*
Βλέπε και:
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΗΣ ΚΕ ΤΟΥ ΚΚΕ
*
Η εναρκτήρια ομιλία της Ελένης Μηλιαρονικολάκη με θέμα «Τέχνη και ζωή» (VIDEO - ΦΩΤΟ)
Σάββατο 21/12/2024 - 13:54
Η εναρκτήρια ομιλία στο 6ο Επιστημονικό Συνέδριο της ΚΕ του ΚΚΕ για τη «λογοτεχνία στα χρόνια της θύελλας (1940-1950)» έγινε από την Ελένη Μηλιαρονικολάκη, μέλος της ΚΕ και υπεύθυνης του Τμήματος Πολιτισμού της ΚΕ του ΚΚΕ και είχε θέμα «Τέχνη και ζωή».
Παραθέτουμε την ομιλία της:
«Το έχουμε πει ήδη πολλές φορές στην πορεία προς αυτό το συνέδριο τούτο, πως τη δεκαετία 1940-50 για πρώτη φορά αναπτύσσονται σε τόσο μεγάλη έκταση οι δεσμοί της λογοτεχνίας με την Ιστορία. Κι όμως, η ανάπτυξη αυτής της σχέσης δεν ήταν δεδομένη. Αντίθετα αποτελούσε το κεντρικό αντικείμενο μιας σκληρής διαπάλης ανάμεσα στη αστική και την κομμουνιστική διανόηση σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας.
Τέχνη που να πηγάζει από τα βαθιά στρώματα και υποστρώματα του ψυχισμού ή τέχνη που να τροφοδοτείται από την ιστορική πραγματικότητα και να την τροφοδοτεί; Αυτονομία της τέχνης με αποκλειστικό σκοπό την αισθητική συγκίνηση, ή τέχνη - πνευματικό όπλο για τη λαϊκή πάλη; Σε τελευταία ανάλυση τέχνη ατομοκεντρική ή τέχνη κοινωνική; Σ' αυτά τα ερωτήματα συμπυκνώνεται λίγο-πολύ η αντιπαράθεση τη δεκαετία που εξετάζουμε, τόσο οξυμένη γιατί στην ουσία της δεν αφορούσε μόνο την αισθητική, αλλά την ιδεολογία και την πολιτική.
Το θέμα το έθεσε ανοιχτά μέσα στην Κατοχή το περιοδικό "Πρωτοπόροι", που κυκλοφόρησε παράνομα τον Αύγουστο του 1943 για να αποτελέσει βήμα των λογοτεχνών της Εαμικής Αντίστασης, έναν πόλο συσπείρωσης "στον αγώνα για τη λευτεριά, τη λαοκρατία και τον πολιτισμό" όπως εξαγγέλλει στο πρώτο του τεύχος, αλλά και για να λειτουργήσει ως αντίβαρο στη ναυαρχίδα της παραδοσιακής αστικής διανόησης, το περιοδικό "Νέα Εστία" που κυκλοφορούσε ελεύθερα σε όλη τη διάρκεια της κατοχής. Ήταν η περίοδος που παρότι τα δεινά του λαού συσσωρεύονταν και η εαμική αντίσταση ολοένα δυνάμωνε, συνεχιζόταν η εκδηλωμένη στα πρώτα χρόνια της κατοχής τάση των περισσότερων λογοτεχνών για εσωστρέφεια, όνειρο και φυγή. Με το κύριο άρθρο του στο πρώτο τεύχος θέτει τους λογοτέχνες μπροστά στην ευθύνη τους να μιλήσουν για τις συμφορές του λαού και να πάρουν τη θέση τους στον αγώνα. Μια ζωντανή εικόνα της αντίληψης για την ανωτερότητα της τέχνης, που ξεπέφτει όταν κατατρίβεται με τα προβλήματα της ζωής, μας δίνει ένα ανώνυμο χρονικό στο περιοδικό Πρωτοπόροι με τίτλο "Ο ποιητής κι ο ψαράς". Το κείμενο σατιρίζει έναν αντιπροσωπευτικό τύπο εγωκεντρικού διανοούμενου, ο οποίος στο κάλεσμα να ηγηθεί πνευματικά στον αντιστασιακό αγώνα, απαντά: Εγώ είμαι Ποιητής, γράφω για να τα βρουν οι απόγονοι, αν ήρθαν άλλοι μαζί σας, αυτοί είναι οι χειρότεροι.
Μετρημένοι μπορεί να ήταν τότε οι λογοτέχνες που πατούσαν στη γη της σκληρής κατοχικής πραγματικότητας, όμως κάθε άλλο παρά οι χειρότεροι. Ήταν ο Κώστας Βάρναλης που με σειρά άρθρων στην εφημερίδα Πρωϊα, γραμμένα με πονηριά για να ξεφεύγει από τη λογοκρισία, καλούσε σε αντίσταση από τις 26 Απρίλη, τρεις μέρες μετά τη συνθηκολόγηση. Ο Γιάννης Ρίτσος που με τη συλλογή του Δοκιμασία το 1941, έκφραζε "διακριτικά αλλά ευδιάκριτα" (κατά τον Γ. Βελουδή), την τραγικότητα της κατοχής μαζί με την αισιοδοξία για το δυνάμωμα της αντίστασης. Η λογοκρισία απαγόρευσε το ποίημά του "Παραμονές ήλιου", που από τον τίτλο του ακόμα προδίδει το αντιστασιακό περιεχόμενό του και φυσικά δεν διανοήθηκε να εκδώσει το ποίημά του "Η τελευταία προ Ανθρώπου εκατονταετία" που το έγραψε το 1942 επαγγελλόμενος τη σοσιαλιστική επανάσταση. Ήταν ο κομμουνιστής κριτικός, δημοσιογράφος και ιστορικός μελετητής Γιώργης Λαμπρινός, δοκιμασμένος στα μπουντρούμια της μεταξικής δικτατορίας και αργότερα ένας από τους νεκρούς στον αγώνα του ΔΣΕ, που με το ιστορικό δοκίμιο "Μορφές του '21", το οποίο εκδόθηκε λογοκριμένο το 1942, ανάδειχνε ξεχασμένες, λαϊκές μορφές της επανάστασης των προγόνων για να προκαλέσει συσχετισμούς με το σύγχρονο εαμικό κίνημα. Φράσεις οι οποίες παραπέμπουν στην Αντίσταση εντοπίζουμε και στα κείμενα άλλων εαμικών λογοτεχνών όπως πχ. στα "Άγγελε Καληνύχτα" και "Εξομολογήσεις" του Νικηφόρου Βρεττάκου , δημοσιευμένα το 1942 και το 1943 αντίστοιχα.
Λιγοστοί είναι και οι εκπρόσωποι της αστικής διανόησης που έχουν προσανατολισμό στην πραγματικότητα της κατοχής. Ένας από αυτούς είναι ο Άγγελος Σικελιανός, που ήδη συμμετείχε σε ομάδα του ΕΑΜ λογοτεχνών. Το 1942 κυκλοφόρησε παράνομα και χειρόγραφα η συλλογή του "Ακριτικά" με ξυλογραφίες του Σπύρου Βασιλείου. Παρ’ όλα αυτά, στα τέλη του 1942, πρωτοφανή σάλο, τρίμηνης διάρκειας, που διευρύνθηκε πέρα από τους λογοτεχνικούς κύκλους στο αναγνωστικό κοινό, προκάλεσε η δημοσίευση του Προλόγου του Σικελιανού για τον "Λυρικό Βίο" στο περιοδικό Νέα Εστία. Ο Σικελιανός κατηγορήθηκε για μυστικισμό, σκοτεινή γλώσσα και τελικά για αριστοκρατισμό. Σ’ αυτό το τελευταίο βρίσκεται και η ουσία του λογοτεχνικού καυγά, που λιγότερο αφορούσε τον Σικελιανό και περισσότερο τον χαρακτήρα της λογοτεχνίας. Το αν δηλαδή απαίτηση των καιρών είναι μια λογοτεχνία του ΕΓΩ ή του ΕΜΕΙΣ, του πλήθους των λαϊκών ανθρώπων που απαιτούσαν απ’ αυτή να εκφραστούν τα πάθη τους και ο πόθος τους για λευτεριά. Αναμενόμενο ήταν το περιοδικό "Νέα Εστία" -που υποστήριζε την ενδοστρεφή τέχνη των "αιώνιων αξιών" - να αναλάβει την υπεράσπιση του Σικελιανού.
Παρ’ όλα αυτά άδικα φορτώθηκε στον Σικελιανό το αμάρτημα της αποστασιοποίησης από τη ζωή. Στο λογοκριμένο τμήμα του Προλόγου του, όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια, ο μετέπειτα βάρδος της αντίστασης, προσκαλούσε την Ποίηση να τραβήξει αυτή την ώρα πιο πέρα από την αισθητική αυτάρκεια και "να εκπληρώσει άλλες πράξεις". Και πολύ γρήγορα ο Σικελιανός το πραγματοποίησε με το καθηλωτικό εγερτήριο σάλπισμά του στην κηδεία-λαϊκή διαδήλωση του Κωστή Παλαμά "Ηχήστε οι σάλπιγγες... Οι σημαίες οι φοβερές της Λευτεριάς ξεδιπλωθείτε στον αέρα"!
Θα ήταν λάθος όμως να νομιστεί ότι η τάση φυγής -που διαπερνά το έργο όχι μόνο αστών, αλλά και κομμουνιστών λογοτεχνών - οφειλόταν κατ΄ανάγκη στον κονφορμισμό, τον ελιτισμό ή την ασυνειδησία. Για το μεγαλύτερο μέρος τους αποτελούσε προσπάθεια συνειδητοποίησης μιας νέας κατάστασης και τρόπο αντίδρασης. Απέναντι στη θηριωδία και τον τρόμο προσπαθούσαν να ορθώσουν έναν κόσμο ομορφιάς και γαλήνης. Η αυτοβιογραφική νουβέλα του Νικηφόρου Βρεττάκου "το Αγρίμι" που γράφτηκε στα χρόνια της κατοχής και μετά την απελευθέρωση, το 1946, επαινέθηκε από το ΚΚΕ για τη λογοτεχνική αξία της, έχει ως περιεχόμενο τη βασανιστική πορεία ενός ποιητή που κατακεραυνωμένος από τα γεγονότα, κυριευμένος από την ηττοπάθεια και παραλυμένος από την απελπισία, σιωπά και κλείνεται ερμητικά στον εαυτό του. "Δεν φοβάμαι τον κίνδυνο" λέει στον αντιστασιακό φίλο του. "Άρχισα να φοβάμαι πως αυτό που συνοδεύει την πάλη του (σ.σ. ανθρώπου) στους αιώνες, δεν είναι η αιώνια νίκη, αλλά η αιώνια ήττα". Μη βρίσκοντας τόπο να σταθεί αναχωρεί για το πατρικό του σπίτι στο χωριό. Μα ούτε στη φυγή βρίσκει χαρά και ανακούφιση. Η κτηνωδία βρίσκεται παντού. Χρειάστηκε να φτάσει στον βυθό, στην ολοσχερή αποδιοργάνωση του ψυχισμού του, για να βγει καινούργιος στην επιφάνεια, να δει πως η ζωή είναι ωραία και πως αξίζει να παλεύει κανείς για να την κάνει καλύτερη. "Χρωστώ να Είμαι για μένα, για την ψυχή μου, για τα λόγια που έχω να ειπώ. Χρωστώ να Είμαι για την ίδια τη ζωή", είναι το καταστάλαγμα της σκέψης του.
Στο ίδιο μήκος κύματος με την παραδοσιακή αστική διανόηση κινούταν και η φιλελεύθερη πλευρά της, η αποκαλούμενη γενιά του '30, που σχεδόν προσέγγιζε την αντίληψη της τέχνης για την τέχνη.
Ο Οδυσσέας Ελύτης για παράδειγμα, αναφερόμενος στις αρχές του 1942 στον Κάλβο, δήλωνε ότι η στράτευσή του στην επανάσταση του '21, υποδούλωσε και ζημίωσε την τέχνη του, ενώ στην πραγματικότητα συνέβη το εντελώς αντίθετο. Ο Νίκος Γκάτσος στο περιοδικό Καλλιτεχνικά Νέα διατύπωνε τη θέση ότι η Ζωή και το Πνεύμα είναι δύο δυνάμεις βασικά αντίθετες και αντίπαλες ως τον θάνατο μεταξύ τους. Ο δε Γιώργος Θεοτοκάς στο πλαίσιο της πολύκροτης υπόθεσης του Προλόγου του Σικελιανού κατακεραύνωνε τους δημοσιογράφους που αποδοκίμαζαν την ακατανόητη γλώσσα του Σικελιανού ότι μισούν την ανωτερότητα της τέχνης. Την άποψη για την υπεροχή της μορφής σε σχέση με το περιεχόμενο τη συμμεριζόταν και ο Σεφέρης, που όμως παράλληλα δήλωνε ότι "η τέχνη είναι μεγάλη συνείδηση, όχι παρηγοριά".
Αλλά ο Σεφέρης δεν ζούσε από τα μέσα τον ζόφο της τριπλής κατοχής, αφού διέμενε στην αγγλοκρατούμενη Αίγυπτο, έχοντας ακολουθήσει την ελληνική κυβέρνηση στη φυγή της στο εξωτερικό, μετά τη συνθηκολόγησή της με τους Γερμανούς. Είναι ενδεικτικό ότι αργότερα ο Σεφέρης ερχόμενος στην Αθήνα αφαίρεσε ορισμένους στίχους από το ποίημά του "Τελευταίος Σταθμός", για να απαλύνει τους τόνους του για την αστική πολιτική ηγεσία.
Να όμως που οι ίδιοι αυτοί λογοτέχνες δεν εφάρμοζαν στη δημιουργία τους τις πεποιθήσεις τους για την καθαρότητα της τέχνης. Πώς θα μπορούσαν άλλωστε να είναι αληθινοί, μεγάλοι δηλαδή ποιητές, αν δεν ήταν ευαίσθητοι στα μηνύματα του καιρού τους; Για τους περισσότερους σ' αυτό συνέβαλε και η αλλαγή του ιστορικού σκηνικού που αναπτέρωνε την ελπίδα για το τέλος του πολέμου: Η συντριπτική ήττα της ναζιστικής Γερμανίας από τον σοβιετικό στρατό στο Στάλινγκραντ, η τεράστια λαϊκή απήχηση της αντιστασιακής δράσης των ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, αλλά και η επίμονη προτροπή της κομμουνιστικής διανόησης για σύνδεση της τέχνης με τις ανάγκες των καιρών. Έτσι στην ποιητική σύνθεση του Ελύτη "Ήλιος ο πρώτος" ακούγεται διάσπαρτα η ηχώ των γεγονότων και η αισιοδοξία για καλύτερες μέρες "η αυγή σφυρίζει στην κοχύλα της/μπαρούτι σκάει στα όνειρα/λαμπρή στα φύκια τ’ ουρανού" ή "τα παιδιά ξεχύνονται στους κάμπους/οι φωνές τους δεν είναι πια κουρέλια/Είναι πολύχρωμα πανιά όπου κολπώνει ο αετός τη νίκη του". Ακόμα νωρίτερα, την περίοδο 1941 μέχρι τις αρχές του 1942, ο Νίκος Γκάτσος, στην εμβληματική "Αμοργό" εικονοποιεί το βίωμα της Κατοχής "στου πικραμένου την αυλή" όπως και τον αντιστασιακό αγώνα: "Μὰ πάνω στ᾿ ἀψηλὰ βουνὰ ποιοὶ νά ῾ναι αὐτοὶ ποὺ κοιτᾶνε /Μὲ τὴν ἀκύμαντη ματιὰ καὶ τὸ γαλήνιο πρόσωπο; Ποιας πυρκαγιάς να ’ναι αντίλαλος αυτός ο κουρνιαχτός στον αγέρα;" Περισσότερα στοιχεία από την τρέχουσα ιστορική πραγματικότητα αναγνωρίζει κανείς στο ποίημά του "Ο ιππότης και ο θάνατος" (1513) όπου ο ιππότης - αρχηγός του πολέμου των Χωρικών στην Γερμανία το 1524 - 1525 παρομοιάζεται με τον Ακρίτα - που εκείνα τα χρόνια συμβολίζει το αντιστασιακό πνεύμα - ενώ στο τέλος προβάλλει ολόλαμπρος ο λαϊκός πόθος για κοινωνική απελευθέρωση και ειρήνη: "Ώσπου και πάλι στις σπηλιές των ποταμιών ν’ αντηχήσουν/βαριά σφυριά της υπομονής/Όχι για δακτυλίδια και σπαθιά/αλλά για κλαδευτήρια και αλέτρια". Την ίδια περίοδο 1942-43 γράφεται ένα ακόμη έργο-ορόσημο στην ελληνική λογοτεχνία. Είναι η σύνθεση του Νίκου Εγγονόπουλου "Μπολιβάρ" που στο πρόσωπο του λατινοαμερικανού επαναστάτη υμνεί τους αντάρτες του ΕΛΑΣ: "Μπολιβάρ είσαι ωραίος σαν Έλληνας". Αντίστοιχα παραδείγματα υπάρχουν και στην πεζογραφία. Ένας μάλιστα από τους κορυφαίους πεζογράφους της γενιάς του '30, ο Κοσμάς Πολίτης αρνείται την τάξη του και γίνεται το 1944 μέλος του ΚΚΕ.
Ο Νίκος Εγγονόπουλος ειδικά ανταποκρινόμενος σε αίτημα του ΕΑΜ έγραψε και "κατά παραγγελία" αντιστασιακά ποιήματα με γλώσσα προσιτή στα πλατιά λαϊκά στρώματα, σαν αυτά τα ολιγόστιχα που κυκλοφορούσαν ή απαγγέλλονταν στις παράνομες συγκεντρώσεις. Οι ανάγκες του αγώνα υπαγόρευαν στην τέχνη να πάρει κι αυτή στάση πολεμική.
Μέσα σ’ αυτή τη συγκυρία άνθισε κι ένα άλλο είδος τέχνης. Είναι τα αντάρτικα τραγούδια και τα θούρια, για "να δώσουν ελπίδα στους σκλάβους που απελπίζονται, βόλια για τους Ελασίτες και αθανασία για τους σκοτωμένους ήρωες", όπως έγραφε ο Γιάννης Ρίτσος (μελετήματα Ελυάρ). Οι ιστορίες της λογοτεχνίας-με εξαίρεση του Κορδάτου- μπορεί να μην κάνουν αναφορά σ' αυτά, όμως καταξιώθηκαν στη δράση και η λογοτεχνική αξία τους επικυρώθηκε από τις μεγάλες πράξεις που ενέπνευσαν. Άλλωστε στη δημιουργία τους συντέλεσαν ορισμένοι από τις σημαντικότερες μορφές της εαμικής διανόησης, όπως ο Νίκος Καρβούνης, ο Βασίλης Ρώτας, η Σοφία Μαυροειδή – Παπαδάκη, ο Απόστολος Σπήλιος, ο Δημήτρης Ραβάνης-Ρεντής, ενώ τη μουσική τους έγραψαν κορυφαίοι συνθέτες όπως ο Αλέκος Ξένος, ο Μίκης Θεοδωράκης ή ο σπουδαίος μουσικολόγος Φοίβος Ανωγιαννάκης.
Με την απελευθέρωση η δίψα των λαϊκών στρωμάτων για μάθηση φούντωσε με ασυγκράτητη ορμή. Ο κόσμος ρουφούσε τα βιβλία με τέτοια λαιμαργία, όπως η άμμος ρουφάει το νερό. Άνοιγαν δεκάδες νέοι εκδοτικοί οίκοι και βιβλιοπωλεία σε κάθε γωνιά της Αθήνας, η κυκλοφορία νέων βιβλίων εκτοξεύτηκε φτάνοντας μέχρι και τα 15.000 αντίτυπα, τα θέατρα γέμιζαν ασφυκτικά. Ο κόσμος μπορεί να μην είχε λεφτά για να αγοράσει ψωμί, έβρισκε όμως οπωσδήποτε για να αγοράσει βιβλία. Κι όλα αυτά δεν ήταν φτηνή λογοτεχνία, παραμύθια και ρομάντζα. Ήταν βιβλία λογοτεχνικά, ιστορικά, φιλοσοφικά, κοινωνιολογικά, οικονομικής θεωρίας. Αυτό το πρωτοφανέρωτο για την Ελλάδα κοινωνικό φαινόμενο, το συναντάμε στην ιστορία σε όλες τις περιπτώσεις που η κινητικότητα των λαϊκών μαζών αυξάνεται περισσότερο από το συνηθισμένο. Είναι δείκτης επαναστατικής κρίσης. Της κατάστασης δηλαδή που είχε δημιουργηθεί μετά την απελευθέρωση και οδήγησε στην ταξική σύγκρουση τον Δεκέμβρη του 1944.
Με ένα πλήθος λογοτεχνήματα (ποιήματα, χρονικά, άρθρα, πεζά) όπως αξίζει στο μεγαλείο του, τραγουδήθηκε ο Δεκέμβρης. Οι λογοτέχνες των οδοφραγμάτων συνέχισαν να πολεμούν με την πένα τους για να μην ξεχαστεί το έγκλημα, για να εμψυχώσουν και να οπλίσουν με νέες δυνάμεις τον λαό μπροστά στους σκληρούς αγώνες, που έβλεπαν να έρχονται. Συνεπαρμένοι από τον ηρωισμό, τη δόξα και το δράμα του Δεκέμβρη, πνιγμένοι από το δίκιο και τη συγκίνηση, έριξαν την καρδιά τους στα μικρά διαμάντια της επαναστατικής λογοτεχνίας μας, που γράφτηκαν λίγο μετά. Ένα από τα ωραιότερα ανάμεσά τους είναι το ποίημα του Νικηφόρου Βρεττάκου "33 ημέρες". Ένα ποίημα που δοξάζει τον ηρωϊσμό των μαχητών και την πίστη τους σε ένα σοσιαλιστικό μέλλον, απηχόντας όμως και την πίκρα από την απουσία του μεγάλου όγκου του ΕΛΑΣ στις κρίσιμες μάχες του Δεκέμβρη:
Κι οι στρατιώτες μας ήταν ωραίοι σαν τους Αχαιούς.
Ανεβήκαν στο φως από βάθος πολύ.
Και ζητούσαν μια διέξοδο μέσα στο μέλλον.
Και μεις τους ρωτούσαμε: Πού πάτε δίχως άλογα παιδιά μου; Στα λιμάνια ξεφορτώνουνε πολυβόλα και τανκς. Κ' εκείνοι χαμογελούσανε.
Κ' είχανε μέσα τους άλογα και φουσάτα.
Κ' είχανε μέσα τους άλογα τ’ ουρανού που στηρίζονταν στα πίσω τους πόδια και σηκώνονταν όρθια.
Και ζυγιάζονταν στα πίσω τους πόδια και μοιάζανε σαν να κρεμόντουσαν από τον αέρα, μόλις πατώντας τη γης.
Κ' είχανε άλογα κατακόκκινα μέσα τους που άστραφταν και χλιμίντριζαν και πηδούσαν.
Κ' οι καβαλλαραίοι καθόντουσαν πάνω σε σέλλες χρυσές.
Ο ενάμιση περίπου χρόνος που μεσολάβησε από τον Δεκέμβρη του 1944 ως την έναρξη του εμφύλιου και παρά το όργιο της Λευκής τρομοκρατίας που είχε εξαπολυθεί ενάντια στους αγωνιστές της εαμικής αντίστασης, ήταν η μόνη περίοδος μέσα στη δεκαετία που οι κομμουνιστές και ευρύτερα οι εαμικοί λογοτέχνες πήραν μια ανάσα για να ασχοληθούν με τη δημιουργία τους.
Οι χρονιές 1945 – 1946 είναι η Άνοιξη της εαμικής λογοτεχνίας που αυτά τα χρόνια γίνεται παντοδύναμη, καθώς η αστική λογοτεχνία παρατηρούσε αμήχανη, έχοντας όλη εκείνη την περίοδο και μέχρι τη λήξη του εμφύλιου ελάχιστα δείγματα υψηλής αισθητικής αξίας να επιδείξει. Εκατοντάδες δημοσιεύματα, χρονικά, απομνημονεύματα, διηγήματα, ποιήματα, μυθιστορήματα γράφονται και δημοσιεύονται, τεκμήρια μοναδικά ανεπανάληπτων κατορθωμάτων και βουνών ψυχικού μεγαλείου, που εκδηλώνει ο άνθρωπος όταν αγωνίζεται για τα πιο προωθημένα ιδανικά της εποχής του.
Πολλοί και άξιοι είναι οι εαμικοί λογοτέχνες της περιόδου, θα ειπωθούν αρκετά γι' αυτούς στη συνέχεια από τους ομιλητές μας, όμως θα είναι μεγάλη παράλειψη αν δεν αποτίνουμε φόρο τιμής στον σημαντικότερο μάλλον εαμικό πεζογράφο εκείνων των χρόνων, τον Σωτήρη Πατατζή, που η συλλογή διηγημάτων του "Ματωμένα Χρόνια" βραβεύτηκε επάξια στον διαγωνισμό λογοτεχνίας του ΚΚΕ το 1946. Αναμφίβολα το έργο του διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά της γνήσιας και ταυτόχρονα επαναστατικής λογοτεχνίας: Άρτια μορφή διαλεκτικά δεμένη με βαθύ ιδεολογικό περιεχόμενο - που δεν αρκείται στην ανάδειξη των ταξικών αντιθέσεων, αλλά εκφράζει παράλληλα την αναγκαιότητα μιας σοσιαλιστικής κοινωνικής οργάνωσης. Οι περισσότεροι ήρωές του είναι άνθρωποι, που σήμερα θα τους λέγαμε ασήμαντους, συνήθως με άσχημα χαρακτηριστικά, ψιλοί κι άχαροι, σωματικά ελαττωματικοί, βρώμικοι και κουρελιάρηδες τσοπαναραίοι. Κι αυτό για να αναδειχτεί σε όλο της το μεγαλείο η αντίθεση με την απέραντη ψυχική ομορφιά τους, ειδικά όταν αναμετρούνται με τον θάνατο. Ακόμη και στην περίπτωση που δίπλα τους βρίσκεται ένας έμπειρος και συνειδητός αγωνιστής, αυτός δεν ανεβαίνει στο βάθρο, αντιμετωπίζεται ισότιμα. Η γλώσσα του Πατατζή είναι χαμηλόφωνη, ταπεινή, χωρίς εξάρσεις και τσακίσματα και οι διάλογοί του απλοί, φυσικοί, ολοζώντανοι.
Η αισθητική αξία της λογοτεχνικής δημιουργίας του Σωτήρη Πατατζή και πολλών από τους άλλους εαμικούς δημιουργούς της περιόδου με κορυφαίους τους ποιητές μας τον Γιάννη Ρίτσο, τον Κώστα Βάρναλη, αλλά και τον Άγγελο Σικελιανό που υποστήριζε πλέον ανοιχτά την εαμική παράταξη, είναι μια αποστομωτική απάντηση στην αστική διανόηση, η οποία απέρριπτε την πολιτική τέχνη ως εκ των προτέρων αντιαισθητική, ως κακή τέχνη. Αφού ξεπεράστηκε μέσα στη ζωή η αντίθεσή της στη σύνδεση της λογοτεχνίας με τη σύγχρονή της πραγματικότητα, οι φιλελεύθεροι λογοτέχνες μετατόπιζαν τώρα το βάρος της αμφισβήτησής τους στη σύνδεση της λογοτεχνίας με την πολιτική και την ιδεολογία, στη λεγόμενη "στράτευση". Τονίζουν πως είναι αυτονόητη η σχέση του δημιουργού με την εποχή του, όχι όμως συνειδητή, ενώ ταυτόχρονα αποδοκιμάζουν και την επικαιρική τέχνη που την κάνει χρονογραφία.
Η αλήθεια είναι ότι μη στρατευμένη, "άδολη" τέχνη, δεν υπάρχει. Ακόμα και οι δημιουργοί που δεν είναι συνειδητά τοποθετημένοι υπέρ της μιας ή της άλλης ιδεολογίας ή πολιτικής έχουν ιδέες, πεποιθήσεις, αισθήματα, συμπάθειες και αντιπάθειες, επιρροές που δέχονται αδιάκοπα από το γύρω κόσμο, έχουν μια συγκεκριμένη ταξική θέση από την οποία βλέπουν τα συμφέροντά τους στην κοινωνία. Κι όπως έλεγε ο Γιάννης Ρίτσος οι στρατευμένοι της αποστράτευσης, εκείνοι που κάνουν απολίτικη τέχνη, στην πραγματικότητα κάνουν τέχνη πολιτική, γιατί καλλιεργούν την παθητικότητα και τον συμβιβασμό με την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων.
Έπειτα ένα λογοτεχνικό έργο αξιολογείται θετικά ή αρνητικά ανεξάρτητα από το αν αντλεί το θέμα του από την επικαιρότητα, από μνήμες του παρελθόντος, από εσωτερικευμένα στη συνείδηση του δημιουργού βιώματα κ.λπ. Κριτήριο για την αξία του είναι η πειστικότητα, η μεταδοτικότητα, η βιωσιμότητά του. Ο κάθε λογοτέχνης βλέπει τα πράγματα μέσα από τη διαμορφωμένη κοινωνική συνείδηση σε κάθε ιστορική εποχή. Κάθε έργο τέχνης έχει επομένως ένα χρονικό στοιχείο. Για να αντέξει στον χρόνο χρειάζεται να έχει και ένα διαχρονικό. Το αν ένα επικαιρικό έργο θα αποκτήσει διαχρονικότητα εξαρτάται από την ικανότητα του δημιουργού του να συλλάβει και να μορφοποιήσει την πεμπτουσία του θέματος που πραγματεύεται. Ποιος μπορεί να αμφισβητήσει τη διαχρονικότητα της Γκουέρνικα που ήταν έργο επικαιρικό και μάλιστα κατά παραγγελία, τη διαχρονικότητα του στρατευμένου Σολωμού και για να μην πάμε μακριά, τη διαχρονικότητα ενός ποιήματος ή ενός διηγήματος που υποδηλώνει π.χ. ότι ήρωας μπορεί να γίνει κάθε αγνός και τίμιος άνθρωπος όταν απειλείται η ανθρωπιά του;
Η χρονική στιγμή που άνοιξε το θέμα της στρατευμένης τέχνης συμπίπτει με την εντατική προσπάθεια του ΚΚΕ να εκφραστεί και να δικαιωθεί μέσα από τη λογοτεχνία η Λαϊκή πάλη την περίοδο της αντίστασης ως ακριβή παρακαταθήκη αξιών, ένα συλλογικό απόθεμα που θα τροφοδοτεί και τις επόμενες γενιές, και ως πηγή έμπνευσης, προετοιμασίας και ενίσχυσης των αντοχών για όσα θα ακολουθήσουν. Δεν είναι τυχαίο πως στα καλύτερα λογοτεχνικά έργα της περιόδου αποτελεί μόνιμη επωδό το ότι ο πόλεμος δεν τελείωσε. Αν σταματήσει, θα χαθούν και τα κερδισμένα.
Η σύγκρουση αυτή είχε αποκτήσει αντικειμενικά ταξικό χαρακτήρα, το ζήτημα που κρινόταν ήταν ποιες κοινωνικές δυνάμεις θα έχουν την εξουσία, όμως αυτό δεν ήταν ξεκάθαρο στην κομμουνιστική και ευρύτερα εαμική διανόηση, παρά τη μεσολάβηση των Δεκεμβριανών. Με πολλές αντιφάσεις εξακολουθούν να κυριαρχούν οι αυταπάτες ότι μια όσο το δυνατόν πιο πλατιά ενότητα και απήχηση του Ε.Α.Μ. θα επιτρέψει την εφαρμογή του προγράμματός του, με ομαλοποίηση της πολιτικής κατάστασης και χωρίς σύγκρουση με την αστική εξουσία και τους συμμάχους της. Το μεγάλο μέρος της φιλελεύθερης διανόησης μπορεί να μην ενέκρινε τη βία, τα κατασταλτικά μέτρα και την τρομοκρατία του αστικού κράτους και του παρακράτους, συνέπιπτε όμως απόλυτα με τη συντηρητική πλευρά στην κάθετη διαφωνία της με την επαναστατική ανατροπή του καπιταλιστικού κοινωνικού συστήματος. Επομένως η δυσφήμιση της αντιστασιακής και της σε ορισμένο βαθμό επαναστατικής λογοτεχνίας ανεξάρτητα αν αυτό συνειδητοποιείται από όλους τους αστούς λογοτέχνες, στην πραγματικότητα αποσκοπούσε στο να ανακόψει την ανάπτυξη με μέσο και τη λογοτεχνία της πολιτικής επιρροής του ΚΚΕ, που εξακολουθούσε να αποτελεί απειλή για την αστική εξουσία, σε πλατιά λαϊκά στρώματα.
Οι επικριτές αυτής της λογοτεχνίας επιχειρούσαν δηλαδή να μειώσουν όχι τη λογοτεχνία, αλλά τις ιδέες που αντιπροσωπεύει, τις ιδέες της αντίστασης, της ανυποταγής, της λαϊκής εξέγερσης απέναντι σε κάθε μορφή καταπίεσης και ανελευθερίας, τις ιδέες της ανατροπής της αστικής εξουσίας, για την αντικατάστασή της από την εργατική.
Ωφελημένη βγήκε πάντως η εαμική λογοτεχνία από την πολεμική για το επίπεδο της αισθητική της. Κάτω από την πίεση που της ασκήθηκε ρίχτηκε στη μάχη της ποιότητας. Οι κομμουνιστές κριτικοί της τέχνης και προπαντός ο Μάρκος Αυγέρης, που στη διάρκεια της κατοχής είχε ενταχθεί στο ΕΑΜ και στο Κομμουνιστικό Κόμμα, έχοντας αποτελέσει και μέλος της ομάδας διεύθυνσης του περιοδικού "Πρωτοπόροι", με την πλατιά γενική αλλά και τη μαρξιστική μόρφωση και το οξύτατο αισθητικό του κριτήριο υπήρξε ο πρωταγωνιστής σε αυτή την προσπάθεια, θέτοντας τις θεωρητικές βάσεις μιας μαρξιστικής αισθητικής. Βασικές επιδιώξεις ήταν η διηγηματογραφία της Αντίστασης να υπερβεί το επίπεδο ενός απλού χρονικού, ώστε να μετουσιωθεί η πρόσφατη ιστορική εμπειρία σε καλλιτεχνική σύλληψη υψηλών αξιώσεων, να αποφευχθεί ο διδακτισμός, ο στόμφος, ο προπαγανδιστικός, διακηρυκτικός τόνος, η μεγαλοστομία στην εαμική ποίηση και πεζογραφία, να δημιουργηθούν βάσεις για μια λογοτεχνία με βαθύ ιδεολογικό περιεχόμενο δεμένο με την καταλληλότερη γι' αυτό μορφή.
Το όλο εγχείρημα περνούσε μέσα από το περιοδικό "Ελεύθερα Γράμματα" ένα από τα σπουδαιότερα περιοδικά της περιόδου, που αποτελούσε τον κεντρικό πόλο συσπείρωσης της εαμικής λογιοσύνης, επιδιώκοντας ταυτόχρονα την όσο πιο πλατιά αξιοποίηση λογοτεχνών της αστικής διανόησης, που στο διάστημα της κατοχής είχαν προσεγγίσει το ΕΑΜ. Μαζί με τη λογοτεχνική, πολιτισμική και ιδεολογική παρέμβασή του, πρόβαλε θέσεις της εαμικής παράταξης για τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις και σχολίαζε μαχητικά επίμαχα θέματα της ελληνικής και διεθνούς επικαιρότητας. Διευθυντής και εκδότης του ήταν ο ιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας Δημήτρης Φωτιάδης, ένας αναγνωρισμένος διανοούμενος με προηγούμενη θητεία από τη θέση του διευθυντή στο περιοδικό "Νεοελληνικά Γράμματα" την περίοδο του μεσοπολέμου. Ο Δημήτρης Φωτιάδης το 1948 εξορίστηκε στη Μακρόνησο και τον αντικατέστησε στη διεύθυνση του περιοδικού ο Νικηφόρος Βρεττάκος, ενώ τελευταίος διευθυντής του, ως την παύση της κυκλοφορίας του το 1951, υπήρξε ο λογοτέχνης Στρατής Δούκας, που όπως και ο Βρεττάκος είχε γίνει μέλος του ΚΚΕ την περίοδο της κατοχής. Ο στόχος για διείσδυση του περιοδικού στη φιλελεύθερη διανόηση δεν ευοδώθηκε, αφού ο εθνικοαπελευθερωτικός ρόλος του ΕΑΜ έπαψε να υφίσταται και καμία πρόθεση δεν υπήρχε από την πλευρά της να το ακολουθήσει στον νέο ρόλο που καλούταν από τα πράγματα να αναλάβει. Παρόλα αυτά τα ΕΓ είχαν μεγάλη εμβέλεια και λαϊκή απήχηση και αυτό οφειλόταν στη δυναμική που εξακολουθούσε να έχει το εαμικό κίνημα, καθώς αναδεικνυόταν σε νέο ιστορικό πρωταγωνιστή, στον ευρύτατο κύκλο συνεργατών του και στην πλούσια, και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ύλη του, που περιλάμβανε και ένα πλήθος από πρωτότυπες συνεργασίες, καθώς και μεταφράσεις ξένης λογοτεχνίας και άρθρα αισθητικού περιεχομένου.
Συνεργάτες του περιοδικού ήταν η αφρόκρεμα της εαμικής διανόησης όπως οι Φοίβος Ανωγειανάκης, Γιώργος Βαλέτας, Σπύρος Βασιλείου, Νικηφόρος Βρεττάκος, Θράσος Καστανάκης, Λέων Κουκούλας (καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου την περίοδο 1936-1947), Γιώργης Λαμπρινός, Ασημάκης Πανσέληνος, Βασίλης Ρώτας, Άγγελος Σικελιανός, Μ. Αυγέρης, Τ. Βουρνάς, Γ. Ρίτσος, Έλλη Αλεξίου, Ρόζα Ιμβριώτη, Γιάννης Ιμβριώτης, Θέμος Κορνάρος, Γιώργος Κοτζιούλας, Νίκος Παππάς, Μέλπω Αξιώτη, Σωτήρης Πατατζής, Στρατής Τσίρκας, Μενέλαος Λουντέμης, Νίκος Παππάς, Ρίτα Μπούμη Παππά, οι νεώτεροι Μανώλης Αναγνωστάκης και Γιάννης Δάλλας, από τον κύκλο του Γαλλικού Ινστιτούτου οι Ροζέ Μιλλιέξ και Οκτάβ Μερλιέ, αλλά και ο πρώην υπερρεαλιστής και στη συνέχεια κομμουνιστής ποιητής Πωλ Ελυάρ. Σε συνεργασία με το Γαλλικό Ινστιτούτο το περιοδικό ουσιαστικά οργάνωσε επίσκεψη του Ελυάρ στην Αθήνα τον Ιούνιο του 1946, που προκάλεσε τα οργισμένα σχόλια της συντηρητικής διανόησης.
Το περιοδικό συγκέντρωνε ένα σημαντικό αριθμό συνεργατών από την πρώτη μεταπολεμική γενιά, που είχαν ενστερνιστεί την κομμουνιστική ιδεολογία ορισμένοι από τους οποίους έκαναν την πρώτη εμφάνισή τους σ' αυτό και συγκεκριμένα οι Μιχάλης Κατσαρός, Κώστας Κουλουφάκος, Τάσος Λειβαδίτης στην ποίηση, Βασίλης Λούλης, Σωτήρης Πατατζής και Δημήτρης Χατζής στην πεζογραφία. Στη συσπείρωση των λογοτεχνών αυτής της γενιάς καθοριστικός φαίνεται να ήταν ο ρόλος του Γιάννη Ρίτσου, που οργάνωνε μαζί τους περιπάτους για συζητήσεις.
Στα Ε.Γ. έγινε επίσης η προδημοσίευση αποσπασμάτων από λογοτεχνικά έργα που έβαλαν τη σφραγίδα τους στη νεοελληνική λογοτεχνία, όπως από το θεατρικό "Άτταλος ο Γ'" του Κ. Βάρναλη, τη συλλογή του Δ. Βουτυρά "Μέρες μαύρης δουλείας", το "Οι άνθρωποι που φέραν την καταχνιά" του Μ. Λουντέμη, το μυθιστόρημα "Μεθυσμένη Πολιτεία" του Σ. Πατατζή, τη "Ρωμιοσύνη" του Γ. Ρίτσου, την τραγωδία "Ο θάνατος του Διγενή" του Α. Σικελιανού, τη νουβέλα "το Σπίτι" της Μ. Αξιώτη, το μυθιστόρημα "Σπασμένα φτερά" του Δ. Χατζή κ.ά.
Το πιο σημαντικό είναι ότι παρά τους κινδύνους που μέσα στο ζοφερό κλίμα της τρομοκρατίας και των ανελέητων διώξεων συνεπαγόταν η συμμετοχή στο περιοδικό, οι περισσότεροι συνεργάτες του έμειναν σταθεροί μέχρι το τελευταίο τεύχος του, στέλνοντας κείμενα ακόμη και από τους τόπους εξορίας, ενώ ο Γιάννης Ρίτσος και ο Κώστας Βάρναλης το στήριξαν προδημοσιεύοντας έργα τους πριν να υποστούν την τελική τους επεξεργασία.
Μαζί με τις αναμφισβήτητες επιτυχίες της παρέμβασης των κομμουνιστών στο λογοτεχνικό πεδίο, στο περιοδικό Ε.Γ. αποτυπώνονται και ιδεολογικές συγχύσεις, που αντανακλούν τις αδυναμίες στη στρατηγική του ΚΚΕ, διαμορφωμένη βέβαια στο πλαίσιο του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος.
Χωρίς να έχει κανείς υπόψη του όλη τη λογοτεχνία της περιόδου, δεν είναι δύσκολο να διαπιστώσει μέσα π.χ. από τα αντάρτικα τραγούδια ότι η καταφυγή στην εθνικοαπελευθερωτική αστική επανάσταση του 1821, τους αγωνιστές της, το πολιτισμικό και λογοτεχνικό της εποικοδόμημα διαπερνά όλη την πνευματική δημιουργία της περιόδου. Ποιήματα και θεατρικά π.χ. του Ρώτα, του Κοτζιούλα, κατακλύζονται από το σύμβολο του '21 (υπάρχει και σχετική εμπεριστατωμένη εισήγηση για το θέμα αυτό) ενώ συχνά ο ποιητικός λόγος μιμείται το ύφος του παραδοσιακού δημοτικού τραγουδιού. Στο δε περιοδικό "Ελεύθερα Γράμματα" γίνεται κατάχρηση της φιλολογίας του '21 ή για το '21, μέσα από κείμενα του Κοραή, του Μακρυγιάννη, του Ρήγα, ακόμα και του Κωλέττη, άρθρα για τον Καποδίστρια, για τον Κολοκοτρώνη, τον Μπάιρον, ποιήματα του Σολωμού και του Κάλβου, δημοτικά τραγούδια και άλλα. Το 1945 το περιοδικό είχε καθιερώσει και μόνιμη σελίδα για το '21.
Από μόνο του αυτό το στοιχείο δεν είναι επιλήψιμο. Το αντίθετο. Εξυπηρετεί τη σύνδεση της λογοτεχνίας με τη λαϊκή μνήμη και την πολιτισμική παράδοση. Προσδίδει ένα στοιχείο λαϊκότητας στην τέχνη, όπως και τα σύμβολα της Παναγιάς και του Χριστού, που τόσο αξιοποιήθηκαν από τους μεγαλύτερούς μας λογοτέχνες όπως ο Κώστας Βάρναλης. Στην κατοχή μάλιστα ήταν ένας τρόπος για να αποφεύγεται η λογοκρισία. Όταν οι Γερμανοί το αντιλήφθηκαν, έφτασαν μέχρι και τις φορεσιές του '21 να απαγορεύουν. Το πρόβλημα ξεκινά από τη στιγμή που το Κομμουνιστικό Κόμμα και η πάλη του αναγορεύονται σε συνεχιστές της αστικής εθνικοαπελευθερωτικής επανάστασης του 1821. Γιατί από τη φύση του το Κόμμα της εργατικής τάξης δεν είναι δυνατό να γίνει συνεχιστής μιας αστικής επανάστασης, να παλεύει δηλαδή για να εδραιώσει την εξουσία της αστικής τάξης που είναι εχθρική πλέον προς τα συμφέροντα της εργατικής τάξης που εκφράζει. Μπορεί να γίνει συνεχιστής μόνο με την έννοια ότι ως ηγετική δύναμη στον αγώνα για την ανατροπή της αστικής εξουσίας, συνεχίζει την ταξική πάλη για τη διαδοχή των κοινωνικοοικονομικών συστημάτων. Στη μεταδεκεμβριανή περίοδο η έννοια της ολοκλήρωσης των σκοπών του '21 που προδόθηκαν, σύμφωνα με τις τότε επεξεργασίες του κόμματος, από την αστική τάξη, κάνει συχνά την εμφάνισή της στο περιοδικό "Ελεύθερα Γράμματα". Σε άρθρα δε του περιοδικού παρουσιάζεται η αντίφαση από τη μια να αναγνωρίζεται ο ταξικός χαρακτήρας των Δεκεμβριανών και από την άλλη να θεωρούνται συνέχεια της επανάστασης του '21 που ήρθαν να την ολοκληρώσουν.
Γίνεται έτσι φανερό ότι η υπερπροβολή του 1821 την περίοδο μετά την απελευθέρωση σχετίζεται με τη στρατηγική του ΚΚΕ που προϋπήρχε (από το 1934) και επιβεβαιώθηκε στο 7ο συνέδριο του Κόμματος τον Οκτώβρη του 1945, σύμφωνα με τις αποφάσεις του οποίου πριν τον σοσιαλισμό θα πρέπει να υπάρξει ένα αστικοδημοκρατικό στάδιο. Γενικότερα οι αντιφάσεις που παρουσιάζει η εαμική λογοτεχνία της περιόδου (ορισμένοι λογοτέχνες να προβάλουν τις ταξικές αντιθέσεις και ακόμη λιγότεροι το σοσιαλιστικό ιδανικό και άλλοι καθόλου) αντλούν την καταγωγή τους από την ταλάντευση του Κόμματος για τον χαρακτήρα της πάλης που διεξάγει, αν είναι ταξικός ή αντιφασιστικός – εθνικοαπελευθερωτικός από τη νέα κατοχή των Εγγλέζων και στη συνέχεια των Αμερικανών με αφετηρία την προβληματική στρατηγική του. Τόσο ο Δεκέμβρης του 1944 όσο και το ξεκίνημα του αγώνα του ΔΣΕ ήταν μια μάχη κυρίως άμυνας απέναντι στην αστική επιθετικότητα και την πίεση για ολοσχερή συμβιβασμό. "Τον Δεκέμβρη δεν ανάψαμε φωτιές" λέει για τα Δεκεμβριανά στο εξαιρετικό ποίημά του "Οδομαχίες" ένας σχετικά άγνωστος ποιητής, ο Τέος Σαλαπασίδης. Στην πραγματικότητα θα έπρεπε να έχουμε ανάψει, πριν η αστική κυβέρνηση προλάβει να επιστρέψει και να εγκατασταθεί.
Αντίθετα η αστική λογοτεχνία, όπου επίσης αξιοποιείται το σύμβολο του 1821 φαίνεται να είναι προσανατολισμένη χωρίς ταλάντευση στη δικαίωση της αστικής τάξης μέσα από την επανάσταση των προγόνων της. Αυτό είναι ένα ωραίο θέμα για περεταίρω μελέτη.
Έχει ειπωθεί από μελετητές της λογοτεχνίας ότι η περίοδος αυτή δεν έδωσε νέα μορφολογικά στοιχεία στη λογοτεχνία. Αυτό δεν είναι αλήθεια. Στα ποιήματα του Γκάτσου και του Εγγονόπουλου που προαναφέρθηκαν, όπως και στα ποιήματα του Ρίτσου και του Βρεττάκου παρατηρείται μια σύνθεση λαϊκοπαραδοσιακών και υπερρεαλιστικών στοιχείων. Είναι η περίοδος που οι ποιητές αναζητούν μέσα από πειραματισμούς μια σύγχρονη ταυτότητα για την ελληνική ποίηση συνδεμένη με την καταγωγή της. Η εκπρόσωποι της γενιάς του '30 έθεταν τον στόχο να προβληθεί ισότιμα και με τα δικά της χαρακτηριστικά η ελληνική ποίηση στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Οι δύο κομμουνιστές ποιητές, που ανάμεσα στους πρώτους είχαν εισαγάγει υπερρεαλιστικά στοιχεία στην ποίησή τους από την περίοδο του μεσοπολέμου επιδίωκαν να προσδώσουν λαϊκότητα στην ποίησή τους, Την περίοδο εκείνη γράφει και ο Νίκος Καββαδίας, γραμματέας του ΕΑΜ λογοτεχνών μετά τη σύλληψη του Θέμου Κορνάρου.
Παρά τα όποια προβλήματά της όλη αυτή η πυρετώδης λογοτεχνική και ιδεολογική δραστηριότητα των λογοτεχνών που συγκεντρώνονταν γύρω από τα Ε.Γ. δεν μπορούσε να μην προκαλέσει την αντίδραση του αστικού κράτους και του εγγλέζικου παράγοντα. Στα χρόνια του εμφυλίου ο διευθυντής της "Νέας Εστίας" Πέτρος Χάρης και η "Καθημερινή" αναλαμβάνουν το εθνικό χρέος να διασώσουν την "ελευθερία του πνεύματος" από την "ερυθράν απειλή". Με ένα μπαράζ δημοσιευμάτων τονώνεται και γίνεται δριμύτερη η επίθεση για την αποϊδεολογικοποίηση και απολιτικοποίηση της τέχνης, που σε συνδυασμό με την καθοδηγημένη από την αστική εξουσία διάσπαση της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών η οποία ελεγχόταν από το ΕΑΜ και τη δημιουργία μιας νέας κυβερνητικής εταιρίας καταλήγει στο να επιβληθεί απώλεια της ιδιότητας του λογοτέχνη, για όποιον το έργο του έχει πολιτικό και ιδεολογικό χαρακτήρα. Ήταν ένα μέτρο οικονομικής και ηθικής εξόντωσης των εαμικών λογοτεχνών, αφού τους αφαιρούσε κάθε πηγή βιοπορισμού και κάθε δικαίωμα πρόσβασης στις όποιες ενισχύσεις προβλέπονταν για τους λογοτέχνες, ενώ ταυτόχρονα είχαν απολυθεί και από τις δουλειές τους.
Το ίδιο διάστημα οι σύντροφοί τους στα ψηλά βουνά με το αυτί στυλωμένο για το ύπουλο σύρσιμο των θάμνων έγραφαν με χέρια ξυλιασμένα από την παγωνιά και το χιόνι, που τα ζέσταιναν οι ριπές των πυροβόλων, κι οι εκρήξεις όλμων. Βιάζονταν να παραδώσουν στην ώρα τους τα γραπτά τους στα τυπογραφεία του βουνού, γιατί οι άλλοι μαχητές τα περίμεναν ανυπόμονα. Πέντε χιλιάδες αντίτυπα ήταν οι κυκλοφορία των βιβλίων στον ΔΣΕ.
Και οι άλλοι, ψυχές στον βράχο της Μακρονήσου καρφωμένες με εφτά καρφιά, που βουτούσαν την πένα στο αίμα τους για να παραδώσουν ποιήματα – μνημεία μιας άνισης μάχης με τον θάνατο, για να κρατηθεί άσβηστη η φλόγα την πρωτοπόρων ιδανικών της ανθρωπότητας. Ανάμεσά τους λάμπουν επικαιρικά κι αιώνια τα "Μακρονησιώτικα" του Γιάννη Ρίτσου, μ’ εκείνη τη βαθιά συνείδηση του χρέους προς το μέλλον: Με τις μεγάλες πέτρες στον ώμο… μεγάλες πολιτείες θα κτίσουμε μητέρα, μην πικραίνεσαι.
Ίσως όλα αυτά να σας φαίνονται παραμύθια μελό, γιατί στις μέρες μας είναι ασύλληπτα από τον νου. Τι άνθρωποι νά' ταν αυτοί; Όμως ναι, υπήρχαν λογοτέχνες που προτεραιότητα δεν είχαν το δικό τους, το έξω από χρόνο και τόπο, μεγάλο έργο, αλλά τα έργα της μεγάλης των τάξεων πάλης. Υπήρχαν λογοτέχνες που δεν ήξεραν τον ύπνο, που γύριζαν από σπίτι σε σπίτι με αντάλλαγμα τη ζωή τους για να δυναμώσει το ΕΑΜ λογοτεχνών, λογοτέχνες που ξενυχτούσαν μεταφράζοντας με το ένα αυτί στο ραδιόφωνο και το άλλο στα βήματα έξω από την πόρτα, που αγωνιούσαν γράφοντας στα παράνομα τυπογραφεία μην έρθουν και τους μπλοκάρουν, με τα σπίρτα στο προσκέφαλο και οινόπνευμα στη λεκάνη να προλάβουν να κάψουν τα χαρτιά τους, λογοτέχνες που έγραφαν τα έργα τους σε λινατσόπανα μέσα στη φυλακή καρτερώντας τον θάνατο. Κι άλλοι ξενιτεμένοι σε χώρες αφιλόξενες, φυλακισμένοι μελλοθάνατοι που έγραψαν το τελευταίο τραγούδι τους μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα όπως ο 19χρονος ποιητής Κώστας Γιαννόπουλος.
Όλοι αυτοί ένοιωθαν ότι δεν τα κατάφεραν να εκφράσουν με τα λόγια τους, τη θύελλα των γεγονότων, ότι η ζωή έγραφε καλύτερη ποίηση από τη δική τους. Μα δεν είχαν δίκιο. Η προσφορά τους στην ανάπτυξη και την αντοχή του λαϊκού κινήματος εκείνα τα χρόνια ήταν ανεκτίμητη. Απόδειξη είναι τα πόσα μέτρα αναγκάστηκε να πάρει η αστική τάξη για να παραδώσει την τέχνη καθαρή και αμόλυντη από το μικρόβιο της κομμουνιστικής ιδεολογίας.
Και δεν τα κατάφερε. Το μικρόβιο το κουβαλάει ως τις μέρες μας. Γιατί έβαλε κι αυτή τα δυνατά της για να μείνουμε όρθιοι μέσα στην κοσμοχαλασιά της αντεπανάστασης.
Τα χρόνια της θύελλας θα ξανάρθουν, κανείς δεν μπορεί να σταματήσει τη ζωή. Και πρέπει διδαγμένους από τις νίκες και τις ήττες μας, να μας βρουν πανέτοιμους να συνεχίσουμε και να ολοκληρώσουμε την επανάσταση, που δεν πρόλαβε να γίνει.
Με αυτά τα λίγα... παραδίνω το μικρόφωνο στους άξιους ομιλητές μας, που τους ευχαριστούμε εγκάρδια για την τιμή που μας έκαναν να ανταποκριθούν στην πρόσκλησή μας γι' αυτό το συνέδριο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.