Δεκέμβρης 1944 (17)

Σάββατο 20 Ιουλίου 2024

Ροβέρτο Φερνάντες Ρεταμάρ (9.6.1930 – 20.7.2019): 5 ποιήματα | Μετάφραση - Σημειώσεις: Μπάμπης Ζαφειράτος / Μποτίλια Στον Άνεμο

Επέτειος θανάτου μιας εξέχουσας μορφής της Κούβας και της ισπανόφωνης λογοτεχνίας.

Roberto Fernández Retamar

Αβάνα, 9 Ιουν. 1930 – 20 Ιουλ. 2019

*

«5 Ποιήματα»

 

Μετάφραση – Σημειώσεις

Μπάμπης Ζαφειράτος – Μποτίλια Στον Άνεμο
Πρώτη παρουσίαση – δημοσίευση στα Ελληνικά για το BookSitting, 20/7/2024

(Πηγή φωτό: https://revistaelestornudo.com)

 

____________

 

Ροβέρτο Φερνάντες Ρεταμάρ

Μπορείς να γράψεις ένα ποίημα

 

 

Μέσα στην τρύπα της σιωπής
Ή στην εξεγερμένη ανεμελιά των παιδικών μου χρόνων,
Βρήκα ένα δεντρί μοναχικό με ροζ λουλούδι
Που σκόρπαγε στο πεζοδρόμιο τα πλούτη του:
Είχε μιαν άνθινη κορώνα που ετρύπαγε τον πρωινό ουρανό
Κι ήταν σαν χέρι, ήταν σαν
Σκέψη φιλική. Το έκανα δικό μου
Με τέτοια ορμή που μείναμε πιο μόνοι μας ακόμα
Το δέντρο με το άνθος του το ροζ κι ο ενθουσιασμός μου.
Μα ύστερα σκέφτηκα: Θλιμμένος, σχεδόν ουτοπικός
Ήταν αυτός ο πρίγκηπας ως να βρεθώ μπροστά του
Και τα μάτια μου, που μαρτυρούν την τελειότητά του,
Τον κάνουν να ’ναι αληθινός. Κι αυτή η δική μου
Ευτυχία, η μοναδική, μπορεί κι αυτή να είναι ουτοπία,
Σαν δέντρο με ένα άνθος, μα ωστόσο αναγκαίο
Που σπαταλιέται ανάμεσα σε σιωπή κι αντάρα,
Ανύπαρκτο ίσως, χωρίς το μάτι
Που το θωρεί, μες στη χαρά του,
Να το κάνει αληθινό. Και τότε
Μπορείς να γράψεις ένα ποίημα.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, 15 Ιουλίου 2024

 

.     .     .

 

Roberto Fernández Retamar

Uno escribe un poema

 

 

En el agujero del silencio

O sobre la algarabía descuidada infantil,

Encontré un árbol solo con flor rosada

Abriendo su caudal sobre la acera:

Tenía la cresta contra la mañana del cielo,

Y era como una mano, era como

Un pensamiento amigo. Lo poseí

Con tanta fuerza, que nos quedamos aún más solos

El árbol de flor rosada y mi alegría.

Pero luego pensé: triste, acaso imposible

Era este príncipe hasta que yo vine,

Y mis ojos, que atestiguan su perfección,

También le dan realidad. Y esta felicidad

Mía, a solas, quizás es también imposible,

Es como un árbol de flor sin embargo necesaria

Que se desperdicia entre silencio y ruido,

Inexistiendo tal vez, sin el ojo

Que al mirarla, alegrándose,

La haga de veras. Entonces

Uno escribe un poema.

 

____________

 

Ροβέρτο Φερνάντες Ρεταμάρ

Με  τα ίδια χέρια

 

 

Με τα ίδια χέρια που σε χαϊδεύω χτίζω ένα σχολείο.
Έφτασα σχεδόν ξημερώματα, μ’ αυτά που ήτανε για μένανε τα ρούχα
             της δουλειάς,
Μα κι έτσι ακόμα οι άντρες και τα παιδιά που περιμένανε με τα
             παλιόρουχά τους
Με είπανε κύριο.
                                Βρίσκονται σε ένα ετοιμόρροπο αρχοντικό,
Με κάτι πρόχειρα ξυλοκρέβατα: εκεί περνάνε τις νύχτες τους
Τώρα, αντί να κοιμούνται κάτω από γέφυρες ή μπροστά σε κατώφλια.
Κάποιος ξέρει να διαβάζει και τον στείλανε να με βρει όταν μάθανε πως
             είχα βιβλιοθήκη.
(Είναι ψηλός, λάμπει ολόκληρος με γενάκι στο αυθάδικο μουλάτο του
             πρόσωπο.)
Πέρασα από κει που θα γίνει η τραπεζαρία του σχολείου, σήμερα
             υπάρχει μόνο ένα θεμέλιο
Κι από πάνω του ο σύντροφος με το δάχτυλό του ζωγραφίζει στον αέρα
             πορτοπαράθυρα.
Πίσω ήτανε οι πέτρες και μια ομάδα νέων παιδιών
Τις μεταφέρανε με καρότσια στα γρήγορα. Ζήτησα ένα
Και ξαμολήθηκα να μαθαίνω τη βασική δουλειά εκείνων των περίπου
             αντρών.
Ύστερα απόχτησα το πρώτο μου φτυάρι και ήπια το αδάμαστο νερό
             των εργατών,
Κι αποκαμωμένος σε σκέφτηκα, τότε
Που σόδιαζες ώσπου μπροστά σου τα πάντα θαμπώσανε,
Όπως τούτη την ώρα κι εμένα.
                                Πόσο απόμακρα ήμασταν απ’ τα αληθινά γεγονότα,
Αγάπη μου, πόσο μακριά —όπως τώρα οι δυο μας—!
Η κουβεντούλα και το κολατσιό
Αξίζανε τον κόπο, και η φιλία του βοσκού.
Μέχρι κι ένα ζευγάρι ερωτευμένων παιδιών βρισκότανε εκεί,
Που κοκκινίσανε όταν γελώντας τα πήραμε είδηση,
Την ώρα που καπνίζαμε μετά τον καφέ.
                                Δεν περνάει στιγμή
Να μη σε σκεφτώ.
                                Σήμερα μπορεί πιο πολύ,
Κι όσο βοηθάω να χτιστεί αυτό το σχολείο
Μ’ αυτά χέρια που σε χαϊδεύουνε.

 

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, 14 Ιουλίου 2024

 

.     .     .

 

Con las mismas manos
Concierto de Silvio Rodríguez y Roberto Fernández Retamar (2009)

O
Ρεταμάρ απαγγέλλειμεταξύ άλλωνκαι το «Με τα ίδια χέρια» (10:14)

 

 

(Από τον δεύτερο σύνδεσμο κάτω, βλέπε και την απαγγελία του στο ξεχωριστό, συγκινητικό ποίημά του Ο Άλλος)

 

Roberto Fernández Retamar

Con las mismas manos

 

 

Con las mismas manos de acariciarte estoy construyendo una escuela.

Llegué casi al amanecer, con las que pensé que serían ropas de trabajo,

Pero los hombres y los muchachos que en sus harapos esperaban

Todavía me dijeron señor.

                        Están en un caserón a medio derruir,

Con unos cuantos catres y palos: allí pasan las noches

Ahora, en vez de dormir bajo los puentes o en los portales.

Uno sabe leer, y lo mandaron a buscar cuando supieron que yo tenía biblioteca.

(Es alto, luminoso, y usa una barbita en el insolente rostro mulato.)

Pasé por el que será el comedor escolar, hoy sólo señalado por una zapata

Sobre la cual mi amigo traza con su dedo en el aire ventanales y puertas.

Atrás estaban las piedras, y un grupo de muchachos

Las trasladaban en veloces carretillas. Yo pedí una

Y me eché a aprender el trabajo elemental de los hombres elementales.

Luego tuve mi primera pala y tomé el agua silvestre de los trabajadores,

Y, fatigado, pensé en ti, en aquella vez

Que estuviste recogiendo una cosecha hasta que la vista se te nublaba

Como ahora a mí.

         ¡Qué lejos estábamos de las cosas verdaderas, Amor, qué lejos —como uno de otro—!

La conversación y el almuerzo

Fueron merecidos, y la amistad del pastor.

Hasta hubo una pareja de enamorados

Que se ruborizaban cuando los señalábamos riendo,

Fumando, después del café.

                                                No hay momento

En que no piense en ti.

                                       Hoy quizás más,

Y mientras ayude a construir esta escuela

Con las mismas manos de acariciarte.

 

____________

 

Ροβέρτο Φερνάντες Ρεταμάρ

Τραγούδια με λίγες λέξεις

 

 

Είναι πολλές οι λέξεις
σε μια γλώσσα:
λέξεις μεγάλες,
σαν θερία, σπάνιες
κάποτε κι άλλοτε
μικρές
και σκοτεινές,
φτιαγμένες από πέτρα
και νύχτα.
Όμως πολλές
δεν είναι
οι λέξεις
που χρειαζόμαστε
να πούμε κάποια πράγματα
και που χωρίς αυτές
δεν θα μπορούσαμε
να ζήσουμε:
Για να ζητήσουμε ένα ποτήρι
νερό,
για να φωνάξουμε
τη μάνα μας,
για ν’ αγαπήσουμε.

2
Πόσες λέξεις
χρειάζεσαι
για να ερωτευτείς;
Μόνο τη λέξη
θέλω, τη λέξη
λουλούδι,
τη λέξη
που εντέλει
δεν θα τη βρεις ποτέ.

3
Προτού να γίνει,
ένα ποίημα
είναι
ένα φύλλο λευκό
κι ένας σωρός από αναμνήσεις,
ένα άσπρο χαρτί
και μια φλεγόμενη καρδιά,
ένα φύλλο λευκό
μα πιο πολύ η λαχτάρα για ζωή,
ένα άσπρο χαρτί
και ο λαός που τραγουδάει στους δρόμους,
ένα φύλλο, λευκό,
κι ο κεραυνός της Επανάστασης.

 

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, 13 Ιουλίου 2024

ΣτΜ. Η λέξη θέλω: Οι ισπανόφωνοι δεν λένε te amo (σ’ αγαπώ), αλλά te quiero (σε θέλω), όπου το ρήμα querer (θέλω) σημαίνει και επιθυμώ, λαχταρώ, λατρεύω, ποθώ, αγαπώ. Όπως και στα Ελληνικά άλλωστε όπου το θέλω σημαίνει και επιθυμώ και ποθώ

.     .     .

 

Roberto Fernández Retamar

Canciones de pocas palabras

 

 

1

Muchas son las palabras

del idioma:

palabras grandes,

como animales, raras

a veces, y otras

pequeñas

y oscuras,

hechas de piedra

y noche.

Pero no son

Muchas

Las palabras

Que necesitamos

Para decir las cosas

Sin las cuales

No podríamos

Vivir.

Para pedir un vaso

De agua,

Para llamar

A la madre,

Para amar.

 

2

¿Cuántas palabras

necesitas

para enamorar?

Apenas la palabra

Querer, la palabra

Flor,

La palabra

Que al fin

No vas a encontrar.

 

3

Antes de ser,

un poema

es

una hoja blanca

y un montón de memorias,

una hoja blanca

y el corazón entusiasmado,

una hoja blanca

y más deseos de vivir,

una hoja blanca

y el pueblo cantando en las calles,

una hoja, blanca,

y el trueno de la Revolución.

 

____________

 

Ροβέρτο Φερνάντες Ρεταμάρ

Κασαμπλάνκα

 

 

Ένα πάρκο είν’ η καρδιά της με σκιές τρυφερές
Και τριγύρω της κάτι αρχαία μπαλκόνια πετάνε
Στο τραγούδι του σίδερου στων πουλιών τις στροφές
Τα μάτια πιστεύουνε πως είναι καρδιές που περνάνε.

 

Τη φλερτάρουν τα μπάρκα όπως μια μακρινή πολιτεία.
Βρίσκεται πλάι στο κύμα⸱ κι απ’ τον καιρό φαγωμένες
Οι αποβάθρες οι ξύλινες, ήρεμη αργή συνοδεία,
Κινάνε και πίσω απ’ τ’ αστέρια θα βρεθούν γκρεμισμένες.

 

Ένα μέρος που ο έρωτας το ’χει καλά διαλεγμένο:
Ερείπια αφημένα και τρένα διαρκώς σε φυγή,
Ένας σκύλος κατάμονος κάποιο δέντρο ανθισμένο
Και μια λέξη και μια άλλη που ξανά θα ειπωθεί.

 

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, 13 Ιουλίου 2024

ΣτΜ. Κασαμπλάνκα: Ιστορική, γραφική συνοικία της Αβάνας, στα ανατολικά του λιμανιού της.

.     .     .

 

Roberto Fernández Retamar

Casablanca

 

Su corazón es un parque de sombras suaves

en cuyo torno vuelan antiguos los balcones

que entre el hierro cantado y el giro de las aves

a los ojos les hacen creerse corazones.

 

El barco la corteja como a ciudad lejana.

Está al borde del agua y comienza en los muelles

De madera mordida su lenta caravana

Hasta precipitarse detrás de las estrellas.

 

Es el lugar escogido por el amor:

Ruinas abandonadas y trenes al partir,

Un perro solitario, algún árbol en flor,

Y una palabra y otra que se vuelve a decir.

 

____________

 

Ροβέρτο Φερνάντες Ρεταμάρ

Γράμμα για τον Χουάν Χέλμαν, στο Μπουένος Άιρες

 

                                    Λένε κανέναν Χουάν;

                                    Ποιον λένε ακόμα Ροβέρτο;

                                                                             X. X.

 

Εδώ που όλους σχεδόν τους λένε Χουάν,
Κάποιος που ακόμα (όχι κι από τόσο παλιά) τονε λένε Ροβέρτο,
Σου λέει πως το γράμμα σου εκείνο απ’ το νότο το ’φερε στα φτερά της
Μια νέα αιφνίδια θλίψη.
Τα γράμματα, αλήθεια, δεν πρέπει να σε κάνουν να κλαις
Όπως έκανε αυτό το δικό σου.
                                                        Η θάλασσα μάταια
Βρίσκεται δίπλα εκεί, γιατί ακόμα κι η θάλασσα, την ώρα που διαβάζω
Το γράμμα σου, τρέχει να φτάσει στους τρυφερούς ψαράδες
Και ορμάει σκαρφαλώνοντας πάνω στα ξύλα —κι αφήνει πίσω το κρασί
             και το ψωμί
Με το ψάρι— χωρίς τίποτα να τη σταματάει, και πάει να ψάξει το παγκάκι
Ψηλά εκεί που κάθεσαι τώρα, με δακρυσμένη παλάμη, εκεί που δεν
             κάθεσαι τώρα
Και μπορούμε να ψάξουμε χωρίς να σε βρούμε ώσπου η νύχτα να
             καταπιεί και το παγκάκι και την πόλη ολόκληρη
Και η θάλασσα ταραγμένη ξαναγυρνάει στη θάλασσα.
Μα υπάρχουνε κι άλλοι
Κόσμος πολύς που σιγοτραγουδάει σε ένα μικρό μαγαζί με κρασιά,
Μια χούφτα στρατιώτες παιδιά νεαρά που κατεβαίνουνε πάνω
             απ’ το λόφο,
Κι άλλα παιδιά σκόρπια κάτω απ’ τα φλογόδεντρα, στο σκηνικό
             ξεπροβάλλουν,
Πετροβολώντας τη σκιά μιας κατσίκας.
Τι άλλο,
Χουάν, τι άλλο;
Ω δεν πειράζει
Μήπως, άραγε δεν υπήρχε πάντοτε θλίψη στην καρδιά των ανθρώπων;
Μήπως άραγε δεν θα μας ακολουθάει για πάντα η θλίψη πιο πιστή
             κι από ’να σκυλί;
Το δικό μου σκυλί περπατάει μαζί μου και μου θυμίζει
Τη μοναξιά της νύχτας, μου θυμίζει πως κουβεντιάζαμε
Ώσπου ανάμεσα στη θύμηση και στην ελπίδα δεν έμεινε τίποτα άδειο.

 

Υπάρχει η Επανάσταση, η απέραντη αγάπη για την Επανάσταση,
Που είναι ο έρωτας ενός άντρα και μίας γυναίκας
Που για δαύτον όλοι οι άντρες και όλες οι γυναίκες υπήρξανε.
Το αφτί αφουγκράζεται γερμένο στο στήθος της πόλης
Και μες στην αντάρα μια φωνή ξεχωρίζει, που (αν και θλιμμένη) συνεχίζει
ν’ ανηφορίζει χαρούμενη,
Και ξέρει καλά πως αυτή είναι το δίχως άλλο η Επανάστασή μας,
Και την ώρα που εκεί κάτι κλαδιά ξεγυμνώνονται, τα σπουργίτια
             βρυχιούνται, μια φωτιά λαμπαδιάζει,
Και κάποιος κατηφορίζει σφυρίζοντας, ο ρόγχος της θάλασσας σβήνει..

 

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, 2 Ιανουαρίου 2022

ΣτΜ. Απάντηση στο ποίημα του σπουδαίου Αργεντινού ποιητή και πολύ φίλου του Ρεταμάρ, Χουάν Χέλμαν: Γράμμα στον Ροβέρτο Φερνάντες Ρεταμάρ, που μιλάει για κείνο το παγκάκι, από όπου και το μότο. Μπορείτε να το δείτε από την Μποτίλια Στον Άνεμο μαζί με άλλα ποιήματα του Χέλμαν.

.     .     .

 

Roberto Fernández Retamar

Carta a Juan Gelman, en Buenos Aires

 

                                    ¿alguien se llama juan?

                                    ¿quién se llama roberto todavía?

                                                                             J. G.

 

Aquí donde ya casi todo se llama juan,

Alguien que todavía (aunque no por demasiado tiempo) se llama roberto,

Te dice que tu carta del sur le ha traído en sus alas

Una nueva tristeza.

Las cartas, a la verdad, no deben hacer llorar

Como la tuya ha hecho.

                                       En vano el mar

Está ahí, al lado, porque el propio mar corre,

Leyendo tu carta, hacia el frágil poblancón de pescadores,

Y subiendo precipitado las maderas, dejando atrás el vino y los panes

Con pescado, no deteniéndose ante nada, se va a buscar el banco

Alto donde estás sentado, lágrima en mano, donde no estás sentado

Y podemos buscar sin hallarte hasta que la noche se traga banco y pueblo

Y vuelve el mar cariacontecido al mar.

                                                                    En cambio, hay

Gente canturreando en una bodega,

Un puñado de soldados muy jóvenes que bajan de la loma,

Y niños desperdigados bajo los flamboyanes, asomándose al escenario,

Apedreando la sombra de una chiva.

                                                                  ¿Qué más,

Juan, qué más?

                            Ah, no molestes.

¿Acaso no ha habido siempre tristeza en el corazón del hombre?

¿Acaso la tristeza no nos acompaña con más fidelidad que un perro?

Mi perro va conmigo, y me recuerda

La soledad de la noche, me recuerda que charlamos

Hasta que no quedó espacio entre memoria y esperanza.

 

Hay la Revolución, el amor inmenso de la Revolución,

Que es un amor de hombre y mujer

Que fueran todos los hombres y todas las mujeres.

El oído se inclina sobre el pecho del pueblo

Y distingue en el estruendo una voz, y (aunque triste) sigue feliz calle arriba,

Sabiendo que ésta es sin duda nuestra Revolución,

Mientras allá se deshojan unas ramas, atruenan los gorriones, arde un fuego,

Alguien baja silbando, se desbarata el ronco mar.

 

____________

 

Δυο λόγια για τον ποιητή

 

Φωτό. Ο Ροβέρτο Φερνάτες Ρεταμάρ με φόντο το σήμα κατατεθέν της Αβάνας, στην είσοδο του λιμανιού της, το Κάστρο Μόρο (morro: μύτη, ρύγχος, ακρωτήρι). Το Κάστρο των Τριών Βασιλιάδων του Μόρο (Castillo de los Tres Reyes del Morro) με τον φάρο του. (Πηγή: https://www.cubahora.cu).

 

Ροβέρτο Φερνάντες Ρεταμάρ (Roberto Fernández Retamar, Αβάνα. 9 Ιουν. 1930 – 20 Ιουλ. 2019). Γνωστός και ως Δον Κιχώτης της Αμερικής. Ποιητής, δοκιμιογράφος, κριτικός λογοτεχνίας, με περί τις τριάντα ποιητικές συλλογές και πλήθος δοκιμίων. Μια από τις σημαντικότερες φωνές της εποχής μας. Από τους πρώτους στενούς συνεργάτες του Τσε και του Φιντέλ, κεντρική φιγούρα στην πολιτιστική και πολιτική ζωή της Κούβας, υπογράφει, μεταξύ άλλων, και την Εισαγωγή στο βιβλίο του Τσε, Ανταρτοπόλεμος. Το 1965 άρχισε να διευθύνει την ομώνυμη Επιθεώρηση του Casa de Las Américas, του σημαντικότερου για ολόκληρη τη Λατινική Αμερική ιδρύματος της Κούβας, στο οποίο από το 1986 μέχρι το θάνατό του κατείχε τη θέση του Προέδρου. Σπούδασε φιλοσοφία και λογοτεχνία στην Αβάνα, στο Παρίσι και στο Λονδίνο. Δίδαξε για κάποια χρόνια στο Πανεπιστήμιο Yale των ΗΠΑ. Κατείχε την έδρα Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Alma Mater της Αβάνας. Μετά την Επανάσταση υπηρέτησε στο Διπλωματικό Σώμα. Το έργο του έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες.

 

*

 

Τα ποιήματα προέρχονται από τη συγκεντρωτική έκδοση, Poesía reunida (1948-1965). La Habana, Ediciones Unión (1966).

 

* * *

 

Από Μποτίλια Στον Άνεμο:

Ροβέρτο Φερνάντες Ρεταμάρ (9.6.1930 – 20.7.2019), Ένα ποίημα για τον Λόρκα (5.6.1898 – 19.8.1936)

 

Ροβέρτο Φερνάντες Ρεταμάρ, Επανάστασή μας, αγάπη μας – 5 ποιήματα για την Ανακτημένη Νήσο (Video με απαγγελίες του ίδιου του ποιητή)

 

____________ 


Con las mismas manos
Concierto de Silvio Rodríguez y Roberto Fernández Retamar (2009)

Play List

01. Presentación (Silvio Rodríguez y Roberto Fernández Retamar)
02. Felices los normales (Roberto Fernández Retamar)
03. Ala de colibrí (Silvio Rodríguez)
04. El otro (Roberto Fernández Retamar)
05. Pequeña serenata diurna (Silvio Rodríguez)
06. Con las mismas manos (Roberto Fernández Retamar)
07. Te doy una canción (Silvio Rodríguez)
08. Los feos (Roberto Fernández Retamar)
09. El gigante (Silvio Rodríguez)
10. Tiempo de los amantes (Roberto Fernández Retamar)
11. En estos días (Silvio Rodríguez)
12. A la enamorada desconocida (Roberto Fernández Retamar)
13. La gota de rocío (Silvio Rodríguez)
14. Aniversario (Roberto Fernández Retamar)
15. Te amaré (Silvio Rodríguez)
16. Haydée (Roberto Fernández Retamar)
17. Canción del elegido (Silvio Rodríguez)
18. A mi amada (Roberto Fernández Retamar)
19. Mujeres (Silvio Rodríguez)
20. Otro poema conjetural (Roberto Fernández Retamar)
21. Qué duro ha de ser para el poeta (Silvio Rodríguez)
22. Mack the knife (Roberto Fernández Retamar)
23. ¿A dónde van? (Silvio Rodríguez)
24. ¿Y Fernández? (Roberto Fernández Retamar)
25. Unicornio (Silvio Rodríguez)

____________

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.