Δεκέμβρης 1944 (17)

Δευτέρα 21 Ιουλίου 2025

Μπάμπης Ζαφειράτος: Πάμπλο Νερούδα, 100 Σονέτα του Έρωτα – Α. Πρωί: 32 σονέτα, I – XXXII (Πρόλογος - Ισπανικό κείμενο - Σημειώσεις)

Ο Νερούδα και η Ματίλντε στο σπίτι τους στην Ισλα Νέγρα.
[…] στης θάλασσας τα βράχια, / μες στην κρυφή μονιά τους, θ’ αράξουν τα φιλιά μας.
(σονέτο XXXII κάτω)

Πάμπλο  Νερούδα

100 Σονέτα του Έρωτα

Cien Sonetos de Amor (1959)

Α. Πρωί

Mañana [6:00 – 11:59], 32 σονέτα (IXXXII)

Πρόλογος – Μετάφραση – Σημειώσεις
Μπάμπης Ζαφειράτος – Μποτίλια Στον Άνεμο

Με το ισπανικό κείμενο

Τα υπόλοιπα εδώ:

Β. Μεσημέρι - Γ. Απόγευμα - Δ. Νύχτα

Πρώτες δημοσιεύσεις 49 σονέτων

Πάβλο Νερούδα – Ρικάρδο Ελιέσερ Νεφταλί Ρέγιες Μπασοάλτο
(Pablo Neruda – Ricardo Eliécer Neftalí Reyes Basoalto)
Χιλή. 12 Ιουλίου 1904, Παράλ – 23 Σεπτεμβρίου 1973, Σαντιάγο 12 Ιουλ. 2024
Σχέδιο (1ο από 2 του Νερούδα), Μπάμπης Ζαφειράτος, 23.XII.2015 (Μελάνι, 29 χ 21 εκ.)

12 Ιουλ. 2024 Πάμπλο Νερούδα (12.7.1904 – 23.9.1973), 4 Σονέτα του Έρωτα | Ισπανικό κείμενο - Μετάφραση - Σημειώσεις: Μπάμπης Ζαφειράτος - Μποτίλια Στον Άνεμο

23 Σεπ. 2023 Μπάμπης Ζαφειράτος: Ο Πάμπλο Νερούδα (12.7.1904 - 23.9.1973) του Τσε Γκεβάρα (14.6.1928 - 9.10.1967) — Το Farewell, ο Ρεταμάρ και ένα Σονέτο του Έρωτα

23 Σεπ. 2022 Μπάμπης Ζαφειράτος: Πάμπλο Νερούδα (12.7.1904 – 23.9.1973), 12 Σονέτα του Έρωτα

12 Ιουλ. 2022 Μπάμπης Ζαφειράτος: Πάμπλο Νερούδα (12.7.1904 – 23.9.1973), 11 Σονέτα του Έρωτα

23 Σεπ. 2021 Μπάμπης Ζαφειράτος: Πάμπλο Νερούδα (12.7.1904 – 23.9.1973), 21 Σονέτα του Έρωτα – Πρόλογος - Ισπανικό κείμενο - Σημειώσεις (Αφιέρωμα)

Το αντικείμενο του πόθου (του)

Τα 100 Σονέτα του Έρωτα (Cien Sonetos de Amor) γράφτηκαν για τον μεγάλο έρωτα του Νερούδα, την Ματίλντε Ουρούτια (Matilde Urrutia Cerda, Τσιγιάν -Chillán, 5 Μαϊου 1912 – Σαντιάγο, 5 Ιανουαρίου του 1985). Είναι η τρίτη σύζυγος του Πάβλο Νερούδα, από το 1966 μέχρι το θάνατό του το 1973, η οποία εργαζόταν ως φυσιοθεραπεύτρια στη Χιλή και ήταν η πρώτη γυναίκα παιδοθεραπεύτρια στη Λατινική Αμερική.

Η σχέση του ποιητή με την Ματίλντε, «παράνομη» αρχικά, κρατήθηκε μυστική και οι συναντήσεις τους γίνονταν στο σπίτι τους στο Σαντιάγο, το καταφύγιό τους (μουσείο σήμερα), τη La Chascona (αυτή με τα ατίθασα, τα ανυπότακτα, τα ανακατεμένα μαλλιά, τα μαλλιά αφάνα που λέμε). Εκεί βρίσκεται και το διπλό πορτρέτο της Ματίλντε –έργο του Διέγο Ριβέρα– όπου «κρυμμένο» μέσα στα κόκκινα σγουρά μαλλιά βρίσκεται το προφίλ του Νερούδα.

Διέγο Ριβέρα, La Chascona (1953)

ΜΕ ΥΠΟΜΟΝΗ ΓΑΪΔΟΥΡΙΝΗ ο Διέγο ο Ριβέρα
στα χρώματά του έψαχνε το σμαραγδί του δάσους,
το βερμιγιόν, το απρόσμενο, το αιμάτινο λουλούδι,
σύναζε στο πορτρέτο σου το φως όλου του κόσμου.
(Σονέτο LXXVI, Απόγευμα)

Τα 100 Σονέτα πρωτοδημοσιεύτηκαν στην Αργεντινή το 1959.

Η Ματίλντε με τον Νερούδα είχαν πρωτοσυναντηθεί στο Σαντιάγο το 1946 και ξανά στο Μεξικό το 1949, όπου ο ποιητής βρισκόταν εξόριστος επειδή ήταν μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Χιλής.

Η Ματίλντε ήταν η μούσα του για μια ακόμη σύνθεση, πριν από τα Σονέτα: Los versos del capitán (Οι στίχοι του Καπετάνιου, 1951). Το βιβλίο είχε εκδοθεί για πρώτη φορά στην Ιταλία το 1952, ανώνυμα, για να μην πληγωθεί η δεύτερη συζυγός του, από το 1943-1966 (κατά 20 χρόνια μεγαλύτερή του), Δέλια δελ Καρίλ, ενώ με το όνομά του δημοσιεύτηκε στη Χιλή το 1963, όπου ο ποιητής, εν είδει προλόγου, σημειώνει:

Επεξήγηση

Η ανωνυμία αυτού του βιβλίο πολύ συζητήθηκε. Ωστόσο, εκείνο που πάλευα μέσα μου ήταν αν έπρεπε ή όχι να το απομακρύνω από την αρχική του προέλευση: Tο να αποκαλύψω την καταγωγή του σήμαινε να φανερώσω τη σχέση που το γέννησε. Και δεν μου φαινότανε ότι μια τέτοια ενέργεια ήτανε συνεπής στα εκρηκτικά συναισθήματα του έρωτα και του πάθους, μέσα στο αποκαρδιωτικό και φλεγόμενο τοπίο της εξορίας που του έδωσε ζωή.

Από την άλλη, πιστεύω ότι όλα τα βιβλία θα έπρεπε να είναι ανώνυμα. Αλλά, ανάμεσα στο να αφαιρέσω από όλα τα δικά μου το όνομά μου ή να το παραδώσω σε κάτι πιο μυστηριώδες, τελικά υπέκυψα, αν και χωρίς μεγάλη προθυμία.

Οπότε, γιατί κράτησε τόσον καιρό αυτό το μυστήριο; Για το τίποτα και για όλα, για το κοντινό και το απόμακρο, για τις ξένες χαρές, για τον ξένο πόνο. Όταν ο Πάολο Ρίτσι, σύντροφος φωτισμένος, το τύπωσε για πρώτη φορά στη Νάπολη το 1952, σκεφτήκαμε ότι εκείνα τα λιγοστά αντίγραφα, που τα φρόντισε και τα ετοίμασε με περισσή επιμέλεια, θα εξαφανίζονταν χωρίς να αφήσουνε ίχνη στην άμμο του νότου.

Δεν έγινε έτσι. Και η ζωή που διεκδίκησε το εκρηκτικό μυστικό του, μου το επιβάλλει σήμερα σαν παρουσία ενός ακλόνητου έρωτα.

Παραδίδω, λοιπόν, αυτό το βιβλίο χωρίς άλλες εξηγήσεις, σαν να ήταν και να μην ήταν δικό μου: Αρκεί που θα μπορούσε να ταξιδέψει μόνο του στον κόσμο και να τα βγάλει μόνο του πέρα. Τώρα που το αναγνωρίζω, ελπίζω πως το ξέφρενο αίμα του θα με αναγνωρίσει επίσης.

Πάβλο Νερούδα
Ίσλα Νέγρα, Νοέμβριος 1963

Μετά το θάνατο της Ματίλντε κυκλοφόρησε το βιβλίο της, Η ζωή μου με τον Πάβλο Νερούδα (1986).

________________

Κεντρική φωτό: Ο Νερούδα και η Ματίλντε στο σπίτι τους στην Ισλα Νέγρα. […] στης θάλασσας τα βράχια, / μες στην κρυφή μονιά τους, θ’ αράξουν τα φιλιά μας (σονέτο XXXII κάτω).

Δυο λόγια για τα 100 Σονέτα και τη μετάφραση

Αυτά τα 100 σονέτα στο μόνο που θυμίζουν… σονέτο είναι η μορφή των τεσσάρων στροφών (4-4-3-3). Δεν έχουν δηλαδή ούτε τη ρίμα ευτυχώς για μας ούτε τον αυστηρό 11σύλλαβο στίχο του κλασικού 14στιχου με 5 ρίμες (αβαβ / αβαβ / γδε / γδε οι 6 τελευταίοι στίχοι σε όλους τους δυνατούς συνδυασμούς και ρίζες στη Σικελία του 13ου αιώνα), που μας έχει δώσει, και εξακολουθεί να δίδει, σπουδαία δείγματα.

Τα σονέτα του Νερούδα, «τρόπος του λέγειν σονέτα» ή «σονέτα από ξύλο», όπως τα χαρακτηρίζει ο ίδιος (βλ.κ.), αριθμημένα με λατινικά νούμερα, από IC (1 – 100), είναι όλα άτιτλα, με στίχο κυρίως 14σύλλαβο, που όμως ποικίλλει από 11 έως 15 ή και 20 συλλαβές και συχνά αλλάζει από σονέτο σε σονέτο ή στο ίδιο 14στιχο.

Και τα 100 σονέτα έχουν ιαμβικό στίχο (υ –, όπου τονίζεται η δεύτερη συλλαβή), παροξύτονο, εκτός από 25 εξαιρέσεις: Στους 1.400 στίχους απαντώνται 9 προπαροξύτονοι στίχοι και 16 οξύτονοι, σε 22 σονέτα, συνολικά.

Τρία σονέτα, XXII (22), LXIII (63), LXXVIII (78) είναι ανισοσύλλαβα και σε όλες τις εκδόσεις εμφανίζονται με λοξά στοιχεία, μορφή που ακολουθείται και εδώ.

Ένα μόνο σονέτο, το νούμερο LXVI (66), είναι… σονέτο-σονέτο, 11σύλλαβο και μάλιστα με 2 μόνο ρίμες: αβαβ / αβαβ / ααβ / ααβ, γεγονός που καθιστά τη μεταφορά του στα Ελληνικά μάλλον αδύνατη. Το μεταφράζω σε 13σύλλαβο στίχο, με 6 ρίμες: αββα / αγγα / δδε / ζζε.

Για την ιστορία, ας σημειωθεί ότι τα περίφημα σονέτα του Σαίξπηρ έχουν 7 ρίμες (αβαβ / γδγδ / εζεζ / ηη). Βλ. από Μποτίλια Στον Άνεμο – Σαίξπηρ.

Η σύνθεση χωρίζεται σε τέσσερεις ενότητες:

Πρωί –Mañana [6:00 – 11:59], 32 σονέτα (IXXXII). Η έντονη, πληθωρική νεότητα, η αισιοδοξία και η απαισιοδοξία, το μεγάλο πάθος και η κορύφωση της ερωτικής επιθυμίας.

Μεσημέρι –Mediodía [12:00 – 14:30], 21 σονέτα (XXXIIILIII). Η ηρεμία του έρωτα.

Απόγευμα –Tarde [14:30 – 19:00], 25 σονέτα (LIVLXXVIII). Απαισιόδοξα συναισθήματα, αφού η νύχτα πλησιάζει, αλλά με τον έρωτα να παραχωρεί τη θέση του στην αγάπη.

Νύχτα –Noche [19:00 – 23:59], 22 σονέτα (LXXIXC). Η αιωνιότητα της αγάπης, αλλά και το πέρασμα του χρόνου με τον αναπότρεπτο θάνατο.

Η μετάφραση είναι έμμετρη, άλλοτε με την αντιστοιχία των συλλαβών του πρωτότυπου και άλλοτε όχι. Σε πάρα πολλά μεταφράσματα –έχουν μεταφραστεί όλα τα σονέτα– υπάρχουν και διαφορετικές προσεγγίσεις, άσκηση που δεν χωράει, βέβαια, στο πλαίσιο της παρούσας δημοσίευσης. Ωστόσο, δυο δείγματα βρίσκονται στα σονέτα XXV και  στο LXIII, όπου παρατίθενται δύο εκδοχές.

___________________

Σημ. Τα 100 Σονέτα έχουν κυκλοφορήσει στη γλώσσα μας (δυσεύρετα σήμερα) από τις εκδόσεις Γνώση (2001) με πρόλογο και μετάφραση του αείμνηστου πολιτικού μηχανικού Ηλία Ματθαίου (Παπαματθαίου), ο οποίος μας άφησε σημαντικά έργα και ανθολογίες της ισπανόφωνης λογοτεχνίας.

100 Σονέτα του Έρωτα

Στην Ματίλντε Ουρούτια

Πολυαγαπημένη μου Κυρά, πολύ εδεινοπάθησα γράφοντας αυτά τα τρόπος του λέγειν σονέτα που τόσο με πόνεσαν και με δυσκόλεψαν, αλλά η ευτυχία να σου τα προσφέρω είναι μεγαλύτερη κι από έναν απέραντο κάμπο. Όταν μπήκα σ’ αυτή τη διαδικασία, ήξερα πολύ καλά πως οι ποιητές όλων των εποχών, με ιδιαίτερη αφοσίωση και χάρη, παράθεσαν ρίμες που καμπάνιζαν σαν ασημικά, κρύσταλλα ή ομοβροντίες κανονιών. Η αφεντιά μου, με περισσή ταπεινότητα έφτιαξε ετούτα τα σονέτα από ξύλο, τους έδωσε τον ήχο αυτής της κρουστής και ανόθευτης ύλης και έτσι πρέπει να φτάσουνε στ’ αφτιά σου. Εσύ κι εγώ, περπατώντας μέσα από δάση και τόπους αμμουδερούς, από λίμνες αθέατες, από τοπία βουτηγμένα στη στάχτη, μαζέψαμε κομμάτια από ξύλο ατόφιο ή σανίδες αργασμένες απ’ το νερό και την κακοκαιριά. Από εκείνα τα τόσο απαλά λειασμένα απομεινάρια δούλεψα με τσεκούρι, μαχαίρι και σουγιαδάκια, ετούτα τα ξυλοτεχνήματα του έρωτα και έφτιαξα μικρά σπιτάκια με δεκατέσσερεις τάβλες το καθένα για να ζήσουν εκεί μέσα τα μάτια σου που τα λατρεύω και τα υμνώ. Και τώρα που θεμέλιωσα τους λόγους του έρωτά μου, σε παραδίνω στην αιωνιότητα: Με εκατό σονέτα από ξύλο που υπάρχουνε μόνο και μόνο γιατί εσύ τους έδωσες ζωή.

Οκτώβρης του 1959

Πρωί

Mañana [6:00 – 11:59], 32 σονέτα (IXXXII)

Η έντονη, πληθωρική νεότητα, η αισιοδοξία και η απαισιοδοξία, το μεγάλο πάθος και η κορύφωση της ερωτικής επιθυμίας.

Κούβα, 1961. Τη χρονιά που εκδόθηκε στο Νησί της Επανάστασης η ποιητική του συλλογή Επικό Τραγούδι.

I

ΜΑΤΙΛΝΤΕ, ΑΠΟ ΑΝΘΟΣ και κρασί και πέτρα τ’ όνομά σου
από όλα όσα εδώ στη γη γεννιούνται και διαρκούνε
λέξη που αναβλύζοντας στα χείλια ξημερώνει,
κι όπου των λεμονιών το φως στο θέρος της ξεσπάει.

Σ’ ετούτο το όνομα σκαριά από ξύλο αρμενίζουν
σμάρι μπλε σκούρες πυρκαγιές τα
χουν περικυκλώσει
τα γράμματά του από νερό σαν το βουερό ποτάμι
που ξεμπουκάρει ορμητικό στη φλογερή καρδιά μου.

Ω, όνομα που βρέθηκε στο αγιόκλημα κρυμμένο
κι άνοιξε πόρτα μυστική μιας σήραγγας και μπήκα
και βρέθηκα στ’ αρώματα ολόκληρου του κόσμου!

Ω, έλα με στόμα διάπυρο και διαπέρασέ με
σκάψε με, αν το θες κι εσύ, με αυτά τα νύχτια μάτια,
μα στο όνομά σου άσε με να πλέω και να κοιμάμαι.

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

(Πρώτη δημοσίευση: Κατιούσα και Μποτίλια στον Άνεμο, 23/9/2021)


I

MATILDE, NOMBRE DE planta o piedra o vino,
de lo que nace de la tierra y dura,
palabra en cuyo crecimiento amanece,
en cuyo estío estalla la luz de los limones.

En ese nombre corren navíos de madera
rodeados por enjambres de fuego azul marino,
y esas letras son el agua de un río
que desemboca en mi corazón calcinado.

Oh nombre descubierto bajo una enredadera
como la puerta de un túnel desconocido
que comunica con la fragancia del mundo!

Oh invádeme con tu boca abrasadora,
indágame, si quieres, con tus ojos nocturnos,
pero en tu nombre déjame navegar y dormir
.


II

ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ, ΩΣ να φτάσω στο φιλί πόσο μου πήρε,
ως τη δική σου συντροφιά τι μοναξιά πλανιόταν!
Τα τρένα μέσα στη βροχή μονάχα τους κυλάνε.
Η άνοιξη ακόμα στο Ταλτάλ δεν λέει να ξημερώσει.

Μα εσύ κι εγώ, αγάπη μου, μαζί είμαστε τώρα,
απ’ την κορφή μέχρι τα νύχια ενωμένοι,
με το φθινόπωρο, με το νερό, με τα κορμιά μας,
ώσπου μονάχα εσύ και μόνο εγώ γινόμαστε ένα.

Κι άμα σκεφτείς το πόσες πέτρες σέρνει το ποτάμι,
που φέρνει ξεμπουκάροντας το ρέμα του Μπορόα,
κι άμα σκεφτείς τι χωρισμοί από τρένα κι από τόπους,

εσύ κι εγώ δεν έπρεπε παρά ν’ αγαπηθούμε,
έτσι μπλεγμένοι ανάμεσα σε άντρες και σε γυναίκες,
μες στα γαρύφαλλα που η γη κρατάει και κανακεύει.

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος 

(Πρώτη δημοσίευση, Κατιούσα και Μποτίλια Στον Άνεμο, 12/7/2022)

Ταλτάλ: «Νυχτοπούλι» στη γλώσσα των αυτοχθόνων. Πόλη – λιμάνι της Χιλής στην επαρχία Αντοφαγάστα (βλ. κάτω και Σονέτο LXXXVII), στην περιοχή της ερήμου Ατακάμα. Η πόλη στήθηκε με το άνοιγμα των ορυχείων χαλκού.

Μπορόα: Μικρό ποτάμι, ρέμα, στην περιοχή της Αραουκανίας (επόμενο Σονέτο V, Αραουκάνα), που κατεβαίνει από τον Λόφο της Πέτρας (Cerro de las Piedras) απ’ όπου οι πέτρες (piedras) εξού και το ρέμα της μετάφρασης. Ο Μπορόα με τρεις ακόμη παραπόταμους χύνεται στον ποταμό Κεούλε (Queule), ο οποίος εκβάλει στον ομώνυμο όρμο – ψαροχώρι.

*

«Τον πατέρα μου τον λέγανε απλά Χοσέ δελ Κάρμεν. Άφησε την πατρική του γη πολύ νέος και δούλεψε λιμενεργάτης στις αποβάθρες του Ταλκαουάνο, για να καταλήξει εργάτης σιδηροδρόμων στο Τεμούκο. 

Ήταν μηχανοδηγός σε λαστρέρο [τρένο έρματος]. Λίγοι γνωρίζουνε τι είναι ένα τέτοιο τρένο. Στις νότιες περιοχές με τις δυνατές καταιγίδες, τα νερά ξεσέρνανε τις ράγες, αν δεν υπήρχανe σκύρα ανάμεσα στους στρωτήρες. 

Έπρεπε να βγάλουνε την πέτρα για το έρμα από τα λατομεία με καλάθια και να τη φορτώσουνε σε ανοιχτά βαγόνια. Πριν από σαράντα χρόνια το πλήρωμα ενός τέτοιου τρένου έπρεπε να είναι φοβερό και τρομερό. Προερχότανε από τα χωράφια, από τις παραγκουπόλεις, από τις φυλακές. Ήτανε σωματώδεις ανειδίκευτοι εργάτες. Ta μεροκάματα της εταιρείας ήτανε άθλια και δεν εζήταγε προϋπηρεσία και ποινικό μητρώο σε όποιον ήθελε να δουλέψει στα τρένα έρματος. 

Ο πατέρας μου ήτανε ο μηχανοδηγός ενός τέτοιου τρένου. Ήτανε συνηθισμένος να διατάζει και να τον υπακούνε. Καμιά φορά με έπαιρνε μαζί του. Σπάγαμε πέτρα στο Boroa, την άγρια ​​καρδιά της Frontera [επόμενο σονέτο], θέατρο τρομερών μαχών ανάμεσα σε Ισπανούς και Αραουκάνους».

(Confieso que he vivido Ομολογώ ότι έχω Ζήσει. Seix Barral, 2017, pp. 20-21). Μτφρ: Μπάμπης Ζαφειράτος

Βλ. και Τεμούκο, Σονέτο LXXVII 

 

II

AMOR, CUÁNTOS CAMINOS hasta llegar a un beso,
qué soledad errante hasta tu compañía!
Siguen los trenes solos rodando con la lluvia.
En Taltal no amanece aún la primavera.

Pero tú y yo, amor mío, estamos juntos,
juntos desde la ropa a las raíces,
juntos de otoño, de agua, de caderas,
hasta ser solo tú, solo yo juntos.

Pensar que costó tantas piedras que lleva el río,
la desembocadura del agua de Boroa,
pensar que separados por trenes y naciones

tú y yo teníamos que simplemente amarnos,
con todos confundidos, con hombres y mujeres,
con la tierra que implanta y educa los claveles.


 

III

 

ΣΚΛΗΡΕ ΕΡΩΤΑ ΜΟΥ εσύ, βιολέτα, με τ’ αγκάθινο στεφάνι,
μέσα στις λόχμες που φουντώνουνε τα πάθη,
λόγχη στη θλίψη και άνθος στην οργή, πώς ήρθες
κι από ποια μονοπάτια κουμαντάρεις την ψυχή μου;

 

Γιατί γκρεμίζεις ξάφνου την αβάσταχτη φωτιά σου,
στα παγωμένα φύλλα, στο δικό μου μονοπάτι;
Ποιος σου ’μαθε τα βήματα που σ’ έφεραν κοντά μου;
Ποια πέτρα, ποιο άνθος, ποιος καπνός σού δείξανε πού μένω;

 

Η αλήθεια είναι πως τρόμαξε η φρικαλέα νύχτα,
με το κρασί της η αυγή γέμισε όλες τις κούπες
κι ο ήλιος στ’ απέραντο γλαυκό εδραίωσε τη μορφή του,

 

καθώς ο άσπλαχνος έρωτας έσφιγγε τον κλοιό του
ώσπου μ’ αγκάθια και σπαθιά αλύπητα με δέρνει,
μες στην καρδιά μου ανοίγοντας πύρινο μονοπάτι.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, Ιούλ.–Αύγ. 2021

(Πρώτη δημοσίευση - παρουσίαση, για το BookSitting, 12/7/2024)

 

 

III

 

ÁSPERO AMOR, VIOLETA, coronada de espinas,
matorral entre tantas pasiones erizado,
lanza de los dolores, corola de la cólera,
por qué caminos y cómo te dirigiste a mi alma?

Por qué precipitaste tu fuego doloroso,
de pronto, entre las hojas frías de mi camino?
Quién te enseñó los pasos que hasta mí te llevaron?
Qué flor,  qué piedra, qué humo mostraron mi morada?

Lo cierto es que tembló la noche pavorosa,
el alba llenó todas las copas con su vino
y el sol estableció su presencia celeste,

mientras que el cruel amor me cercaba sin tregua
hasta que lacerándome con espadas y espinas
abrió en mi corazón un camino quemante.

 

 

IV (αδημοσίευτο)

ΘΥΜΗΣΟΥ EKEINO TO παράξενο φαράγγι,

σκαρφάλωναν μ’ αναπαλμούς τ’ αρώματά του

και κάθε τόσο ένα πουλάκι πέταγε ντυμένο

με απάθεια και με νερό στα χειμωνιάτικά του.

 

Της γης τα θεία δώρα για θυμήσου

τις οργισμένες ευωδιές, το χρυσό βούρκο

τ’ αγριοβότανα, τις παλαβιάρες ρίζες,

τ’ αγκάθια τα θαυματουργά ίδια με σπάθες.

 

Θυμήσου ένα μπουκέτο που ’χες φέρει,

νεράκι της σιωπής, μπουκέτο από ίσκιο,

μπουκέτο σαν μια πέτρα αφρισμένη.

 

Σαν το ποτέ ήταν τότε και το πάντα:

και πάμε εκεί που τίποτα δεν περιμένει

και βρίσκουμε τα πάντα εκεί να μας προσμένουν.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, Ιούλ.–Αύγ. 2021

 

 

IV

RECORDARÁS AQUELLA QUEBRADA caprichosa
a donde los aromas palpitante streparon,
de cuando encuando un pájaro vestido
con agua y lentitud: traje de invierno.

Recordarás los dones de la tierra:
irascible fragancia, barro de oro,
hierbas del matorral, locas raíces,
sortileges espinas como espadas.

Recordarás el ramo que trajiste,
ramo de sombra y agua con silencio,
ramo como una piedra con espuma.

 

Y aquella vez fue como nunca y siempre:
vamos allí donde no espera nada
y hallamos todo lo que está esperando. 

 

V

ΝΑ ΜΗ Σ’ ΑΓΓΙΞΕΙ η νύχτα, ούτε η αυγή ούτε κι ο αγέρας,
μονάχα η γη, των σταφυλιών το χάρισμα μονάχα,
και οι μηλιές που μεγαλώνουν δίχως γάργαρο νεράκι,
και το ρετσίνι κι ο πηλός του ευωδιαστού σου τόπου.

Απ’ το Κιντσαμαλί, απ’ όπου είναι τα μάτια σου πλασμένα
μέχρι τα πόδια σου για μένανε χυμένα στη Φροντέρα
είσαι το μαύρο αργιλόχωμα που ξέρω:
μες στα λαγόνια σου απ’ την αρχή όλο το στάρι αγγίζω.

Μπορεί και να μην το ’ξερες, Αραουκάνα,
πως όταν ξέχναγα, πριν σ’ αγαπήσω, τα φιλιά σου
αναθυμότανε το στόμα σου η καρδιά μου,

και γύρναγα στους δρόμους λαβωμένος
μέχρι που το κατάλαβα πως είχα ανακαλύψει
τη χώρα μου από φιλιά και ηφαίστεια, έρωτά μου.

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

(Πρώτη δημοσίευση, Κατιούσα και Μποτίλια Στον Άνεμο, 12/7/2022)

Κιντσαμαλί (Quinchamalí): Μικρή πόλη στην κοινότητα Τσιγιάν, γενέτειρα της Ματίλντε, 30 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της ομώνυμης πόλης, που είναι γνωστή χάρη στα περίφημα μαύρα, ζωόμορφα κεραμικά της (είσαι το μαύρο αργιλόχωμα που ξέρω), με τις ρίζες τους στον λαό των ιθαγενών Μαπούτσε.

Φροντέρα (La Frontera· Το Σύνορο): Ηφαιστειακή χιονοσκεπής περιοχή γύρω από τον ποταμό Bíο Bío, όπου περί το 1600 ήταν το φυσικό σύνορο ανάμεσα στην Ισπανική Αυτοκρατορία και στο κράτος των Μαπούτσε.

Αραουκάναraucana): Από την περιοχή της Αραουκανίας (Araucanía), την περιοχή στα νότια της Χιλής όπου κατοικούσαν οι Μαπούτσε.

Στην περιοχή της Αραουκανίας, 270 χλμ. νότια  του Τσιγιάν, βρίσκεται και το Τεμούκο, όπου έζησε τα παιδικά του χρόνια ο Νερούδα.

 

V

NO TE TOQUE la noche ni el aire ni la aurora,
sólo la tierra, la virtud de los racimos,
las manzanas que crece no yendo el agua pura,
el barro y las resinas de tu país fragante.

Desde Quinchamalí donde hicieron tus ojos
hasta tus pies creados para mí en la Frontera
eres la gredaoscura que conozco:
en tus caderas toco de nuevo todo el trigo.

Tal vez tú no sabías, araucana,
que cuando antes de amarte me olvidé de tus besos
mi corazón quedó recordando tu boca,

y fui como un herido por las calles
hasta que comprendí que había encontrado,
amor, mi territorio de besos y volcanes.

 

VI

ΧΑΜΕΝΟΣ ΣΤΑ ΔΑΣΗ κόβω ένα μαύρο κλαράκι,
στα φρυγμένα μου χείλια ο ψίθυρός του λες βγήκε:
της βροχής μπορεί να ’ταν η φωνή η κλαμένη,
μια σπασμένη καμπάνα, μια καρδιά ραγισμένη.

Κάτι τόσο απόμακρο που σχεδόν μού φαινόταν
κρυμμένο βαθιά, απ’ τη γη σκεπασμένο,
μια πνιγμένη κραυγή φθινοπώρων πελώριων,
απ’ το νοτερό και μισάνοιχτο σκοτάδι των φύλλων.

Αλλά εκεί, μέσα απ’ το όνειρο ξυπνώντας του δάσους,
τραγουδούσε στα χείλια μου της φουντουκιάς το κλαράκι
κι ένα διάχυτο άρωμα τις αισθήσεις μου αγγίζει

σαν να μ’ έψαχναν άξαφνα οι κομμένες μου ρίζες,
της παιδικής μου ηλικίας η γη η χαμένη,
κι απ’ το διάχυτο άρωμα απόμεινα εκεί πληγωμένος.

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

(Πρώτη δημοσίευση, Κατιούσα και Μποτίλια Στον Άνεμο, 23/9/2022)

 

VI

EN LOS BOSQUES, perdido, corté una rama oscura
y a los labios, sediento, levanter su susurro:
era tal vez la voz de la lluvia llorando,
una campana rota o un corazón cortado.

Algo que desde tan lejos me parecía
oculto gravemente, cubierto por la tierra,
un grito ensordecido por inmensos otoños,
por la entreabierta y húmeda tiniebla de las hojas.

Pero allí, despertando de los sueños del bosque,
la rama de avellano cantó bajo mi boca
y su errabundo olor trepó por mi criterio

como si me buscaran de pronto las raíces
que abandoné, la tierra perdida con mi infancia,
y me detuve herido por el aroma errante.

 

VII (αδημοσίευτο)

 

«ΘΑ ’ΡΘΕΙΣ―ΕΙΠΑ―μαζί μου» και κανείς δεν γροικούσε

πού και πώς σφυροκόπαγε πονεμένη η καρδιά μου,

και για με δεν υπήρχε γαρύφαλλο ή βαρκαρόλα,

παρά μόνο απ’ τον έρωτα μια πληγή ανοιγμένη.

 

Και είπα ξανά, σαν να πέθαινα: «Έλα μαζί μου»

και στο στόμα μου ούτ’ είδε κανείς να αιμορραγεί το φεγγάρι

κι ούτε που είδε κανείς στη σιωπή να φουσκώνει το αίμα.

Ω, τώρα, ερωτά μου, ας ξεχάσουμε το αγκάθινο αστέρι!

 

Να γιατί, όταν άκουσα ν’ αντηχεί η φωνή σου

 «Θα ’ρθεις μαζί μου» ήτανε λες και είχαν ξεσπάσει

πόνος κι αγάπη και ορμή κρασιού φυλακισμένου,

 

που απ’ το αμπάρι του έβγαινε το καταποντισμένο

και τη γεύση στο στόμα μιας φλόγας ένιωσα πάλι,

από πέτρα, γαρύφαλλα κι αίμα να μου καίει τα σπλάχνα.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, Ιούλ.–Αύγ. 2021

 

Βαρκαρόλα (ιταλικό barca: βάρκα), λεμβωδία.

 

VII

“VENDRÁS CONMIGO” —DIJE sin que nadie supiera
dónde y cómo latía mi estado doloroso,
y para mí no había clavel ni barcarola,
nada sino una herida por el amor abierta.

Repetí: ven conmigo, como si me muriera,
y nadie vio en mi boca la luna que sangraba,
nadie vio aquella sangre que subía al silencio.
Oh amor ahora olvidemos la estrella con espinas!

Por eso cuando oí que tu voz repetía
«Vendrás conmigo» —fue como si desataras
dolor, amor, la furia del vino encarcelado

que desde su bodega sumergida subiera
y otra vez en mi boca sentí un sabor de llama,
de sangre y de claveles, de piedra y quemadura.

  

VIII

TΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ αν δεν είχανε του φεγγαριού το χρώμα
της μέρας χρώμα από πηλό, από δουλειά, από φλόγα
κι αν δεν είχες ακίνητη τη λευτεριά του ανέμου
κι αν ήταν και δεν ήσουνα κεχριμπαριού βδομάδα,

κι άμα εσύ δεν ήσουνα του σούρουπου ωχρή ώρα
που το φθινόπωρο έρχεται γλυκά μέσα απ’ τ’ αμπέλια
κι άμα δεν ήσουνα ψωμί που ευωδιαστό φεγγάρι
ζυμώνει το αλεύρι του μες στου γλαυκού τη σκάφη,

ω, λατρεμένη εγώ δεν θα σε αγαπούσα!
Στην αγκαλιά σου ό,τι υπάρχει αγκαλιάζω
την άμμο, και το δέντρο της βροχής, το χρόνο,

τα πάντα ζουν για να μπορώ κι εγώ να ζήσω:
χωρίς να πάω αλλού μπορώ να δω τα πάντα,
αφού ό,τι ζει το βλέπω εγώ μες στη ζωή σου.

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

(Πρώτη δημοσίευση: Κατιούσα και Μποτίλια στον Άνεμο, 23/9/2021)

Δέντρο της Βροχής: Árbol de la lluvia στο πρωτότυπο (Árbol lluvia de oro ή Samanea Samán): Εντυπωσικό δέντρο της Νότιας Αμερικής και εμβληματικό δέντρο της Βενεζουέλας.

 

VIII

SI NO FUERA porque tus ojos tienen color de luna,

de día con arcilla, con trabajo, con fuego,

y aprisionada tienes la agilidad del aire,

si no fuera porque eres una semana de ámbar,

 

si no fuera porque eres el momento amarillo

en que el otoño sube por las enredaderas

y eres aún el pan que la luna fragante

elabora paseando su harina por el cielo,

 

oh, bienamada, yo no te amaría!

En tu abrazo yo abrazo lo que existe,

la arena, el tiempo, el árbol de la lluvia,

 

y todo vive para que yo viva:

sin ir tan lejos puedo verlo todo;

veo en tu vida todo lo viviente.

 

IX (αδημοσίευτο)

 

ΚΑΘΩΣ ΤΟ ΚΥΜΑ πελεκάει τον πεισματάρη βράχο

εκεί ξεσπάει η ξαστεριά, το ρόδο της στεριώνει·

ο κύκλος ο θαλασσινός γίνεται μια γουβίτσα

και μέσα της συνάζεται μια μπλε σταγόνα αλάτι.

 

Ω, εσύ μανόλια αστραφτερή μες στ’ αφρισμένο κύμα

πλανεύτρα ταξιδιώτισσα που ανθίζει ο θάνατός σου

κι αέναα ξαναγυρνάς στο είναι και στο μη είναι:

τριμμένο αλάτι, ανήσυχο θαλασσινό μου θάμπος.

 

Μες στη γαλήνη, αγάπη μου, σφραγίδα ο έρωτάς μας,

ενώ συντρίβει η θάλασσα τα στέρεα αγάλματά της,

αρπάζει κάστρα κάτασπρα και τα γκρεμοτσακίζει,

 

γιατί στ’ αόρατα υφαντά σ’ ετούτο εδώ το υφάδι

από τρεχούμενο νερό, από ατέλειωτη άμμο,

κρατάμε τη μονάκριβη, διωγμένη τρυφεράδα.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, Ιούλ.–Αύγ. 2021

 

IX

AL GOLPE DE la ola contra la piedraindócil
la claridad estalla y establece su rosa
y elcírculo del mar se reduce a un racimo,
a una sola gota de sal azul que cae.

Oh radiante magnolia desatada en la espuma,
magnetic viajera cuya muerte florece
y eternamente vuelve a ser y a no ser nada:
sal rota, deslumbrante movimiento marino.

Juntos tú y yo, amor mío, sellamos el silencio,
mientras destruye el mar sus constantes estatuas
y derrumba sus torres de arrebato y blancura,

porque en la trama de estos tejidos invisibles
del agua desbocada, de la incesante arena,
sostenemos la única y acosada ternura.

 

X (αδημοσίευτο)

 

Η ΟΜΟΡΦΗ ΜΟΥ είναι γλυκιά σαν μουσική, σαν ξύλο,

σαν διάφανη ροδακινιά, στάρι, υφαντό κι αχάτης,

και τ’ άγαλμά της θα ’πρεπε να στήσουνε όπως φεύγει.

Κόντρα στο κύμα ορθόπλωρη τραβάει μες στη δροσιά της.

 

Πέλματα λεία η θάλασσα χαϊδεύει που αντιγράφουν

τα λαξεμένα χνάρια της στο άσπρο κορμί της άμμου

κι είναι μια γυναικεία φωτιά τώρα, τριανταφυλλένια,

αφρός που τόνε μάχονται η θάλασσα κι ο ήλιος.

 

Α, ας μη σ’ αγγίζει τίποτα παρά το αψύ το αλάτι!

Ούτε την άθιχτη άνοιξη ο έρωτας να γκρεμίσει.

Πανέμορφη αντανάκλαση του αφρού που αιώνια λάμπει

 

ω, άσε τα λαγόνια σου στα κρύα νερά να δείξουν

αυτή την άγρια ομορφιά του νούφαρου, του κύκνου

και στο αιώνιο κρύσταλλο ας πλέει το άγαλμά σου.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, Ιούλ.–Αύγ. 2021

 

 

X

SUAVE ES LA bella como si música y madera,
ágata, telas, trigo, duraznos transparentes,
hubieran erigido la fugitive estatua.
Hacia la ola dirige su contraria frescura.

El mar moja bruñidos pies copiados
a la forma recién trabajada en la arena
y es ahora su fuego femenino de rosa
una sola burbuja que el sol y el mar combaten.

Ay, que nada te toque sino la sal del frío!
Que niel amor destruya la primavera intacta.
Hermosa, reverbero de la indelible espuma,

deja que tus caderas impongan en el agua
una medida nueva de cisne o de nenúfar
y navegue tu estatua por el cristal eterno.

 

XI

ΤΩΡΑ ΠΕΙΝΑΩ ΓΙΑ τη φωνή, το στόμα τα μαλλιά σου
κι αμίλητος και νηστικός γυρνάω στους πέντε δρόμους
δε με χορταίνει το ψωμί, η αυγή μ’ αναστατώνει,
κι ολημερίς τα πόδια σου ψάχνω που κελαρύζουν.

Και πεινασμένος λαχταρώ το γάργαρό σου γέλιο,
τα χέρια σου, το χρώμα τους σαν μανιασμένα στάχυα,
πεινάω για κείνη τη ωχρή την πέτρα των νυχιών σου,
θέλω να φάω το αμύγδαλο της τραγανής σου σάρκας.

Θέλω να φάω τον κεραυνό που καίει στην ομορφιά σου
τη μύτη την υπέροχη του αγέρωχου προσώπου,
να φάω τη φευγαλέα σκιά απ’ τα ματόκλαδά σου

και πεινασμένος τριγυρνάω, το μούχρωμα μυρίζω,
σ’ αποζητάω, αποζητάω τη ζέστη της καρδιάς σου,
σαν πούμα μες στη μοναξιά της γης του Κιτρατούε.

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

(Πρώτη δημοσίευση: Κατιούσα και Μποτίλια στον Άνεμο, 23/9/2021)

Κιτρατούε (Quitratúe): Μικρή Πόλη της Χιλής στην περιοχή της Αραουκανίας (Araucanía), 700 περίπου χιλιόμετρα νότια του Σαντιάγο.

Αραούκο (Araucanía). Η ονομασία της προέρχεται από την ομώνυμη φυλή της μεγαλύτερης κοινότητας των Αραουκανών Ίνδιων. 

 

XI

TENGO HAMBRE DE tu boca, de tu voz, de tu pelo

y por las calles voy sin nutrirme, callado,

no me sostiene el pan, el alba me desquicia,

busco el sonido líquido de tus pies en el día.

 

Estoy hambriento de tu risa resbalada,

de tus manos color de furioso granero,

tengo hambre de la pálida piedra de tus uñas,

quiero comer tu piel como una intacta almendra.

 

Quiero comer el rayo quemado en tu hermosura,

la nariz soberana del arrogante rostro,

quiero comer la sombra fugaz de tus pestañas

 

y hambriento vengo y voy olfateando el crepúsculo

buscándote, buscando tu corazón caliente

como un puma en la soledad de Quitratúe.

 

XII

ΜΕΣΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ, ΜΗΛΟ σάρκινο, καυτό φεγγάρι,
άρωμα δυνατό από φως, πηλό και φύκια συναγμένο
ανάμεσα στις δυο κολόνες σου τι μαύρο φέγγος σμίγει;
Ποια νύχτα αρχαία ο άνθρωπος με το είναι του αγγίζει;

Ω, ένα ταξίδι ο έρωτας από νερό κι αστέρια,
από αέρα πνιγερόν κι από αλευριού φουρτούνες·
μια μάχη είναι ο έρωτας από αστροπελέκια
και δυο κορμιά που λειώνουνε σε μια σταγόνα μέλι.

Φιλί φιλί φτεροκοπάω μες στο μικρό σου σύμπαν
στους ποταμούς, στις όχθες σου, στα τοσοδά χωριά σου,
κι η πυρκαγιά η ερωτική που ηδονή έχει γίνει,

κατρακυλάει μες σε στενά αιμάτινα δρομάκια
μέχρι σαν το γαρύφαλλο να ξεχυθεί της νύχτας,
μέχρι σαν ίσκιου αστραπή να είναι και να μην είναι.

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

(Πρώτη δημοσίευση, Κατιούσα και Μποτίλια Στον Άνεμο, 23/9/2022) 

 

XII

PLENA MUJER, MANZANA carnal, luna caliente,
espeso aroma de algas, lodo y luz machacados,
qué oscura claridad se abre entre tus columnas?
Qué antigua noche el hombre toca con sus sentidos?

Ay, amar es un viaje con agua y con estrellas,
con aire ahogado y bruscas tempestades de harina:
amar es un combate de relámpagos
y dos cuerpos por una sola miel derrotados.

Beso a beso recorro tu pequeño infinito,
tus márgenes, tus ríos, tus pueblos diminutos,
y el fuego genital transformado en delicia

corre por los delgados caminos de la sangre
hasta precipitarse como un clavel nocturno,
hasta ser y no ser sino un rayo en la sombra.

 

XIΙI

ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ από τα πόδια σου χύνεται στα μαλλιά σου
η έξαψη που απλώνεται στην εύθραυστη θωριά σου
δεν είναι ασήμι παγερό ούτε μαργαριτάρι:
από ψωμί είσαι, της φωτιάς ψωμάκι λατρεμένο.

Με σένανε μεστώσανε στ’ αμπάρια τους τα στάρια
και το αλεύρι φούσκωσε μ’ ευτυχισμένη νιότη
κι όταν τα στήθια σου έπλασε από ζυμάρι αφράτο
το κάρβουνο ήτανε στη γη για σένα ο έρωτάς μου.

Ω, από ψωμί τα πόδια σου, το μέτωπο, το στόμα,
ψωμί από φως κάθε πρωί που το κατασπαράζω
ω, λατρεμένη μου εσύ και λάβαρο των φούρνων,

από το αίμα έμαθες και τη φωτιά του επήρες,
απ’ το ζυμάρι απόχτησες την ιερότητά σου
μιλάς τη γλώσσα του ψωμιού κι επήρες το άρωμα του.

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

(Πρώτη δημοσίευση, Κατιούσα και Μποτίλια Στον Άνεμο, 23/9/2022)

  

XIII

LA LUZ QUE de tus pies sube a tu cabellera,
la turgencia que envuelve tu forma delicada,
no es de nácar marino, nunca de plata fría:
eres de pan, de pan amado por el fuego.

La harina levantó su granero contigo
y creció incrementada por la edad venturosa,
cuando los cereales duplicaron tu pecho
mi amor era el carbon trabajando en la tierra.

Oh, pan tu frente, pan tus piernas, pan tu boca,
pan que devoro y nace con luz cada mañana,
bienamada, bandera de las panaderías,

una lección de sangre te dio el fuego,
de la harina aprendiste a ser sagrada,
y del pan el idioma y el aroma.

 

XIV (αδημοσίευτο)

 

ΔΕΝ ΒΡΙΣΚΩ ΧΡΟΝΟ να γιορτάσω τα μαλλιά σου.

Πρέπει να τα μετρώ, κλωστή κλωστή να τα λατρεύω:

άλλοι εραστές θα θέλανε να ζουν για ωραία μάτια

εγώ ζητάω μοναχά να είμαι ο κομμωτής σου.

 

Στην Ιταλία Μέδουσα σε είχανε βαφτίσει

για τη σγουρή κι ολόφωτη την πλούσια ετούτη κόμη.

Εγώ σε λέω τσασκόνα μου, ατίθασή μου χαίτη:

ξέρει η καρδιά μου των μαλλιών σου όλες τις πόρτες.

 

Όταν εσύ θα χάνεσαι στ’ ανάστατα μαλλιά σου,

μη με ξεχνάς, πως σ’ αγαπώ καλά να το θυμάσαι

και μη μ’ αφήσεις να βρεθώ μακριά απ’ αυτό το θαύμα,

 

στου μαύρου κόσμου τα στενά τα ζοφερά δρομάκια

―που μόνο οι ίσκιοι περπατούν κι οι πλανημένες πίκρες―

μέχρι που ο ήλιος ν’ ανεβεί στης κόμης σου το κάστρο.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, Ιούλ.–Αύγ. 2021

 

Τσασκόνα: Chascona. Βλ. πάνω.

 

XIV

ME FALTA TIEMPO para celebrar tus cabellos.
Uno por uno debocontarlos y alabarlos:
otros amantes quieren vivir con ciertos ojos,
yo solo quiero ser tu peluquero.

En Italia te bautizaron Medusa
por la encrespada y alta luz de tu cabellera.
Yo te llamo chascona mía y enmarañada:
mi corazón conoce las puertas de tu pelo.

Cuando tú te extravíes en tus propios cabellos,
no me olvides, acuérdate que te amo,
no me dejes perdido ir sin tu cabellera

por el mundo sombrío de todos los caminos
que solo tiene sombra, transitorios dolores,
hasta que el sol sube a la torre de tu pelo.
 


XV (αδημοσίευτο)

 

ΠΑΕΙ ΠΟΛΥΣ ΚΑΙΡΟΣ που η γη ετούτη σε γνωρίζει:

είσαι κρουστή σαν το ψωμί και σαν το ξύλο, είσαι

κορμί, ολόκληρη από ακριβή ουσία, κι έχεις

το ζύγι του όσπριου του χρυσού, της ακακίας το βάρος.

 

Κι υπάρχεις όχι μόνο αφού τα ορθάνοιχτά σου μάτια

σαν διάπλατα παράθυρα τα πράγματα φωτίζουν,

μα και γιατί είσαι από πηλό πλασμένη και ψημένη

μες στο Τσιγιάν, σε πλίθινο κατάπληκτο καμίνι.

 

Σκορπάνε οι υπάρξεις σαν νερό, σαν πάγος, σαν αέρας

είναι ρευστές και χάνονται σαν τις αγγίξει ο χρόνος

λες και πριν απ’ το θάνατο θρύψαλα ήταν και σκόνη.

 

Μαζί μου εσύ σαν πέτρωμα θα πέσεις μες στον τάφο

και χάρη στην αγάπη μας που δεν μπορεί να σβήσει

θα συνεχίσει η γη να ζει, μαζί μας να υπάρχει.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, Ιούλ.–Αύγ. 2021

 

Τσιγιάν (Chillán): Η γενέτειρα της Ματίλντε, μια σκληρή ορεινή ηφαιστειακή περιοχή 400 χλμ νότια του Σαντιάγο. Η πόλη καταστράφηκε από σεισμό το 1939 (Σονέτο XXIX) με 30.000 νεκρούς. Κατά την ανοικοδόμηση της πόλης, στα μέσα της δεκαετίας του 1940, η κυβέρνηση του Μεξικού, ως ένδειξη αλληλεγγύης ανήγειρε ο Μεξικανικό Σχολείο, όπου χάρη στις προσπάθειες του Νερούδα δυο μεγάλοι Μεξικανοί μουραλίστες, ο Δαβίδ Αλφάρο Σικέιρος (29 Δεκ. 1896 – 6 Ιαν. 1974) και ο Χαβιέρ Γκερέρο (3 Δεκ. 1896 – 29 Ιουν. 1974) αποτύπωσαν στους τοίχους του Σχολείου την ιστορία της Χιλής και του Μεξικού. Το Σχολείο ανήκει στα Εθνικά Μνημεία της Χιλής.

 

XV

DESDE HACE MUCHO tiempo la tierra te conoce:
eres compacta como el pan o la madera,
eres cuerpo, racimo de segura sustancia,
tienes peso de acacia, de legumbre dorada.

Sé que existes no solo porque tus ojos vuelan
y dan luz a las cosas como ventana abierta,
sino porque de barro te hicieron y cocieron
en Chillán, en un horno de adobe estupefacto.

Los seres se derraman como aire o agua o frío
y vagos son, se borran al contacto del tiempo,
como si antes de muertos fueran desmenuzados.

Tú caerás conmigo como piedra en la tumba
y así por nuestro amor que no fue consumido
continuará viviendo con nosotros la tierra.

 

XVI

ΤΗΣ ΓΗΣ ΕΝΑ κομμάτι είσαι και σε λατρεύω
γιατί απ’ των πλανητών τ
’ απέραντα λιβάδια
δεν έχω άλλο αστέρι. Εσύ είσαι η συνέχεια
στου σύμπαντος την πολλαπλή απεραντοσύνη.

Τα διάπλατά σου μάτια όλο το φως που έχω
απ’ τους αστερισμούς που μένουν νικημένοι,
και το κορμί σου σπαρταράει όπως οι δρόμοι
όταν μες στη βροχή τρέχει ένα πεφταστέρι.

Από φεγγάρι ολόγιομο πλασμένοι είνοι γοφοί σου,
το ήλιο σκέτο το βαθύ το ηδονικό σου στόμα,
όλη από φως μιας πυρκαγιάς, όπως στις σκιές το μέλι,

μ’ αστροπελέκια  κόκκινα φλέγεται η καρδιά σου,
και ρίχνομαι μες στη φωτιά και στα φιλιά σε πνίγω,
μικρή κι απέραντή μου εσύ, κόσμε περιστερένιε.

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

(Πρώτη δημοσίευση: Κατιούσα και Μποτίλια στον Άνεμο, 23/9/2021)

 

XVI

AMO DE TROZO de tierra que tú eres,

porque de las praderas planetarias

otra estrella no tengo. Tú repites

la multiplicación del universo.

 

Tus anchos ojos son la luz que tengo

de las constelaciones derrotadas,

tu piel palpita como los caminos

que recorre en la lluvia el meteoro.

 

De tanta luna fueron para mí tus caderas,

de todo el sol tu boca profunda y su delicia,

de tanta luz ardiente como miel en la sombra

 

tu corazón quemado por largos rayos rojos,

y así recorro el fuego de tu forma besándote,

pequeña y planetaria, paloma y geografía.

 

XVΙI

ΔΕ Σ’ ΑΓΑΠΑΩ ΣΑΝ τ’ αλατιού τριαντάφυλλο ή τοπάζι
ή σαν σαΐτα από γαρύφαλλα που σπέρνουν τη φωτιά τους:
σε αγαπάω σαν κάτι σκοτεινό κρυφά που αγαπιέται,
που ζει βαθιά ανάμεσα στις σκιές και στην ψυχή μας.

Σε αγαπάω σαν τα φυτά που δεν ανθίζουν κι όμως
κρυμμένο μέσα τους το φως των λουλουδιών κρατάνε,
και σκοτεινό στο σώμα μου, χάρη στον έρωτά σου,
ζει άρωμα μεθυστικό που απ’ τη γη ανεβαίνει.

Σε αγαπάω χωρίς να ξέρω το από πού, το πώς, το πότε,
σε αγαπάω χωρίς γιατί κι εγωισμούς, στα ίσια:
σε αγαπάω έτσι αφού αλλιώς δεν ξέρω να αγαπάω,

έξω απ’ αυτόν τον τρόπο που δεν είμαι εγώ, ούτε κι εσύ είσαι,
τόσο που είναι το χέρι σου πάνω στο στήθος μου δικό μου,
τόσο που κλείνουνε τα μάτια σου όταν με παίρνει ο ύπνος.

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

(Πρώτη δημοσίευση, Κατιούσα και Μποτίλια Στον Άνεμο, 23/9/2022)

  

XVII

NO TE AMO como si fueras rosa de sal, topacio
o flecha de claveles que propagan el fuego:
te amo como se aman ciertas cosas oscuras,
secretamente, entre la sombra y el alma.

Te amo como la planta que no florece y lleva
dentro de sí, escondida, la luz de aquellas flores,
y gracias a tu amor vive oscuro en mi cuerpo
el apretado aroma que ascendió de la tierra.

Te amo sin saber cómo, ni cuándo, ni de dónde,
te amo directamente sin problemas ni orgullo:
así te amo porque no sé amar de otra manera,

sino así de este modo en que no soy ni eres,
tan cerca que tu mano sobre mi pecho es mía,
tan cerca que se cierran tus ojos con mi sueño.

 

XVIII  (αδημοσίευτο)

 

ΜΕΣ’ΑΠΟ ΤΑ βουνά περνάς έτσι όπως τρέχει το αεράκι

ή ένα ρυάκι απότομο που έρχεται απ’ το χιόνι

ή ακόμα, όπως τ’ ανάστατα μαλλιά σου μαρτυράνε,

σαν τα ξεχωριστά στολίδια του ήλιου μες στις λόχμες.

 

Με όλο το φως του Καύκασου λουσμένο το κορμί σου

μοιάζει μ’ ένα μικρό ανεξάντλητο λαγήνι που όταν

περνάει το νερό, αλλάζει όψη και τραγούδι

όπως μέσα στη διάφανη ροή του ένα ποτάμι.

 

Ο αρχαίος δρόμος των πολεμιστών περνάει μες απ’ τους λόφους

και κάτω αγριεμένο το νερό που λαμπυρίζει

σα σπάθα ανάμεσα σε κάστρα από χέρια σιδερένια,

 

ως τη στιγμή που εσύ θα πάρεις άξαφνα απ’ τα δάση

ένα μπουκέτο ή μια αστραπή από γαλάζια άνθη

και μια σαϊτιά πρωτόφαντη με τ’ άγριο άρωμα της.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, Ιούλ.–Αύγ. 2021

 

Καΐκι: Η vasija του πρωτότυπου, που σημαίνει: αγγείο, λαγήνι, κανάτα, στάμνα, αλλά στη λογοτεχνία και πλεούμενο, σκάφος.

 

XVIII

POR LAS MONTÁÑAS vas comoviene la brisa
o la corrientebrusca que baja de la nieve
o bien tu cabellera palpitante confirma
los altos ornamentos del sol en la espesura.

Toda la luz del Cáucas o cae sobre tu cuerpo
como en una pequeña vasija interminable
en que el agua se cambia de vestido y de canto
a cada movimiento transparente del río.

Por los montes el Viejo camino de guerreros
y abajo en furecida brilla como una espada
el agua entre murallas de manos minerales,

hasta que túrecibes de los bosques de pronto
el ramo o el relámpago de unas flores azules
y la insólita flecha de un aroma salvaje. 

 

XIX  (αδημοσίευτο)

 

ΚΙ ΕΝΩ Ο μέγας ο αφρός της Ίσλα Νέγρα,

το αλάτι το γλαυκό κι ο ήλιος στα κύματα σε λούζουν,

εγώ μια σφήκα έβλεπα που έκανε τις δουλειές της,

αφού ενέχυρο έβαλε στο σύμπαν της το μέλι.

 

Πάει κι έρχεται μες στην ξανθιά της πτήση ισορροπώντας,

πάνω σ’ ένα αόρατο, λες, σύρμα να γλιστράει,

μ’ αέρινο χορό και με της μέσης της τον πόθο

και με τα φονικά απ’ το χαιρέκακο κεντρί της.

 

Βάφει το ουράνιο τόξο της από τα πορτοκάλια

κι απ’ το πετρέλαιο· και σαν αεροπλάνο, ψάχνει

στα χόρτα, και με θρόισμα σταχιού άφαντη θα γίνει,

 

ενώ εσύ αναδύεσαι γυμνή μέσ’ απ’ το κύμα

στον κόσμο επιστρέφοντας γεμάτη ήλιο κι αλάτι

στραφτοκοπάς σαν άγαλμα και σαν σπαθί στην άμμο.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, Ιούλ.–Αύγ. 2021

 

Ίσλα Νέγρα –Isla Negra: Κεντρική Χιλή. 45 χλμ νότια του Βαλπαραΐσο και 96 χλμ δυτικά του Σαντιάγο. Εδώ βρίσκεται το πρώτο από τα τρία σπίτια του Νερούδα, με θέα στη θάλασσα, όπου από το 1939 και μετά, περνούσε μεγάλο μέρος του χρόνου του.

 

Το σπίτι αγοράστηκε με προκαταβολή από τον Χιλιανό εκδότη του και βιβλιοπώλη Κάρλος Χεορχε Νασιμιέντο (Carlos George-Nascimento, 1885-1966 –Editorial Nascimento).

 

Πρόκειται για ένα σπίτι που στο εσωτερικό του θυμίζει πλοίο, γεμάτο με πολλές συλλογές αντικειμένων σχετικών με τη θάλασσα: μπουκάλια, φιγούρες πλοίων, χάρτες, πλοία σε μπουκάλια και μια εντυπωσιακή σειρά από κοχύλια, που τη φιλοξενούσε στην ειδικά διαμορφωμένη αίθουσα «Κάτω από τη Θάλασσα». (Βλ. και Σονέτο LXVIII).

 

Από το 1955 εγκαταστάθηκε μόνιμα με την Ματίλντε στο Σαντιάγο στην περίφημη La Chascona (βλ. Σονέτο XIV) και το 1959 έχτισαν τη La Sebastiana, στο Βαλπαραΐσο.

 

Και τα τρία σπίτια λειτουργούν σήμερα ως μουσεία υπό την εποπτεία του Ιδρύματος Πάβλο Νερούδα.

 

 

XIX

MIENTRAS LA MAGNA espuma de Isla Negra,
la sal azul, el sol en las olas temojan,
yo miro los trabajos de la avispa,
empanada en la miel de suuniverso.

Va y viene equilibrando su recto y rubio vuelo
como si deslizara de un alambre invisible
la elegancia del baile, la sed de su cintura,
y los asesinatos del aguijón maligno.

De petróleo y naranja es su arco iris,
busca como un avión entre la hierba,
con un rumor de espiga vuela, desaparece,

mientras que tú sales del mar, desnuda,
y regresas al mundo llena de sal y sol,
reverberante estatua y espada de la arena.


XX

ΑΣΚΗΜΗ ΜΟΥ ΕΣΥ, σαν κάστανο αναμαλλιασμένο
ομορφή μου εσύ, σαν τον άνεμο είσαι ωραία
ασκημή μου εσύ, το στόμα σου αξίζει όσο για δύο
ομορφή μου εσύ, είν’ τα φιλιά σου ολόδροσα καρπούζια.

Ασκημή μου εσύ, τα στηθάκια σου πού βρίσκονται κρυμμένα;
Είναι μικρά, τόσο μικρά, σαν δυο κουπίτσες στάρι.
Πώς θα ’θελα στο στέρνο σου να βλέπω δυο φεγγάρια
θεόρατους πύργους πάνω σου να με κυριαρχούνε.

Ασκημή μου εσύ, η θάλασσα πια δεν πουλά νύχια σαν τα δικά σου
ομορφή μου εσύ, αστέρι το αστέρι, λουλούδι το λουλούδι,
κύμα το κύμα, αγάπη μου, μέτρησα το κορμί σου:

Άσκημή μου εσύ, για τη χρυσή σου μέση σ’ αγαπάω,
ομορφή μου εσύ, για μια ρυτίδα σ’ αγαπάω που ζει στο κούτελό σου
σε αγαπάω, έρωτά μου, για όλο σου το φως και το σκοτάδι.

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

(Πρώτη δημοσίευση, Κατιούσα και Μποτίλια Στον Άνεμο, 23/9/2022)

 

XX

MI FEA ERES una castaña despeinada,
mi bella, eres hermosa como el viento,
mi fea, de tu boca se pueden hacer dos,
mi bella, son tus besos frescos como sandías.

Mi fea, dónde están escondidos tus senos?
Son mínimos como dos copas de trigo.
Me gustaría verte dos lunas en el pecho:
las gigantescas torres de tu soberanía.

Mi fea, el mar no tiene tus uñas en su tienda,
mi bella, flor a flor, estrella por estrella,
ola por ola, amor, he contado tu cuerpo:

mi fea, te amo por tu cintura de oro,
mi bella, te amo por una arruga en tu frente,
amor, te amo por clara y por oscura.

 

XXI  (αδημοσίευτο)

 

Ω, Ο ΕΡΩΤΑΣ το στόμα του ας ήταν να μου δώσει,

έτσι που δίχως άνοιξη στιγμή να μην πονάω·

εγώ μόνο τα χέρια μου επούλησα στον πόνο,

και τώρα, αγαπημένη μου, άσε με στα φιλιά σου.

 

Με το άρωμά σου σκέπασε το φως του αίθριου μήνα,

μ’ αυτά τα κόκκινα μαλλιά όλες τις πόρτες κλείσε,

κι όσο για μένα μην ξεχνάς, πως αν ξυπνάω και κλαίω

είναι επειδή στα όνειρα είμαι παιδί χαμένο

 

και στης νυχτιάς τις φυλλωσιές τα χέρια σου γυρεύω,

αυτό το χάδι του σταριού που μου ’χεις χαρισμένο,

να κλέψω μιαν αναλαμπή με δύναμη και με ίσκιους.

 

Ω, τίποτ’ άλλο, αγαπημένη μου, από ίσκιους

κι εσύ να παραστέκεις στα όνειρά σου

και να μου λες πότε έρχεται το φως.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, Ιούλ.–Αύγ. 2021

 

XXI

OH QUE TODO el amor propague en mí su boca,
que no sufra un momento más sin primavera,
yo no vendí sino mis manos al dolor,
ahora, bienamada, déjame con tus besos.

Cubre la luz del mes abierto con tu aroma,
cierra las puertas con tu cabellera,
y encuanto a mí no olvides que sidespierto y lloro
es porque en sueños sólo soy un niño perdido

que busca entre las hojas de la noche tus manos,
el contacto del trigo que tú me comunicas,
un rapto centelleante de sombra y energía.

Oh, bienamada, y nada más que sombra
por donde me acompañes en tus sueños
y me digas la hora de la luz.

 

XXII

ΠΟΣΕΣ ΦΟΡΕΣ ΣΕ αγάπησα, αγάπη, χωρίς να σ’ έχω δει κι ίσως ούτε στη μνήμη μου να σ’ έχω
χωρίς να ξέρω καν το βλέμμα σου, χωρίς να σε κοιτώ, θριαμβική κενταύρια
σε μέρη απρόσμενα, μες του μεσημεριού την κάψα:
Ήσουνα του σταριού το άρωμα μονάχα που τόσο τ’ αγαπάω.

Μπορεί να σε είχα δει, να σε αιστάνθηκα, όπως περνούσες με μια κούπα υψωμένη
μες στης Ανγκόλ τον φεγγαρόλουστο Ιούνη,
ή να ’σουνα εσύ η μέση εκείνης της κιθάρας
που στο σκοτάδι άγγιξα κι αντήχησε όπως της θάλασσας η απεραντοσύνη.

Σ’ αγάπησα χωρίς καν να το ξέρω, γύρευα την ανάμνησή σου.
Σε άδεια σπίτια μπήκα στα τυφλά ζητώντας το πορτρέτο σου να κλέψω.
Παρόλο που κιόλας ήξερα πώς ήσουνα. Και ξάφνου

σαν ήρθες δίπλα μου και σ’ άγγιξα σταμάτησε η ζωή μου:
Στάθηκες μπρος στα μάτια μου, κυρά μου και βασίλισσά μου.
Σαν πυρκαγιά στα δάση, βασίλειό σου έχεις τη φωτιά.

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

(Πρώτη δημοσίευση: Κατιούσα και Μποτίλια στον Άνεμο, 23/9/2021) 

Θριαμβική Κενταύρια (Centaurea triumfetti – Κενταύρια η Θριαμβική): Κενταύρια σκέτη στο πρωτότυπο. Πολυετές πανέμορφο φυτό, πολύ γνωστό και στη χώρα μας, που το συναντάμε σε πετρώδεις πλαγιές, στα ξέφωτα του δάσους και σε λιβάδια, με άνθη μοβ εσωτερικά και εξωτερικά ανοιχτογάλαζα.

Ανγκόλ (Angol): Κοινότητα και πρωτεύουσα της επαρχίας Malleco στην περιοχή Araucanía της νότιας Χιλής.

 

XXII

CUÁNTAS VECES, AMOR, te amé sin verte y tal vez sin recuerdo,

sin reconocer tu mirada, sin mirarte, centaura,

en regiones contrarias, en un mediodía quemante:

eras sólo el aroma de los cereales que amo.

 

Tal vez te vi, te supuse al pasar levantando una copa

en Angol, a la luz de la luna de Junio,

o eras tú la cintura de aquella guitarra

que toqué en las tinieblas y sonó como el mar desmedido.

 

Te amé sin que yo lo supiera, y busqué tu memoria.

En las casas vacías entré con linterna a robar tu retrato.

Pero yo ya sabía cómo era. De pronto

 

mientras ibas conmigo te toqué y se detuvo mi vida:

frente a mis ojos estabas, reinándome, y reinas.

Como hoguera en los bosques el fuego es tu reino.

 

XXIII  (αδημοσίευτο)

 

ΦΩΣ ΗΤΑΝΕ Η φωτιά, ψωμάκι το κακό φεγγάρι,

το γιασεμί ξεδίπλωσε το έναστρο μυστικό του

και του έρωτα του τρομερού τ’ αγνά αιθέρια χέρια

στο είναι μου ήλιο φέρανε στα μάτια μου γαλήνη.

 

Ω, αγάπη, πόσο γρήγορα μες από δάκρυα κι αίμα

έφτιαξες το οικοδόμημα της σταθερής σου γλύκας,

ενίκησες τα φθονερά, χολεριασμένα νύχια

και είμαστε σε μια ζωή μπροστά στον κόσμο οι δυο μας.

 

Έτσι ήταν, έτσι είναι κι έτσι θα ’ναι, μέχρι ο χρόνος

―άγριε, γλυκέ μου έρωτα, Ματίλντε λατρεμένη―

το τελευταίο της μέρας μας λουλούδι να μας δείξει.

 

Δίχως εσένανε και μένα, δίχως φως πια δε θα ζούμε:

τότε, πέρα απ’ αυτήν εδώ τη γη και το σκοτάδι

θα συνεχίσει η λάμψη του έρωτά μας να υπάρχει.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, Ιούλ.–Αύγ. 2021

 

XXIII

FUE LUZ EL fuego y pan la lunarencorosa,
eljazmínduplicósuestrelladosecreto,
y del terrible amor las suaves manos puras
dieronpaz a mis ojos y sol a mis sentidos.

Oh amor, cómo de pronto, de las desgarraduras
hicisteeledificio de la dulce firmeza,
derrotaste las uñasmalignas y celosas
y hoy frente al mundo somos como una sola vida.

Asífue, así es y asíserá hasta cuando,
salvaje y dulce amor, bienamada Matilde,
eltiemponosseñale la flor final del día.

Sin ti, sin mí, sin luz ya no seremos:
entoncesmásallá del la tierra y la sombra
elresplandor de nuestro amor seguirá vivo.

 

XXIV  (αδημοσίευτο)

 

ΑΓΑΠΗ, ΑΓΑΠΗ, ΣΤ’ ουρανού τον πύργο ανεβασμένα

τα σύννεφα θριαμβικά σαν πλύστρες που σχολάνε

κι όλο το μπλε πήρε φωτιά, και γίνανε όλα αστέρι:

το πλοίο, η μέρα, η θάλασσα μαζί στην εξορία.

 

Έλα να δεις τις κερασιές απ’ το νερό των άστρων

και το κλειδί το στρογγυλό απ’ το φουριόζο σύμπαν,

έλα ν’ αγγίξεις τη φωτιά του άξαφνου γαλάζιου

έλα προτού τα άνθη της μαδήσουν μαραμένα.

 

Εδώ δεν έχει άλλο από φως, άπειρους γαλαξίες,

το διάπλατο διάστημα στο χάρισμα του ανέμου

μέχρι να δώσει ο αφρός τα ύστατα μυστικά του.

 

Και μες στο απέραντο γλαυκό, σαν καταποντισμένα,

θα χάνονται τα μάτια μας μα ίσως και να μαντεύουν

τα υποθαλάσσια κλειδιά, τη δύναμη του αέρα.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, Ιούλ.–Αύγ. 2021

 

XXIV

AMOR, AMOR, LAS nubes a la torre del cielo
subieroncomotriunfanteslavanderas,
y todoardióenazul, todofueestrella:
el mar, la nave, el día se desterraronjuntos.

Ven a ver los cerezos del aguaconstelada
y la clave redonda del rápidouniverso,
ven a tocar el fuego del azul instantáneo,
ven antes de que sus pétalos se consuman.

No hay aquísino luz, cantidades, racimos,
espacio abierto por las virtudes del viento
hasta entregar los últimossecretos de la espuma.

Y entre tantos azulescelestes, sumergidos,
se pierdennuestrosojosadivinandoapenas
los poderes del aire, las llaves submarinas. 

 

XXV

ΠΡΙΝ Σ’ ΑΓΑΠΗΣΩ, αγάπη μου, τίποτα δεν μου ανήκε·
μέσα στους δρόμους τρέκλιζα, στ’ ασήμαντα χανόμουν·
τα πάντα ήταν ανάξια κι ονόματα δεν είχαν·
Ο κόσμος που περίμενα ήτανε αέρας σκέτος.

Μόνο σαλόνια γνώρισα στα χρώματα της στάχτης
κάτι στοές που μέσα τους έμενε το φεγγάρι,
κάτι άγρια παραπήγματα έτοιμα να βουλιάξουν,
κάτι ερωτηματικά σαν χτίσματα στην άμμο.

Τα πάντα ήτανε αδειανά, βουβά και πεθαμένα,
έρημα κι ακατοίκητα, στη θλίψη στη μιζέρια,
χωρίς άλλο δικαίωμα τα πάντα ήτανε ξένα,

τα πάντα ανήκανε αλλού, τα πάντα σε κανέναν,
ώσπου η δική σου ομορφιά και η δική σου φτώχεια
ήρθαν και το φθινόπωρο εγέμισε από δώρα.

(Πρώτη δημοσίευση: Κατιούσα και Μποτίλια στον Άνεμο, 23/9/2021)

 

Δεύτερη εκδοχή, 13σύλλαβη (ο στίχος του πρωτότυπου είναι 11σύλλαβος).

ΠΡΙΝ Σ’ ΑΓΑΠΗΣΩ, αγάπη, τίποτα δεν είχα·
στους δρόμους τρέκλιζα, στ’ ασήμαντα χανόμουν·
τίποτα δεν είχε όνομα, μα ούτε κι αξία·
ο κόσμος που έλπιζα ήτανε αέρας σκέτος.

Σαλόνια γνώρισα στα χρώματα της στάχτης
στοές που μέσα τους έμενε το φεγγάρι,
άκαρδες αποβάθρες που μου έλεγαν αντίο,
κι ερωτηματικά που κρέμονταν στην άμμο.

Άδεια τα πάντα ήταν, βουβά και πεθαμένα,
σμπαραλιασμένα, μίζερα, εγκαταλειμμένα,
χωρίς δικαίωμα τα πάντα ήτανε ξένα,

σε άλλους τα πάντα ανήκανε και σε κανέναν,
ωσότου ήρθαν η φτώχεια σου κι η ομορφιά σου
και το φθινόπωρο το γέμισαν με δώρα.

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

(Πρώτη δημοσίευση: Κατιούσα και Μποτίλια στον Άνεμο, 23/9/2021)

 

 

XXV

ANTES DE AMARTE, amor, nada era mío:

vacile por las calles y las cosas:

nada contaba ni tenía nombre:

el mundo era del aire que esperaba,

 

Yo conocí salones cenicientos,

túneles habitados por la luna,

hangares crueles que se despedían,

preguntas que insistían en la arena.

 

Todo estaba vacío, muerto y mudo,

caído, abandonado y decaído,

todo era inalienablemente ajeno,

 

todo era de los otros y de nadie,

hasta que tu belleza y tu pobreza

llenaron el otoño de regalos.

 

XXVI  (αδημοσίευτο)

 

ΟΥΤΕ ΤΟ ΧΡΩΜΑ των αμμόλοφων των τρομερών του Ικίκε

ούτε του Ρίο Ντούλτσε οι εκβολές στη Γουατεμάλα

το χαρακτήρα σού αλλάξαν, που πήρες απ’ το στάρι,

και τον αέρα τ’ αφράτου σταφυλιού, το σαν κιθάρα στόμα.

 

Ω, μέσα απ’ όλη τη σιωπή, καρδιά μου εσύ, ψυχή μου,

πάνω απ’ τις ψηλές κορφές που αμπέλι βασιλεύει

μέχρι και τα ερημικά τοπία της πλατίνας,

σε κάθε χώρα αμάλαγη η γη σε κουβεντιάζει.

 

Μα ούτε βουνά από μέταλλο με τ’ άξεστό τους χέρι

ούτε το χιόνι του Θιβέτ, της Πολωνίας η πέτρα,

στο τόσο δεν πειράξανε το κρίθινό σου σχήμα,

 

λες κι οι κιθάρες κι ο πηλός, το γέννημα, τα πάντα

απ’ το Τσιγιάν το έχει τους φυλάνε στη μορφή σου,

το πρόσταγμα επιβάλλοντας της άγριας σελήνης.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, Ιούλ.–Αύγ. 2021

 

Ικίκε: Πόλη στη βόρεια Χιλή, στις ακτές του Ειρηνικού Ωκεανού, δυτικά από την έρημο Ατακάμα, όπου και οι τρομεροί αμμόλοφοι του σονέτου. 1879-1883, μεταξύ Χιλής, Βολιβίας – Περού, έγινε ο Πόλεμος του Νιτρικού Καλίου, γνωστότερος ως Πόλεμος για το Γουάνο και το Νίτρο (GuerradelGuano y elSalitre), με 23.000 νεκρούς.

 

Το Ικίκε, που ανήκε στη Βολιβία (μαζί με την Αντοφαγάστα και την Αρίκα) ενσωματώθηκε στη Χιλή, που επικράτησε στον πόλεμο, και η ηττημένη Βολιβία έχασε την έξοδό της στη θάλασσα. (Για Αντοφαγάστα βλ. και Σονέτο LXXXVII).

 

Ρίο Νούλτσε (Río Dulce –Γλυκό Ποτάμι): Ποτάμι στη Γουατεμάλα με ανοιχτά λιμάνια στις εκβολές του).

 

XXVI

NI EL COLOR de las dunasterriblesen Iquique,
nielestuario del Río Dulce de Guatemala,
cambiarontuperfilconquistadoenel trigo,
tuestilo de uvagrande, tu boca de guitarra.

Oh corazón, oh míadesdetodoelsilencio,
desde las cumbresdondereinó la enredadera
hasta las desoladasplanicies del platino,
entoda patria puraterepitió la tierra.

Pero nihuraña mano de montesminerales,
ninievetibetana, nipiedra de Polonia,
nada alterótu forma de cereal viajero,

comosigreda o trigo, guitarras o racimos
de Chillán defendieran en ti su territorio
imponiendoelmandato de la lunasilvestre. 

 

XXVII

ΓΥΜΝΗ ΕΙΣΑΙ ΤΟΣΟ απλή όπως ένα σου χέρι,
γήινη, μικροσκοπική, διάφανη, τέλεια, λεία,
έχεις τις φεγγαρογραμμές και της μηλιάς τους δρόμους,
γυμνή είσαι λυγερόκορμη σαν το γυμνό το στάρι.

Γυμνή σαν τη νυχτιά της Κούβας γαλανίζεις,
μ
αγράμπελη κι αστέρια πλέκονται τα μαλλιά σου,
Γυμνή θεόρατη είσαι με χρυσαφένιο χρώμα
όπως ολόχρυση εκκλησιά λουσμένη καλοκαίρι.

Γυμνή είσαι μικρούλα σαν ένα σου νυχάκι,
λιγνή, καμπύλη, ρόδινη, ώσπου η καινούργια μέρα
να γεννηθεί κι εσύ να μπεις στα έγκατα του κόσμου

σε γαλαρία στενόμακρη με της δουλειάς τα ρούχα:
κι η λάμψη σου όλη σβήνει, φυλλορροεί ντυμένη
κι ύστερα πάλι απ
την αρχή χέρι γυμνό θα γίνει.

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

(Πρώτη δημοσίευση: Κατιούσα και Μποτίλια στον Άνεμο, 23/9/2021)

 

XXVII

DESNUDA ERES TAN simple como una de tus manos,
lisa, terrestre, mínima, redonda, transparente,
tienes líneas de luna, caminos de manzana,
desnuda eres delgada como el trigo desnudo.

Desnuda eres azul como la noche en Cuba,
tienes enredaderas y estrellas en el pelo,
desnuda eres enorme y amarilla
como el verano en una iglesia de oro.

Desnuda eres pequeña como una de tus uñas,
curva, sutil, rosada hasta que nace el día
y te metes en el subterráneo del mundo

como en un largo túnel de trajes y trabajos:
tu claridad se apaga, se viste, se deshoja
y otra vez vuelve a ser una mano desnuda.

 

XXVIII

ΣΠΟΡΟ ΤΟ ΣΠΟΡΟ, αγάπη μου, πλανήτη τον πλανήτη,
το δίχτυ άπλωνε ο άνεμος στις ζοφερές του χώρες,
ο πόλεμος περπάταγε με ματωμένες μπότες,
ολημερίς κι ολονυχτίς κι εθέριζε τα στάχυα.

Περνώντας μέσα από νησιά, σημαίες ή γεφύρια,
ή από βιολιά ψθινόπωρου φθαρτού βομβαρδισμένου,
κούπες στα χείλια υψώσαμε γεμάτες ευτυχία,
κι ο πόνος μάς καθήλωσε, μας έμαθε το θρήνο.

Το λάβαρό του ο άνεμος, την παγερή του χαίτη
ξεδίπλωνε ανελέητος σε όλες τις πολιτείες
κι ύστερα ξαναγύρναγαν τα άνθη στη δουλειά τους.

Μα το φθινόπωρο σ’ εμάς δεν άφησε ίχνος στάχτης.
Και μέσα στη ακλόνητη πατρίδα ο έρωτάς μας
εφύτρωσε και τράνεψε σαν της δροσιάς το δίκιο.

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

(Πρώτη δημοσίευση: Κατιούσα και Μποτίλια στον Άνεμο, 23/9/2021)

Πολιτείες: Repúblicas στο πρωτότυπο. Το κράτος ως υπέρτατη θεσμική οντότητα και ως οργανωμένη και αντιπροσωπευτική έκφραση των πολιτών της· η ελληνική πολιτεία. Στην αρχαιότητα ο τύπος πολιτεύματος: δημοκρατική πολιτεία· πολιτεία των ολίγων. (Μπαμπινιώτης).

 

XXVIII

AMOR, DE GRANO a grano, de planeta a planeta,

la red del viento con sus países sombríos,

la guerra con sus zapatos de sangre,

o bien el día y la noche de la espiga.

 

Por donde fuimos, islas o puentes o banderas,

violines del fugaz otoño acribillado,

repitiò la alegría los labios de la copa,

el dolor nos detuvo con su lecciòn de llanto.

 

En todas las republicas desarrollaba el viento

su pabellòn impune, su glacial cabellera

y luego regresaba la flor a sus trabajos.

 

Pero en nosotros nunca se calcino el otoño.

Y en nuestra patria inmòvil germinaba y crecía

el amor con los derechos del rocío.

 

XXIX  (αδημοσίευτο)

 

ΜΕΣΑ ΣΕ ΣΠΙΤΙΑ φτωχικά μεγάλωσες του Νότου

πέρα στους τόπους τους τραχιούς μες σε σεισμούς και κρύα

που όταν ακόμα κι οι θεοί στο θάνατο τραβούσαν

μας έμαθαν το μάθημα μες στον πηλό να ζούμε.

 

Εν’ αλογάκι, αγάπη μου, είσαι από μαύρη λάσπη,

φιλί από σκούρο άργιλο, πήλινη παπαρούνα,

πιτσούνι μες στο σούρουπο που πέταγε στους δρόμους,

κουτάκι δάκρυα απ’ τα φτωχά τα παιδικά μας χρόνια.

 

Κορίτσι μου που κράτησες τη φτωχική καρδιά σου,

τα πόδια σου τα φτωχικά στις πέτρες μαθημένα,

το στόμα σου που ούτε ψωμί ούτε χαρά είχε πάντα.

 

Είσαι απ’ το Νότο το φτωχό, απ’ όπου κι η ψυχή μου:

στον ουρανό του η μάνα σου και η δική μου η μάνα

πλένουν μαζί. Γι’ αυτό σ’ έχω διαλέξει, κομπανιέρα.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, Ιούλ.–Αύγ. 2021

 

Κουτάκι δάκρυα (alcancía con lágrimas): Κουμπαράς με δάκρυα. Εδώ προτίμησα το κουτάκι, όπως εκείνα (τα σπιρτόκουτα, ας πούμε) που μικροί φυλάγαμε τις χρυσόμυγιές μας, σε αντίθεση με τον κουμπαρά-περιστεράκι της καρδιάς της αγαπημένης του στο Σονέτο XXXI, όπου ο ποιητής δεν αναφέρει... το περιεχόμενό του.

 

XXIX

VIENES DE POBREZA de las casas del Sur,
de las regions duras con frío y terremoto
que cuando hasta sus dioses rodaron a la muerte
nos dieron la lección de la vida en la greda.

Eres un caballito de greda negra, un beso
de barro oscuro, amor, amapola de greda,
paloma del crepúsculo que volóen los caminos,
alcancía con lágrimas de nuestra pobre infancia.

Muchacha, has conservado tu corazón de pobre,
tus pies de pobre acostumbrados a las piedras,
tu boca que no siempr etuvo pan o delicia.

Eres del pobre Sur, de donde viene mi alma:
en su cielo tu madre sigue la vando ropa
con mi madre.
Por eso te escogí, compañera.


XXX  (αδημοσίευτο)

 

ΕΧΕΙΣ ΑΠ’ ΤΟ Αρχιπέλαγο τις φλέβες του Αλέρσε,

τη σάρκα που ζυμώθηκε στο διάβα των αιώνων,

φλέβες που γεννηθήκανε στις θάλασσες του ξύλου,

πράσινο αίμα τ’ ουρανού που έσταξε στη μνήμη.

 

Τη στερημένη μου καρδιά κανείς δε θα μαζέψει

μέσα στις πίκρας τη δροσιά, μέσα στις τόσες ρίζες

του ήλιου που ξεχύνεται μες στου νερού τη φούρια,

εκεί που βασιλεύει η σκιά και δε γυρνάει μαζί μου.

 

Γι’ αυτό απ’ το Νότο έρχεσαι σαν να ’σουνα νησίδα

που ζούνε ξύλα και φτερά και τήνε στεφανώνουν

και μέθυσα στο άρωμα από χαμένα δάση,

 

βρήκα το μέλι το κρυφό που το ’ξερα απ’ τη σέλβα,

και άγγιξα τους μυστικούς κάλυκες των γοφών σου

που με ξαναγεννήσανε κι έχτισαν την ψυχή μου.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, Ιούλ.–Αύγ. 2021

 

 

Αρχιπέλαγο: Αρχιπέλαγος του Τσιλοέ (Archipiélago de Chiloé). Η περιοχή της Χιλής νότια του Temuco είναι ένα αρχιπέλαγος από χιλιάδες μικρές νησίδες με μεγαλύτερη το νησί Τσιλοέ, προπύργιο στην άμυνα ενάντια στις ολλανδικές και βρετανικές επιδρομές στη Χιλή και στην Παταγονία (Σονέτο LXXXV, σημείωση).

«Γυμνοί με ξύλινους φαλλούς τριγύρω απ’ το λαιμό

μας σπρώχναν προς τη θάλασσα με τόξα οι Παταγόνες».

Νίκος Καββαδίας, Λύχνος του Αλλαδίνου (Πούσι, 1947)

 

Αλέρσε –Alerce: ψηλό, μακρόβιο εμβληματικό κωνοφόρο των Άνδεων της νότιας Χιλής και της Αργεντινής.

 

XXX

TIENES DEL ARCHIPIÉLAGO las hebras del alerce,
la carne trabajada por los siglos del tiempo,
venas que conociero nel mar de las maderas,
sangre verde caída de cielo a la memoria.

Nadie recogerá mi corazón perdido
entre tantas raíces, en la amarga frescura
del sol multiplicado por la furia del agua,
allí vive la sombra que no viaja conmigo.

Por eso tú saliste del Sur como una isla
poblada y coronada por plumas y maderas
y yo sentí el aroma de los bosques errantes,

hallé la miel oscura que conocí en la selva,
y toque en tus caderas los pétalos sombríos
que nacieron conmigo y construyeron mi alma.
 


XXXI  (αδημοσίευτο)

 

ΜΕ ΔΑΦΝΕΣ ΑΠ’ το Νότο και ρίγανη απ’ τη Λότα,

στεφάνι σου φορώ, βασίλισσα μικρή της ύπαρξής μου,

κι αυτό το στέμμα ούτε στιγμή δεν πρέπει να σου λείψει

που το ’χει η γη με βάλσαμο και φύλλα κεντημένο.

 

Κι εσύ από μέρη πράσινα κι αυτός που σ’ αγαπάει:

και φέραμε από ’κει πηλό που στο αίμα μας κυλάει,

στην πόλη πάμε σαν κι αυτούς που δείχνουνε χαμένοι,

και φοβισμένοι μην τυχόν η αγορά θα κλείσει.

 

Έχει άρωμα δαμάσκηνου η σκιά σου, λατρευτή μου,

τα μάτια σου εκρύψανε τις ρίζες τους στο Νότο,

έιν’ ένας κουμπαράς-περιστεράκι η καρδιά σου,

 

σαν πέτρα λείο το σώμα σου που το νερό τη γλείφει,

τσαμπιά γεμάτα με δροσιά είναι τα φιλιά σου

κι εγώ ζω με τη γη αφού είμαι στο πλευρό σου.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, Ιούλ.–Αύγ. 2021

 

Λότα (Lota): Πόλη και κοινότητα της κεντρικής Χιλής στον Κόλπο του Arauco, σημαντικό προπύργιο του κομμουνισμού. Παραδοσιακό κέντρο εξόρυξης άνθρακα στη Χιλή, που σταμάτησε δεκαετία του 1990.

 

Η κρατικοποίηση των ανθρακωρυχείων από τον Σαλβαδόρ Αγιέντε (1971), χαιρετίστηκε από τους εργαζόμενους. Με τη χούντα του Πινοτσέτ, τα πολιτικά κόμματα της Λότα και τα συνδικάτα κυνηγήθηκαν άγρια.

 

Κουμπαράς περιστεράκι (paloma de alcancía): Κουμπαράς σε σχήμα περιστεριού, αντίστοιχο με τα γνωστά μας γουρουνάκια. Βλ. και Σονέτο XXIX, το κουτάκι με τα δάκρυα.

 

XXXI

CON LAURELES DEL Sur y orégano de Lota
te corono, pequeña monarca de mis huesos,
y no puede faltarte esa corona
que elabora la tierra con bálsamo y follaje.

Eres, como el que te ama, de las provincias verdes:
de allá trajimos barro que nos corre en la sangre,
en la ciudad andamos, como tantos, perdidos,
temerosos de que cierren el mercado.

Bienamada, tu sombra tiene olor a ciruela,
tus ojos escondieron en el Sur sus raíces,
tu corazón es una paloma de alcancía,

tu cuerpo es liso como las piedras en el agua,
tus besos son racimos con rocío,
y yo a tu lado vivo con la tierra. 

 

XXXII  (αδημοσίευτο)

 

ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΑΣ απ’ το πρωί μια ανάστατη αλήθεια

από σεντόνια και φτερά, και η καινούργια μέρα

πλανιέται, βάρκα άσκοπη, φτωχή πάνω στο κύμα,

μες στους πλατιούς ορίζοντες του ονείρου και της τάξης.

 

Τα πράγματα γυρεύουνε ν’ αφήνουν πάντα ίχνη,

συνάφειες δίχως προορισμό, ψυχρές κληροδοσίες,

μες στα χαρτιά τρυπώνουνε φωνήεντα ραγισμένα

και στο μπουκάλι, το κρασί τα χθεσινά θυμάται.

 

Μα εσύ περνάς καισυγυρνάς, σαν μέλισσα βουίζεις,

αγγίζεις όλες τις γωνιές μες στη σκιά χαμένες

και καταχτάς όλο το φως με τη λευκή σου ενέργεια.

 

Και τότε, πάλι απ’ την αρχή, αστράφτουνε τα πάντα:

μες στης ζωής τον άνεμο τα πράγματα υπακούνε,

με περιστέρι και ψωμί την τάξη εδραιώνεις.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, Ιούλ.–Αύγ. 2021

 

XXXII

LA CASA EN la mañana con la verdad revuelta
de sábanas y plumas, el origen del día
sin dirección, errante como una pobre barca,
entre los horizontes del orden y del sueño.

Las cosas quieren arrastrar vestigios,
adherencias sin rumbo, herencias frías,
los papeles esconden vocales arrugadas
y en la botella el vino quiere seguir su ayer.

Ordenadora, pasas vibrando como abeja
tocando las regions perdidas por la sombra
conquistando la luz con tu blanca energía.

Y se construye entonces la claridad de nuevo:
obedecen las cosas al viento de la vida
y el orden establece su pan y su paloma.

 

Βλέπε επίσης

Η ποίηση του Πάμπλο Νερούδα από την Κατιούσα

Η ποίηση του Πάμπλο Νερούδα από την Μποτίλια

Επικό Τραγούδι

και

Σονέτο και Σονέτο Μποτίλια

Περισσότερα για τον Νερούδα

Μπάμπης Ζαφειράτος: Πάμπλο Νερούδα - Η γη μοιράζεται με το ντουφέκι – 5 ποιήματα από το Canto General

Άλλα ερωτικά ποιήματα του Νερούδα

Μπάμπης Ζαφειράτος: Πάμπλο Νερούδα (12.7.1904 – 23.9.1973) - Δύο Ποιήματα Ερωτικά και Ένα Τραγούδι Απελπισμένο

100 Ερωτικά Σονέτα 100 Σονέτα του Έρωτα 21 Σονέτα του Έρωτα Cien Sonetos de Amor Diego Rivera La Chascona Matilde Urrutia Pablo Neruda Κούβα Ματίλντε Ουρούτια Μπάμπης Ζαφειράτος Ντιέγκο Ριβέρα Πάμπλο Νερούδα Ποίηση Ριβέρα Σονέτο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.