Μικρή ανθρώπινη ιστορία
Αφιερώνεται σε όλους «της γης τους κολασμένους» που γέρνουν κάτω από λοιμούς, λιμούς, σεισμούς και καταποντισμούς, φωτιές, μαχαίρια… Με την ευχή να βρουν δικαίωση οι ζωντανοί στα όνειρά τους.
Φορές φυσάει ένας άνεμος.
Άγριος με τα δόντια τρίζοντας.
Και μια μεγάλη πόλη παραδίνεται στα χέρια του.
Αλαφιασμένα αγρίμια τρέχουν να κρυφτούν σε φοβισμένες αγκαλιές, κι άλλα μένουν λουφάζοντας μες στις σχισμές των βράχων.
Κάποιες αδύναμες σκιές περνούν και χάνονται κάτω απ’ το σκονισμένο ιστό των αστεριών.
***
Άλλοτε πάλι έρχονται χρόνια και πουλιά κυνηγημένα.
Μνήμες περνούν σκοτεινές και ακατοίκητες.
Περνούν αποσπάσματα τυφλών στρατιωτών
Σπέρνουν δόντια δράκοντα στη γη και ξεχερσώνουνε στο διάβα τους ψυχές, παίρνουν την πόλη βίαια, γεμίζουν με βαθιές ουλές τ’ όμορφο πρόσωπό της.
***
Κάποτε εμφανίζονται οι άνθρωποι.
Συνήθως έρχονται απ’ τη θάλασσα και είναι πάντα μόνοι.
Μπαίνουν στην πόλη κι αρχίζουν να ζωγραφίζουν τα στενά της, αγγίζουν τρυφερά το χέρι της, δροσίζοντας τον πυρετό της, γιατρεύουν με τα χείλια τους τ’ αόρατα σημάδια του κορμιού της,
Βάφουν με ουρανό τα άστεγα δρομάκια της
φωτίζοντας τις σκοτεινές γωνιές της…
Πάντα κι αμέσως γίνοται πλήθος και ποτάμι και ζωή.
Όταν τελειώσουν, μαζεύουν σ’ ένα μικρό φθαρμένο βαλιτσάκι τα σύνεργά τους,
κοιτάζουν γύρω τους τα μάτια που τους κοίταζαν
φεύγουν ξανά κατά τη θάλασσα
και περπατώντας επάνω στα κύματα χάνονται μέσα στον κόσμο.
***
Στο μεταξύ βρέχει ασταμάτητα.
Μια κόκκινη ανεξίτηλη βροχή,
μουλιάζοντας τα χρόνια μας
όπως στο μυθιστόρημα του Μάρκες.
Οι φτωχοί άνθρωποι του Σετσουάν
Στις φτωχογειτονιές της Μιανμάρ. Ό,τι απόμεινε από τον τυφώνα Ναργκίς.
|