Δεκέμβρης 1944 (17)

Τετάρτη 1 Μαΐου 2024

Γιάννης Ρίτσος (1.5.1909 - 11.11.1990): Άσπρες κηλίδες πάνω στο άσπρο (15 ποιήματα) — Μπάμπης Ζαφειράτος: Επίγραμμα (ΙΙ) Για τον Αϊ-Γιάννη της Πρωτομαγιάς

Γιάννης Ρίτσος
Πρωτομαγιά 1909, Μονεμβασιά - 11 Νοεμβρίου 1990, Αθήνα
Σχέδιο (4ο από 4 του Ρίτσου), Μπάμπης Ζαφειράτος, 29.IV.2016 (Μολύβι, 29 χ 21

 

 

Επίγραμμα ΙΙ.

Για τον Αϊ-Γιάννη της Πρωτομαγιάς

 

 

Άσπρες κηλίδες πάνω στο άσπρο η ανέκδοτη όσο ζούσε συλλογή του

Να μας φιλεύει ουρανούς τ’ άστρα μ’ ένα λουλούδι του ν’ ανάβει

Κι η δαχτυλήθρα που ’πεσε στο πάτωμα να γίνεται καράβι

Που απ’ το τίποτα πλέει κατάφωτο στη μαγική γραφή του

 

Μπάμπης Ζαφειράτος, 30 Απριλίου 2024

 

 

 

Το Επίγραμμα Ι:
Μπάμπης Ζαφειράτος: Επίγραμμα για τον Άγιο Ρίτσο της Πρωτομαγιάς (1.5.1909 – 11.11.1990)

 

Όλα τα Επιγράμματα

 

 

Γιάννης Ρίτσος

Άσπρες κηλίδες πάνω στο άσπρο

Κέδρος, Ιαν. 2024 - 110 ποιήματα



4


Λυπημένο δείλι,

Πολύ λυπημένο

για τα κλειστά παράθυρα,

για τα κλειστά πηγάδια.

Ένα σαλιγκάρι

ανεβαίνει στον τοίχο.

Τα σπασμένα τζάμια

το πεζοδρόμιο

είναι κόκκινα.



8

 

Πότε πότε

καθώς γράφεις

πέφτει στο χαρτί

μια υδάτινη σταγόνα.

Σε λίγο στεγνώνει.

Δε φαίνεται τίποτα.

Εκεί ακριβώς υπάρχει

κάποιο κενό δυσανάγνωστο

κι η ακριβής λέξη.

 

                      Αθήνα, 2.ΧΙΙ.85

 

 

15


Απέναντι

τετράγωνα φώτα

οι προσόψεις των σπιτιών.

Βαθιά αχρηστία

μεσημεριάζει.

Θέλω να γράψω

ένα τετράγωνο ποίημα

καρφιτσωμένο στις γωνίες

με τέσσερις σιωπές.

 

 

19


Κάτω, στην αποθήκη

τα παλιά μας έπιπλα

καρέκλες, πολυθρόνες,

τραπέζια, κηροπήγια

κι ένα γύψινο άγαλμα.

Υγρασία.

Έβγαλα το σακάκι μου,

το ’ριξα στους ώμους του.

Οι αράχνες πανικόβλητες

κρύφτηκαν.

 

 

22


Πήρε κραγιόνια ‒

πράσινο, κόκκινο,

κίτρινο, γαλάζιο⸱

ζωγράφισε ένα σπίτι,

ένα δέντρο,

έναν ήλιο,

πέντε πουλιά.

Αυτός έλειπε.

Όχι.

Ήταν το έκτο πουλί.



37


Με τον ελάχιστο θόρυβο

μιας δαχτυλήθρας

πού ’πεσε στο πάτωμα

ξύπνησε ολόκληρο το σπίτι.

Έτσι ακριβώς

Μ’ ένα ελάχιστο τίποτα

γεννιέται το ποίημα.

 

 

44


Ίχνη απ’ τα πέλματα σου

πάνω στην άμμο.

Τα ακολουθώ.

Απέραντη αμμουδιά.

Δε σε βρίσκω.

Αργά, προσεχτικά,

εφαρμόζω στα ίχνη σου

τα πέλματά μου.

Σ’ έχω.

 

 

45


Μη με κοιτάς επίμονα.

Δεν έχω τίποτα να σε φιλέψω

εκτός απ αυτόν τον ουρανό.

Γείρε τα βλέφαρα.

Κάθισε στην καρέκλα.

Θα σου πω.

 


60


Μέσα στα όνειρα

πάντα εσύ

μ’ ένα ποδήλατο,

μ’ ένα δέντρο,

με τον καθρέφτη.

Βγάλε επιτέλους

Απ’ τα μαλλιά σου

αυτό τω τριαντάφυλλο.

Εγώ

καρφώνω τα χαρτιά μου

μ’ ένα άστρο

μη μου τα πάρει ο αέρας.

 

 

88


Οι εραστές γυμνοί,

κάπως λυπημένοι.

Η κουβαρίστρα κύλησε

κόκκινη.

Αν γονατίσεις

ίσως τη βρεις

κάτω απ’ το κρεβάτι.

Προτιμώ ‒ είπε ‒

την όρθια στάση.

 

 

96


Βουνά και σύννεφα συναχωμένα.

Φεύγουν οι παραθεριστές

με λυπημένα κατάφωτα καράβια.

Μένει

το ένα τέταρτο του φεγγαριού.

Οι κωπηλάτες μεθυσμένοι

στην προκυμαία.

Πάνω στα κουπιά τους

δυνατά χαραγμένα

τα χνάρια των χεριών τους.

Η τελευταία παραθερίστρια

πήρε τη βάρκα τους,

εφάρμοσε τα δάχτυλά της

στα χνάρια των χεριών τους,

ανοίχτηκε στο πέλαγος.

Αθετημένη η ματαιότητα

από χιλιάδες άστρα.

 

 

100


Λυσίκομη βροχή.

Πίσω απ’ τη δακρύβρεχτη

τζαμόπορτα

λευκές προσόψεις των σπιτιών

πνιγμένες στο γκρίζο.

Μουσκεμένα περιστέρια

στην ταράτσα

κι ένα ορφανό σπουργίτι.

Μέσα στο σπίτι

περίλυπα έπιπλα

σε αναμονή,

μουσική δωματίου

κι ένα μεγάλο τριαντάφυλλο

συγκεντρωμένο κατανυκτικά

στο αναπάντητο.

 

                       Αθήνα, 22.XU.85

 


105


Δεν έχω χρήματα ‒ είπε.

Φτωχά δώρα σου φέρνω:

μια μαργαρίτα,

δυο πανένια αρκουδάκια.

Δεν είδες;

Πίσω απ’ τη μαργαρίτα

είναι κρυμμένος, ολόγυμνος,

‒ ποιος; ‒

εγώ.

 

 

109

 

Υπομονετικά,

συχνά συμβατικά,

κι ερωτικά πάντα,

τη σκάλα ετούτη

κρεμάμενη στον αέρα

πόσες φορές

την ανεβοκατέβηκες.

Ψηλά, και πιο ψηλά.

Ώσπου ν’ ανάψεις

μ’ ένα λουλούδι τ’ άστρα,

μ’ ένα άστρο τη γη.

 

 

110


Άσπρες κηλίδες

πάνω στο άσπρο.

Δε φαίνεται τίποτα.

Άσπρο νησί,

άσπρα σπίτια,

άσπρα καμπαναριά.

Κάνω μια τρύπα

στον μεγάλο άσπρο τοίχο.

Ω, εσύ,

αιώνιε ηδονοβλεψία,

βάλε το μάτι σου να δεις.

Στο βάθος

ολόσωμο γυμνό το Ωραίο

κυκλοφορεί.

 

                Αθήνα, 27.XIL85

 

 

 

 

(Του Ποιητή)

 

ΜΙΑ ΣΗΜΕΙΩΣΗ

 

Οι Άσπρες κηλίδες πάνω στο άσπρο γράφτηκαν στην Αθήνα απ’ την

1.XII-27.XII.85. Β΄ γραφή στο Καρλόβασι Σάμου απ’ τις 20-29.VII 1986.





ΣΗΜΕΙΩΜΑ

 

Άσπρες κηλίδες πάνω στο άσπρο. Μια ανέκδοτη συλλογή του Γιάν­νη Ρίτσου. 'Ολοκληρωμένη, έτοιμη για έκδοση.


Η β΄ γραφή έγινε στο διάστημα 20-29.VII 1986. Ή α' γραφή στην Αθήνα και ή β' γραφή στο Καρλόβασι της Σάμου.


Τα χειρόγραφα ανακάλυψε ή Maria Caracausi ανάμεσα στις εκδομένες συλλογές πού βρίσκονται στα Αρχεία του Μουσείου Μπενάκη. Εκείνη πρώτη δημοσίευσε τη συλλογή σέ μία δίγλωσση έκδοση ‒ στα ιταλικά και στα ελληνικά ‒ πού πραγματοποιήθηκε από τον εκδοτικό οίκο Torri del Vento, στο Παλέρμο της Ιταλίας.


Πρέπει να αναφέρουμε ότι το ποίημα υπ’ αρίθμ. 46, που υπήρχε στην α΄ γραφή και από παραδρομή δεν συμπεριλήφθηκε από τον ποιητή στη β΄ γραφή, μπήκε στη θέση του στην παρούσα έκδοση.


Ο έκδοτης





ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΗΣ ΕΠΙΜΕΛΗΤΡΙΑΣ


Ή ορθογραφία στη συλλογή δεν είναι αυτή των χειρόγραφων. Ο ποιητής ήδη από το 1982 είχε υιοθετήσει τη σύγχρονη ορθογραφία, η όποια και τηρήθηκε σε όλες τις επόμενες εκδόσεις έργων του.


Διατήρησε όμως την ορθογραφία κάποιων λέξεων, π.χ., τραίνο, χνώτο, παγώνι, κ.λπ. Στη στίξη και στη χρήση του τελικού -ν ακολουθήσαμε τις δικές του επιλογές.

 


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.