Δεκέμβρης 1944 (17)

Δευτέρα 25 Μαρτίου 2024

Γιώργος Πήττας: Ο Ποιητής - Περιπατητής επί κυμάτων Κινουμένης Άμμου και Ο Βασιλεύς Quadrimaculatus, ένας αληθινός Αστειάναξ — Μουσικές και Ποιήματα

Ανδρέας Ζαφειράτος (albino-z): Universe Birthgrounds_002

 

Κινούμενη Άμμος

Μια όαση στο Κυπριακό Ραδιόφωνο

Που γράφει τη δική της ιστορία από τη συχνότητα του Άστρα FM 92.8 

Κάθε Κυριακή 21:00-23:00.

Με μουσικές εξαίσιες και φωνή

Κινούμενη Άμμος 24.03.023

Πυριφλεγέθων Κωκυτός Αχέροντας

Με αφορμή το ποίημα «Τα μέσα μας ποτάμια» του Μπάμπη Ζαφειράτου / Μποτίλια Στον Άνεμο (θα διαβαστεί απόψε) ξεφυλλίζω ποίηση και διαλέγω μουσικές. Ελάχιστη προσφορά οξυγόνου, αντίδοτο στην ασφυξία των ημερών μας.

Playlist

1. Beethoven -Symphony No. 9 in D Minor, Op. 125: III. Adagio molto e cantabile

2. Eitetsu Hayashi - Fertility of the Sea (Taiko)

3. Beethoven- Piano Sonata in C-Sharp Major, Op. 27 No. 2 "Moonlight": I. Adagio sostenuto

4. Beethoven-Symphony No. 6 in F Major, Op. 68: II. Andante molto mosso

5. Kodo - "O-Daiko"

6. Jani Christou - Mysterion

5. Beethoven- Piano Concerto No. 1 in C Major, Op. 15: II. Largo

6. Richard Strauss - Metamorphosen

7. Bullet For My Valentine- Your Betrayal

8. Beethoven- Sonate Pathetique, Op. 13: II. Adagio

9. Karl Ditters von Dittersdorf-Sinfonia No. 4 in F major, Andromede sauvée par Persée

10. Bob Dylan - Isis

 

(Αναζητήστε τα στο γιουτούμπι)

 

 

Εκτός από το ποίημα

Πυριφλεγέθων Κωκυτός Αχέροντας (Τα Μέσα μας Ποτάμια)

ακούστηκαν επίσης από την αισθαντική φωνή του Γιώργου Πήττα ποιήματα των

Κώστα Γουλιάμου

Ελένης Μπάλιου (2)

Χρήστου Πολατίδη

Ερνέστο Καρδενάλ: Ψαλμός 5, Πάμπλο Νερούδα: Σονέτο ΧΧΧΙΧ (μτφρ: Μπ.Ζ.)

Οδυσσέα Ελύτη

Της Σελήνης και της Μυτιλήνης Παλαιά και Νέα Ωδή

που ολοκληρώνεται με τους στίχους:

[...] οι άνθρωποι μαύροι και μικροί

[...] Παν κατευθείαν για τον Κωκυτό και τον Πυριφλεγέθοντα!

 

(Τα 6 ελληνικά ποιήματα κάτω)

 

Εικόνα:
Ανδρέας Ζαφειράτος (albino-z), Εκεί που συναντιούνται οι Κένταυροι

 

Ένα ποίημα του Γιώργου Πήττα

από το fb του Κώστα Γουλιάμου

Ο Βασιλεύς Quadrimaculatus, ένας αληθινός Αστειάναξ

 

 

Εστέφθη ανυποψίαστος και αμελής στα επί της ζωής.

Δεν αντελήφθη ούτω το νόημα των ψιθύρων κατά την διάρκεια της τελετής.

 

Πασίχαρης κοιτούσε με λαιμαργία τα

χρυσοποίκιλτα άμφια που έκρυπταν

τα λιπόσαρκα κορμιά των λειτουργών

του Θείου Έρωτος , ανίκανος εκείνη τη

στιγμή να αναγνωρίσει το μέγεθος της

εν εξελίξει υποκρισίας καθώς και την

δυνητική συμμετοχή των στο κέλευσμα

μιας τυχόν ανατροπής του –όταν θα βόλευε.

 

Περίεργο…

όταν συντόμως πολύ ανακάλυψε

το ανύπαρκτο έρμα των και την ανά

πάσα στιγμή απόσυρσή τους από την

εξουσία στην οποία τον είχαν

ευλογήσει,

επί μακρόν γονυπετής

σχεδόν εκλιπαρούσε :

μείνετε μαζί μου, μείνετε,

θα είμαι ό,τι

ονειρευτήκατε…

 

Μιλάμε για πολύ πράμα,

για δαρμούς, κλάματα, μύξες κι οδύνες.

 

Εν τούτοις όταν ήρθαν για έσχατη φορά

και μάλιστα του εδήλωσαν πως τον αποκηρύσσουν και τον κηρύσσουν έκπτωτο

από Κύριο, αυτός το δέχθηκε

ασμένως, προφανώς κουρασμένος, από

το Θέατρον της Ιστορίας.

 

Καλύτερα μόνος είπε, παρά συνωμότης

της μοίρας των άλλων,

 

βαρέθηκα.

 

Επαρουσίασε ασφαλώς το διάβημά του, ως ύψιστη μεγαλοψυχία,

προσθέτοντας αποφασισμένος:

 

θα πράξω ό,τι εσείς μου πείτε Κύριοι ,

εφ’ όσον αυτό συμφέρει την πατρίδα

και

την Ιεραρχία.

 

Εν μέσω μιας ωκεανίων διαστάσεων

ηρεμίας, απεμπόλησε επιτέλους τις ευθύνες του και ελεύθερος

ξαναφόρεσε

την κορώνα του Ενός ή και του

Κανενός, αληθινός Αστειάναξ.

 

 


 

 

 

Τα έξι ακόμη ελληνικά ποιήματα που διάβασε ο Γιώργος Πήττας

 

Κώστας Γουλιάμος

Αίφνης, ασώματο σκοτάδι


 

Θανατερή δίνη
γυμνό λεπίδι του μύθου
σαν άνοιξε η πέτρα κι έμαθε
πως ο ήλιος πληθαίνει σε ξένους τόπους
γλιστρά και φεύγει στις ρεματιές
ξηλώνει της νύχτας τα καρφιά
των άστρων τους καθρέφτες
αγγίζει τις ρυτίδες αγαπημένων
καθώς βυθίζονται στο αόρατο φως
—Ω, ασάλευτο καλοκαίρι
στο στήθος της γυναίκας, τι γυρεύεις—

ο κόσμος φλέγεται
στην αιωνιότητα της εικόνας
την ανώλεθρη
που κάρφωσε άξαφνα μια νύχτα
Ο Αναξίμανδρος
στα στιλπνά μάτια της Καλυψώς
όταν γύρευε το μελάνι του δάσους
στο βαθύ ύπνο του απείρου
στ’ αγρίμια του ουρανού
ενώ ο κόσμος πέθαινε πιο λευκός
ανάμεσα σε δυο κοιλάδες της Λομβαρδίας
πάλευε στο κίτρινο ποτάμι
στο νησί του Luo Yan
κάτω από την έρημη γέφυρα του Yangtze
πριν κλείσουν τα μάτια τους οι μέλισσες
και το ποταμόπλοιο ξεχάσει τις αποσκευές
της όμορφης κόρης που ονειρεύεται
όρθια στην κουπαστή
το χιονισμένο σώμα της σελήνης
με την ίδια ταπεινότητα του καπετάνιου
που λαχταρά ένα κορμί
σε κρυφό λιμάνι
ενώ τ’ άλογα δακρύζουν
στο αλλότριο φως
καθώς ο θάνατος αλλάζει
—ο θάνατος έχει αλλάξει—
τ’ άδεια δόντια της νύχτας έχουν αλλάξει
όπως το σώμα αλλάζει ψυχή
—και το σώμα έχει αλλάξει—
και ο αγέρας
θυμάται τα σκοτεινά μαντάτα

στη ράθυμη ράχη του καλοκαιριού

—και το καλοκαίρι έχει αλλάξει—

δεν έρχεται πια να παγώσει τους κάμπους

μόνο τ’ άστρα κολυμπούν ελεύθερα

στη σκοτεινή ύλη

στις ρεματιές της αβύσσου

και το φως

κατεβαίνει

στις ρίζες του έλατου

λυτρώνει τους νόμους των ονείρων

των υδάτων τη στάση

το συγκεχυμένο είναι του Heidegger

τις μυστικές αφίξεις του Ζήνωνα

με την όμορφη κόρη ολόθερμη

σαν δάκρυ έγγαμου βίου

όταν το φως γίνεται μνήμη

και το φεγγάρι βουλιάζει

στη scuna του Κανάρη

και η θάλασσα

ως ζήτημα συνήθειας

ζυγώνει τις χιονισμένες κορυφές της Ανδρομέδας

και η λέξη κοιμητήρι

—κι αυτή έχει αλλάξει—

ρεμβάζει πέρα στους πέρα κάμπους

«τἀναντία γιγνώσχω»

άγχος της ησυχίας

του πάθους άγχος

—και το άγχος έχει αλλάξει—

τόσα χαμένα πουλιά

στη ράχη της πατρίδας

—και η πατρίδα άλλαξε—

ορφανή σε πυκνές λεωφόρους

ψυχούλα βαμμένη σε χρώματα αγάπης

 —και η αγάπη έχει αλλάξει—

και το χιόνι επιστρέφει

στην έρημο του δωματίου

και το φως είναι οργισμένο

«μανίω θεοῖσιν»

αόρατο φως

όταν σμίγει με το αίμα της κόκκινης επανάστασης

που μας άφησε ορφανά

σαν το δίλημμα της Θεονόης

για τον παντογνώστη πόλεμο

—και ο πόλεμος άλλαξε

και οι ήρωες έχουν αλλάξει—

ταξιδεύουν χωρίς επιστροφή

ναυαγοί στην ίδια την πατρίδα

και τριγύρω χαρούμενοι ηλίθιοι

αγρίμια γιομάτα θλίψη

με θέα τ αρμυρό πηγάδι

και τις νεαρές μητέρες

σιωπηλές

θηλάζουν στο παράθυρο

μ’ ένα φανάρι στο χέρι

«καί μαστόν ἀμφέχασκ ἐμόν θρεπτήριον»

κρυμμένο στις φωνές των νηπίων

στων περαστικών το μάτι

όπου το βλέμμα κρύβεται σε μια λέξη

όπως το απόγευμα

που γδύνεται η σελήνη

πίσω απ’ τις παγωμένες λεμονιές

στο άγρυπνο σώμα του νεροφύλακα

ενόσω κρατά το αερικό της νύχτας

και οι εκφυλισμένες τάξεις

τρέμουνε

με τη χαρά της αταξίας

και το χορό του Ζαλόγγου

ενώ το φεγγάρι επιμένει να κρύβεται

στ’ ουρανού το τραύμα

 

Από τη συλλογή, Υγρό Γυαλί, Gutenberg, 2020 (σσ. 13-17)

 

 

Κώστας Γουλιάμος

Λέξεις χωρίς σάρκα

 

                                Στον Γιώρ­γο Πήτ­τα

 

 

Ανάμεσα στην Ερμιόνη και την Ηλέκτρα
Σε οστά με παράξενους στοχασμούς
Και πελώρια στήθη γυναικών
Χάθηκε ο θάνατος
Καθώς ο γέροντας με μάτι δαίμονα αδήμονο
Λάμνιζε το πτώμα του στην άθλια πόλη
                             — ὦ θρέμμ’ ἀναιδές 

Πρωί ο Επίκουρος κοίταξε ψηλά τον ήλιο
Αφήνοντας το κρανίο του
Στο υπέρτατο τίποτα του θανάτου
Και την άγρια γλώσσα του
Στη γνώση των αόρατων πραγμάτων
                                           — sum umbra sedi

Ένα καράβι πουλιά κατεβαίνει το βουνό
Τόσα πουλιά κρυμμένα τόσο αίμα
                                       — summa summarum
Το σώμα της όμορφης Ερμιόνης
απέναντι στ’ όρθιο φεγγάρι
Απρίλη π΄ ανασαίνουν τα δροσερά χωράφια
Πως χάθηκε το στόμα της στο χώμα

Τα πάντα μοιάζουν θάλασσα
Οι γυναίκες σαν ξαφνιάζουν τους ναυαγούς
Με το βροχερό τους στήθος
Και το δειλινό
Πιο τρυφερό κι από τη σάρκα τους
Θάλασσα μοιάζει

Τόσες χιλιάδες κουρασμένα μάτια
Τόσα μικρά σκουριασμένα καράβια
Πως τρέχουν βιαστικά στο βυθό τ’ ουρανού

 

Περιοδικό Χάρτης, 42, Ιούνιος 2022

 

 

 

Ελένη Μπάλιου

Νυχτερινό 25

 

 

Εδώ γη over

μάνα είσαι εκεί;

Πως δεν έχεις σκεφτεί

να μου στείλεις ένα τηλέφωνο

τόσα χρόνια να σε καλώ;

δεν θα σ' ενοχλούσα κάθε μέρα

από τη γαλήνη σου

μόνο κάτι μέρες σαν τη σημερινή

θα σου έκανα μια κλήση αναπάντητη

κι εσύ θα έλεγες

"κουράστηκε το παιδί μου, κουράστηκε"

Θα μου έστελνες από κει πάνω

ένα λαμπερό φως

με σήματα μορς

"θυμήσου τη μέρα που μαζεύαμε

τα μοσχοβολιστά κρινάκια στο χωράφι".

Κι όλα θα μύριζαν κρινάκια ανοιξιάτικα

μέσα στο σπίτι κι έξω από αυτό

εκεί που τώρα βασιλεύει η μυρωδιά της σήψης

και θ' ακουγόταν από κάθε στόμα

το γάργαρο γέλιο σου

γιατί οι άνθρωποι δεν θέλουν πολύ να θυμηθούν

και οι ίδιοι

πως είναι να ζεις με την ανεμελιά του μόχθου

που δικαιώνει τους κόπους σου,

έτσι μου έλεγες όταν πήγαμε στην ταβέρνα

να με κεράσεις με την πρώτη σου σύνταξη

και την ίδια στιγμή ονειρευόμασταν παρέα

τις διακοπές που ποτέ δεν μπορέσαμε να πάμε.

Τι τυχερές που είμασταν εκείνη τη μέρα

που μιας ζωής φυλαγμένο γέλιο μας βγήκε με τη μία.

Μάνα μ' ακούς;

Δεν τολμώ να πω στο παιδί να επιστρέψει,

δεν θα μαζέψει μαζί μου αυτό κρινάκια στο χωράφι

και δεν θα έχω την χαρά να το κεράσω στον πρώτο μου μισθό,

δεν ξέρω καν αν υπάρχουν κρινάκια ή χωράφι πια

κι αυτή τη μυρωδιά που άρχισε να κάθεται πάνω στο πετσί μου

ας μη τη γνωρίσει

αν και πολύ φοβάμαι πως ταξιδεύει όλο και μακρύτερα...

ούτε και μπορώ να της εκφράσω τη λύπη μου

που για πολύ καιρό ακόμα θα σωπαίνω.

Καλή σου ώρα εκεί που βρίσκεσαι και κοίτα,

αν βρεις μια ευκαιρία στα κρυφά,

στείλε μου εκείνο το σήμα που σου λέω

μπας και ο κόσμος μετά απ' αυτό ξημερώσει άλλος.

 


 

Ελένη Μπάλιου

«Το Άδειο Συρτάρι»

 

Εκτός από το fb aναζητήστε την στα ιστολόγια:

herinna2

Ελένη Μπάλιου Κλεμμ / η μουσική της λέξης (soundforwords)

Δείτε και από

βιβλιοnet

 

 

Χρήστος Πολατίδης

Εὐτυχῶς ὑπάρχει ἀκόμα…

 

 

Εὐτυχῶς ἡ δύναμη,

ὑπάρχει ἀκόμα.

Τῶν λέξεων ποὺ παίζουν σὰν παιδιὰ στοὺς κάμπους,

τ’ ἀρχαῖο ἀνθρώπινο παιχνίδι.

Τῶν λέξεων ποὺ ἐναλλάσσονται

κρατώντας πάντα θέσεις μάχης.

Τῶν λέξεων - πειθαρχημένων στρατιωτῶν -

ποῦ ἐκτελοῦν ἀγόγγυστα διαταγές.

Τῶν λέξεων ποὺ βλέπουν καὶ προβλέπουν

ὅσα πολλοὶ δὲν βλέπουν καὶ προβλέπουν.

Τῶν λέξεων ποὺ δὲν λιγοψυχοῦν ποτὲ

νὰ βγοῦν, ἐφ’ ὅπλου λόγχη, ἀπ’ τὰ ὀρύγματα.

Τῶν λέξεων ποὺ κινδυνεύοντας κερδίζουν τρόπαια,

σημεῖα στίξεως κι ἐπάλληλα νοήματα...

 

Ἀφήνοντας τὰ χαρακώματα, μετριοῦνται λίγες τελικά.

Στεφανωμένες σὲ πυκνὴ παράταξη,

ἀποχωροῦν συντεταγμένα ἀπ’ τὸν στίβο μάχης.

Ὅλες μαζὶ κερδίσανε τ’ ἀμάραντο,

μένοντας ὁρατὲς ἢ καὶ ἀόρατες, δὲν ἔχει σημασία.

 

Ὅσο ἀπομακρύνονται,

στέλνουνε βέλη ψάλλοντας στὸν Ἥλιο:

«Ἅγιος ὁ Κόσμος, Ἅγιος ὁ Ἥλιος, Ἅγιος ὁ Ἄνθρωπος,

Ἁγία ἡ Φύση, Ἁγία ἡ Μούσα, Ἁγία ἡ Ἔμπνευση».

 

Θὰ ἀνασυνταχθοῦν μὲ ἐπιμέλεια.

Θὰ ἀναδιαταχθοῦν μὲ ἐπιτηδειότητα.

Θὰ ἀνανεωθοῦν ἴσως μὲ ἐπιστράτους.

Καὶ θὰ ξανάρθουν.

Γιὰ νὰ νικήσουνε ξανά.

Καὶ πάλι ἀπ’ τὴν ἀρχή...

 

Εὐτυχῶς,

τῶν λέξεων ἡ δύναμη,

ὑπάρχει ἀκόμα.

Εὐτυχῶς, ἴσως γιὰ κάποιους δυστυχῶς,

τῆς ποίησης ἡ δύναμη,

ὑπάρχει ἀκόμα.

 

Από την ποιητική συλλογή Παρατιλμοί (Μήτις, 2022)

(Βλ. και από fb)

 

 

 

Οδυσσέας Ελύτης

Της Σελήνης της Μυτιλήνης

Παλαιά και νέα ωδή

 

 

Τόσο μου ομόρφυνες τη δυστυχία – που ξέρω :
Μόνο σε Σένα θα το πω παλιά θαλασσινή Σελήνη μου.

 

Ήτανε στο νησί μου κάποτες εκεί που αν δε γελιέμαι
Πριν χιλιάδες χρόνους η Σαπφώ κρυφά
Σ’ έφερε μεσ’ στον κήπο του παλιού σπιτιού μας
Kρούοντας βότσαλα μεσ’ στο νερό ν’ ακούσω
Πως σε λένε Σελάνα και πως εσύ κρατείς
Επάνω μας και παίζεις τον καθρέφτη του ύπνου.

 

Πώς ανάσκελα Θυμάμαι βγαίνοντας ο Ιούλιος
Μεσ’ από τις μαγνόλιες του Παραδείσου
Σ’ έβλεπα να κατεβαίνεις κει που έλαμπε η χαβούζα
Και μυγάκια πάνου από τα σαπισμένα φύλλα
Μυριάδες φωσφόριζες! Πως μετέωρα όλα! Kαι βαθύς
Ο θόρυβος της ρόδας μες στη νύχτα…

 

Ή φορές που μου έφερνες την κουκουβάγια
Ως μέσα στη μοναχική μου κάμαρα
Σηκώνοντας σκιές από τα έπιπλα
Να με τρομάξεις. Όμως τι θα πει νεκρός δεν ήξερα

 

Τι θα πει Καιρός τι Οπτασία
Τι το ασήμωμα της Παναγίας επάνω στα νερά
Τα μεγάλα ιερογλυφικά στην όψη σου
Αγάπη κι o θάνατος — να πω δεν ήξερα…

 

Κι ήμουν τόσο θλιμμένος! Μόνο που ήταν νύχτα

Μόνο που έσταζαν τα φύλλα μόνο που ανεξήγητα
Είχα μες στη Μητέρα κατεβεί
Της ηχώς το βάθος το άπατο
Και το μαύρο κομμάτι που αποσπούσε
Από μέσα μου κι έριχνε μες στο πηγάδι
Και το χώμα που έθρυβε κάτω απ’ το πέλμα μου
Σαν παγόνι φουσκώνοντας το δεντρολίβανο
Μόνο που αδημονούσαν μόνο που πίεζαν το στήθος μου
Ένιωθα ν’ αναβλύζουν δάκρυα…

 

Μακριά στα σπίτια με την ασημένια στέγη
Τ’ άλλα παιδιά τ’ ανέβαζε η φωνή
Τ’ ανέβαζε η φωνή τους με τη φυσαρμόνικα
Μόνος εγώ στα σκαλοπάτια σαν διωγμένος έκλαιγα
Και σε παρακαλούσα: πάρε με πάρε με στην αγκαλιά σου
Και παρηγόρησέ με που γεννήθηκα!

 

Όχι που ήμουν άτυχος —θέλω να πω
Που τα χρόνια επάνω μου δεν έπιαναν σαν το νερό
Και τα λόγια μου μέσα στο φως πηδώντας
Όμοια ψάρια να φτάσουν λαχταρίζανε
Μες στον άλλο ουρανό— Μα που πια κανείς κανείς
Ν’ αναγνώσει δε γνώριζε Παράδεισο

 

Παλιά θαλασσινή Σελήνη μου μόνο σε Σένα θα το πω
Γιατί μου ομόρφυνες τη δυστυχία — και ξέρω:

 

Το παλιό μου σπίτι ακόμη κατοικώ
Και στα ίδια τριξίματα τρομάζω
Και τις νύχτες πάλι βγαίνοντας ο Ιούλιος
Τυλιγμένος τη μαύρη πρασινάδα σου παραμιλώ

Έφυγαν έφυγαν ένας αέρας οι άνθρωποι
Στους βαθείς κρυφούς κυπαρισσώνες
Έν’ αργό ανατρίχιασμα η συρτή που η Νύχτα
Μες στα φύλλα τραβάει όλο σπιθίσματα

Όμως πού το «χάρμα»; Πού η «νέα ζωή»;
Αλλά μάρτυς ήμουνα όταν στα τρίτα ύψη
Ένα ένα ξυπνούσαν τα λιόφυτα του αέρος
Κι ο μισός έμενα έξω απ’ τον Καιρό
Την κοιλάδα που μόκρυψεν ο θάνατος
Πάλι ν’ αντικρίσω. Τον σαπφείρινο γύρω μου Ζωδιακό.

 

Έτσι μακριά στη γη. Ροές της θάλασσας
Και βασκανείες του καπνού των κήπων. Αλλά τι
Κόπος ο ποιητής με τ’ αδειανά του χείλη
Ολοένα πίσω από τη θλίψη του: το Ανείπωτο.
Πάρε με πάρε με στην αγκαλιά σου
Και παρηγόρησέ με που γεννήθηκα.

 

Ότι τόσο ελαφρύ στα φρύγανα το πάτημα ήταν
Τόσο μπλάβα τα λουλούδια. Τόσο η στάλα των ματιών
Ωραία μετά που η ευτυχία χάθηκε
Μακριά μες στα θαλασσινά χαράματα
Το φιλί που εκράτησα όσο το αστέρι μου έσχιζε
Την πλαγιά του Αυγούστου τόσο καθαρό
Τόσο πικρή στη φούχτα μου η γαλήνη
Τόσο οι άνθρωποι μαύροι και μικροί
Με το πόδι εμπρός που ολοένα παν
Παν κατευθείαν για τον Κωκυτό και τον Πυριφλεγέθοντα!

 

1953

Τα Ετεροθαλή (Ίκαρος 1974)

Συγκεντρωτική έκδοση, Ίκαρος, 2002 (σ. 333-335)

 

 

Ο Κώστας Γουλιάμος από την Μποτίλια Στον Άνεμο

 

Ο Γιώργος Πήττας και η Κινούμενη Άμμος του από την Μποτίλια Στον Άνεμο

 

Γιώργος Πήττας: Κινούμενη Άμμος - facebook - twitter

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.