Δεκέμβρης 1944 (17)

Δευτέρα 3 Μαΐου 2021

Μπάμπης Ζαφειράτος: Χουάν Χέλμαν (3.5.1930 – 14.1.2014), Γκοτάν (7 ποιήματα)

Χουάν Χέλμαν (Πηγή φωτό: trianarts.com)

*

Ούτε να φεύγεις ούτε να μένεις,
να αντιστέκεσαι,
έστω κι αν είναι βέβαιο
πως θα υπάρξει περισσότερος πόνος και λησμονιά

*

Juan Gelman –Χουάν Χέλμαν

(3 Μαΐου 1930, Αργεντινή, Μπουένος Άιρες – 14 Ιανουαρίου 2014, Πόλη του Μεξικού, Μεξικό)

Γκοτάν

(6+1 ποιήματα)

*

Μετάφραση
Μπάμπης Ζαφειράτος – Μποτίλια Στον Άνεμο

Πρώτη δημοσίευση: Κατιούσα, 3/5/2021

 

Χουάν Χέλμαν (Juan Gelman)
3 Μαΐου 1930, Αργεντινή, Μπουένος Άιρες – 14 Ιανουαρίου 2014, Πόλη του Μεξικού, Μεξικό
Σχέδιο, Μπάμπης Ζαφειράτος, 6.Χ.2017 (Μολύβι, 29 χ 21 εκ. από φωτό του 2013)

 

 

 

Γκοτάν

Χουάν Χέλμαν

 

Εκείνη η γυναίκα έμοιαζε με τη λέξη ποτέ,
απ’ τον αυχένα της αναδυόταν μια γοητεία ξεχωριστή,
μια ιδέα λησμονιάς όπου μπορείς ν’ αποθέσεις το βλέμμα για πάντα⸱
εκείνη η γυναίκα μ’ έβαλε δίπλα της στ’ αριστερά της.

 

Προσοχή προσοχή φώναζα προσοχή
μα εκείνη εισέβαλε όπως ο έρωτας, όπως η νύχτα,
τα τελευταία σημάδια που μηνούν το φθινόπωρο
γέρνανε ατάραχα κάτω απ’ τη φουσκοθαλασσιά των χεριών της.

Ξέσπασε μέσα μου μια αντάρα βουβή,
γίνονταν χίλια κομμάτια η θλίψη, η οργή,
εκείνη η θεά έβρεχε μια βροχή γλυκιά ευωδιαστή
πάνω στο έρμο το κορμί μου το παραδομένο στη μοναξιά.

 

Όταν έφυγε έτρεμα σύγκορμος όπως ένας κατάδικος,
μ’ ένα μαχαίρι σφάχτηκα κοφτερό και αδίσταχτο
θα περάσω όλον τον απέραντο θάνατο με τ’ όνομά της,
κι αυτό θα ψιθυρίσουνε τα χείλια μου για τελευταία φορά.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, 28 Απριλίου 2021

Μια υπενθύμιση: Ο θάνατος στα Ισπανικά είναι... γυναίκα (La Muerte)

 

*

 

Η Μαρία η Υπηρέτρια

Χουάν Χέλμαν

 

Τη φωνάζανε πάντα Μαρία απ’ τα 17 της,
ήταν σε θέση να έχει ψυχή να
χαμογελάει και να βγαίνουν πουλάκια,
αλλά το σημαντικό ήταν ότι βρήκανε στη βαλίτσα της
ένα νεκρό μωρό τριών ημερών τυλιγμένο σε εφημερίδες.

 

Πώς έγινε και αμάρτησε με τέτοια αμαρτία,
είπανε οι κυρίες που ήταν συνηθισμένες σε επικρίσεις
κι ανασηκώσανε τα φρύδια τους με φρίκη
με μια απότομη κίνηση που δεν της έλειπε και λίγη γοητεία.

 

Οι κύριοι σκεφτήκανε γρήγορα τους κινδύνους
απ’ την πορνεία ή απ’ την έλλειψη πορνείας,
θυμηθήκανε τα κατορθώματά τους με διάφορες παστρικιέ
s
και είπανε αυστηρά: φυσικαγάπημου.

 

Στο αστυνομικό τμήμα ήτανε ευγενικοί μαζί της,
απλώς τη χουφτώσανε την ώρα που την ανέβαζε ο λοχίας,
αλλά η Μαρία ήτανε απασχολημένη με το να κλαίει,
τα πουλάκια ξεθωριάσανε απ’ τη βροχή των δακρύων.

 

Πολύς κόσμος δυσαρεστήθηκε με τη Μαρία
για τον τρόπο που πακετάρισε το προϊόν της αγάπης
και πιστεύανε πως η φυλακή θα αποκαθιστούσε την ντροπή
ή τουλάχιστον θα την έκανε σαφώς λιγότερο ωμή.

 

Εκείνη τη νύχτα οι κυρίες και οι κύριοι
παρφουμαρίστηκαν με έξαψη
για το μωρό που ήτανε αληθινό,
για το μωρό που ήτανε καθαρό,
γι’ αυτό που ήτανε τρυφερό,
για το καλό,
εν πάση περιπτώσει,
για όλα τα νεκρά παιδιά που κουβαλάγανε μες στις βαλίτσες της ψυχής τους
και ξαφνικά αρχίσανε να βρωμάνε
ενώ η μεγάλη πόλη σφάλιζε τα παράθυρά της.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, 28 Απριλίου 2021

 

*

 

Ο Πέδρο ο Οικοδόμος

Χουάν Χέλμαν

 

Εδώ θα αγαπήσουνε, εδώ θα μισήσουνε, έλεγε ο Πέδρο, ένας οικοδόμος,
τραγουδώντας, σηκώνοντας τους τοίχους,
τα χέρια του ήτανε ροζιασμένα απ’ τη δουλειά
αλλά στις παλάμες του φωλιάζανε ακόμα η γλυκύτητα και η θλίψη
που θα τις έβαζε στον τοίχο, στην οροφή
και μετά, με τον καιρό, σιγοκαίγανε
ή καθρεφτίζονταν στα μάτια των γλυκών γυναικών μες στα δωμάτια
κι εκείνες θλίβονταν σαν κάποιον που ανακαλύπτει μια νέα μοναξιά.

 

Ο Πέδρο, από τις σκαλωσιές,
συνήθιζε να τραγουδάει το Πέμπτο Σύνταγμα,
μίλαγε στους συντρόφους του για την Γκουανταλαχάρα, το Ιρούν,
και ξαφνικά σώπαινε κι έμενε μόνος με την Ισπανία του.

 

Τη νύχτα έβαζε τα χέρια του να κοιμηθούνε
κι αυτός γύρναγε πάλι στο μέτωπο ζωσμένος τις σφαίρες του,
και ξανάθαβε τους πεθαμένους του για να μην πέσουνε στη λησμονιά,
το φτυάρι γέμιζε πάλι με οργή.

 

Και το πρωί που έπεσε απ’ τη σκαλωσιά νόμιζες
πως ένα ερώτημα έλαμπε ακόμα εκεί κάπου στο βάθος,
οι σύντροφοι κάνανε κύκλο τριγύρω του περιμένοντας σιωπηλοί
μέχρι που ήρθε ένας και είπε: «Σηκώστε όρθιο τον νεκρό».

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, 29 Απριλίου 2021

 

*

 

Αγαπημένο μου Μπουένος Άιρες

Χουάν Χέλμαν

 

Καθισμένος στην άκρη μιας βουλιαγμένης καρέκλας,
ζαλισμένος, άρρωστος, μισοπεθαμένος,
γράφω στίχους από τα πριν πένθιμους
για την πόλη όπου γεννήθηκα.

 

Πρέπει να τους συλλάβεις· εδώ επίσης
γεννηθήκανε τα γλυκά μου παιδιά
που μέσα σε τόσο πόνο σε γλυκαίνουνε υπέροχα.

Πρέπει να μάθεις να αντιστέκεσαι.

 

Ούτε να φεύγεις ούτε να μένεις,
να αντιστέκεσαι,
έστω κι αν είναι βέβαιο
πως θα υπάρξει περισσότερος πόνος και λησμονιά.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, 30 Απριλίου 2021

 

*

 

Δέκα

Χουάν Χέλμαν

 

Όλα τα ποιητικά στολίδια ανεβαίνουνε τη σκάλα,
ο πόνος στο στήθος, ο οξύς πόνος στο στήθος, ο αφόρητος πόνος
στο στήθος κι όλα αυτά που κουβαλάει μαζί του
δεν είναι αρκετά, δεν είναι τίποτα
για τον δύστυχο που γυρνάει στο σπίτι του τα μεσάνυχτα
και επαναλαμβάνει εμμονικά μια λέξη:
επανάσταση, επανάσταση.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, 30 Απριλίου 2021

 

*

 

Επίλογος

Χουάν Χέλμαν

 

Ένας άνθρωπος πέθανε και μαζεύουνε το αίμα του
           με τα κουταλάκια του γλυκού,
αγαπητέ
Χουάν, εντέλει πέθανες.
Σε τίποτα δεν χρησιμέψανε τα κομμάτια σου
τα ποτισμένα με τρυφερότητα.

 

Πώς είναι δυνατόν
να φεύγεις από μια τόση δα ρωγμή
και κανείς να μην έχει κουνήσει το δαχτυλάκι του
για να σε κρατήσει.

 

Θα έχει φάει όλου του κόσμου την οργή
πριν να πεθάνει
κι ύστερα θ’ απόμεινε λυπημένος λυπημένος
γερμένος πάνω στα οστά του.

 

Σε κατεβάσανε κιόλας, αδερφούλη,
η γη τραντάζεται από σένανε.
Ας κάτσουμε να δούμε πού φυτρώνουνε τα χέρια του
σπρωγμένα απ’ την αθάνατη οργή του.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, 30 Απριλίου 2021

 

Gotán (Γκοτάν): Ανασυλλαβισμός της λέξης Tango (Τάνγκο) από την αργκό των περιοχών, κυρίως, της Λεκάνης του Ρίο δε λα Πλάτα (Αργεντινής – Ουρουγουάης). Εξού και το γνωστό, πολύ καλό, αργεντίνικο μουσικό σύνολο Gotan Project (Γκόταν Πρότζεκτ).


Χουάν Χέλμαν (Πηγή φωτό: REUTERS/Tomas Bravo/Files)

 

 

RELACIONES [BUENOS AIRES, 1971-1973]

 

Σκέτη θλίψη

Χουάν Χέλμαν

 

ποιος έχει δει το περιστέρι να παντρεύεται με το
           γεράκι
στην υποψία της αγάπης του εκμεταλλευόμενου με τον
εκμεταλλευτή; ψεύτικοι
είναι αυτοί οι αμέτρητοι γάμοι
τραγωδίες γεννιούνται από τέτοιους αταίριαστους γάμους
θλιβερούς
πόσο πολύ θ’ αντέξει το σπίτι σε τούτα τα παντρολογήματα; μήπως και δεν
θα το σαρώσει
           ή δεν θα το καταστρέψει και το παραμικρό
αεράκι στο πέρασμά του; μήπως δεν θα καταλήξει σε συντρίμμια
κάτω από την πίεση
           του ουρανού; ω πατρίδα!
ω πατρίδα μου! οργισμένη! λυπημένη! τουφεκισμένη! πανέμορφη!
βαμμένη με αίμα επαναστατικό!

 

προχωράνε οι παπαγάλοι με τα χρωματιστά τους λοφία
κακαρίζοντας πάνω σχεδόν σε κάθε δέντρο
και ερωτοτροπώντας σχεδόν σε κάθε κλαδί
περισσότερο μόνοι; λιγότερο μόνοι; μόνοι; γιατί

 

ποιος έχει δει χασάπη να παντρεύεται
με το βοδινό το κρέας από τρυφερότητα στον καπιταλισμό;
ψεύτικοι
είναι αυτοί οι αμέτρητοι γάμοι
τραγωδίες γεννιούνται από τέτοιους αταίριαστους γάμους
σκέτη θλίψη
           όπως
εκείνη η μέρα που γίνεται σιδερένιος θόλος
πάνω από τούτους τους στίχους

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, 1 Μαΐου 2021

 

 

Χουάν Χέλμαν (Πηγή φωτό: Vanguardia-Archivo)

 

 

Ισπανικό Κείμενο

 

 

Gotán

 

Esa mujer se parecía a la palabra nunca,

desde la nuca le subía un encanto particular,

una especie de olvido donde guardar los ojos,

esa mujer se me instalaba en el costado izquierdo.

 

Atención, atención yo gritaba, atención

pero ella invadía como el amor, como la noche,

las últimas señales que hice para el otoño

se acostaron tranquilas bajo el oleaje de sus manos.

 

Dentro de mí estallaron ruidos secos,

caían a pedazos la furia, la tristeza,

la señora llovía dulcemente

sobre mis huesos parados en la soledad.

 

Cuando se fue yo tiritaba como un condenado,

con un cuchillo brusco me maté

voy a pasar toda la muerte tendido con su nombre,

él moverá mi boca por la última vez.

 

 

 

MARÍA LA SIRVIENTA

 

Se llamaba María todo el tiempo de sus 17 años,

era capaz de tener alma y sonreír con pajaritos,

pero lo importante fue que en la valija le encontraron

un niño muerto de tres días envuelto en diarios de la casa.

 

Qué manera era esa de pecar de pecar,

decían las señoras acostumbradas a la discreción

y en señal de horror levantaban las cejas

con un breve vuelo no desprovisto de encanto.

 

Los señores meditaron rápidamente sobre los peligros

de la prostitución o de la falta de prostitución,

rememoraban sus hazañas con chiruzas diversas

y decían severos: desde luego querida.

 

En la comisaría fueron decentes con ella,

sólo la manosearon de sargento para arriba,

pero María se ocupaba de llorar,

los pajaritos se le despintaron bajo la lluvia de lágrimas.

 

Había mucha gente desagradada con María

por su manera de empaquetar los resultados del amor

y opinaban que la cárcel le devolvería la decencia

o por lo menos francamente la haría menos bruta.

 

Aquella noche las señoras y señores se

perfumaban con ardor

por el niño que decía la verdad,

por el niño que era puro,

por el que era tierno,

por el bueno,

en fin,

por todos los niños muertos que cargaban en las valijas del alma

y empezaron a heder súbitamente

mientras la gran ciudad cerraba sus ventanas.

 

 

 

PEDRO EL ALBAÑIL

Aquí amarán, aquí odiarán, decía Pedro, albañil,
cantando, levantando las paredes,
se le habían endurecido las manos en el oficio
pero en las palmas todavía se le alzaban dulzuras
y tristezas
que iban a dar al muro, al techo
y después, con el tiempo, ardían sordamente
o entraban a los ojos de las mujeres dulces en
las habitaciones
y ellas entristecían como quien se descubre una
nueva soledad.


Pedro, desde el andamio,
solía cantar el Quinto Regimiento,
les hablaba a los compañeros sobre Guadalajara,
Irún,
se callaba de pronto a solas con su España.


De noche ponía sus manos a dormir
y él se volvía al frente envuelto en sus balazos,
remataba a sus muertos para que no haya olvido,
la cuchara de nuevo se le llenaba de rabia.


Y la mañana que se fue del andamio parecía
que una pregunta aún le brillaba en el fondo,
los compañeros lo rodeaban esperando en silencio
hasta que uno vino y dijo; “Levanten al difunto”.

 

 

 

MI BUENOS AIRES QUERIDO

 

Sentado al borde de una silla desfondada,

mareado, enfermo, casi vivo,

escribo versos previamente llorados

por la ciudad donde nací.

 

Hay que atraparlos, también aquí

nacieron hijos dulces míos

que entre tanto castigo te endulzan bellamente.

Hay que aprender a resistir.

 

Ni a irse ni a quedarse,

a resistir,

aunque es seguro

que habrá más penas y olvido.

 

 

 

DIEZ

 

Toda la bisutería poética subiendo la escalera,

el do de pecho, el dol de pecho, el dolorazo

patrón del pecho y sus adjuntos

no alcanzan, nada sobran

para el infeliz que regresa a su casa a medianoche

y repite obsedido una palabra:

revolución, revolución.

 

 

 

FINAL

 

Ha muerto un hombre y están juntando su sangre en cucharitas,

querido juan, has muerto finalmente.

De nada te valieron tus pedazos

mojados en ternura.

 

Cómo ha sido posible

que te fueras por un agujerito

y nadie haya ponido el dedo

para que te quedaras.

 

Se habrá comido toda la rabia del mundo

por antes de morir

y después se quedaba triste triste

apoyado en sus huesos.

 

Ya te abajaron, hermanito,

la tierra está temblando de ti.

Vigilemos a ver dónde brotan sus manos

empujadas por su rabia inmortal.

 

 

 

RELACIONES [BUENOS AIRES, 1971-1973]

 

Claridades

 

¿quién ha visto a la paloma casándose con el

gavilán

al recelo con el cariño al explotado con el

explotador? falsas

son estas bodas incontables

desastres nacen de esas bodas desavenencias

tristezas

¿durará mucho la casa de tales casamientos? ¿no

habrá de molerla

          o destruirla el más

leve ciercillo corriendo por ahí? ¿acabará en ruina

apretada

           por el cielo? ¡oh país!

¡oh mi país! ¡furioso! ¡triste! ¡fusilado! ¡bello!

¡manchado de sangre revolucionaria!

 

andan los papagayos color mitre

de cacareo en casi todo árbol

y de cortejo en casi toda rama

¿más solos? ¿menos solos? ¿solos? porque

 

¿quién ha visto al carnicero casándose

con la ternera a la ternura con el capitalismo?

falsas

son esas bodas incontables

desastres nacen de esas bodas desavenencias

tristezas claridades

         como

el día que gira en su cúpula de fierro sobre estos versos

 


__________________________

 

Για το περίφημο Πέμπτο Σύνταγμα βλέπε από Κατιούσα: 

Πάμπλο Νερούδα: Σιμόν Μπολιβάρ, ο Λιμπερταδόρ

*

Περισσότερα για τον Χουάν Χέλμαν και για τη συλλογή Γκοτάν: 

Χουάν Χέλμαν: Ο Φιντέλ το άλογο και η γλυκιά παλίρροια της Επανάστασης — 4 ποιήματα

*

Ένα ακόμη ποίημα από το Γκοτάν:

Χουάν Χέλμαν - Κάρλος Πουέμπλα: Ένα ποίημα και ένα τραγούδι για τον Ράφτη με του περιστεριού το πρόσωπο

*

Από Μποτίλια Στον Άνεμο με φωτό και πληροφορίες για τον ποιητή και το έργο του:

Χουάν Χέλμαν: Αφού έλεγε ότι πρέπει ν’ αγωνιστούμε μέχρι την τελική νίκη τότε δεν πέθανε

 

*

 

GOTÁN Juan Gelman Γκοτάν Μπάμπης Ζαφειράτος Τάνγκο Χουάν Χέλμαν

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.