Δεκέμβρης 1944 (17)

Ο Φιντέλ θα ζει παντοτινά. Ο Φιντέλ είναι αθάνατος

Έφοδος στις Μονκάδες τ’ Ουρανού!: Fidel vivirá para siempre! Fidel es inmortal! - Ο Φιντέλ θα ζει παντοτινά! Ο Φιντέλ είναι αθάνατος!
Φιδέλ: Ένα σύγγραμμα περί ηθικής και δυο μεγάλα αρχίδια στην υπηρεσία της ανθρωπότητας (Ντανιέλ Τσαβαρία)
* Φιντέλ: Αυτός που τους σκλάβους ανύψωσε στην κορφή της μυρτιάς και της δάφνης
* Πάμπλο Νερούδα: Φιντέλ, Φιντέλ, οι λαοί σ’ ευγνωμονούνε * Νικολάς Γκιγιέν: Φιντέλ, καλημέρα! (3 ποιήματα)
* Ντανιέλ Τσαβαρία: Η Μεγάλη Κουβανική Επανάσταση και τα Ουτοπικά Αρχίδια του Φιδέλ * Ντανιέλ Τσαβαρία: Ο ενεργειακός βαμπιρισμός του Φιδέλ * Ραούλ Τόρες: Καλπάζοντας με τον Φιντέλ − Τραγούδι μεταφρασμένο - Video * Χουάν Χέλμαν: Φιντέλ, το άλογο (video)


Κάρλος Πουέμπλα - Τρία τραγούδια μεταφρασμένα που συνάδουν με τη μελωδία:
* Και τους πρόφτασε ο Φιντέλ (Y en eso llego Fidel) − 4 Video − Aπαγγελία Νερούδα * Δεν έχεις πεθάνει Καμίλο (Canto A Camilo) * Ως τη νίκη Κομαντάντε (Hasta siempre Comandante)
* Τα φρούρια του ιμπεριαλισμού δεν είναι απόρθητα: Μικρή ιστορική αναδρομή στη νικηφόρα Κουβανική Επανάσταση και μέχρι τις μέρες μας ‒ Με αφορμή τα 88α γενέθλια του Φιντέλ ‒ Εκλογικό σύστημα & Εκλογές - Ασφάλεια - Εκπαίδευση - Υγεία (88 ΦΩΤΟ) * Φιντέλ

Μπάμπης Ζαφειράτος: Άδεντρες Πλατείες (Η συλλογή - Γνώμες)


Αθήνα 2013


______________________________________________________________

Ο Μπ. Ζαφειράτος διά χειρός Ανδρέα Ζαφειράτου (2012)
Αθήνα, 1949.
Το 1977 παρουσιάζει ποιήματά του στο Καλλιτεχνικό Πνευματικό Κέντρο ΩΡΑ του Ασαντούρ Μπαχαριάν.
Δημοσιεύει στα Νέα και στα περιοδικά Τομές και Τραμ.
Μέλος της Θεατρικής Ομάδας Χολαργού (1980-1989), γράφει επιθεωρήσεις και το σπονδυλωτό έργο Είδωλα, σκηνοθετεί, σκηνογραφεί και παίζει. Ταυτόχρονα αρθρογραφεί στον τοπικό τύπο.
Στίχους του μελοποιεί ο Πάνος Τσαπάρας, για το δίσκο Homo Socialis και για προσωπικό δίσκο του Δημήτρη Ψαριανού (1986).
Το 1991 συνυπογράφει το σενάριο και διαβάζει κείμενά του στη μικρού μήκους ταινία Κασκαντέρ, του πρόωρα χαμένου συγγραφέα Παντελή Πασχαλίδη και μαζί μεταφράζουν Μπομπ Ντύλαν για αφιέρωμα της ΝΕΤ. (Για Π.Π. βλ. και από Μποτίλια).
Ιδέες του εικονογραφεί ο Ανδρέας Ζαφειράτος (Φεστιβάλ Κόμικς Βαβέλ, 1997, ’98, ’99).
Οικονομικός αναλυτής σε μεγάλη πετρελαϊκή εταιρεία (1977-2009) γράφει και εκδίδει το συνδικαλιστικό (και όχι μόνο) έντυπο Παλμός.
Επιμελήθηκε βιβλία των εκδόσεων Δίαυλος και κατασκεύασε ιστοσελίδες με δουλειά του και με τα έργα του Ανδρέα Ζαφειράτου.
Από το 2013, στις Άδεντρες Πλατείες (Δίαυλος) βρίσκονται εκτεθειμένα τα ποιήματά του μιας 30ετίας.
Εικόνα εξωφύλλου και σκίτσο:
Ανδρέας Ζαφειράτος (Βλέπε από Μποτίλια)

*
Το 2016 μεταφράζει, προλογίζει και σχολιάζει με 13 σχέδιά του την ποίηση του εθνικού ποιητή της Κούβας Νικολάς Γκιγιέν, στο βιβλίο: Αηδόνια Και Μπαζούκας, 4 ποιήματα για το Τσε – 7 για την Επανάσταση (New Star).
Μετέφρασε την εμβληματική συλλογή του Νικολάς Γκιγιέν, El Gran Zoo Ο Μεγάλος Ζωολογικός Κήπος (εκδόσεις ΚΨΜ) [πρώτη μετάφραση από τον Γιάννη Ρίτσο το 1966]. 
Ετοιμάζει επίσης μια ανθολογία του μεγάλου Κουβανού. (Μια πρώτη εικόνα του Κήπου μπορείτε να πάρετε από εδώ ή Γκιγιέν −πολλοί τίτλοι− για άλλα του ποιήματα).
Έχει μεταφράσει επίσης: ποιήματα του Ε. Α. Πόε· ποιήματα για τον Τσε των: Μάριο Μπενεδέτι, Χούλιο Κορτάσαρ, Ρόκε Δάλτον, Πάμπλο Νερούδα, Πάμπλο δελ Σέρο και άλλων· για τον Φιντέλ, ποιήματα των Αρτούρο Κορκουέρα, Χουάν Χέλμαν, Τσε και τραγούδια των Κάρλος Πουέμπλα, Σίλβιο Ροδρίγες, Ραούλ Τόρες· τραγούδια των Μπομπ Ντύλαν (καταπιάστηκε ξανά μετά το 1991) Γούντι Γκάθρι· μερικά σονέτα του Σαίξπηρ.
Έχει μεταφράσει τη συλλογή Επικό Τραγούδι του Πάμπλο Νερούδα, με 43 ποιήματα γραμμένα κυρίως για την Κουβανική Επανάσταση.
Από το 2008 εμφιαλώνει καθημερινά Μποτίλιες Στον Άνεμο, για ναυαγούς που θέλουν να κολυμπήσουν, με κείμενα, σχέδιά του (πρόσωπα) και μεγάλο μέρος των μεταφρασμάτων του, εκτοξεύοντας τακτικά με... Κατιούσα, κάποτε και από Κινηματογραφική Λέσχη Καισαριανής «Σκοπευτήριο».

Όλα εδώ:

*

Α΄ Έκδοση, Απρ. 2018
Το βιβλίο, εκτός της συλλογής, περιλαμβάνει: εισαγωγή στο έργο του Γκιγιέν, με μια ανθολόγηση 39 ακόμη ποιημάτων από το σύνολο του έργου του, σημειώσεις, σχόλια για τη μετάφραση με πραγματολογικά - ιστορικά στοιχεία για τα ποιήματα, τα πρόσωπα και την εποχή τους, 3 σχέδια - πορτρέτα (δύο του Γκιγιέν και ένα του Ρίτσου) δια χειρός Μπ. Ζ., καθώς και 10 αμφίσημα σχέδια των ζώων του Κήπου, φιλοτεχνημένα από τον Ανδρέα Ζαφειράτο, και ένα πλήρες ευρετήριο ονομάτων.
Βλέπε περιεχόμενα από βιβλιοπωλείο Πολιτεία


*

Β΄ Έκδοση, Ιούλ. 2018 (Α΄Απρ. 2016)
Πολιτεία

*

_______________________________________________________





***


Για τις Άδεντρες Πλατείες

*

Ηλεκτρονικό περιοδικό Ποιείν, Η κρίση της ποίησης

Γράφει ο Γιώργος Μαρκόπουλος, 1 Ιουλίου 2013


Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό νέο επίπεδο, τεύχος 4, Μάιος 2013

*

Ασημίνα Ξηρογιάννη: Με το βλέμμα στην ύπαρξη (15/6/2013)

Ηλεκτρονικό περιοδικό varelaki (15 Ιουν. 2013)

*

Η ανάγνωση του Γιώργου Βέη στο περιοδικό

Τα Ποιητικτα (Τεύχος 11, Σεπ. 2013)
*

Άδεντρες  Πλατείες

Ηλεκτρονικό περιοδικό akamas (5 Αυγ. 2013)

(Στο τέλος τα κείμενα και οι παραπομπές τους)

***

Η παρουσίαση από τις Εκδόσεις Δίαυλος
Οι Άδεντρες Πλατείες καλύπτουν τριάντα τρία χρόνια και αναπτύσσονται σε εννιά (9) ενότητες.
Είναι μια διαδρομή από την έρημη εποχή της χούντας, με την έκρηξη της Νομικής και του Πολυτεχνείου (Τα Πουλιά, 1972, Από Τη Ζωή Των Αγαλμάτων, 1973-74) μέχρι τα ρημαγμένα τοπία του καιρού μας (Ο Θάνατος Κοιτάζει Με Τα Μάτια Μας, 2001-05). Από τις άγονες μέρες του στρατού (Άσματα Για Τους Ταξιδιώτες Των Τρένων, 1974-76) ως τις ακατοίκητες νύχτες του μετέπειτα βίου μας (Σε Κοινή Θέα, 1978-80, Οι Λέξεις, 1982).
Στις ενδιάμεσες στάσεις (Μικρή Εβδομάδα, 1977, Με Δυο Φεγγάρια, 1983-85, Τυφλός Προσκυνητής, 1985-87), 34 ερωτικά μικρά ποιήματα και χαϊκού φωτίζουν τις αθέατες ρωγμές μας και τα κρυφά της νιότης μας σημάδια που μας κρατάνε ζωντανούς.
Η ποίηση του Ζαφειράτου (ο οποίος ανήκει ουσιαστικά στη γενιά του 70) λιτή, χαμηλόφωνη και τρυφερή είναι στο σύνολό της βαθιά ερωτική, ακόμα και στα με σαφές πολιτικό περιεχόμενο ποιήματα.
Είτε όταν στους πρώτους στίχους της συλλογής αναζητά την ερμητικά κλεισμένη στη σιωπή ελευθερία, είτε όταν λίγο μετά κουβεντιάζει με τον καπετάνιο Άρη, είτε όταν στο τέλος μένει στη μονότονη καθημερινότητα, με τα χέρια της
να οσμίζονται
τα δάκρυα του λαγού
πίσω απ τους θάμνους.
Είτε ακόμα και όταν, τριάντα χρόνια αργότερα, σε μια αθέατη ζωή με το θάνατο θέαμα, βλέπει το φεγγάρι του Ιράκ να χαϊδεύει με παράπονο το σχήμα της ερήμου. Κι εμείς, σαν την Ξυλόσομπα στο ομότιτλο ποίημα,
Ό,τι γλυτώσει απ τη φωτιά
το καίμε μέσα μας
τις χιονισμένες ώρες ενός χρόνου.
O Μανόλης Αναγνωστάκης έλεγε: Δεν μπορεί να είναι κανείς ερωτικός ποιητής ξεχνώντας το πολιτικό πλαίσιο εκείνης της εποχής.
Της κάθε εποχής, θα συμπληρώναμε. Προσθέτοντας ακόμα ότι δεν μπορεί να μην συμβαίνει και το αντίθετο. Και τότε, οι Άδεντρες Πλατείες της ζωής μας, όπως στο λιτό εξώφυλλο με την εικόνα του Ανδρέα Ζαφειράτου, ίσως βλαστήσουν.

ΔΕΙΓΜΑ ΓΡΑΦΗΣ
ΣΚΙΕΣ

Στα κοιλώματα της νύχτας
κουλουριασμένες σε χαρτόκουτα
-δωμάτια που περίσσεψαν
απ τις συσκευασμένες μας ανέσεις.
Στα φανάρια των δρόμων
-πράσινο της απόγνωσης
και της ελπίδας κόκκινο.
Στους προσφυγικούς καταυλισμούς
-πίσω απ τη λάμψη ενός βεγγαλικού.
Θρηνούν αδάκρυτες.
Ανοίγουνε ολημερίς
στον ύπνο μας λαγούμια.
Αλήθεια, πόσο γρήγορα γεμίζουμε
τους αφιλόξενους διαδρόμους της Ευρώπης.

ΞΥΛΟΣΟΜΠΑ

Γυμνά τοπία
όλως διόλου απρόσιτα
στη χειμωνιάτικη ομίχλη.
Οι επαρχιακοί σταθμοί
αλλάζουν ουρανό
βαθιά χωμένοι μες στη λάσπη.
Ό,τι σωθεί απ την πλημμύρα
ξοδεύεται στους τέσσερεις ανέμους.
Ό,τι γλυτώσει απ τη φωτιά
το καίμε μέσα μας
τις χιονισμένες ώρες ενός χρόνου.
*
 
________









ΑΔΕΝΤΡΕΣ ΠΛΑΤΕΙΕΣ





Στην Αγγελική
Στον Αντρέα
Για την αγάπη τους






Τα Πουλια
(1972)

I
Πάει ο καιρός που σε περίμενα.
Έμεινε μακρινός σταθμός
κι οι ώρες σου
βαγόνια βιαστικά που δεν σταμάτησαν.

Αναζητώ τα μάτια σου.

Μα όταν κοιτάξεις στα δικά μου
θα βρεις
δυο αδειανά κελιά.


II
Η προσμονή σημάδεψε τα λόγια μας.

Τα δέντρα γύρω με σπασμένες τις φτερούγες.

Στο τελευταίο σου καταφύγιο
σκάβαν επίμονα τους τοίχους τα μερμήγκια.

Τι χρώμα έχει ο άνεμος; Με ρώτησες.


III
Σκόνη παντού.

Εσύ πιασμένη απ’ τα μαλλιά μου
κάθε που βγαίναμε στο δρόμο.

Κι αυτή η χρονιά
κι αυτή η χρονιά
δεν λέει ακόμα να τελειώσει.


IV
Μέρες χύνοντας άστρα και πουλιά.
Πέτρες και κρύσταλλο λεηλατούν το μεσημέρι.

Κλειστός ο ορίζοντας στο βλέμμα σου
κι οι λέξεις που έβγαιναν βραχνά
σου ξεριζώναν το λαρύγγι.

Πρέπει ν’ αντέξεις έλεγα
στην άκρη του  θανάτου.


V
Από τότε πέρασαν κι άλλες νύχτες
σκληρές
τρίβοντας την ψυχή σου σαν γυαλόχαρτα.

Τότε που μίλησα
κι έπρεπε να μ’ ακούσεις.

Ο ψίθυρός μου όμως δεν σ’ έφτασε ποτέ.


VI
Κάτι που θέλω να σου πω
με χειρονομίες αδέξιες
πασχίζοντας να απομακρύνω
αόρατα ντουβάρια ανάμεσά μας.

Στη μια πλευρά σκοτάδι.
Στην άλλη
ο κόσμος κόπηκε στα δυο.


VII
Χωρίς τα πόδια μου.
Να περπατάω σαν τρελός.

Ξανά ο ουρανός σακατεμένος.

Δαγκώνοντας τα νύχια μου
άκουγα τη βροχή
κι αλύχταγα.

Πιο πέρα ο ήλιος παραμόνευε.




Απο Τη Ζωη Των Αγαλματων
(1973-1974)

Α
Κορμιά από γύψο
εκμαγεία ραγισμένα.
Όλα σημαδεμένα
από τη μνήμη σου.


Β
Χαθήκαμε σε δάση σκοτεινά
που είχαν φωλιάσει κυνηγοί κι αγρίμια.
Στο πέρασμά μας τρόμαζαν τα πουλιά
και τρυφερά τα δέσαμε
στην  ήσυχη καμπύλη μιας στιγμής.


Γ
Αύριο θα με καλείς να σε αναστήσω
πόλη με τις εφτά πληγές.
Θα κείτομαι νεκρός στους σκουπιδότοπους.
Η γη –θα πεις– σε πρόσμενε
να φτάσεις ως τους πόλους της
κι εσύ ναυάγησες
στην άβυσσο του ισημερινού σου.


Δ
Κάτω απ’ τη φλούδα του ουρανού
ερμητικά κλεισμένη στη σιωπή
έστρεφες έρημη το πρόσωπο.
Μαντατοφόρους έστειλα.
O αρμοστής τούς πήρε τα γραμμένα.
Και τους σκότωσε.


Ε
Πήγαν βαθιά στo χρόνο και τους έθαψαν.
Τρελοί και χόρεψαν
με ματωμένα ρούχα,
με βρισιές.
Όταν ζητούσες να σταθώ
έφυγα κατά τη θάλασσα
με δυο φτερά κρυμμένα στα πλευρά μου.
Οι πόρτες μπάζοντας αέρα και νερό.


ΣΤ
Οι μέρες μου θα χαμηλώσουν ως τη γύμνια σου.
Και με κρατούσες.
Τα θρύψαλα μαζεύοντας
μπροστά σου
μέτρησα νύχτες και νύχτες.
Κλεισμένος σε ένα τρίγωνο ισόπλευρο.


Ζ
Πώς έγινε και βρέθηκα
μακριά απ’ της φυλακής σου τα σινιάλα.
Πρόδωσα φίλους
τη στάχτη άφησα εντός μου να σταλάξει.
Αν θα μ’ ακούσεις
είναι που θα μιλάω με τους ίσκιους.

Εδώ.
Ποντισμένος κι ακίνητος.
Μια σημαδούρα
στη μέση του φόνου.




Ασματα
Για Τους Ταξιδιωτες Των Τρενων
(1974-1976)


Στον Γιώργο Μαρκόπουλο



Μαθημα Ιστοριας

Σε πλειστόκαινα διαστήματα και μειόκαινα θέρη αιώνων.
Σε σπήλαια του Θιβέτ, της Γης του Πυρός
και των ακτών της Ιάβας
διάγω βίο πρωτόγονο κι άγριο.
Με χαράξεις κι ιδεογράμματα
την πορεία μου σημειώνω στην πέτρα.
Από την εποχή του σιδήρου στο φάιμπεργκλας
συνεχίζω να γράφω στους τοίχους κτηρίων και φυλακών
τα ίδια συνθήματα
τα ίδια αλλόκοτα σύμβολα
ανεικονικών ποιημάτων.



Ποιημα-Σκοινι

Σου στέλνω απόψε αυτό το ποίημα / ενώνοντας τους στίχους
κόμπο / κόμπο. / Από σένα εξαρτάται / διαβάζοντάς το
να ψιθυρίζεις / προσευχές / ή / τεντώνοντάς το / στο κενό / να ακροβατήσεις.



Οπως στα μακρινα φυλακια

Όπως στα μακρινά φυλάκια
επιστρέφοντας τα βράδια οι φαντάροι.

Ήταν τα μάτια σου όμορφα το σούρουπο
κάτω από τη θάλασσα.
Κι εγώ σαν ψάρι κατεβαίνοντας
στις φωτεινές σπηλιές σου με τα βότσαλα.

Όπως στα μακρινά φυλάκια
το άγγιγμά σου ήταν όμορφο.

Με την πλατεία βυζαίνοντας το στέρνο σου.
Με το πλατάνι γέρνοντας στη νύχτα.

Ήπιαμε ούζα ψάχνοντας.

Μετά
οι έφοδοι στις αρτηρίες σου.

Τα χέρια μου
μπλεγμένα
μες στα σύρματα.



«Νεον Αστρον»

Πλασιέδες κατακλύζουν το δωμάτιο
διαβάτες κάνουν βόλτα στο ταβάνι.

Είχα μουσκέψει.

Σε θέση μάχης
πολιορκημένοι
από τους τοίχους και τους δρόμους.

Όπου να στρίψεις
ίδια στενά σε βγάζουν σε στενά.

Στον τέταρτο όροφο.

Με το ιδρωμένο σώμα μου
σανίδι
που
βουλιάζει
μες
στο
σώμα
σου.



Φιναλε

Σαν τις παρτίδες που έχουν λήξει από καιρό
στις φυλακές και στους στρατώνες
μα συνεχίζονται
δίνοντας την ψευδαίσθηση του χρόνου.

Σαν τις παρτίδες που κρίνονται
στο χώρο ενός ασήμαντου τετράγωνου
τα σχέδιά μου ακινητούν
στις συνοικίες των ηττημένων.

Έτσι, με μιαν άγρια υποχώρηση
το τελευταίο
–ελεύθερο ακόμα–
τετράγωνό μου
ναρκοθετώ.



Εξοδος

Έχω καιρό να μάθω νέα σου

Τα λόγια σου τα ξέπλυνε η βροχή
έπειτα απ’ τη φωτιά κι από τα σάπια ξύλα.

Τώρα εκείνοι που άλλαξαν τη φωνή σου με σιωπή
πάνω απ’ το σώμα σου
προσδιορίζουν σημεία και νούμερα.

Εσύ στην πόλη Άλφα μην ενδώσεις.

Μετρώντας τη θητεία σου στο τέρμα
περίμενε τις τρεις τη νύχτα που θα φεύγεις.

Χωρίς εθνόσημο.
Ξεκούμπωτος.
Με τα μπατζάκια εκτός περισφυρίων.

Τις τρεις τη νύχτα που γεννάει τους συνωμότες.



Ημερησια Διαταγη

Στην αρχή ξεκινώ με φύλλα πορείας
περνώ από οίκους ανοχής
και στρατιωτικά νοσοκομεία
μαζεύοντας

σπασμένα μπουκάλια
πατημένες καπότες
επιδέσμους ποτισμένους με αίμα
αποφάγια
σκισμένα χιτώνια.

Κατόπιν στην πλατεία της πόλης
αποδίδω τιμές στους αθώους.

Στο τέλος κηρύσσομαι λιποτάχτης
διασχίζω τα δάση
και αρχίζω την έπαρση
των τυφλών μου τραυμάτων.



Ωδη Στον Αρη
 
                                Μνήμη Παντελή Πασχαλίδη, 1953-2001

Διακόσιες τριάντα μέρες
σπάζοντας δόντια απ’ την τσατσάρα μου
κι η πόλη που σε αρνήθηκε χορτάριασε στις πλάτες σου
και στους κρυψώνες των βουνών.

Διακόσιες τριάντα μέρες
κι η πόλη που βράχνιασε να σε φωνάζει
με αναφορές και προσκλητήρια παίρνει δίωρες άδειες
με την καρδιά της να χτυπάει
ανάμεσα πλατείας Λαού και Δημαρχείου.

Άκου καμάρι μου.
Ετούτη η πόλη θα τρομάζει από τον αχό του αλόγου σου.

Μη δίνεις το λοιπόν καπίκι για την πάρτη της.

Οι στρατώνες θα φοβούνται μήπως περάσεις έφοδο
και τα Α2 των βάσεων θα σε έχουν καταχωρημένο
στα σιδερένια τους ντουλάπια.

Βέβαια το ξέρω πως βαρέθηκες από τις δικές μου εξόδους
με τις φτηνοταινίες και τα μπουρδέλα.
Το ξέρω πως παραμονεύω σαν γέρος μπανιστηριτζής
μέσα στο δάσος της γενειάδας σου
πως ο Θανάσης Διάκος έχει πετρώσει με κομμένο το σπαθί
πως στον απάνω μαχαλά τρέχουνε τα παιδιά χωρίς σφεντόνες
πως στο ταχυδρομείο πάνε στα κρυφά
μήπως και δούνε τον Θανάση Κλάρα πίσω απ’ τις θυρίδες.

Αλλά μη νοιάζεσαι την πόλη που σε αρνήθηκε
γιατί οι άνθρωποι έχουνε μνήμη άγρια.
Και κλείνονται στα σπίτια τους
ώσπου να μπουν στα όνειρά τους.

229, 228, 227…
Μετρώ τις μέρες μου
στήνω τα μπλόκα μου στους μήνες
με τα φαρδιά οδοφράγματα των ώμων σου
και τους πολλαπλασιασμούς σου με τα φυσεκλίκια.

***
Την επομένη, φτάνοντας με το τρένο των εννιάμισι
σου έλεγα πως στα φυλάκια του Γοργοπόταμου
διηγούνται ιστορίες με αντάρτες
πως τα γεφύρια ακούνε κάτω από τα σκέλια τους
τα ουρλιαχτά της πέστροφας.

Η Οίτη κατεβάζοντας ελάφια στο χακί σου το πηλήκιο
κι η ζώνη του ορίζοντα μύριζε μπαρουτόσκονη.

Κι η πόλη που σε αρνήθηκε
γυρίζει ανάστροφα μη λάχει και σε δει μες στα στενά της.



Του Καστρου

Η πόλη με τους στρατώνες και τους μισθοφόρους
έγινε ίσκιος και σκυλί
όταν ο Διάκος, ο Άρης κι ένας οπλίτης
τσαλαπατούσανε τα τανκς
κι οι αύρες γκρεμίζονταν απ’ τα μαλλιά τους.

Από τις άδειες αποθήκες και τα εργοστάσια
κόσμος ξεχύθηκε πολύς
κι ένα πυκνό γαρμπίλι
ξέσκιζε τις λαμαρίνες.

Όταν ο Ηλίας, ο οδηγός κι ο ταχυδρόμος…

Και πάνω στο κάστρο της πόλης που σε σφάζει
βγαίνουν
ο Διάκος, ο Άρης κι ένας οπλίτης.



Σπουδη Για Επανασταση

Τα τρένα εκκινούν απ’ τον Τρικούπη σέρνοντας
κι είναι γεμάτα μετανάστες, ρουφιάνους
και τουρίστες από το Βλαδιβοστόκ, τα Φάρσαλα
και τη Φρανκφούρτη.

Εξακολουθούν να διέρχονται από σήραγγες, γέφυρες,
τούντρες, ερήμους και στέπες.

Διέπονται από το νόμο «περί παραλλήλων ραγών»
οι οποίες ουδέποτε συναντώνται
όσο και αν προεκταθούν από τη Γουέλς Φάργκο
ως το Λονδίνο, τας Αθήνας και το Σίδνεϋ.

Στο μεταξύ, κλειδούχοι
υπήκοοι στις σημαίες των σταθμών
αποφεύγουν τις συγκρούσεις
φροντίζοντας για την ομαλή διέλευση του υπερσιβηρικού
δια των πόλεων Βανκούβερ – Λαμίας.

Αεί ο θεός γεωμετρεί.

Ώσπου ο Διάκος και ο Βελουχιώτης
τίναξαν στον αέρα
τις γραμμές των παραλλήλων.




Μικρη Εβδομαδα
(1977)

Μέγα κεράσι ώριμο
Που δυο το πιπιλίζουν χείλη

Ανδρέας Εμπειρίκος, Ο σωστός δρόμος


Δευτερα

Παίζουν τα χέρια σου απλησίαστα
σαν παιδικό παιγνίδι με πεντόβολα.
Τρέχουν τα πόδια σου κοντά μου
μες στα χορτάρια της αυλής.

Και παίρνω τη φωνή σου
που άπλωσε το χρώμα της.

Παντού ορμούν περιστρεφόμενα τα χνάρια σου.

Ύστερα πέφτω σε νηνεμία.



Τριτη

Και το γυμνό σου στήθος
ακουμπάει στο μεσημέρι.

Μια μάλλον έκπληξη
που με κινεί
με ήχους από ζάρια και κουδούνια.

Στο σπίτι
που φυλάει
άσπρους πανσέδες
μες στα βάζα του.



Τεταρτη

Στο μέτωπό σου η παλάμη μου
στις παρειές σου
και σε κρατώ.

Εσύ μου δίνεις το σχήμα σου.

Κι εξαργυρώνω
όλες τις μέρες
που με γέλασαν.



Πεμπτη

Εκτός κι αν θέλεις
κάθετες καθαρές γραμμές.
Σημαίες τα μαλλιά σου
ανεμίζοντας.

Τότε μπορείς να πεις ότι σε ξέχασα
πως δεν σε βλέπω καταπρόσωπο.

Το πλάγιο ύφος όμως σου πηγαίνει.
Αυτή η γραμμή, αυτή η γραφή
που ανθίζει απ’ τον ώμο σου
και μου μιλάει τα μεσάνυχτα.

Μπερδεύοντας τα βήματά μου.



Παρασκευη

Κινείται αντίθετα το φως
και μου θυμώνει με τα μάτια σου
που κατεβαίνουν θύτες.

Μ’ έκαναν θύμα σου
θυμάρι μες στη θύελλα.



Σαββατο

Μα υπάρχει ακόμα κάτι.

Που δένει τα κομμάτια μου
να μη διαλυθώ
σαν περπατώ ανίσκιωτος.

Θωπεύοντας το βήμα μου
να μου αλλάζει ύφος.




Σε Κοινη Θεα
(1978-1980)


κι αυτά τα ελάφια που περνούσαν ύπουλα
τη νύχτα
κάτω απ’ την ψυχή μου

Μίλτος Σαχτούρης, Ο Άρχοντας


Μεταφερομεθα

Κάποτε είπαμε να ξενοικιάσουμε
τα σπίτια που μας βάραιναν
και να στοιβάξουμε τα πράγματά μας
–πράγματα λιγοστά αγορασμένα με χίλια παζάρια–
σ’ ένα μικρό φορτηγό
για τ’ άδεια προάστια.

Κάποτε υποσχεθήκαμε να πούμε καινούργια τραγούδια.

Μα κάθε πρωί
ντυνόμαστε το νέο μας δέρμα
ξυριζόμαστε με περισσή επιμέλεια
οπλιζόμαστε με αόρατες λόγχες
και σκορπάμε
σε ρημαγμένα τοπία.



Ρωγμη

Το πλήθος σε διαρκή ετοιμότητα
ενεδρεύει στις στάσεις
στα πεζοδρόμια οδεύει αδηφάγο.

Κινούμαι αδιάκοπα
εκθέτοντας τη ρωγμή μου στην πρόσοψη.

Το σημάδι που προδίδει
τα ετοιμόρροπα σπίτια.



Σαν Το Πουλι

Σ’ αυτή τη γειτονιά μένω παράνομα.

Μα τριγυρνώ χωρίς καθόλου προφυλάξεις
ώσπου να πέσω άδοξα
σε μια άνιση οδομαχία.

Τα σπίτια δείχνουν ακατοίκητα.

Κι εγώ που αρνήθηκα
να κατοικώ στα ξέφωτα
έρχομαι καθημερινά

σπόρους φωτός ραμφίζοντας
στις χαραμάδες της σκεπής σου.



Σταχτες

Σε λίγο τελειώνει η ανάπαυλα
και ξεκινάμε απ’ την αρχή.

Το νέο ξημέρωμα γεμάτο με τις ίδιες υποσχέσεις.

Σαν τους εργένηδες
που γιόρταζαν αποβραδίς
κι αφήνουν
αποτσίγαρα
–τις ξοδεμένες ώρες τους–
σε άηχα δωμάτια
και σε βουβά ξενοδοχεία.



Αναβαλλοντας

Έλεγα να ’φευγα μια μέρα
ήσυχα, όπως φεύγουν τα παιδιά για το σχολείο.
Να ξεκινήσω πριν χαράξει
για να καλύψω την απόσταση.

Ωστόσο μένω.
Σαν τις φωτογραφίες στα συρτάρια μας
γεμάτες τρυφερές αφιερώσεις
προσώπων αγαπημένων
πλην όμως ξεχασμένων από χρόνια.

Έλεγα να ’φευγα
αλλά πώς να στο πω
στο τέλος μένω.

Δίχως πρόφαση.
Σαν τους αυτόχειρες
που έμειναν μετέωροι
την κρίσιμη στιγμή
της τελικής μετοικεσίας.



Σημειο Μηδεν (Ι)

Πιάνει ψιχάλα.
Όπως συχνά συμβαίνει στις αγρύπνιες μας.

Σημείο μηδέν.
Το όριο που διακρίνεται το ίχνος σου
να μου θυμίζει
τη μεγάλη αρτηρία του κορμιού σου.

Και κατεβαίνω
ψάχνοντας τα χείλη σου.

Δεκαοχτώ χιλιόμετρα
μιας γης
γεμάτης γούβες
και ξερόκλαδα.



Σημειο Μηδεν (ΙΙ)

Ψηλώνει ο ήλιος
και ζεσταίνει τα ξερόκλαδα.
Όπως όχι συχνά συμβαίνει στην ψυχή μας.

Σημείο μηδέν.
Το όριο που χάνεται το βλέμμα μου
μέσα στο βλέμμα ενός παιδιού
σαν με κοιτάει
και τρέχει να κρυφτεί
μες στις παλάμες του.

Και ανεβαίνω
ψιθυρίζοντας τα λόγια του.

Δεκαοχτώ χιλιόμετρα
μιας γης
γεμάτης άστρα
και κυκλάμινα.



Εκδημια

Το σούρουπο
κουβαλάει μαζί του
τις τσακισμένες μας αρτηρίες.

Το βλέμμα σου
με την κραυγή του κυνηγημένου πλήθους.

Οι θρόμβοι πολλαπλασιάζονται.

Ο  άρρυθμος καλπασμός
ακούγεται απόμακρος.

Κι η κουρτίνα στο θάλαμο
τραβηγμένη αμετάκλητα
κρύβει την κλίνη σου

αφήνοντας
για πάντα
τη μνήμη μου
ακάλυπτη.



Στους Θαμνους

Τα μάτια μου
εκλιπαρούν τα μάτια σου.

Κι όλο ένα μαύρο σύννεφο
να με τυλίγει καίγοντας τον άνεμο.

Μόνο τα χέρια σου
δυο φωτεινοί σηματοδότες
μες στον κόσμο.

Να οσμίζονται
τα δάκρυα του λαγού
πίσω απ’ τους θάμνους.



Ερημος

Διάλεξα τη δική μου εκδοχή.

Μα κάτι απόμεινε
να μου θυμίζει
νυχτερινά σινιάλα και περάσματα.

Στην κάμαρα η απουσία των ζωντανών
ηχεί παράξενα στους τοίχους.

Και περιμένω μάταια τους νομάδες
να με κρατήσουν τρυφερά
στην επιφάνεια

μέσα σ’ αυτή την απέραντη έρημο
με την κινούμενη άμμο.



Ικεσια

Στη μυστική σχισμή σου εξαφανίζομαι.

Κι η μέρα θα σταθεί σκληρή απέναντί μας
παίρνοντας πίσω
ό,τι μας είχε δώσει να κρατάμε.

Υπάρχει γύρω μας μια γεύση ερημιάς.

Όμως με την ανάσα σου
έρχεται η συννεφιά.

Το δώρο της ανέλπιστης βροχής
στο πρόσωπό μου
κάθε καλοκαίρι.



Ξυλοσομπα

Γυμνά τοπία
όλως διόλου απρόσιτα
στη χειμωνιάτικη ομίχλη.

Οι επαρχιακοί σταθμοί
αλλάζουν ουρανό
βαθιά χωμένοι μες στη λάσπη.

Ό,τι σωθεί απ’ την πλημμύρα
ξοδεύεται στους τέσσερεις ανέμους.

Ό,τι γλυτώσει απ’ τη φωτιά
το καίμε μέσα μας
τις χιονισμένες ώρες ενός χρόνου.




Οι Λεξεις
(1982)

Ι
Σαν πέτρες που τις βγάζεις απ’ τη θάλασσα
γυαλιστερές με χρώματα ανυπότακτα
κι ύστερα γίνονται μουντές.

Σαν πέτρες οι λέξεις.



ΙI
Λέξεις αβέβαιες
τον επιβεβαιώνουν αμείλικτα.

Όταν φωλιάζει σαν ζώο σε λόχμη.
Όταν η αγωνία αποκαλύπτει τη θέση του.

Διψασμένος
καταναλώνει την τελευταία σταγόνα
που πέφτει αδύναμη.

Τη σταγόνα δροσιά
που γίνεται δάκρυ

ανατινάζοντας
αθόρυβα
το τελευταίο του όνειρο.



ΙΙΙ
Λέξεις αυτόνομες
αδιάφορες για την αγωνία του.

Προσπαθεί να τις βάλει σε τάξη
να ακούσει τη μυστική τους γλώσσα
να υποτάξει την κρυμμένη τους δύναμη.

Μα εκείνες θα τσακί-
ζουν το στίχο του
θα δι αλύ ου ν
τη σκέψη του.

Κι ό,τι απομένει
θα στέκεται μέσα του
σαν παλιό
εγκαταλειμμένο
διώροφο.



ΙV
Δύστροπες λέξεις.
Κάνει προσπάθειες απεγνωσμένες.
Ζητάει στέρεα σχήματα.

Ίσως βρεθεί
μια εικονική αφετηρία
και πιθανόν
δυο τρία ίχνη ασαφή να τον ορίσουν.

Έχοντας κατά νου
ότι τα πράγματα μπορεί να πάρουν
διαφορετική τροπή.

Να γίνει ας πούμε
αντικείμενο
μιας ανελέητης ιχνηλασίας.



V
Μαύρο στο άσπρο οι λέξεις του.
Μαύρη κηλίδα στο λευκό
το αίμα που ξεράθηκε στο χιόνι.




Με Δυο Φεγγαρια
(1983-1985)

Ι
Τώρα για πάντα
χρωματιστό χαλίκι
μες στο βυθό σου.


ΙI
Σαν τοκογλύφος
έρχεται η κάθε μέρα
και με ληστεύει.


ΙII
Σκοινί κομμένο.
Στα χίλια κομμάτια του
ούτε μια άκρη.


ΙV
Σπάει η στάμνα
και το νερό κυλάει
σε τρύπιες χούφτες.


V
Γλυκαίνει ο πόνος
καθώς το πρόσωπό σου
μ’ εξουσιάζει.


VΙ
Μένεις γυμνή.
Μπρος στο λιγνό κορμί σου
βουλιάζει ο κόσμος.


VIΙ
Τις μαύρες πέτρες
απ’ τα παλιά καμίνια
χαϊδεύει ο ήλιος.


VIΙΙ
Πίσω απ’ τα δέντρα
με την προβιά του λύκου
σε περιμένω.


ΙX
Κρυφό πηγάδι
εσύ. Κι εγώ στο βάθος
πουλί πνιγμένο.


X
Βότσαλα καίνε
μέσα στις παλάμες μου
τα γόνατά σου.


XI
Άστρο μονάχο
κολυμπά η ζωή μου
στον ουρανό σου.


XΙΙ
Μικρό θηρίο
μες στο λαβύρινθό μου
ο έρωτάς σου.


XΙΙI
Με το κεφάλι
στα πόδια σου ανάμεσα
ξαναγεννιέμαι.


XΙV
Στο μάγουλό σου
συχνά αποξεχνιέμαι
σαν λωτοφάγος.


XV
Κλείνω τα μάτια
φιλώ τα χείλια σου σαν
μελλοθάνατος.


XVΙ
Άνεμος είσαι.
Βάλθηκες πάλι απόψε
να με σκορπίσεις.


XVΙI
Τα στήθη σου είναι
στόχοι που πάλλονται και
με αφοπλίζουν.


XVΙIΙ
Φίδια χορτάτα
κοιμούνται στα μαλλιά σου
τα δάχτυλά μου.


XΙΧ
Απ’ τη φωνή σου
που ανεβαίνει ζεστή
πέφτουν σταγόνες.


XΧ
Διάφανη νύχτα
στο όρος της Αφροδίτης
με δυο φεγγάρια.




Τυφλος Προσκυνητης
(1985-1987)

Ι
Μ’ αρέσει να νιώθω όλα σου τα αρώματα
μ’ αρέσει να δροσίζομαι με όλα τα νερά σου
μ’ αρέσει ν’ ανακαλύπτω τις μυστικές σου διαβάσεις.

Και να αποθέτω
ευλαβικά
στα πόδια σου
τυφλός
την όρασή μου.


ΙI
Αναστατώνεις τα καλούπια μου
κλονίζεις δίχως οίκτο τα θεμέλιά μου
σκάβεις κάθε μαδέρι στη σκεπή μου
κι ακόμα τα φιλιά σου με ραγίζουν.

Οι κάμαρές μου γίνανε χελιδονοφωλιές
τρίζουν θλιμμένα τα πατώματα.

Αγάπη μου
η αγάπη σου
έχει βαλθεί
να με κατεδαφίσει.


ΙII
Είναι καλά εδώ
σέρνω τα δάχτυλα
μεθώ
στο τρυφερό γρασίδι σου.

Κι έπειτα ακολουθώντας τα δρομάκια σου
θα ξεκουράσω το κοπάδι μου
στις σκιερές πλαγιές σου.


ΙV
Κι εκεί που λέω πως έκανα
καινούργια σύμβαση στη νύχτα
μπαίνεις
και ξεσηκώνεις τα σαράκια της.


V
Να γείρω πλάι σου.
Είμαι γυμνός και κουρασμένος.

Άσε να ζήσω μια στιγμή
λίγη από τη θαλπωρή
των χορτασμένων.


VΙ
Βροχή η αγάπη που μου δόθηκε
γεμίζει όλες τις στέρνες μου.

Και πώς ν’ αφήσω
τα πουλιά
να ξεδιψάσουν.


VΙΙ
Περίεργος ήχος μες στο ξύλο μου.
Σαράκι η αγάπη σου
λεηλατεί τη μοναξιά μου.


VΙΙΙ
Τα μάτια σου
–ακόμα επιμένω–
είναι πηγάδια
που όσο και να κλαις
δεν θα στερέψουν.




Ο Θανατος
Κοιταζει Με Τα Ματια Μας
(2001-2005)




Ανοιξεως Τριπτυχο

ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ (Ο άντρας. Με την κοπέλα του σε στάση λεωφορείου. Κι άλλοι πολλοί. Περιμένουν το καμιόνι.)

Ετούτη η άνοιξη δεν μπήκε σαν την Άνοιξη.

Λυγάει ο  τρυφερός της μίσχος.
Τα χρώματά της, καθώς σε ψηλαφίζω με τα χείλη μου, έχουνε γεύση αλλιώτικη, φέρνουν οσμή μελλοθανάτου.

Μου είπες: Φέτος η άνοιξη δεν μπήκε σαν την Άνοιξη.
Μη φεύγεις. Μείνε μαζί μου λίγο ακόμα. Την απουσία σου μετρώ στα δάχτυλά μου. Τα μπράτσα σου στους ώμους μου ζαρκάδια τρομαγμένα.

Μιλούσες. Και τα μάτια σου καθρέφτιζαν τα ξέφτια της ζωής μας.

Ήθελα ν’ αρνηθώ, σου είπα. Το ξέρεις πως πονάω όταν εισβάλλουμε
στα σπίτια τους, όταν τους σπρώχνω με το όπλο να ξαπλώσουνε πρηνείς, όταν παραβιάζουμε τα μύχια του μυαλού τους.

Φοβάμαι.
Φοβάμαι αυτά τα εκτυφλωτικά σκοτάδια του μεσημεριού.


ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ (Το κορίτσι. Εμφανίζεται από το βάθος του δρόμου.)

Ένα λιγνό αεράκι πρόβαλε δειλά, γεμάτο ενοχές. Κι έτρεξε να λουφάξει στα μαλλιά της.

Μου είπες: Ετούτη η άνοιξη λαχανιασμένη ακούγεται,
σε σιδερένιους κάλυκες τα άνθη της,
μπήκε κυνηγημένη απ’ τις ερπύστριες σαρώνοντας στο διάβα της τα ταραγμένα όνειρά μας.
Μη φεύγεις. Πάρε με μαζί σου.
Κάθε φορά που σε κρατώ, στέκομαι έρημος στη μέση του χειμώνα.
Τα δάχτυλά σου, γυμνά καλώδια, μ’ αγγίζουνε βουβά.
Μη φεύγεις μοναχή...

………………………………..…

Μια λάμψη σκόρπισε τη στάση τα κορμιά τους τα κορμιά μας.
Το απόγευμα διαμελισμένο μπρος μας
μικρό κορίτσι
ζωσμένο κατάσαρκα τον πόθο.


ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ (Εμείς.)

Και ναι, μπορούμε –δική μας άλλωστε υπόθεση– να κρύψουμε στις τσέπες μας το φονικό που μας παιδεύει.

Μα είναι αδύνατο να κρύψουμε απ’ τα μάτια μας
αυτούς τους άταφους νεκρούς
που περιφέρονται όρθιοι.

Και μαρτυράνε στη σιωπή τους
πως πλήθυναν οι ζωντανοί
ανάμεσά μας.

Απρίλιος 2001



Σκιες

Ω ψυχή, πουλί που δεν ξέρει
και πετά σε μέρες που επιτρέπεται το κυνήγι.

Γιώργος Μαρκόπουλος, Διαβάσεις Πεζών

Στα κοιλώματα της νύχτας
κουλουριασμένες σε χαρτόκουτα
–δωμάτια που περίσσεψαν
απ’ τις συσκευασμένες μας ανέσεις.

Στα φανάρια των δρόμων
–πράσινο της απόγνωσης
και της ελπίδας κόκκινο.

Στους προσφυγικούς καταυλισμούς
–πίσω απ’ τη λάμψη ενός βεγγαλικού.

Θρηνούν αδάκρυτες.

Ανοίγουνε ολημερίς
στον ύπνο μας λαγούμια.

Αλήθεια, πόσο γρήγορα γεμίζουμε
τους αφιλόξενους διαδρόμους της Ευρώπης.

Μάιος 2002



F-14

Φυσάει δαιμονισμένα απ’ τις τουρμπίνες του θεού.

Και κάτω η ζωή μουγκρίζοντας κι ο θάνατος.

Καθώς ρόδι που σπάει ο ουρανός,
ουράνιο ξερνώντας και σκοτωμένα αστέρια.

Κουτσό σκυλί
κλαίει βυζαίνοντας την πείνα του.
Αγόρι αδέσποτο σκάβει στην τρύπα του
να βρει το κόκκαλο που έκρυψε στην άλλη καταιγίδα.

Κι ένα φλεγόμενο «ήταν»
στον τοίχο, στο ταβάνι, στην κούνια με το κλάμα.

Όταν εκείνο το αλλόκοτο αστέρι στον ορίζοντα...

Ύστερα κατακάθεται η σκόνη των καιρών
μα ωστόσο σκλήρυνε η ψίχα της ψυχής μας.

Κι η ερημιά μας
τα γυάλινα νερά της
στον Αχέροντα αδειάζοντας.

Φεβρουάριος 2003



Πικρο Τραγουδι Για Το Φεγγαρι

Απ’ τον Τίγρη στον Ευφράτη
κι απ’ τη γη στον ουρανό
κυνηγούν τον αποστάτη
να τον πιάσουν ζωντανό.
Νίκος Γκάτσος, Ο Κεμάλ

Ωχρό ξυπόλητο φεγγάρι…
Κοίταξε μέσα από τα σύννεφα την πόλη.

Ένας κόμπος μαύρος, σαν το πετρέλαιο που κύλαγε στα σπλάχνα αυτού του κόσμου, ανάβλυσε στην άκρη του καημού του.

Άλλοτε το σχήμα της ερήμου αναρριγούσε
λαμπύριζε στο χάδι του.

Στάθηκε λίγο κι αφουγκράστηκε.
Κανείς δεν ήταν από κάτω να το δει ούτε και να το τραγουδήσει.
Οι ερωτευμένοι δεν ορκίζονταν στο φως του, δεν το περίμεναν να βγει και να τους ταξιδέψει, δεν θαύμαζαν τη λάμψη του,
οι ποιητές δεν το ’βαζαν χτενάκι στα μαλλιά της.
Και τα παιδιά δεν το ’χαν δίπλα τους για να τα μάθει να διαβάζουν.

Κι αν κάποιος πέρναγε και κοίταζε ψηλά θα το έπνιγε μες στα βαθιά σκοτάδια των ματιών του.
Μα απόψε ο κόμπος βάρυνε σιγά σιγά, έγινε δάκρυ.

Απόψε οι δυο μεγάλες χαρακιές στο πρόσωπο της γης
τρέχουν τρεμάμενες και σβήνουνε
στο φλογισμένο κόρφο της θαλάσσης.

Υ.Γ.
Γι’ αυτό άλλωστε τα μάτια των αντρών είναι σκληρά, των γυναικών παράπονα, και των μανάδων στερεμένα.

Γι’ αυτό κοστίζουν ακριβά τα δάκρυα της γης, κι είναι πικρές οι θάλασσες του κόσμου.

Γι’ αυτό είναι το κλάμα των ποιητών ακατανόητο, και των παιδιών ποτάμι βουρκωμένο.

20 Μαρτίου 2003. Ξημερώματα.



Συνηθισμενα Πραγματα

Φορές ξεσπάει ένας λυγμός.
Βουβός τα δόντια τρίζοντας.
Αγρίμια τρέχουν να κρυφτούν σε φοβισμένες αγκαλιές
κι άλλα ζαρώνουν τρέμοντας μες στις σχισμές των βράχων.

Περνάνε χρόνια και πουλιά κυνηγημένα
ξυπνάνε μνήμες σκοτεινές.

Κάποτε εμφανίζονται οι άνθρωποι.
Συνήθως φτάνουν με τα κύματα και είναι μόνοι.
Μπαίνουν στην πόλη, χρωματίζουνε τα σπίτια της
πιάνουν το μέτωπό της τρυφερά
γιατρεύουν τις πληγές της
βάζουνε ουρανό στα άστεγα δρομάκια της
φωτίζουν τις γωνιές της…

Τελειώνουν.
Tα σύνεργα μαζεύουν στο φθαρμένο βαλιτσάκι τους.
Κοιτάζοντας τα μάτια που τους κοίταζαν
απομακρύνονται αργά.

Στο μεταξύ βρέχει ασταμάτητα.

Δεκέμβριος 2004



Ομορφες Μερες!

Γέλασε / ο μαύρος κόκορας
όταν του είπαν πως θα τον σφάξουν
όταν όμως ήρθε η ώρα / η κακή του ώρα
έκλαψε ο μαύρος κόκορας / έκλαψε ο μαύρος κόκορας.

Μίλτος Σαχτούρης, Ο Μαύρος Κόκορας

Όμορφες μέρες
δικάζουν ερήμην μας.

Οι μεν, κινούμενοι αδιάκοπα,
σε κοινή θέα εκτεθήκαμε.
Οι δε, ακίνητοι σε μεγάλο παζάρι,
ελπίσαμε σε καλύτερη τύχη.

Παλιότερα βέβαια, και οι μεν και οι δε,
είχαμε δώσει υποσχέσεις.

Κύλησε έκτοτε πολύ νερό.

Τώρα ζωή που εξωραΐστηκε η ζωή μας.
Η συμπεριφορά της πόλης φιλόξενη, ζεστή.
Όλα οικεία,
με μια ανάρμοστη, είναι αλήθεια, οικειότητα.

Μα έστω κι αν βλέπαμε την υποψία να γέρνει στα «υπέρ»
–την αίσθηση της φαινομενικής επιτυχίας–
θα μας διέψευδε εντέλει ο μαντρότοιχος
με τα ύπουλα γυαλιά στην κορυφή του.

Κι η απόδρασή μας αναβάλλεται για αύριο.

Απρίλιος 2005



Για Εσας

Φίλε: αν νομίζεις πως δεν ήρθα πάλι αργά δείξε μου κάποιο δρόμο
Εσύ που ξέρεις τουλάχιστον πως γυρεύω ένα τίποτα για να πιστέψω πολύ και να πεθάνω.

Μανόλης Αναγνωστάκης, Αναζήτηση

Ποτάμια που στερέψατε στα μάτια μας
Θάλασσες που σας ξοδέψαμε χωρίς ντροπή
κι απόμεινε στις χούφτες μας το αλάτι
Βροχές που χαϊδέψατε τα μάγουλά μας

Ποιήματα που σας κάψαμε σ’ ένα χαρτί τσαλακωμένο
Συνθήματα που ξεθωριάσατε στα χείλη μας
Σιωπές που σας ανατινάξαμε στις εκβολές του χρόνου

Γυναίκες που χωρίς τύψη σάς προδώσαμε
Έρωτες που καήκατε στις σύντομες τροχιές μας

Ιδέες που σας εγκαταλείψαμε αιμόφυρτες
σε φυλασσόμενες διαβάσεις
Όνειρα που φτάσατε μια μέρα με τ’ αγέρι
και φύγατε μιαν άλλη με τον άνεμο

Επιθυμίες μας ανεκπλήρωτες
Παράπονά μας που πνιγήκατε σε διάφανους βυθούς
Διαψεύσεις ντυμένες με την πορφύρα κάποιου δειλινού
και ξεχασμένες υποσχέσεις

Βράδια μας βιαστικά σε ερημικές ακτές
και σε τοπία φλογισμένα

Βλέμματα ικετευτικά στο έξω μας σκοτάδι
Βήματα που μας φέρατε σε πόλεις ακατοίκητες

Φίλοι που σας αφήσαμε σε όχθες αφιλόξενες
Όσοι χαθήκατε στα χαρακώματα του νου μας
Εσείς που σας γνωρίσαμε σε κάποιο καθημερινό μας θάνατο 
Όλοι εσείς που περιμένουμε ακόμα να φανείτε

Κι ακόμα εσείς κρυφά της νιότης μας σημάδια

Για εσάς
Θα επιστρέφω πάντα
Συλλαβίζοντας

Μάιος 2005




ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ


Τα Πουλιά
(1972)

I          Πάει ο καιρός που σε περίμενα
II         Η προσμονή σημάδεψε τα λόγια μας
III        Σκόνη παντού
IV        Μέρες χύνοντας άστρα και πουλιά
V         Από τότε πέρασαν κι άλλες νύχτες
VI        Κάτι που θέλω να σου πω
VII       Χωρίς τα πόδια μου

Από Τη Ζωή Των Αγαλμάτων
(1973-1974)

Α         Κορμιά από γύψο
Β         Χαθήκαμε σε δάση σκοτεινά
Γ         Αύριο θα βγεις
Δ         Κάτω απ’ τη φλούδα του ουρανού
Ε         Πήγαν βαθιά στo χρόνο και τους έθαψαν
ΣΤ       Οι μέρες μου θα χαμηλώσουν ως τη γύμνια σου
Ζ         Πώς έγινε και βρέθηκα

Άσματα Για Τους Ταξιδιώτες Των Τρένων
(1974-1976)

Μάθημα Ιστορίας
Ποίημα-Σκοινί
Όπως Στα Μακρινά Φυλάκια
«Νέον Άστρον»
Φινάλε
Έξοδος
Ημερήσια Διαταγή
Ωδή Στον Άρη
Του Κάστρου
Σπουδή Για Επανάσταση

Μικρή Εβδομάδα
(1977)

Δευτέρα          Παίζουν τα χέρια σου απλησίαστα
Τρίτη              Και το γυμνό σου στήθος
Τετάρτη          Στο μέτωπό σου η παλάμη μου
Πέμπτη           Εκτός κι αν θέλεις
Παρασκευή     Κινείται αντίθετα το φως
Σάββατο          Μα υπάρχει ακόμα κάτι

Σε Κοινή Θέα
(1978-1980)

Μεταφερόμεθα
Ρωγμή
Σαν Το Πουλί
Στάχτες
Αναβάλλοντας
Σημείο Μηδέν (Ι)
Σημείο Μηδέν (ΙΙ)
Εκδημία
Στους Θάμνους
Έρημος
Ικεσία
Ξυλόσομπα

Οι Λέξεις
(1982)

Ι           Σαν πέτρες που τις βγάζεις απ’ τη θάλασσα
ΙI         Λέξεις αβέβαιες
ΙΙΙ        Λέξεις αυτόνομες
ΙV        Δύστροπες λέξεις
V         Μαύρο στο άσπρο οι λέξεις του

Με Δυο Φεγγάρια
(1983-1985)

Ι          Τώρα για πάντα
ΙI         Σαν τοκογλύφος
ΙII        Σκοινί κομμένο
ΙV        Σπάει η στάμνα
V         Γλυκαίνει ο πόνος
VΙ        Μένεις γυμνή
VIΙ       Τις μαύρες πέτρες
VIΙΙ      Πίσω απ’ τα δέντρα
ΙX        Κρυφό πηγάδι
X         Βότσαλα καίνε
XI        Άστρο μονάχο
XΙΙ       Μικρό θηρίο
XΙΙI      Με το κεφάλι
XΙV      Στο μάγουλό σου
XV       Κλείνω τα μάτια
XVΙ      Άνεμος είσαι
XVΙI     Τα στήθη σου είναι
XVΙIΙ    Φίδια χορτάτα
XΙΧ      Απ’ τη φωνή σου
XΧ       Διάφανη νύχτα

Τυφλός Προσκυνητής
(1985-1987)

Ι            Μ’ αρέσει να νιώθω όλα σου τα αρώματα
ΙI           Αναστατώνεις τα καλούπια μου
ΙII          Είναι καλά εδώ
ΙV          Κι εκεί που λέω πως έκανα
V           Να γείρω πλάι σου
VΙ          Βροχή η αγάπη που μου δόθηκε
VΙΙ         Περίεργος ήχος μες στο ξύλο μου
VΙΙΙ       Τα μάτια σου

Ο Θάνατος Κοιτάζει Με Τα Μάτια Μας
(2001-2005)

Ανοίξεως Τρίπτυχο
Σκιές
F-14
Πικρό Τραγούδι Για Το Φεγγάρι
Συνηθισμένα Πράγματα
Όμορφες Μέρες!
Για Εσάς

___________________________________________

*

Κρίσεις
(ποιείν, 1 Ιουλ. 2013. Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό νέο επίπεδο, τεύχ. 4, Μάι. 2013)

Ό Μπάμπης Ζαφειράτος, εμφανίστηκε και ξεκίνησε την πορεία του όταν περίπου, άλλος λίγο πιο νωρίς, άλλος αργότερα, ξεκίνησαν και οι περισσότεροι ποιητές της γενιάς του 70, παρουσιάζοντας, το 1977 τα ποιή­ματά του στην «Γ’ συνάντηση Νέων Δημιουργών» που από το 1975, ένα μήνα (και αργότερα δύο) κάθε χρόνο, μέχρι και το 1983, διοργάνωνε στο «Καλλιτεχνικό Πνευ­ματικό Κέντρο ΩΡΑ», ο πολύτιμος, ο αξεπέραστος και αξέχαστος για όλους μας, ζωγράφος –και κυρίως μόνος στην κορυφή ακόμη και σήμερα «ακουαρελίστας»–, Ασαντούρ Μπαχαριάν. Την ίδια περίπου εποχή, ο Ζαφειράτος, συμμετέχοντας ενεργά στα τεκταινόμενα, δημοσιεύει κείμενά του στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» και ποιήματά του στα διαδραματίσαντα πρωτεύοντα ρόλο –το δεύτερο μάλιστα ιστορικό– περιοδικά «Τομές» και «Τραμ». Στη συνέχεια όμως, ό Ζαφειράτος για λόγους που ο ίδιος επέλεξε, σταμάτησε να εμφανίζεται με δημοσιεύσεις ή άλλες παρεμβάσεις στην λογοτεχνία μας.

Και λέω «σταμάτησε να εμφανίζεται με δημοσιεύσεις», ακριβώς διότι κρατώντας στα χέρια μου το σχολιαζόμενο εδώ άρτι εκδοθέν βιβλίο του, με έναν εξαίσιο πίνακα του Ανδρέα Ζαφειράτου στο εξώφυλλο, ο οποίος αποδίδει άριστα –δεν μπορώ να αντισταθώ και να μη το αναφέρω– τον τίτλο της συλλογής και το κλίμα του βιβλίου, δεν διέκοψε την επαφή του με την γραφή αλλά, τουναντίον, την καλλιέργησε –όπως φαίνεται– με πάθος, άφατη αφοσίωση και προσήλωση, επιτυγχάνοντας μάλιστα και αποτελέσματα σπουδαία.

Ας διατρέξουμε το βιβλίο όμως, κάπως πιο αναλυτικά: Ως εκ τούτου, από διαίσθηση, θέλω να επισημάνω ότι πρόκειται για μια «Επιλογή», και μάλιστα πολύ αυστηρή, ποιημάτων γραμμένων από το 1972 μέχρι και το 2005, χωρισμένο με τρόπο ευκρινέστατο, σε εννέα περιόδους.

Όσον αφορά την πρώτη περίοδο-ενότητα «Τα πουλιά (1972)», τα ποιήματα, αν και φαίνονται να είναι ερωτικά, εν τούτοις ο προσεκτικός και υποψιασμένος αναγνώστης θα παρατηρήσει ότι αυτά δεν απευθύνονται παρά σε μια πολυπόθητη ελευθέρια πού λόγω της χούντας είχε καταλυθεί και που δεν διαφαινόταν, ούτε καν στο βάθος του ορίζοντα, να ξαναέρχεται.
 
Στο ίδιο κλίμα κινούνται και τα ποιήματα της δεύτερης ενότητας «Από τη ζωή των αγαλμάτων (1973-1974)», μόνο πού εδώ ο ερωτισμός του λόγου αντικαθίσταται από μια ζοφερή τραχύτητα, καθότι είχαν ήδη διαδραματιστεί τα αιματηρά γεγονότα του Πολυτεχνείου και ο πόνος γίνεται πιο άμεσος, θρηνώντας πλέον πιο σπαρακτικά την ολοκληρωτική συντριβή της ελευθερίας:
 
Κορμιά από γύψο
εκμαγεία ραγισμένα.
Όλα σημαδεμένα
από τη μνήμη σου.

Βαθύτατα απελπισμένος για την καταρράκωση της πόλης του, της Αθήνας:
 
Αύριο θα με καλείς να σε αναστήσω
πόλη με τις εφτά πληγές.
Θα κείτομαι νεκρός στους σκουπιδότοπους.
Η γη –θα πεις– σε πρόσμενε
να φτάσεις ως τούς πόλους της
κι εσύ ναυάγησες
στην άβυσσο του ισημερινού σου.

Ανεπιτήδευτα τραγικός:
 
Πήγαν βαθιά στο χρόνο και τούς έθαψαν.
Τρελοί και χόρεψαν
με ματωμένα ρούχα,
με βρισιές.
Όταν ζητούσες να σταθώ
έφυγα κατά τη θάλασσα
με δυο φτερά κρυμμένα στα πλευρά μου.
Οι πόρτες μπάζοντας αέρα και νερό.

Αλλά και έκπληκτος για το φιάσκο και την κατάντια:
 
Πώς έγινε και βρέθηκα
μακριά απ’ της φυλακής σου τα σινιάλα.
Πρόδωσα φίλους
τη στάχτη άφησα εντός μου να σταλάξει.
Αν θα μ’ ακούσεις
είναι που θα μιλάω με τούς ίσκιους.
Εδώ.
Ποντισμένος κι ακίνητος.
Μια σημαδούρα
στη μέση του φόνου.

Το 1974 ή δικτατορία κατέρρευσε και την θέση της διαδέχτηκε ή «Κοινοβουλευτική Δημοκρατία», γεγονός πού σημάδεψε έντονα αλλά και διαφορετικά την τρίτη ενότητα του βιβλίου  «Άσματα για τούς ταξιδιώτες των τρένων, 1974-1976», την καλύτερη, ή οποία αποτελεί, νομίζω, και τον κεντρικό κορμό ολόκληρου του μέχρι τώρα έργου του ποιητή. Και χρησιμοποίησα λίγο πιο πάνω την λέξη «διαφορετικά», διότι αυτός εδώ, τώρα πια, φαίνεται να πιστεύει ότι ή ζωή και ή Επανάσταση, είναι δυο ράγες ακάρπως παράλληλες, που θα συναντηθούν ευεργετικά μόνο μέσα από μια ουσιαστική και πέρα από ανεφάρμοστες θεωρίες, σύμπραξή τους· και, φυσικά, τούτο θα συμβεί μόνον εάν συμπέσει να βρεθούν κάποιοι άνθρωποι που θα μπορέσουν με την εκρηκτικότητα της ψυχής και της καρδιάς τους να πράξουν κάτι τέτοιο:
 
Αεί o θεός γεωμετρεί
 Ώσπου ο Διάκος και ο Βελουχιώτης
τίναξαν στον αέρα
τις γραμμές των παραλλήλων.
 
Θα μας πει, στο θαυμάσιο ποίημά του «Σπουδή για Επανάσταση».

Στο σημείο αυτό, θεωρώ αναγκαίο να διευκρινίσω ότι ο ποιητής βρίσκεται φαντάρος.  Βλέπε ποιήματα: «Όπως στα μακρινά φυλάκια», «Νέον Άστρον» –ξενοδοχείο-ερωτική φωλιά, όπως αφήνεται να γίνει αντιληπτό–, «Ημερήσια διαταγή» και «Έξοδος» –όπου ως απολυόμενος οσονούπω, ονειρεύεται έναν διαρκή αγώνα για την αποτίναξη κάθε μορφής εξουσίας και στην προκειμένη περίπτωση αυτή της στρατιωτικής:
 
Μετρώντας τη θητεία σου στο τέρμα
περίμενε τις τρεις τη νύχτα που θα φεύγεις.
Χωρίς εθνόσημο.
Ξεκούμπωτος.
Με τα μπατζάκια έκτος περισφυρίων.
Τις τρεις τη νύχτα πού γεννάει τους συνωμότες.

Βρίσκεται φαντάρος, έλεγα (στην Λαμία όπως συνάγεται) και, ίσως από την πόλη αυτή επηρεασμένος, η ενότητα είναι «στοιχειωμένη» από δύο πρόσωπα της ιστορίας μας: από τον Εθνομάρτυρα Αθανάσιο Διάκο και από τον πρωτοκαπετάνιο του ΕΛΑΣ, Άρη Βελουχιώτη.
 
     Για τον Βελουχιώτη μάλιστα, με τον τίτλο «Ωδή στον Άρη», έχει συνθέσει το καλύτερο, σίγουρα και ανεπιφύλακτα, ποίημά του. Και όχι καλύτερο, θα έλεγα μόνο ανάμεσα στα δικά του, αλλά και ανάμεσα σε αυτά ολόκληρης της γενιάς του 70.
 
Όπως από τα πιο ωραία του ποιήματα, με στίχους ευρηματικούς και μακράν ευρισκόμενους από κάθε κοινοτοπία, είναι και αυτά της επόμενης ενότητας «Μικρή Εβδομάδα  (1977)», αμιγώς ερωτικά αύτη την φορά και «σημαδεμένα» εύστοχα, από τον στίχο-μότο του Ανδρέα Εμπειρίκου «Μέγα κεράσι ώριμο / πού δυο το πιπιλίζουν χείλη», ενώ στις δύο επόμενες ενότητες, «Σε κοινή θέα (1978-1980)», «Οι λέξεις, (1982)», οι οποίες φαίνεται να αποτελούν ένα συμπαγές σύνολο, τα πράγματα αλλάζουν και γίνο­νται και πάλι θλιβερά, μια και ο νέος τρόπος ζωής, αυτός του υπερκαταναλωτισμού και της θεοποίησης του χρήματος, δίνει την ευκαιρία στον Ζαφειράτο, να μας μεταδώσει αυτή την φάρσα στα πλοκάμια της οποίας μας έριξαν, σχολιάζοντας μοναδικά ανθρώπους που από ιδα­νικοί επαναστάτες, κατέληξαν «ιδανικοί αυτόχειρες» του Καρυωτάκη («Αναβάλλοντας»). Αλλά και ο χαμός κάποιου βαθύτατα αγαπημένου (συγγενούς εξ αίματος;) προσώπου («Εκδημία») επιτείνουν την πίκρα, όπως και το τοπίο του συντελεί σε αυτή την επίταση, αφού είναι παρο­μοίως θλιβερό (βλέπε ποιήματα «Σημείο Μηδέν (I)» και «Σημείο Μηδέν (IΙ)», μια περιοχή, κρανίου τόπος για όσους την γνωρίζουν, κάπου πριν τα Γιαννιτσά, ατερμόνως άγονη, και συνήθως, λόγω των συχνών πλημμυρών ίσως, βυθισμένη στο νερό και στον βούρκο, παρότι εκεί, ο ποιητής, φαίνεται να ταξιδεύει για να συναντήσει μια νέα, μέσα στην ζωή του, ζωή «Ση­μείο μηδέν (ΙΙ)»:
 
Το όριο πού χάνεται το βλέμμα μου
μέσα στο βλέμμα ενός παιδιού
σαν με κοιτάει
και τρέχει να κρυφτεί
μες στις παλάμες του.

Αν και ή χαρά έρχεται να μας παραπλανήσει στις δύο ενότητες που ακολουθούν «Με δυο φεγγάρια (1983-1985)» και «Τυφλός προσκυνητής (1985-1987)», αποτελούμενη ή πρώτη από είκοσι άψογης λεπτότητας και ευθυβολίας χάϊ-κάϊ, ενώ η άλλη από οκτώ μικρά ποιήματα ερωτικά όλα, θαυμάσιας υφής, ακολουθεί η τελευταία ενότητα, «Ο θάνατος κοιτά­ζει με τα μάτια μας (2001-2005)», για να μάς βυθίσει, όχι αυτή την φορά στην λύπη ή στην θλίψη αλλά, κυριο­λεκτικώς, στον τρόμο, μια και τα ποιήματά της μας κάνουν να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτός ο νέος τρόπος ζωής, που μέσα του έχουμε καταποντιστεί, όπως και πιο πάνω αναφέραμε, έχει κάνει τόσο ανελαστικές τις ευαισθησίες της ψυχής μας, ώστε να έχουμε εξοικειωθεί πλέον με τον θάνατο τόσο πολύ, ώστε να τον θεωρούμε ή, πιο εύστοχα, να τον βλέπουμε σαν ένα καθημερινό τηλεοπτικό ριάλιτι: «Ανοίξεως Τρίπτυχο, Σκηνή τρίτη». Αλλά και τα υπόλοιπα ποιήματα της ενότητας, είναι το ίδιο αποτρόπαια τρομακτικά.

Για να γίνω αντιληπτός, ας προσέξει κάποιος το ποίημα «Σκιές», αναφερόμενο στους σύγχρονους περιπλανώμενους, ρακένδυτους, απελ­πισμένους και πεινασμένους μετανάστες που η αδιαφορία του σύγχρονου κεφαλαίου της Ευρώπης δημιούργησε. Το σπουδαίο ακόμη «F-14». Αναφέρεται, να θυμίσουμε, στα αεροπλάνα με σήμα τους τη νεκροκεφαλή(!) που έκαναν δοκιμές –όπως προκύπτει από την ημερομηνία στο τέλος του ποιήματος, «Φεβρουάριος 2003»προκειμένου να ξεκινήσουν τη φρικαλέα εισβολή στο Ιράκ.

Ας προσέξει, επίσης, το επόμενο ποίημα «Πικρό τραγούδι για το φεγγάρι», ορμώμενος και πάλι από τη σημείωση στο τέλος, «20 Μαρτίου 2003. Ξημερώματα», μέρα και ώρα κατά την οποία ξεκίνησε η δεύτερη και ολεθρίως χειρότερη εισβολή στο 'Ιράκ. Όπως και πάλι, ωθημένος από την ένδειξη «Απρίλιος 2005», αλλά και από το μότο του ποιήματος «Όμορφες μέρες!», ας γευτεί την τρυφερή πίκρα που μας προκάλεσε ο θάνατος του Μίλτου Σαχτούρη, στις 29/3/2005. Επιπλέον, το ποίημα αυτό, καθώς και το επόμενο «Για εσάς», με μότο του Μανόλη Αναγνωστάκη, περικλείουν και τα δυο μαζί, με τον πιο σαφή, λιτό και εύγλωττο τρόπο, συμπυ­κνωμένη και τη φιλοσοφία ολόκληρου του βιβλίου:
 
Φίλοι που σας αφήσαμε σε όχθες αφιλόξενες
Όσοι χαθήκατε στα χαρακώματα του νου μας
Εσείς που σας γνωρίσαμε σε κάποιο καθημερινό μας θάνατο
Όλοι εσείς που περιμένουμε ακόμα να φανείτε

Κι ακόμα εσείς κρυφά της νιότης μας σημάδια

Για εσάς
Θα επιστρέφω πάντα
Συλλαβίζοντας

Τελειώνοντας, θέλω να τονίσω ότι ο Μπάμπης Ζαφειράτος είναι ποιητής έντονα πολιτικά σκεπτόμενος, και πως ή ποίησή του είναι γαλουχημένη με τους Έλληνες, κυρίως, ποιητές· ιδιαίτερα δε, έχει τις ρίζες της στη μαχητική κομψότητα αυτών της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς.

Ο λόγος του δε, του Ζαφειράτου, είναι πληθωρικός άλλοτε –επ’ ουδενί όμως πλατειάζων– και, άλλοτε, συναρπαστικά ελλειπτικός. Είναι λόγος χαμηλόφωνος στην ουσία, λόγος ανθρώπου ερωτικής ιδιοσυγκρασίας, δηλαδή πέρα, φυσι­κά, από τα στενά πλαίσια αυτού που έχει επικρατήσει να θεωρούμε σήμερα «ερωτικό λόγο».

Γνωρίζοντας το έργο του μέχρι και το 1977, μέσα μου αυτό κατείχε μια εξαι­ρετική θέση. Τώρα που το διάβασα ολόκληρο, μέχρι και το 2005, ή θέση αυτή, στη συνείδηση μου, μετετράπη σε περίοπτη.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ
Μάρτιος, 2013
*
(varelaki, 15/6/2013)

[Μπάμπης Ζαφειράτος
Άδεντρες Πλατείες
Ποιήματα,1972-2005
Εκδ. Δίαυλος
Αθήνα, 2013]

Πρώτη επαφή με την ποίηση του Μπάμπη Ζαφειράτου και ωραία ταξίδεψα.
Το βιβλίο περιέχει ποιήματα μιας ζωής, ποιήματα που καλύπτουν την χρονική περίοδο 1972-2005.
Στίχος καθαρός, λιτός, άμεσος, ισορροπημένος, χωρίς περιττά στολίδια, χωρίς βερμπαλισμούς και ανούσιες υπερβολές.
[...]

VI.
Κάτι που θέλω να σου πω
με χειρονομίες αδέξιες
πασχίζοντας να απομακρύνω
αόρατα ντουβάρια ανάμεσά μας.

Στη μια πλευρά σκοτάδι
Στην άλλη
ο κόσμος κόπηκε στα δύο.

[ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ,1972]

Μοιραία  αφουγκράστηκα την ύπαρξή μου:

ΠΟΙΗΜΑ -ΣΚΟΙΝΙ
Σου στέλνω απόψε αυτό το ποίημα / ενώνοντας τους στίχους κόμπο
κόμπο / Από σένα εξαρτάται / διαβάζοντάς το / να ψιθυρίζεις
προσευχές / ή / τεντώνοντάς το / στο κενό / να ακροβατήσεις.
[ΑΣΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΤΑΞΙΔΙΩΤΕΣ ΤΩΝ ΤΡΕΝΩΝ, 1974-1976]

Μεταφορές, εικόνες και σχήματα που απαλά χαϊδεύουν τις ευαίσθητες χορδές μου.
Με το βλέμμα καρφωμένο στην ανθρώπινη ύπαρξη, τη ζωή...

[...]
'Eλεγα να ’φευγα
αλλά πώς να στο πω
στο τέλος μένω.

Δίχως πρόφαση.
Σαν τους αυτόχειρες
που έμειναν μετέωροι
την κρίσιμη στιγμή
της τελικής μετοικεσίας.

[από το ποίημα Αναβάλλοντας / Σε κοινή θέα(1978-1980)]

[...]

Ζ.
Πώς έγινε και βρέθηκα
μακριά άπ'της φυλακής σου τα σινιάλα.
Πρόδωσα φίλους
τη στάχτη άφησα εντός μου να σταλάξει.
Άν θα μ'ακούσεις
είναι που θα μιλάω με τους ίσκιους.

Εδώ.
Ποντισμένος και ακίνητος.
Μια σημαδούρα
στη μέση του φόνου.

[ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ (1973-1974)]
 

Τα ερωτικά του ποιήματα, κυρίως τα χαϊκού, με αγγίζουν!
Εύστοχα, παιχνιδιάρικα, αισθαντικά χαϊκού!

 

[...]
ΙΧ
Κρυφό πηγάδι
εσύ.Κι εγώ το βάθος
πουλί πνιγμένο.

[...]

ΧΙ

Άστρο μονάχο
κολυμπά η ζωή μου
στον ουρανό σου.

 

ΧΙΙ
Μικρό θηρίο
μες στο λαβύρινθό μου
ο έρωτάς σου.

 

ΧΙΙΙ
Με το κεφάλι
στα πόδια σου ανάμεσα
ξαναγεννιέμαι

 

ΧΙV
Στο μάγουλό σου
συχνά αποξεχνιέμαι
σαν λωτοφάγος.

[...]


XVΙ
Άνεμος είσαι.
Βάλθηκες πάλι απόψε
να με σκορπίσεις.

ΧVII
Τα στήθη σου είναι
στόχοι που πάλλονται και
με αφοπλίζουν.

XVIII
Φίδια χορτάτα
κοιμούνται στα μαλλιά σου
τα δάχτυλά μου.

[Με δύο φεγγάρια/1983-1985]

Ο ποιητής βάζει ως μότο στίχους γνωστών και αγαπημένων ποιητών, όπως του Σαχτούρη, του Γκάτσου, του Αναγνωστάκη, με τους οποίους και διακριτικά συνδιαλέγεται,δίνοντας ποιήματα ζωηρά, από τα οποία  συχνά δεν λείπει ο σαρκασμός και η ειρωνεία.

 

ΜΕΤΑΦΕΡΟΜΕΘΑ
 
Κάποτε είπαμε να ξενοικιάσουμε
τα σπίτια που μας βάραιναν
και να στοιβάξουμε τα πράγματά μας
-πράγματα λιγοστά αγορασμένα με χίλια παζάρια-
σ'ένα μικρό φορτηγό
για τ άδεια προάστια.

Κάποτε υποσχεθήκαμε να πούμε καινούργια τραγούδια.

Μα κάθε πρωί
ντυνόμαστε το νέο μας δέρμα
ξυριζόμαστε με περισσή επιμέλεια
οπλιζόμαστε με αόρατες λόγχες
και σκορπάμε
σε ρημαγμένα τοπία.

[ΜΕΤΑΦΕΡΟΜΕΘΑ /  Σε κοινή θέα(1978-1980)]

*

Ένας σημαντικός ποιητής της γενιάς του 70, ο Μπάμπης Ζαφειράτος, συγκεντρώνει όλες του τις συλλογές σε μια καλαίσθητη έκδοση από τον Δίαυλο. Γεννημένος στην Αθήνα το 1949, υπήρξε ένας από τους πρώτους ποιητές που εμφανίστηκαν και δημιούργησαν τη γενιά αυτή, η πρώτη του ποιητική συλλογή, τα Πουλιά, εκδόθηκε το 1972 και το 1977 παρουσιάζει ποιήματά του στο Καλλιτεχνικό Πνευματικό Κέντρο Ώρα. Εκτός από τα Πουλιά η συγκεκριμένη έκδοση περιλαμβάνει τις συλλογές Από τη ζωή των αγαλμάτων, Άσματα για τους ταξιδιώτες των τρένων, Μικρή εβδομάδα, Σε κοινή θέα, Οι λέξεις, Με δυο φεγγάρια, τυφλός προσκυνητής και ο θάνατος κοιτάζει με τα μάτια μας. Πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα έκδοση μέσα από την οποία μπορούμε να γνωρίσουμε αυτό τον εκπρόσωπο της γενιάς του 70.

*
 
Η ανάγνωση του Γιώργου Βέη στο περιοδικό
Τα Ποιητικά (τεύχ. 11, Σεπ. 2013)

[Μπάμπης Ζαφειράτος
Άδεντρες Πλατείες
Δίαυλος
Αθήνα, 2013]

Στεγάζονται ποιήματα των ετών 1972-2005. Η επεξεργασία πιστεύω ότι δικαιώνει την πρόθεση. Εμπράκτως και εξακολουθητικά, Πρόκειται σαφώς για έναν ολιγογράφο εκ πεποιθήσεως. Τον διαβάζω χωρίς να σκοντάφτω σε παλιλογίες ή σε γνωστά σκαριφήματα της μόδας. Τα πολιτικά δρώμενα κρίσιμων δεκαετιών είναι καθοριστικά από πλευράς θεματολογίας. Ξαναθυμάμαι το φοιτητικό μου όνειρο, μέσα από τις αυθεντικές του μαρτυρίες. Αλλά και η εγρήγορση των ερώτων τροφοδοτεί κατά καιρούς τους στίχους. Το βίωμα δεν ψεύδεται, ούτε ωραιοποιεί, όπως, ως γνωστόν, κατά κόρον συμβαίνει σε άλλες περιπτώσεις. Το μείγμα κοινωνικού-ατομικού παράγει τον απαραίτητο σπινθήρα. Η απλότητά του είναι περισσότερο προϊόν μαθητείας στο σημαίνον. Εξ όνυχος τα τρία αυτά τεκμήρια πρόσφορης συμπύκνωσης:

Σαν τοκογλύφος
έρχεται η κάθε μέρα
και με ληστεύει

Στο μάγουλό σου
συχνά αποξεχνιέμαι
σαν λωτοφάγος.


Φίδια χορτάτα
κοιμούνται στα μαλλιά σου
τα δάχτυλά μου.


*

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.