών 2017" που αφορούσε έργα των οποίων το σενάριο επεξεργάζεται το ζήτημα της ελευθερίας. Λίγες μέρες πριν της απονεμήθηκε το "βραβείο πολιτιστικής διαφορετικότητας" υπό την αιγίδα της UNESCO στα "Awards Asia Pacific Screen 2017", όπως επίσης και το σημαντικό βραβείο "East of West Award" στο Karlovy Vary, Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου 2017, δίνοντάς της την πρώτη της διεθνή αναγνώριση.
DEDE της Mariam Khachvani
Υπάρχουν πολλές διαφορετικές πτυχές στην ιστορία, οι οποίες ασχολούνται κυρίως με τα «σκληρά» έθιμα στις μικρές κοινωνίες. Η ταινία είναι αφιερωμένη στην πανέμορφη περιοχή του Svaneti, με άφθονες λαϊκές μουσικές και πολλά παραδοσιακά στοιχεία.
Η σκληρότητα και η ομορφιά του σκηνικού όπως και η οπτική της σκηνοθέτιδας εξασφάλισαν στην ταινία «Dede» (Dede στη διάλεκτο Svanesh σημαίνει "μαμά") κι άλλες συμμετοχές και βραβεία σε φεστιβάλ.
Στα απομακρυσμένα ορεινά χωριά της Γεωργίας τα παρωχημένα έθιμα εξακολουθούν να υφίστανται ακόμη και σήμερα. Τα πάντα κινούνται γύρω από την τιμή της οικογένειας και μια γυναίκα δεν έχει λόγο σε τίποτα, (συμπεριλαμβανομένου και της τύχης των παιδιών της). Ωστόσο η Khatchvani εξασφαλίζει στο κοινό τόσο την καλή, όσο και την κακή πλευρά των παραδόσεων.
Στην ταινία χρησιμοποιείται η τοπική γλώσσα των Svanuri και η ταινία γυρίστηκε στο Ushguli, ένα ορεινό χωριό, στο οποίο γεννήθηκε και η Khachvani . Όλοι οι ηθοποιοί, με εξαίρεση του Temur Babluani, είναι μη επαγγελματίες λόγω της διαλέκτου που χρησιμοποιείται στην ταινία και την οποία μιλούν μόνο 10.000 άτομα.
H σκηνοθέτης αναφέρεται στην ταινία της λέγοντας:
«To 1992 ήταν μια από τις πιο δύσκολες περιόδους στη Γεωργία, υπήρχε συνολική αναρχία στο Svaneti. Η ιστορία της γιαγιάς μου ήταν η έμπνευσή μου για την ταινία, την οποία και ήθελα να πω. Φυσικά ορισμένες παραδόσεις έχουν αλλάξει. Η περιοχή μας έχει γίνει τουριστικό θέρετρο. Αλλά υπάρχουν ακόμα οικογένειες που δεν βασίζονται στην αγάπη. Αυτό δεν ισχύει μόνο στο Svaneti. Η κατάσταση είναι δυσκολότερη για τις μουσουλμάνες γυναίκες ».
Η ταινία διαδραματίζεται το 1992. Η νεαρή Ντίνα ζει σε ένα απομακρυσμένο ορεινό χωριό όπου η ζωή «κυβερνάται» επί αιώνες από την παράδοση. Ο παππούς της, έχει κανονίσει ήδη τον γάμο της με τον David, ο οποίος επιστρέφει από τον πόλεμο. Επιστρέφοντας φέρνει μαζί του και τον συνστρατιώτη του, στον οποίο οφείλει τη ζωή του. Ο όμορφος Gegi, και η Ντίνα ερωτεύονται. Θα καταφέρει να εναντιωθεί στις «στεγανές» παραδόσεις της μικρής κοινωνίας στην οποία ζει; Και, αν το κάνει ποιο θα είναι το τίμημα;
Μια αφήγηση της γεωργιανής σκηνοθέτιδας για τα έθιμα και τις παραδόσεις της ορεινής περιοχής της βορειοδυτικής Γεωργίας Svaneti, όπου και γεννήθηκε.
Η εκπληκτική ομορφιά του μεγαλοπρεπούς, άθικτου φυσικού περιβάλλοντος χρησιμεύει μόνο για να τονίσει τον αγώνα της ηρωίδας , η οποία επιδιώκει να αποκτήσει την ελευθερία της και το δικαίωμα να πάρει τις δικές της αποφάσεις. Εμπνευσμένη από την ιστορία της γιαγιάς της, η ταινία «Dede» αναπτύσσει ένα θέμα που πρωτοεμφανίστηκε στην διεθνώς επιτυχημένη ταινία μικρού μήκους «Dinola».
Mariam Khatchvani: «Η ταινία είναι για ένα κορίτσι της Svan, που αγωνίζεται για την αγάπη της. Αρχίσαμε να γυρίζουμε την ταινία πριν από ενάμισι χρόνο και μας πήρε πολύ καιρό γιατί είχαμε κάποια απροσδόκητα προβλήματα. Η αυθεντική εκδοχή της ταινίας είναι στη γλώσσα των Σβαν και περιλαμβάνει μόνο ερασιτέχνες ηθοποιούς εκτός από τον Temur Babluani»
Παραγωγή: 20 Steps, Film and Music Entertainment, MP Film Production, Montauk Film Production
Ηθοποιοί: Natia Vibliani, George Babluani, Girshel Chelidze, Nukri Khatchvani, Spartak Parjiani, Sofia Charkviani, Mose Khatchvani
Σκηνοθεσία: Mariam Khatchvani
Σενάριο: Mariam Khatchvani, Vladimer Katcharava, Irakli Solomanashvili
Παραγωγός: Vladimer Katcharava
Σύνταξη: Levan Kukhashvili
Μουσική: Tako Jordania
Βραβεία-Υποψηφιότητες για την ταινία DEDE
1) KarlovyVary Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου 2017 - Ειδική αναφορά
2) FortLauderdale Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου, US 2017 - Βραβείο εξαιρετικής κινηματογραφικής δημιουργίας κάτω από ακραίες συνθήκες φύσης και τοποθεσίας
3) Batumi Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου ArtHouse 2017 - Βραβείο Jury Prize - Special Mention
4) ΒραβείαAsiaPacificScreen 2017 - Βραβείο πολιτιστικής διαφορετικότητας υπό την αιγίδα της UNESCO
5) Κινηματογραφικές συναντήσεις Καννών 2017 - Το μεγάλο βραβείο της κριτικής επιτροπής για την Dede, από τη Mariam Khatchvani (Γεωργία, Κατάρ)
6) KarlovyVary Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου 2017 - Υποψηφιότητα για το βραβείο East of West
Η Mariam Khatchvani γεννήθηκε την 1η Μαΐου του 1986, είναι γεωργιανή σκηνοθέτης και σεναριογράφος . Σπούδασε σκηνοθεσία κινηματογράφου στο Shota Rustaveli Theatre and Film Georgia State University . Έχει σκηνοθετήσει διάφορα μικρού μήκους ντοκιμαντέρ, όπως Verdzoba (2006), Πέρα από το παράθυρο (Panjrismighma, 2007), Lichanishi (2009) και Kvirikoba (2009). Έκανε την ταινία μικρού μήκους Dinola το 2013, η οποία προβλήθηκε σε περισσότερα από τριάντα φεστιβάλ σε όλο τον κόσμο, κερδίζοντας μια σειρά βραβείων. H “Dede” είναι το ντεμπούτο της σε μεγάλου μήκους ταινία.
Φιλμογραφία
Dede (2017)
Dinola (2013)
Lichanishi (2009), ντοκυμαντέρ
Kvirikoba (2009), ντοκυμαντέρ
Panjris mighma / Beyond the Window (2007), ντοκυμαντέρ
Verdzoba (2007), ντοκυμαντέρ
Will (2005)
Ευρωπαϊκή Ακαδημία Κινηματογράφου • Ευρωπαϊκή υποψηφιότητα μικρού μήκους ταινίας 2014
35ο Διεθνές Φεστιβάλ Μεσογειακού Κινηματογράφου του Μονπελιέ • Διαγωνισμός ταινιών μικρού μήκους 2013
36ο Διεθνές Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Clermont-Ferrand • Διεθνής Διαγωνισμός 2014
28ο Φεστιβάλ FIFF, Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Fribourg • Διεθνής Διαγωνισμός 2014
38ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Χονγκ Κονγκ • Διεθνής Διαγωνισμός 2014
37ο Νορβηγικό Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους στο Grimstad • Διεθνής Διαγωνισμός 2014, Υποψήφια για την EFA
12ο Διεθνές Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους - Μέγαρο
8ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου PortaPortello - Padua - Ιταλία
11ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου GOLDEN APRICOT • Διεθνής Διαγωνισμός 2014
2ο Φεστιβάλ "Courts - Moments" Dordogne, ΓΑΛΛΙΑ • Επίσημες επιλογές του 2014
Τιμές και βραβεία
2014 - Πρώτο βραβείο στο 8ο RIVER FILM FESTIVAL (Padua, Ιταλία), για την ταινία Dinola
2014 GNFC (Εθνικό Κέντρο Κινηματογράφου της Γεωργίας) - 1η θέση ως πρωτοεμφανιζόμενη – 1st Placeas a Début Project.
2014 SOFIA MEETINGS – award for Best Project
2013 DAB Regional Co-Production Forum-Best Project Award
2012 Gala (λογοτεχνικό βραβείο) καλύτερου σεναρίου για την ταινία «Dede».
*
Γραφείο Τύπου NEW STAR
Phone: 2108220008, 2108220023
E-mail: newstarcine@gmail.com
*
ΑΛΚΥΟΝΙΣ new star art cinema
Από 14/12 έως 20/12/2017
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 21.00 - ΔΕΥΤΕΡΑ και ΤΡΙΤΗ 21.00
Το σινεματικό ντοκιμαντέρ "The Wander Kid" συμμετείχε στο 19το Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσαλονίκης, όπου βραβεύθηκε, στο Oaxaca Sports Film Festival Mexico, στο 11το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Χαλκίδας, όπου κέρδισε τιμητική διάκριση καλύτερης ταινίας και στο 11το Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Ιράν.
(Βλέπε στο τέλος)
(Βλέπε στο τέλος)
ΠΕΜΠΤΗ έως ΣΑΒΒΑΤΟ 18.30
ΠΕΜΠΤΗ / ΣΑΒΒΑΤΟ / ΚΥΡΙΑΚΗ 20.30
ΔΕΥΤΕΡΑ έως ΤΕΤΑΡΤΗ 19.00
ΔΕΥΤΕΡΑ έως ΤΕΤΑΡΤΗ 22.00
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ έως ΚΥΡΙΑΚΗ 22.30
ΔΕΥΤΕΡΑ έως ΤΕΤΑΡΤΗ 17.00
ΠΕΜΠΤΗ 22.00
ΠΕΜΠΤΗ και ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 15.30 - ΤΕΤΑΡΤΗ 15.30
ΠΕΜΠΤΗ και ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 17.00
11) «DEDE» της Mariam Khatchvani
ΕΠΙΣΗΜΗ ΠΡΕΜΙΕΡΑ την ΚΥΡΙΑΚΗ 18.00
ΕΠΙΣΗΜΗ ΠΡΕΜΙΕΡΑ την ΚΥΡΙΑΚΗ 18.00
Με την παρουσία της σκηνοθέτιδας
*
The Wonder Kid" του ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΑΝΤΕΛΕΑΚΗ
Ο τίτλος της ταινίας αναφέρεται στον 19χρονο Αλέξη Τσανικίδη, το "παιδί θαύμα" όπως τον ονομάζει η Διεθνής Ομοσπονδία Πυγμαχίας και η κάμερα του Γιώργου Παντελεάκη τον ακολουθεί στην καθημερινότητά του, τις προσωπικές του στιγμές, τον τραυματισμό του, το άδικο "κόψιμό" του από την Ολυμπιάδα του Ρίο - ένα πορτρέτο φτιαγμένο από τα υλικά που φτιάχνονται τα όνειρα με τζαζ υπόκρουση και την αίσθηση μιας ιστορία που αφορά περισσότερους απ' όσους γνωρίζουν τον κόσμο του μποξ.
Από το ειδικό στιλ που αναπτύσσει ο Αλέξης Τσανικίδης μαζί με τον πατέρα του, μέχρι τη μνημειώδη απόφαση της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Πυγμαχίας να ιδρύσει το δικό της επαγγελματικό πρωτάθλημα, αλλάζοντας το πυγμαχικο τοπίο για πάντα, το "The Wonder Kid" γίνεται η ιστορία ενός παιδιού που ήθελε να αλλάξει τους κανόνες, ενός αθλήματος που μοιάζει να χειραφετείται ως το πιο τίμιο όλων των Ολυμπιακών Αγώνων και μιας χώρας που συνεχίζει να τρέφει τα όνειρα παιδιών της ελληνικής κρίσης.
"Γνωρίζω πως είμαι μια πολεμική μηχανή. Για αυτό τον λόγο δεν μπλέκω ποτέ σε καυγάδες. Ελέγχω τα νεύρα μου και τον θυμό μου με την προπόνηση." -Α. Τσανικίδης
"Θέλω πολύ να τη δει όσο πιο πολύς κόσμος μπορεί, παρά να του μιλήσω εγώ για αυτήν. Κατά τον αδελφό Αριστοτέλη, η Ιστορία λέει τα πράγματα όπως έγιναν, ενώ η Ποίηση όπως θα έπρεπε να είχαν γίνει. Μια ταινία Τεκμηρίου κάνει και τα δύο, ενώ είναι ένα έργο Τέχνης." -Γ. Παντελεάκης
"Δεν είναι μόνο η απεικόνιση της καθημερινότητας του πυγμάχου με τις εικόνες των δρόμων και του τραίνου είναι και ο συμβολισμός της ζωής ενός φτωχού νέου ανθρώπου και της οικογένειας του που ξεκινάει από πυκνοκατοικημένες, φτωχές και βρώμικες περιοχές της Αθήνας για να προχωρήσει, όχι προς τα βόρεια προάστια, αλλά σε πιο όμορφες περιοχές."-Ι. Μπαχάς
"Η Πυγμαχία είναι μια θεραπεία της ψυχής" αυτό είναι το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει ο εξειδικευμένος ορθοπεδικός που γνώρισε το άθλημα μέσα από την αντιμετώπιση των προβλημάτων που βίωσε ο νεαρός πυγμάχος στην πορεία του για την κατάκτηση του χαρακτηρισμού που του έδωσε η Παγκόσμια Ομοσπονδία Πυγμαχίας, η Α.Ι.Β.Α.: "Παιδί Θαύμα".
Στον χαρακτηρισμό του ως θαύμα φθάνει και ο θεατής είτε δει, ακούσει και προσέξει τις συνεντεύξεις και τις δηλώσεις των παραγόντων και των προπονητών για τον Αλέξη Τσαντικίδη, είτε ευαισθητοποιηθεί από την προσωπική ιστορία και τον κοπιώδη και επίπονο αγώνα για την αποθεραπεία του μέσα από τις αφηγήσεις του πατέρα και του ιατρού του.
Διότι, δεν είναι "θαύμα" μόνο καθώς είναι ασυναγώνιστος στις αναμετρήσεις του με τους πυγμάχους της κατηγορίας του σε Ελλάδα και εξωτερικό αλλά και γιατί παρά τον τραυματισμό του στους ώμους που κατακρήμνισε την καριέρα του στην αρχή της (από εσφαλμένη προπονητική τακτική), βρήκε το θάρρος, την ψυχική δύναμη και το κουράγιο να επανέλθει στην κορυφή. Ο γιατρός του μας αφηγείται πως τον εξέπληξε το γεγονός πως ο Αλέξης γυμνάζονταν στα όρια των δυνατοτήτων του και ακόμη πως ενώ έκλαιγε από τον πόνο δεν εγκατέλειπε την προσπάθεια.
Το 2013 ο Γιώργος Παντελεάκης δημιουργεί το πρώτο του ντοκιμαντέρ γύρω από την ελληνική πυγμαχική σκηνή. To "The Boxer" πήρε το Α΄ Βραβείο Σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Χαλκίδας και το Α’ Βραβείο Σεναρίου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Ιεράπετρας ενώ ήταν φιναλίστ στα Βραβεία Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Το "The Wonder Kid" είναι το δεύτερο ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους του σκηνοθέτη-ηθοποιού, μιας πιθανής τριλογίας με τίτλο "Boxing Greece", ενώ αναμένεται και ένα ακόμα.
INFO
Σκηνοθεσία/Σενάριο/Φωτογραφία/Μοντάζ/Ήχος :
Γιώργος Παντελεάκης
Μουσική: Δημήτρης Κλωνής (Τύμπανα)
Χάρης Χαραλάμπους (Μπάσο)
Studio recording: Ορέστης Καμπερίδης
Έρευνα/παραγωγή: Έλενα Τσόκα
Παραγωγός: Γιώργος Παντελεάκης
Παραγωγή: Independent Greek Cinema
Χώρα: Ελλάδα
Διάρκεια: 55'
STUDIO new star art cinema
Από 14/12 έως 20/12/2017
1) «Happy End» του ΜΙΚΑΕΛ ΧΑΝΕΚΕ
ΠΕΜΠΤΗ και ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 19.00 - ΔΕΥΤΕΡΑ έως ΤΕΤΑΡΗ 19.00
(Βλέπε στο τέλος)
ΠΕΜΠΤΗ και ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 19.00 - ΔΕΥΤΕΡΑ έως ΤΕΤΑΡΗ 19.00
(Βλέπε στο τέλος)
2) «ΕΓΩ Ο ΚΟΛΟΚΥΘΑΚΗΣ» του ΚΛΟΝΤ ΜΠΑΡΑ (με ελληνικούς υπότιτλους)
ΔΕΥΤΕΡΑ έως ΤΕΤΑΡΗ 17.45
ΠΕΜΠΤΗ και ΚΥΡΙΑΚΗ 23.00
ΠΕΜΠΤΗ έως ΚΥΡΙΑΚΗ 20.45
ΔΕΥΤΕΡΑ έως ΤΕΤΑΡΗ 22.30
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ και ΣΑΒΒΑΤΟ 23.00
ΠΕΜΠΤΗ και ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 17.00 - ΣΑΒΒΑΤΟ και ΚΥΡΙΑΚΗ 14.00
ΔΕΥΤΕΡΑ έως ΤΕΤΑΡΗ 20.45
ΠΕΜΠΤΗ και ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 15.30
ΔΕΥΤΕΡΑ έως ΤΕΤΑΡΗ 15.30
***
Ηappy End του Μικαελ Χανεκε: Αντι για σοκ, διαυγεια
«Tο "Happy End" δεν είναι μια ξεθυμασμένη ταινία, αλλά μια ταινία που παρατηρεί φαινόμενα που έχουν κατεξοχήν απασχολήσει τον Χάνεκε»
Κείμενο: Old Boy
To “Ηappy End” ξεκινάει με μια μακρόστενη εικόνα στο κέντρο της οθόνης, καθώς παρακολουθούμε αυτό που καταγράφει μια κάμερα κινητού. Πόσο περίεργη σύμπτωση, αλλά και πόσο ενδεικτική της εποχής, ότι με τον ίδιο ακριβώς τρόπο ξεκινάει μια ακόμη ταινία που βγήκε στα σινεμά αυτή την εβδομάδα, όσο πιο διαφορετική από το σινεμά του Χάνεκε μπορεί να σκεφτεί κανείς, το “Justice League” των υπερηρώων. Εδώ όμως, αντί για τον Σούπερμαν που δίνει συνέντευξη σε παιδιά, έχουμε πάλι ένα παιδί πίσω από το smartphone του, που, κάνοντας κάτι σαν snapchat, βιντεοσκοπεί από απόσταση τη μητέρα του και πληκτρολογεί πάνω στην ζωντανή εικόνα της τι την βλέπει να κάνει: πλένει τα δόντια της, σκουπίζει τα χέρια της, ουρεί. Το δεκατριάχρονο κορίτσι πίσω από την κάμερα του κινητού σχολιάζει τη μητέρα του: μουρμουράει διαρκώς, είναι καταθλιπτική, όλα της φταίνε, καλά έκανε και την παράτησε ο μπαμπάς. Δεν της καταλογίζει κάτι ιδιαίτερα εντυπωσιακό, της καταλογίζει πράγματα μάλλον μπανάλ, αλλά ποιος είπε ότι τα συστατικά της οικογενειακής μιζέριας και της οικογενειακής κόλασης δεν είναι μπανάλ, δεν είναι κοινότοπα, δεν είναι παντού τα ίδια με μικρές επιμέρους παραλλαγές;
Η μαμά του κοριτσιού αρρωσταίνει, μολονότι μιλάμε για το πρώτο τρίλεπτο της ταινίας ας μην πούμε πώς και γιατί αρρωσταίνει, ας αφήσουμε ασποϊλάριστο ακόμη και το πρώτο τρίλεπτο, και η δεκατριάχρονη κόρη πηγαίνει να ζήσει στην έπαυλη που ζει ολόκληρη η μεγαλοαστική οικογένεια του πατέρα της. Ο πατέρας της είναι ο Ματιέ Κασοβίτς (ο οποίος με την αλφαδιασμένη χωρίστρα του θυμίζει φυσιογνωμικά εδώ πολύ τον Γιώργο Καμίνη), είναι μεγαλογιατρός, έχει μια νέα σύζυγο και έχουν μαζί ένα μωράκι. Η αδελφή του είναι η Ιζαμπέλ Ιπέρ και έχει αναλάβει αυτή την μεγάλη κατασκευαστική εταιρία του πατέρα τους, η οποία αναλαμβάνει δημόσια έργα. Ο γιος της (ο Γερμανός Franz Rogowski που είχαμε δει και στο “Victoria” κλέβει σχεδόν την παράσταση από όλα τα βαριά ονόματα των συμπρωταγωνιστών του, βοηθούμενος βέβαια και από το ότι ο ρόλος του είναι ο πιο αβανταδόρικος) είναι ένας τριαντάρης άντρας που εξακολουθεί να αντιδρά σαν καθηλωμένος έφηβος, είναι υπό τη σκιά της μάνας του που είναι και αφεντικό του στη δουλειά, είναι γεμάτος διαρκή οργή, νιώθοντας άσχημα για τον εαυτό του, για την οικογένειά του, για τη θέση της απέναντί του, για τη θέση της στον κόσμο, μην έχοντας ακόμη συμβιβαστεί πλήρως με τον τρόπο που λειτουργούν οι κοινωνίες και τον κυρίαρχο ρόλο που έχει η οικογένειά του – και άρα κι αυτός – μέσα τους.
Ο πατέρας του Κασοβίτς και της Ιπέρ είναι ο Ζαν Λουί Τρεντινιάν (85 χρονών στο έργο – 87 στη πραγματικότητα, κολοσσιαία μορφή του σινεμά που σε συγκινεί και μόνο που τον βλέπεις, κολοσσιαία μορφή που μπορεί να υποδυθεί έναν ρόλο ακόμη και με τον τρόπο που πετάνε τα μαλλιά του) είναι ο άνθρωπος που έκανε την εταιρία αυτό που ήταν. Τώρα, αποσυρμένος εδώ και χρόνια, έχει αφήσει τα ηνία στην κόρη του και βλέπει το μεν σώμα του να αντέχει ακόμα, αλλά το μυαλό του να χάνεται ολοένα και περισσότερο, γεγονός που του προξενεί βαθιά δυσφορία και επιθυμία να σταματήσει να υφίσταται την ταλαιπωρία μιας διαρκώς και πιο εκφυλισσόμενης πνευματικά ζωής.
Ο παππούς, ο μπαμπάς, η θεία, ο μεγάλος ξάδελφος, η δεκατριάχρονη κοπέλα. Πέντε μέλη μιας οικογένειας της ελίτ, πέντε διαφορετικές ιστορίες, καμιά από αυτές αισιόδοξη, καμιά από αυτές φωτεινή. Ο παππούς και ο ξάδελφος βασανίζονται φουλ, ο μπαμπάς είναι ένας άνθρωπος που μοιάζει αποκομμένος από το συναίσθημα, η θεία είναι αυτή που έχει εσωτερικεύσει περισσότερο από όλους το ρόλο που αναλογεί στην ταξική της θέση και συμπεριφέρεται σαν κυρίαρχος, βλέποντας όμως το πόσο άσχημες επιπτώσεις έχει ο κυριαρχικός της χαρακτήρας στη ζωή του γιου της, η δεκατριάχρονη είναι η πιο κυνική όλων, φτάνοντας ίσως στα όρια της ψυχοπαθολογίας. Αλλά αν κάτι πρέπει να τονιστεί όσο περισσότερο γίνεται, είναι ότι και οι πέντε τους δεν διαγράφονται ως καρικατούρες, ότι ο Χάνεκε δεν ενδιαφέρεται να μας παρουσιάσει απεχθείς χαρακτήρες, ότι ενδιαφέρεται πλέον να καταλάβει αυτούς τους κατά βάση αρνητικούς χαρακτήρες που φτιάχνει και να μας εξηγήσει ότι δεν πρόκειται για τέρατα, αλλά για ανθρώπους με αληθινή σάρκα, αληθινά οστά, αληθινές αντιφάσεις ή αληθινά όρια τα οποία θα ήθελαν να ξεπεράσουν αλλά δεν μπορούν, όπως πχ ο Κασοβίτς που δεν είναι ότι θέλει να ζει μακριά από το συναίσθημά του, προσπαθεί, αλλά ως εκεί φτάνει.
Ενώ όλο το “Ηappy End” μπορεί να ειδωθεί ως επιστροφή του Χάνεκε στην προηγούμενη φιλμογραφία του, την οποία ξαναεπισκέπτεται σταχυολογώντας στοιχεία από εδώ και από εκεί για να φτιάξει ένα νέο σύνολο, ειδικά ο Τρεντινιάν είναι σαν να έχει βγει από το “Amoυr”. Όσο ο Χάνεκε μεγαλώνει (είναι ήδη 75 και παρεμπιπτόντως η συνειδητοποίηση ότι την πρώτη του ταινία την έκανε όταν ήταν 47 ετών, είναι μια πολύ ελπιδοφόρα συνειδητοποίηση για όλους μας, ακόμη κι αν δεν σκοπεύουμε να κάνουμε ποτέ σινεμά), το θέμα των γηρατειών, της φθοράς του χρόνου και της έκπτωσης των ανθρώπινων λειτουργιών και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας μπαίνει πολύ βαθιά στην προβληματική του. Αξίζει ή δεν αξίζει να ζει κανείς από ένα σημείο φθοράς και πέρα; Ο Χάνεκε μέσω του Τρεντινιάν το έχει λυμένο.
Υπάρχει μια αριστουργηματική σκηνή, όπου ο Τρεντινιάν περιφέρεται με το καροτσάκι του στους δρόμους του Καλέ. Θα σταματήσει τέσσερις – πέντε νέους μαύρους άνδρες, πιθανόν μετανάστες. Η κάμερα είναι τοποθετημένη μακριά, τους βλέπουμε από απόσταση, δεν ακούμε τι τους λέει, κάτι φαίνεται να τους προσφέρει. Εκείνοι δείχνουν αμήχανοι και θορυβημένοι. Ένας λευκός μεσήλικας περαστικός θα εμφανιστεί στο κάδρο. Θα παρατηρήσει τη σκηνή. Θα προσπεράσει τους μαύρους άνδρες από το πλάι. Θα τοποθετηθεί καίρια απέναντι στον γέρο λευκό άνδρα με το καροτσάκι για να του μιλήσει αυτός. Οι νέοι μαύροι άνδρες βλέποντάς τον θα φύγουν. Δεν τους είπε τίποτα, δεν τους έδιωξε με τα λόγια. Τους έδιωξε με το χρώμα του, τους έδιωξε με τη θέση που πήρε, τους έδιωξε διορθώνοντας την ανορθογραφία της σκηνής, τους έδιωξε επαναφέροντας τη φυσική τάξη και θέση των πραγμάτων. Λίγες σκηνές μπορείς να σκεφτείς που μιλάνε για το ρατσισμό τόσο εύγλωττα, χωρίς να φωνάξουν τίποτα.
«Φωτίζει τη βαθύτερη συνθήκη των προσχημάτων, με την οποία αντιμετωπίζει η λευκή Ευρώπη το μεταναστευτικό»
Ο Χάνεκε δίνει στο “Ηappy End” την αίσθηση ότι δεν ενδιαφέρεται να πει μεγαλόστομα τίποτα. Δεν ενδιαφέρεται να πει τίποτα μεγαλόστομο ακόμα και στην άλλη σκηνή της ταινίας με τους πέντε νέους μαύρους άνδρες στη δεξίωση. Είναι οι ίδιοι; Είναι άλλοι; Δεν είμαι σίγουρος. Δεν ήμουν αρκετά προσεκτικός και παρατηρητικός ή στα μάτια του λευκού θεατή μια μικρή ομάδα νέων μαύρων ανδρών θα είναι πάντα η ίδια και θα αδυνατεί να ξεχωρίσει αμέσως τα πρόσωπά τους; (Το εξαιρετικό ντοκιμαντέρ “Ι’m Νot Your Negro” που επίσης βγήκε στους κινηματογράφους αυτή την εβδομάδα, αναρωτιέται ακριβώς για τις βαθύτερες πηγές του ρατσισμού, αναρωτιέται για την ανάγκη του λευκού ανθρώπου να κατασκευάσει έναν άλλον άνθρωπο ως «αράπη», αναρωτιέται για τα αίτια που οι λευκοί ξεκίνησαν να βλέπουν τον μαύρους ως κάτι διαφορετικό από τους ίδιους, ωσάν και αυτό ήταν το αυτονόητο και όχι το ακριβώς αντίθετο). Μπορεί, λοιπόν, η σκηνή της δεξίωσης να είναι τόσο μεταφορική όσο και κυριολεκτική, αλλά είναι μια σκηνή που δεν καταλήγει σε ένα βαρύγδουπο «κατηγορώ».
Αντίθετα, αποδομεί ειρωνικά και φωτίζει την βαθύτερη συνθήκη των προσχημάτων, με την οποία αντιμετωπίζει η λευκή Ευρώπη το μεταναστευτικό: Ναι, αφού τους έφεραν στη δεξίωση, θα τους βάλουμε τραπέζι να κάτσουν. Θα τους στρώσουμε και καλά τραπεζομάντηλα. Αλλά το κάνουμε από ενοχή και μόνο. Από πολιτικό καθωσπρεπισμό και μόνο. Αλλά μόνοι μας δεν θα τους καλούσαμε ποτέ. Αλλά φρικάραμε που τους είδαμε. Δεν τους καλέσαμε, όχι γιατί ήμασταν υποχρεωμένοι, αλλά γιατί δεν θα γίνονταν ποτέ φίλοι μας, γιατί τους βλέπουμε σαν κάτι διαφορετικό από μας.
Υπάρχει όμως μια ακόμη βαθύτερη τομή από αυτή του ρατσισμού, υπάρχει όμως μια ακόμη βαθύτερη τομή από την κοινωνία των γηγενών και των ξένων σωμάτων των μεταναστών, υπάρχει η ταξική τομή της κοινωνίας, η οποία χωρίζει τους ανθρώπους χωρίς να κοιτά χρώμα ή εθνικότητα. Η οικογένεια της ταινίας μπορεί να έχει εντός της περιστατικά ψυχικής ή άλλης υπόγειας βίας, αλλά ασκεί μια άλλου είδους βία δια της κυριαρχίας της στην κοινωνία. Πόση βία έχουν τα εργατικά ατυχήματα; Πόσο δόλο; Πόση αμέλεια; Ποια τα όρια ανάμεσα στο ένα και το άλλο; Όποια κι αν είναι τα όρια, όποια διασφάλιση κι αν δίνει η συμμόρφωση στους κανονισμούς ασφαλείας ή όποια νομική ευθύνη κι αν συνεπάγεται η παραβίασή τους, πίσω από κάθε εργατικό ατύχημα κρύβεται μια συνομολόγηση ενός παιχνιδιού στημένης τράπουλας: Ο κίνδυνος να σκοτωθείτε θα είναι πάντα δικός σας – Η υπεραξία, τα τεράστια κέρδη, η έπαυλη θα είναι πάντα δικά μας.
Α, κι ο ημιάγριος σκύλος του σπιτιού να μάθει την ανιψιά τώρα που θα μένει πια μαζί με την οικογένεια. Την ανιψιά που παρουσιάζεται ως νέο μέλος της οικογένειας σε κύκλο εκλεκτών καλεσμένων, με την εισαγωγή ότι πρόκειται για ένα εξαιρετικά ευχάριστο κι ευτυχές γεγονός. Κι ας έχασε την μάνα του. Την μάνα του που δεν ήταν ούτε μετανάστης, ούτε μαύρη, ούτε καν εργάτης στο εργοτάξιο της εταιρίας. Την μάνα του που ήταν άλλη, αδιάφορη, καμία, απλά και μόνο επειδή δεν ανήκε στην οικογένεια. Οι απώλειες των άλλων είναι πάντα δευτερεύουσες, αντιμετωπίσιμες, ενίοτε και ευτυχή γεγονότα. Ο σκύλος, λοιπόν, να τη γνωρίσει για να μην τη δαγκώσει. Όταν ο σκύλος δαγκώνει το παιδί των Μαροκινών μουσουλμάνων υπηρετών (ή σκλάβων, όπως θα πει ο καθηλωμένος έφηβος), η Ιπέρ θα έρθει με ένα κόκκινο φόρεμα κι ένα κόκκινο κουτί σοκολατάκια. Εδώ το ατύχημα είναι μικρότερου βεληνεκούς, εδώ δεν το λες καν εργατικό ατύχημα ( – το λες;), εδώ είναι ένα απλό δάγκωμα, εδώ το ποσό εξαγοράς των θυμάτων θα είναι πολύ μικρότερο, ένα κουτί σοκολατάκια. Όλα έχουν την τιμή τους. Ακόμη και η εταιρία της οικογένειας. Που θα περάσει στα χέρια της ξένης τράπεζας αν δεν πληρώσει το δάνειο που μόλις πήρε.
Υπάρχουν ταινίες του Χάνεκε που είναι εμπειρίες, που τις βλέπεις και σου προξενούν κάτι πολύ έντονο, όχι απαραίτητα ευχάριστα έντονο, μάλλον το αντίθετο, πάντως σε αγγίζουν με τρόπο πολύ πιο άμεσο. Το “Ηappy End” δεν δημιουργεί τέτοια σχέση με τον θεατή. Και νομίζω ότι δεν επιδιώκει να δημιουργήσει. Οι αιχμές σαν να έχουν λειανθεί. Νομίζω ότι ο Χάνεκε κάνει δυο βήματα πίσω από την ιστορία του και τους ήρωές του και τα δράματά τους, προκειμένου να τα παρακολουθήσει από αυτή την οπτική γωνία. Νομίζω ότι προτιμά να υιοθετήσει εδώ ένα βλέμμα πιο πανοραμικό, ρίχνοντας πιο κλεφτές ματιές στον ψυχισμό περισσότερων ηρώων, από το να ριχτεί για τα καλά μέσα στον ψυχισμό ενός – δύο. Νομίζω ότι προτιμά να στρέψει την κριτική του στην μεγαλύτερη εικόνα. Δεν επιδιώκει το σοκ. Υπό μια έννοια και αφού οι δυο ταινίες συνυπήρξαν πέρσι στις Κάννες και πολλοί έκαναν συσχετισμούς, η σκυτάλη του σοκ έχει περάσει στα χέρια του Γιώργου Λάνθιμου τώρα. Κάπως έτσι το “Happy End” δεν είναι μια ξεθυμασμένη ταινία, αλλά μια ταινία που παρατηρεί φαινόμενα που έχουν κατεξοχήν απασχολήσει τον Χάνεκε, κρατώντας μεγαλύτερη απόσταση από την εστία της φωτιάς. Ναι, καίγεσαι ως θεατής λιγότερο. Κι αυτό το λες σαφώς ένα συγκριτικό μείον. Αλλά σου προσφέρει ένα συνολικότερο και διαυγέστερο κομμάτι της εικόνας. Κι αυτό το λες σαφώς ένα πολύτιμο δώρο.
*
Γραφείο Τύπου NEW STAR
Phone: 2108220008, 2108220023
E-mail: newstarcine@gmail.com
*
Από Μποτίλια:
*
Λευκή ρετροσπεκτίβα σε φόντο κόκκινο
Με αφορμή την επαναλειτουργία της Αλκυονίδας και του Studio
Μικρό οδοιπορικό μνήμης μέσα από σινεμά και γεγονότα που σημάδεψαν τα χρόνια μας
***
Το ΣΙΝΕΜΑ της Μποτίλιας
και
Μποτίλια Στον Άνεμο: Πρόσωπα
Από Μποτίλια:
*
Λευκή ρετροσπεκτίβα σε φόντο κόκκινο
Με αφορμή την επαναλειτουργία της Αλκυονίδας και του Studio
Μικρό οδοιπορικό μνήμης μέσα από σινεμά και γεγονότα που σημάδεψαν τα χρόνια μας
***
Το ΣΙΝΕΜΑ της Μποτίλιας
και
Μποτίλια Στον Άνεμο: Πρόσωπα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.