Δεκέμβρης 1944 (17)

Ο Φιντέλ θα ζει παντοτινά. Ο Φιντέλ είναι αθάνατος

Έφοδος στις Μονκάδες τ’ Ουρανού!: Fidel vivirá para siempre! Fidel es inmortal! - Ο Φιντέλ θα ζει παντοτινά! Ο Φιντέλ είναι αθάνατος!
Φιντέλ: Ένα σύγγραμμα περί ηθικής και δυο μεγάλα αρχίδια στην υπηρεσία της ανθρωπότητας (Ντανιέλ Τσαβαρία)
* Φιντέλ: Αυτός που τους σκλάβους ανύψωσε στην κορφή της μυρτιάς και της δάφνης
* Πάμπλο Νερούδα: Φιντέλ, Φιντέλ, οι λαοί σ’ ευγνωμονούνε * Νικολάς Γκιγιέν: Φιντέλ, καλημέρα! (3 ποιήματα)
* Ντανιέλ Τσαβαρία: Η Μεγάλη Κουβανική Επανάσταση και τα Ουτοπικά Αρχίδια του Φιντέλ * Ντανιέλ Τσαβαρία: Ο ενεργειακός βαμπιρισμός του Φιντέλ * Ραούλ Τόρες: Καλπάζοντας με τον Φιντέλ − Τραγούδι μεταφρασμένο - Video * Χουάν Χέλμαν: Φιντέλ, το άλογο (video)


Κάρλος Πουέμπλα - Τρία τραγούδια μεταφρασμένα που συνάδουν με τη μελωδία:
* Και τους πρόφτασε ο Φιντέλ (Y en eso llego Fidel) − 4 Video − Aπαγγελία Νερούδα * Δεν έχεις πεθάνει Καμίλο (Canto A Camilo) * Ως τη νίκη Κομαντάντε (Hasta siempre Comandante)
* Τα φρούρια του ιμπεριαλισμού δεν είναι απόρθητα: Μικρή ιστορική αναδρομή στη νικηφόρα Κουβανική Επανάσταση και μέχρι τις μέρες μας ‒ Με αφορμή τα 88α γενέθλια του Φιντέλ ‒ Εκλογικό σύστημα & Εκλογές - Ασφάλεια - Εκπαίδευση - Υγεία (88 ΦΩΤΟ) * Φιντέλ

Ο Κρυφός Κυνηγός Γιώργος Μαρκόπουλος


ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ
(Μεσσήνη, 8 Ιουλίου 1951)



Οι παλαιοί εαυτοί μου

Που πήγαν όλοι, που χάθηκαν;
Αυτός που κάποτε ήθελε να αλλάξει τον κόσμο,
το παιδί που μικρό ήσυχο δεν καθόταν,
ο άλλος μετά, του έρωτα ο έφηβος ο πληγωμένος,
ο ατίθασος του στρατού ο σκληρός ο ατρόμητος,
των δρόμων ο φλογερός οδοιπόρος ακόμη,
που πήγαν, που χάθηκαν;

Ένας άνεμος τους φύσηξε, τους τύλιξε.

Κι εκείνος που φοβήθηκε, μένοντας μόνος, την αϋπνία,
ορίστε, να τος, γυρνά τώρα στους δρόμους,
κρατώντας στα χέρια μήλα και σόμπες.


Ο φοβερός φονιάς Τζων Μπολ

Αλλά και αν έπρεπε, σας έλεγα, να με προσέχετε
είναι γιατί το βλέμμα ήμουν
που μετατόπιζε μέσα σας φωνές πνιγμένων.

Κι αν πικρός μονίμως γυρνούσα
είναι γιατί μια καρδιά είχα σαν το θηρίο τρομαγμένη
που, ενώ το περίμενες πρηνής,
αυτό από την πίσω ήδη μεριά του θάμνου
αναγκασμένο ήταν να φύγει.

Όσο γι’ αυτά που έκανα τα πλήρωσα όλα,
πιστέψτε με, ακριβά, μια ζωή μένοντας μόνος.

Σαν το κερί που ξέχασε ο καντηλανάφτης στο μανουάλι
και σαν το κρασί που δεν ήπιε, στο τραπέζι,
ο αλκοολικός, γιατί τον προσέβαλαν.

Σαν τη ζυγαριά
σε αποβάθρα σταθμού χρόνια καταργημένου
και σαν το κλειδί που μήνες το βλέπαμε στην άκρη του δρόμου,
πλήν όμως κανείς δεν το έπαιρνε
γιατί κανένας δεν ήξερε,
γιατί κανένας δεν ήξερε την πόρτα του.

Γι’ αυτό και έπρεπε, σας έλεγα, να με προσέχετε.

Διότι το λάδι μπορεί να ήμουν
που γιάτρευε την πληγή σας, αλλά και ο καρπός
που τον πάτησε το ζώο ήμουν, και την τελευταία στιγμή
σωριάστηκαν, τσακίστηκαν όλα στον γκρεμό,
το φορτίο μαζί με το κάρο.
Ο άνεμος ακόμη που έδενε το στάρι σας,
αλλά κι αυτός που ρίξατε
όταν κάνατε την πιο μεγάλη στον κόσμο
της ευτυχίας μοιρασιά ήμουν,
δεν είπα τίποτα σε κανέναν σας τότε,
πλην όμως, αιώνια ορκίστηκα, σαν το κατάλαβα, εκδίκηση
και άκτιστη έμεινε η ψυχή μου σαν ένα σπίτι, μισή έμεινε
και σαν την εκκλησία που την γκρέμισε ο σεισμός
και στάθηκε το καμπαναριό άθικτο,
η φωλιά του πελαργού στάθηκε,
η φωλιά του πελαργού και η καμπάνα.


Σκύλε

Σκύλε που πας πίσω από το άλογο
και σκύλε που φυλάς το καπέλο του αφέντη.
Οδηγείς μεσ’ απ’ την πάχνη νομάδες
που αθόρυβα σε εμπιστεύονται.
Ιδού, μαζί περπατάτε,
σας βλέπω στα βάθη της πεδιάδας ατμώδεις,
έτσι πως πάτε να χτυπήσετε την πόρτα της μοίρας και πάλι.
Σκύλε, είσαι αμέριμνος,
πλην όμως οσμίζεσαι το θάνατο και κλαις στα πηγάδια.
Σκύλε, κεφάλι κρουστό και κρανίο σε φεγγάρια σεληνιασμένο.
Είσαι αδερφός πλην όμως ασθμαίνεις σαν πατέρας.
Το σούρουπο απ’ το ρύγχος σου κατεβαίνει
κι απ’ τα μάτια σου σπίθες ξεφεύγουν παλιάς πυρκαγιάς.
Στέλνεις τη φωνή σου στο υπερπέραν
και ύστερα έκθαμβος σαν ξένη κάθεσαι και την ακούς.

Σκύλε που τρως, σκύλε που τρως σύννεφα.


Αέναη εναλλαγή
 
Ι
Ω αέναη εναλλαγή των μηνών μέσα στο χρόνο

Ίσκιος το μαβί μας τύλιγε στους δρόμους το Μάρτη
ενώ λαούτο έπαιζε ο μικρός καθολικός στις γωνίες το Πάσχα
και τα μάτια του ήσαν πιο κόκκινα
και από τη θρησκεία, τα μάτια του ήσαν.

Οστά στο νεκροταφείο που τα ‘βγαλε η πλημμύρα
κι ο ανθοπώλης «τον νεκρό δεν γνωρίζω,
πλην όμως σέβομαι το πένθος»,
στον περίβολο συνέχιζε τον Απρίλη μονάχος να λέει.

«Ένα χρώμα έχετε στο δέρμα
πουη πάνω του σκοντάφτει το βράδυ ω γέροι,
και στο πρόσωπο ένα τέλος πολέμου
φωνούλες ακούγονται στα στήθια σας
παιδιών ονείρων πνιγμένων
και στο σύθαμπο του ορίζοντα πέρα μακριά
νοσταλγικές φέγγουν αχνά
φωτογραφίες μέσα στα μάτια σας, παλαιών νεονύμφων»,
έπαιζε το ξεχαμε΄νο, το Μάη, στο πιάνο κοριτσάκι
ενώ μυτερά της νεαρής τσιγγάνας τα στήθη
σαν τσαντίρια υψώνονταν τον Ιούλιο
και στα χείλη του αιδοίου της ένα λαϊκό,
χορεύοντας, στηνότανε πανηγύρι.

Οράματα αιωρούμενα τον Αύγουστο στον αέρα,
είτε «πενήντα χρόνια γιατί είμαι μόνος πίνω,
και γυρίζω τα βράδια στα μπαρ και βγαίνω απ’ τις ταβέρνες
και τραγουδάω σε όσες μου φαίνεται πως μ’ αγαπούν κοπέλες,
και φέγγε μου για τούτο, συκώτι, σε παρακαλώ,
στον ουρανό το μαύρο φέγγε μου,
της πυρκαγιάς μου εσύ γαλακτερό,
της πυρκαγιάς μου εσύ γαλακτερό φεγγάρι»
έψαλλε στο δρόμο ο τρελός, το Νοέμβρη, ο πότης.

Ω αέναη εναλλαγή των μηνών μέσα στο χρόνο.

Καράβια μές στην ομίχλη το φθινόπωρο πνιγμένα,
άχυρο κίτρινο καλοκαιριού βλέμμα,
ακινησία σκιερή Απριλίου
και γυάλινη, γυάλινη θλίψη Μαϊου
που μόνο εγώ λιαζόμουν στου κήπου τη μάντρα το απόγευμα,
μόνο εγώ και τα φίδια.


Σύλβια Πλαθ

Με χέρι στιβαρό και γενναία καρδιά
αποκαλύπτει τη φθορά απ’ τις φόδρες της.
Ο λόγος της πουλί μαύρο που χέρι απρόβλεπτο
ψάχνοντας για κάτι άλλο το ξεβόλεψε απ’ τη φωλιά του̇
αψύς και θερμός λόγος, νήπιο κλάμα μωρού
και πρώτο δόντι βγαλμένο παιδιού
σε πετσέτα λευκή βαπτίσεως, κόκκινο, ματωμένο.

Φωνή λέαινας αλλά και παράπονο γυναίκας
που ξεντύνεται στο άλλο δωμάτιο
ύστερα από ματαίωση πολυπόθητης εξόδου.
Ήχοι βημάτων ακαθόριστων, επισκέψεων θανάτου.
Μουσική κλαγγή ξύλου, ομιλίες σιωπών, χάσματα κενών
και μπαρούτη λαχανιασμένη σε κοιλώματα βροχής.
Προαίσθημα φόβου ακόμη και φθινόπωρο, θάλασσα,
εξοχή, δάκρυα, παρελθόν, ενάργεια, μοναξιά
και στο βάθος της λίμνης
το δαχτυλίδι της μνήμης να λάμπει. 

Από την τελευταία ποιητική συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου, Κρυφός Κυνηγός (Κέδρος, 2010)
Φωτό του ποιητή και εξώφυλλο: Δημήτρης Γέρος




Έπτά ποιητικές συλλογές, έξι τόμοι με δοκίμια και μια ανθολογία.
1996: Βραβείο Καβάφη στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.
1999, 2011: Κρατικό Βραβείο Ποίησης.
2011, Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών (Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη) για το σύνολο του έργου του. Έχει μεταφραστεί στα Αγγλικά, Γαλλικά, Ιταλικά και Πολωνικά.

ΠΟΙΗΣΗ
Έβδομη Συμφωνία (Αθήνα, 1968)
Οχτώ και ένα εύκολα κομμάτια και η κλεφτουριά του κάτω κόσμου (Κούρος, 1973)
Η θλίψις του προαστίου (Κέδρος, 1976)
Οι πυροτεχνουργοί (Τραμ 1979, Μικρή Εγνατία 1980, Εστία 1982)
Ποιήματα 1968-1976 (Τραμ 1980)
Η ιστορία του ξένου και της λυπημένης (Υάκινθος 1987)
Ποιήματα 1968-1987 (Νεφέλη 1992)
Μη σκεπάζεις το ποτάμι (Κέδρος 1998)
Κρυφός Κυνηγός (Κέδρος, 2010)

ΔΟΚΙΜΙΟ
Εκδρομή στην άλλη γλώσσα
Τόμος πρώτος, Ρόπτρο 1991
Τόμος δεύτερος, Νεφέλη 1994
Ιστορικό κέντρο, Καστανιώτης 2005
Εντός και εκτός έδρας, Καστανιώτης 2006
Η ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη, Εκάτη 2009

ΔΙΑΦΟΡΑ
Λευτέρης Ιερόπαις - Μια παρουσίαση, Γαβριηλίδης 1999
Ποιήματα που αγαπήσαμε (μαζί με τον Κωστή Νικολάκη), Εκάτη 2009 

Η ΘΛΙΨΙΣ ΤΟΥ ΠΡΟΑΣΤΙΟΥ
(Κέδρος, 1976)

Καθώς θα φεύγεις

Καθώς θα φεύγεις,
παίρνοντας την καμπαρντίνα σου και το καπέλο σου
Κάνοντας μια κίνηση αόριστη
όπως όλοι άλλωστε που φεύγουνε για πάντα,
η θλίψη σου θα μείνει σαν μνήμη μακρινή
υπαίθριου σινεμά του Σεπτεμβρίου
με την ψύχρα και τους μοναχικούς του πελάτες
—ο μουγκός, ο τρελός και ο εργένης—
 

Ή  σαν το «πανόραμα», που ο παιδικός συμμαθητής
μας άφησε να δούμε, χάρη, μια εικόνα. 



***

ΟΙ ΠΥΡΟΤΕΧΝΟΥΡΓΟΙ 
(Εγνατία, 1979)

Ο Ξένος

Γιατί ο ξένος δεν γνωρίζει την πολιτεία την ημέρα.
 

Ο ξένος το βράδυ γνωρίζει την πολιτεία, όταν κοιμάται.
 

Το πρωί φεύγει πάλι με το στυφό ύφος
αυτού που έψαχνε κάτι και δεν το βρήκε.
 

Εσύ που κάποτε τον αγάπησες
όταν τον δεις να περνάει από την πόρτα σου,
δώσ’ του κάτι από εκείνη την παλιά τρυφερότητα,
 

Και σκέψου μετά από χρόνια
ότι πέρασε κάποτε από τη ζωή σου ο Οδυσσέας.
 



Η Μπάντα

Μια μπάντα πήγαινε σε επαρχιακό παραλιακό δρόμο.
Έπαιζε εμβατήρια. Ένα παιδάκι δεκατέσσερω χρονώ
με φαρδύ καπέλο και παλιά ρούχα μουσικής
που έπαιζε τρομπόνι, δεν είδε τη στροφή του δρόμου.

Έτσι η μπάντα έστριψε, και τοπαιδάκι βάδισε μόνο του ευθεία.
Με το τρομπόνι και το μεγάλο του καπέλο.


Επικό

Ένας που ήταν λαϊκός στην αγορά και τη συναλλαγή,
ώσπου ξαφνικά ανακάλυψε την ποίηση.

Από παντού τότε άρχισε να "μπάζει".
Η γυναίκα του τον άφησε ένα βράδυ.

Κοιτάξτε τον τώρα που κοιμάται.
Πάνω από τον τάφο του πετάνε τα πουλιά.



Τα ποιήματα, ένα ποτάμι, ο ποιητής
 
                                  Στην Αγγελική και στον Μπάμπη Ζαφειράτο

Τα ποιήματα είναι τόσο δύσκολα, το ξέρετε.
Και αν σηκώσεις τις λέξεις, είναι τόσο θλιμμένα
σαν δάχτυλα που πόνεσες μια νύχτα με αγωνίες.

Ένα ποτάμι είναι ένας ξένος που κρύβεται, το ξέρετε.
Την ημέρα πηγαίνει στη θάλασσα.
Το απόγευμα λουφάζει ακίνητο
σαν αγρίμι που πέρασαν δίπλα του κυνηγοί.

Ο ποιητής, ένας δήθεν αδιάφορος
που κρύβει τα χέρια του στις τσέπες


Ο πατέρας μου ήθελε να φτιάξει ένα σπίτι

Ὁ πατέρας μου ἔφαγε μιά ζωὴ γιὰ νὰ φτιάξει ἕνα σπίτι.
Ἀπογεύματα, Κυριακὲς στὸ κουζινάκι χωρὶς ἕνα γλυκὸ ἢ ἕνα καφενεῖο.
 

Ὅταν πέθανε ἄφησε ἕνα χορταριασμένο στρατὶ
ἕνα χτίσμα δίχως κουφώματα, δίχως σοφάτια, χρόνια...
Ἄλλαξαν οἱ καιροὶ ποὺ λέει κι ὁ λαός, γεγονότα συνέβησαν...
Χαθήκαμε μὲ τὸν ἀδελφό μου, μάθαμε πὼς πέθανε κι ὁ πατέρας.


Γι αυτό λοιπόν τα βράδια σε κοιτώ στα μάτια.

Εἶναι μήπως ζήσω ἐγὼ τὴν ταπεινὴ θαλπωρὴ ποὺ ἐκεῖνος δὲν ἔζησε.
*** 

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΞΕΝΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΛΥΠΗΜΕΝΗΣ
(ΥΑΚΙΝΘΟΣ, 1987)


Γυναίκα μεταιχμιακής ηλικίας 

Γυναίκα μεταιχμιακής ηλικίας γυμνή στο κρεβάτι μου.
Τα μάγουλά της βαμμένα
και το κορμί της μαραμένο στο φυσικό του χρόνο.
 

Την αγκάλιασα όπως το καμένο σπίτι
που ο μαραγκός δεν ήξερε από πού να αρχίσει.

Κάθισα ξύπνιος ύστερα και την κοίταζα.
Το πρόσωπό της μισό
είχε κάτι από όλους αυτούς που την κατοίκησαν.


Γυναίκα μεταιχμιακής ηλικίας.

Έπιπλα που κουβαλούσαν από τη γέννησή τους
την ερημιά του μάστορα. 



Στη μάντρα του ασύλου

Καθόμασταν μια Κυριακή
στην αντηλιά της μάντρας του ασύλου
ώσπου ξάφνου σηκώθηκε ένας και είπε:
"να μας πεις για εκείνη".


Και εγώ πήρα το λόγο και άρχισα:
 

"Σπίτι εξοχικό η ψυχή της το χειμώνα
όπου έβλεπες
τα πορτοκάλια στην αυλή
και έλεγες κάποιος θα έρχεται
κάποιοι κληρονόμοι θα τα κόβουν αυτά τα δέντρα.

Άνοιξα τότε και μπήκα. Πυροβολεία εγκαταλειμμένα στα
                                                                        βουνά
από μιαν άλλη κατοχή συνάντησα,

νεκροταφεία στην πτέρυγα των μωρών
με λαμπαδίτσες του Πάσχα
και μικρά στέφανα από λευκές και ροζ λεμονίτσες.


Και περνούσεν ο καιρός
κοινωνώντας πάντα μόνος τη βαθιά μοναξιά της
όπως τα θηρία το νερό στη δική τους πηγή
ώσπου μετά από χρόνια βρέθηκα στο γάμο της.

Όλοι γελούσαν σ' εκείνο το θλιμμένο πανηγύρι,
και αυτός ο πατέρας της διαρκώς έπλενε τα χέρια του
πριν παραδώσει τη σφαγμένη θέληση της
στο μεγάλο χρόνο πανδαμάτορα των επιθυμιών.

Έμεινα από τη γωνιά να την κοιτάζω.
Ήταν κρυφά δακρυσμένη, με το στήθος γυμνό
και τα μαλλιά της λυμένα.
Ωραιοτάτη κοιμωμένη για το τάφο της, φώναξα,

στον άλλο κόσμο θέλω να γίνω ποτάμι και αυτή πηγή
o σκοτεινός Αλφειός και η μακρυνή Αρέθουσα,
για να σμίγουν τα νερά μας κάπου στα βάθη της θάλασσας.

Λεπτομέρειες δεν συγκρατώ πια. Την άνοιξη μόνο
στα φωτεινά μου διαλείμματα αμυδρά τη θυμάμαι".

Και μελαγχόλησαν όλοι μετά την αφήγησή μου αυτή,
και κανένας δε μίλησε.
Το σούρουπο μόνο, εκεί που πάλευε ο ήλιος με τη νύχτα,
μού φώναξε ένας:

"Περνάει στον ορίζοντα
εκείνη που μας έλεγες".
Γύρισα και κοίταξα πέρα μακριά.
Καραβάνι περνούσαν οι άνθρωποι,
γέροντες και νέοι του περασμένου κόσμου
̇
με παλτά. Σκισμένοι.
Με μια κομμένη ζώνη στη μέση. Εξομοιωμένοι.
 

Και στο τέλος εσύ. Μόνη.
Με το ραβδί ανιχνεύοντας το δρόμο, όπως οι τυφλοί.



*** 

ΜΗΝ ΣΚΕΠΑΖΕΙΣ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ
(ΚΕΔΡΟΣ, 1998)



Η φοβερή πατρίδα μου

Άθλιος καιρός στη φοβερή πατρίδα μου
και λίβας ανελέητος σκληρός του Ιουλίου!

Την πεθαμένη ταξιδεύαμε τη μάνα μας
με το βαγόνι της γραμμής
κόσμος πολύς μέσα στο διάδρομο και η αποθήκη του γεμάτη
με μπαούλο, οικοσκευές,
και ανάμεσά τους, στα ψηλά, το φέρετρό της
έτσι καθώς πηγαίναμε παλιά κουτί, στων συγγενών μας,
με κούκλες, τα παιδιά.

Το κοιμητήριο ήσυχο, όταν εφτάσαμε μετά,
της φοβερής πατρίδας μου,
και πρόσχαροι οι συμπατριώτες μας και γελαστοί τους όλοι
στις φωτογραφίες τους επάνω στους σταυρούς
οι νεόκτιστες ανάμεσα βεράντες καθισμένοι και ορτανσίες
ενώ φυσούσε θάνατος στη μάντρα, ο ήλιος του σπιτιού
κι ένα κομμάτι από σώμα ερπετού
μυρμήγκια το τραβούσαν στη φωλιά, μυρμήγκια το τραβούσαν.

Ο Βιβάλντι κάποτε μικρά έφερνε, κοριτσάκια, στο σαλόνι
(σταθήκαμε για μια στιγμή όλοι θυμούμενοι και πάλι)
με κρινολίνα στις μαργαρίτες χόρευαν,
και χωράφια της παιδικής ευφροσύνης
με σύννεφα και χιλιάδες αρκαδίες, ο Μπρέγκελ, και ζώα,
και ανάμεσά τους μια αγελάδα ειρηνική
να περνά το σούρουπο μόνη
με τους μαστούς της δυο λάμπες φωτοφόρες
των εκατό κηρίων η κάθε μία, και κότες και λίμνες,
και σκάφες πλυσίματος με χοντρές χωρικές έφερνε.

«Εκείνη που κατέβηκε στον ποταμό
με το λευκό χιτώνα της να βαπτισθεί
έχει τα πόδια της γυμνά κι έχει λαιμό για σφάξιμο
–τα παιδάκια τραγουδούσαν με τα μαντολίνα–
αγόρια τρέχουν ανυποψίαστα
να πιάσουν στα νερά το σταυρό
χρυσίζει σαν ψάρι το κράμα στην  κοίτη,
ήρθα να σε πάρω, της λέει εκείνος ο άγνωστος,
μα είναι τα μάτια μου μπλε όπως ο ουρανός
κι όπως αυτός δεν βλέπουν,
οι φωνές από τους αίνους λάμψη το μεσημέρι
και ο προδότης έχει ανήσυχο το μάτι
τις κρύες φακές του στο χάνι, τρώγοντας, της οσίας,
οι φλαμουριές έξω τον συντροφεύουν
και τρέμουν οι λεύκες σαν το κορμί του.»

Δύσκαμπτη πατρίδα, σικελική!

Βατομουριές σκονισμένες
και σχοίνα που τα παντελόνια τραβολογούν!

Συναλλαγές, ψευτιές, ενώ ο «Πάντσο» ιδού
στην ταινία του υπαίθριου
να χτυπήσει το Νότο λέει το βράδυ κατεβαίνει
σέρνει μαζί του τομάρια
από εκείνα που τα ’χουν οι πόρνες σαν αδελφάκια τους
κι έχουν οι ίδιοι το πιστόλι για παιχνίδι,
χαροτρομάζουν ακόμη και αυτόν τον πατέρα τους,
τραυματίζουν τη μάνα τους για επίδειξη
και κάνουν το γειτονόπουλό τους να τρέχει σαν το κοκόρι,
βρωμάνε τα χνότα τους πιοτό,
από αυγουστιάτικους κάμπους που καίνε το άχυρο
κι από μικρά φιλέρημα μέσα νεκροταφεία, περνούν.

Μια φωνή μού φώναζε χθες στον ύπνο
«Έλα να δεις τα στέκια σου
που έτρεξες –μου έλεγε– παιδί»,
«εγώ δεν ημπορώ να δω τα στέκια μου
γιατί είναι η καρδιά μου κάρβουνο –της απαντούσα–
«έλα να δεις τα πρώτα σου τα χρόνια
και τις πηγές τις δροσερές, έλα», μού ξαναέλεγε η φωνή!

Έναν τόπο ζητούσα όπου ο αρτοποιός θα κάνει το ψωμί
όπως τότε που ο φούρνος μύριζε τη νύχτα,
τα ρούχα θα πλένονται στον κήπο
με όλες τις ατέλειες που αφήνει το χέρι
και ο τεχνίτης του σίδερου
θα λιώνει το μέταλλο με πρωτόγονους τρόπους
–του γύρεψα έναν αναπτήρα αυτοσχέδιο για ενθύμιο,
έψαξε– «πάρε –μου είπε– αυτόν
μπορεί και να τον έχει φτιάξει ο θείος σου
δούλευε κάποτε εδώ, πέθανε και δεν τον γνώρισες»,
τα απαιτούμενα του έβαλε, τον άναψε,
το πρόσωπό του μέσα στις τσακμακιές έπαιξε, φωτίστηκε,
όπως άστραφτε, μικροί, τον Οκτώβριο,
πριν αρχίσουμε, δωδεκαετείς, το σχολείο.

Ω πατρίδα, αιώνια ταραχή της πρώτης ερωμένης.

Ω ζωή κομμένη στη μέση,
και ω νεότητα από τότε, τέλος, τραυματισμένη
σαν ένα κοριτσάκι με το καλό του φόρεμα
που ισορροπούσε πάνω στην εγκαταλειμμένη
γραμμή του τραίνου, ισορροπούσε.


Διαβάσεις Πεζών

12.
Επιστροφή

Απ’ το πρωί σήμερα σκέπτομαι τον ύπνο
και η λαίλαπα σηκώνει στους σταυρούς την ομίχλη.


Γυρνώ στους δρόμους μονάχος
και στη λιτανεία αναγνώρισα στο σκήνωμα του αγίου
τη μισή καρδιά του χαμένου πατέρα μου.
 
Χλομές αγάπες στο παγκάκι επενδύουν μυστικά σε ανάμνηση
για τότε που θα χωρίσουν.
 
Στην εξοχή στάθηκα
και την παλαιά εκείνη προσευχή μου θυμήθηκα:
 
«Κάποτε στίχους στα ωραία κυνηγούσα βιβλία 
όπως ο μικρός τις πεταλούδες στο δημόσιο κήπο, Κύριε, 
του πόνου γνωρίζοντας έτσι το άλγος, 
του εφήβου την ακαταστασία 
της δίγνωμης καρδιάς, μεγαλώνοντας, 
ή της χελώνας το ακίνητο το κοίταγμα, 
βλέποντας κρυφά μες στα κλαριά 
κορμί όπου δεν έπρεπε να δεις, που σε διακόπτει.   
Δάκρυα, δάκρυα, δάκρυα 
το μόνο που θυμάμαι από τότε, Κύριε, δάκρυα, δάκρυα 
και τις γιορτές υπήρξα γυάλινος 
και η μοναξιά μου εκτεθειμένη, στους άξεστους εκτεθειμένη.  
Ω, θυμάσαι όταν για πρώτη 
ερχόμουνα κοντά σου φορά, Κύριε,
ζέστη, παντού, βιβλική ζέστη, η πεδιάδα να καίει 
και το ποτάμι που εκτινάσσονταν άηχο 
ωσάν το θερμόμετρο μέσα στον ήλιο;» 

Γύρισα στο πατρικό μου σπίτι. 

Έσυρα τον αντίχειρα στην πλάτη του φτωχού σκυλιού
και του μετέφερα λύπη.

 
 
16.
 
Μπαμ! 
 
 
17.
 
Ω, ψυχή, πουλί που δεν ξέρει
και πετά σε μέρες που επιτρέπεται το κυνήγι. 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.