Δεκέμβρης 1944 (17)

Δευτέρα 17 Ιουνίου 2013

Καπιταλιστικό Κράτος και Ταξική Συνείδηση


…Τότε
που ρίχναν τους νεκρούς απ’ την ταράτσα, εγώ δε μίλησα
μάζευα εκείνα τα αγαλμάτια – τα λυπήθηκα. Τώρα το ξέρω:
το τελευταίο που πεθαίνει είναι το σώμα.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, Αναπάντητο(*)
  

Και ξαφνικά έγινε σκότος:
–Μα είναι δυνατόν, έτσι στα καλά καθούμενα;
–Δηλαδή τι, έχουμε χούντα;
–Ε, όχι! Δεν μπορείς να κατεβάζεις εν ψυχρώ το διακόπτη και να ρίχνεις μαύρο!
–Ο πλήρης εξευτελισμός της Δημοκρατίας!
–Δεν γίνεται να υποβαθμίζουν την ποιότητα της ενημέρωσης παραδίνοντας την περιουσία της Δημόσιας Τηλεόρασης, τον πλούτο ενός ολόκληρου λαού…
Ούτε στα καλά καθούμενα είναι, ούτε χούντα έχουμε.
Καπιταλιστική κρίση ονομάζεται, και ο διακόπτης έχει κατέβει εδώ και (τουλάχιστον) τέσσερα χρόνια.
Απλά τώρα το είδαμε (βιντεοσκοπημένο) στην τηλεόραση.
Και παρά την  πρώτη –πανελλαδικής εμβέλειας– τηλεοπτική μετάδοση του Μνημονίου, αδυνατούμε να δούμε το μαύρο της ζωής μας.
Πώς αλλιώς δηλαδή θα βρεθούν οι 4.000 «επίορκοι» φέτος;
Πώς αλλιώς θα βρεθούν οι 15.000 «κινητικοί» του χρόνου;
Πώς αλλιώς θα βρεθούν οι 150.000 «τεμπέληδες» μέχρι το 2015;
Πώς αλλιώς θα σπρωχτούν στο περιθώριο της ζωής οι αυριανοί 3.000.000 άνεργοι και το 1.000.000 φτωχοί και εξαθλιωμένοι;
Πώς αλλιώς θα στεριώσουν –εκτός από τα «Μ(η) Μ(ιλάς) Ε(σύ)» των Μπομπολο-αλαφουζο-και-λοιπών (όλο μαζί DIGEA)–, τα Γεφύρια των Γάλλων (Da)Vinci, τα MALL των ντόπιων Λάτσηδων, τα λιμάνια των σύγχρονων COSCO(τάδων);
Πώς αλλιώς οι χρυσοφόρες φλέβες της χώρας, θα αιμοδοτήσουν τους άπληστους Μίδες;
Το αδηφάγο κεφάλαιο θα κάνει τα πάντα για να συγκεντρώσει τον πλούτο στα χέρια του.
Θα κάνει ό,τι χρειάζεται για να γίνουμε σκλάβοι στις φυτείες του.
Όσο δεν λέμε ονόματα θα μένουμε με την απορία.
Η υποβάθμιση και ο εξευτελισμός είναι τα στοιχεία με τα οποία, οι έχοντες το συμφέρον, μας οδηγούν στην απαξίωση των συλλογικών θεσμών, μέσω της εναπόθεσης και επίλυσης των προβλημάτων μας σε «ικανούς διαχειριστές», σε «ευφάνταστους πολιτικούς» και σε «απαγκιστρωμένους ηγέτες».
Να για ποιους λόγους πρέπει να οδηγηθούμε στο δρόμο της ταξικής συλλογικότητας.
Αυτής ακριβώς της συλλογικότητας που βάλλεται επιμελώς, επί δεκαετίες τώρα, από την άρχουσα τάξη, η οποία –όχι τυχαία βέβαια–μεταθέτει και επικεντρώνει την κουβέντα στους κακούς πολιτικούς και στο πελατειακό κράτος, αφήνοντας αλώβητες τις πολιτικές που οδηγούν εκεί.
Αν μιλήσουμε για ταξικό κράτος, για πελατειακό καπιταλισμό, και για πολιτικούς που υπηρετούν αυτές τις «αρχές», τότε έχουμε κάνει ένα βήμα.
Ο όρος «πελατειακό κράτος» είναι το ξύδι που το είπαμε γλυκάδι και ο καπιταλισμός που τον βαφτίσαμε αγορές.
Αν δεν ξεκινήσουμε από εδώ, θα ακολουθούμε εκείνους που αρθρώνουν έναν λόγο στρογγυλεμένο, χωρίς περιεχόμενο. 
Εκείνους που υπόσχονται την αλλαγή με διαφορετική διαχείριση στα πλαίσια του καπιταλισμού.
Εκείνους που υπόσχονται ότι θα έχουμε μια θέση στην αριστερή πλευρά του καναπέ μας.
Είναι οι ίδιοι που θα συντηρήσουν και θα «θάψουν» το πελατειακό κράτος που θα βρουν (όπως εύγλωττα υπαινίσσονται) στην «καμένη γη» που θα αφήσουν οι άλλοι (όπως μονότονα επαναλαμβάνουν).
Και πάλι απ’ την αρχή: «Άδεια ταμεία», «Πίστωση χρόνου»... και άλλα εξόχως πρωτότυπα και αριστερά.
Και ώσπου να συνέλθουμε από τις φρούδες ελπίδες, την αυταπάτη, «τα σχέδια της ζωής μας που βγήκαν όλα πλάνες» θα έχουμε χάσει άλλα είκοσι - τριάντα (πασοκικά) χρόνια από το σύντομο βίο μας και από το παρόν των παιδιών μας.
Και το αστικό κράτος θα έχει καθαρίσει με την «αριστερά και τις παραφυάδες της» μια για πάντα.

__________________
Σε παλαιότερο κείμενο είχαν προταχθεί οι δυο πρώτοι στίχοι από το ποιήμα «Αναπάντητο», όπου ο Ρίτσος ρωτάει κι αναρωτιέται:
«Πού με πας από ‘δω; Πού βγάζει αυτός ο δρόμος; Πες μου.
Δε βλέπω τίποτα. Δεν είναι δρόμος. Πέτρες μονάχα».
Στις πέτρες θα βαδίζουμε όταν αφηνόμαστε να μας οδηγούν στο αταξικό μας ταξίδι.
Όταν δεν επαναφέρουμε τις πεφωτισμένες ηγεσίες στην τάξη (μας).
Όταν «την ώρα που ρίχνουν τους νεκρούς απ’ την ταράτσα» σιωπούμε.
Όμως, σε αυτό το ποίημα, το αναπάντητο είναι απαντημένο με τρόπο τραγικό.
                                                             «Μίλα μου λοιπόν.
Πού με πας από δω; Δε βλέπω τίποτα. Τι καλά που δε βλέπω.
Το πιο μεγάλο εμπόδιο για να σκεφτώ ως το τέλος, είναι η δόξα».
Εδώ, τη «δόξα» ο Ρίτσος (δεν μπορεί παρά να) τη χρησιμοποιεί και με την έννοια της προσωπικής άποψης, που απέχει από τη «γνώση».
Αυτή τη γνώση πρέπει να κατακτήσουμε.
Για να μπορούμε «να σκεφτόμαστε ως το τέλος».
Για να μη μείνουμε το «άδειο σώμα» που περιμένει να πεθάνει.

***

(*) Με την ευκαιρία, ας θυμηθούμε ολόκληρο το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου:

Α Ν Α Π Α Ν Τ Η Τ Ο

Πού με πας από δω; Πού βγάζει αυτός ο δρόμος; Πες μου.
Δε βλέπω τίποτα. Δεν είναι δρόμος. Πέτρες μονάχα.
Μαύρα δοκάρια. Φανοστάτης. Να χα τουλάχιστον
εκείνο το κλουβί, όχι αυτό των πουλιών, τ άλλο
με τα μεγάλα σύρματα, με τα γυμνά αγαλμάτια. Τότε
που ρίχναν τους νεκρούς απ την ταράτσα, εγώ δε μίλησα,
μάζευα εκείνα τ’ αγαλμάτια – τα λυπήθηκα. Τώρα, το ξέρω:
το τελευταίο που πεθαίνει είναι το σώμα. Μίλα μου, λοιπόν.
Πού με πας από δω; Δε βλέπω τίποτα. Τι καλά που δε βλέπω.
Το πιο μεγάλο εμπόδιο για να σκεφτώ ως το τέλος, είναι η δόξα.

                                                                                             Αθήνα, 19.V.68

                                                   Από την ενότητα ΠΕΤΡΕΣ, της συλλογής
ΠΕΤΡΕΣ - ΕΠΑΝΑΛΗΨΕΙΣ - ΚΙΓΚΛΙΔΩΜΑ
(ΚΕΔΡΟΣ, 1972)



_________________
Επίσης από Μποτίλια:




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.