Δεκέμβρης 1944 (17)

Κυριακή 14 Ιανουαρίου 2024

Μπάμπης Ζαφειράτος: Χουάν Χέλμαν (3.5.1930 – 14.1.2014), Εργοστάσια του Έρωτα (I-V)

Χουάν Χέλμαν (Juan Gelman)

Αργεντινή, Μπουένος Άιρες, 3 Μαΐου 1930 – Πόλη του Μεξικού, Μεξικό, 14 Ιανουαρίου, 2014

Σχέδιο, Μπάμπης Ζαφειράτος, 6.Χ.2017 (Μολύβι, 29 χ 21 εκ. από φωτό του 2013)

 

 

Juan Gelman – Χουάν Χέλμαν

 

Fábricas del amor (I-V)

 


Μετάφραση

Μπάμπης Ζαφειράτος – Μποτίλια Στον Άνεμο

(Πρώτη δημοσίευση)

 

 

 

Χουάν Χέλμαν

Εργοστάσια του Έρωτα

 

 

Ι

 

Κι έπλασα το πρόσωπό σου.

Με τα αινίγματα του έρωτα το πρόσωπό σου έπλαθα

μες στις απόμακρες αυλές των παιδικών μου χρόνων.

Εγώ ένας χτίστης ντροπαλός

από τον κόσμο εκρύφτηκα για να σμιλέψω την εικόνα σου

για να σου δώσω τη φωνή,

για να γλυκάνω το σάλιο σου.

Πόσες φορές τρεμούλιασα

μόλις και μετά βίας σκεπασμένος με του καλοκαιριού το φως

τις ώρες που σε ζωγράφιζα με το αίμα μου.

Ατόφυα μου εσύ

πες μου από πόσες εποχές είσαι φτιαγμένη

και από πόσα σούρουπα κατάγεται η χάρη σου.

Πόσες από τις μέρες μου σκαρφίστηκαν τα χέρια σου.

Πόσα αμέτρητα φιλιά στη μοναξιά ενάντια

το βήμα σου βυθίζει μες στη σκόνη.

Σε εξύμνησα, σε απάγγειλα στους δρόμους,

όλα τα ονόματα σου τα έγραψα βαθιά μες στη σκιά μου

σου ’κανα χώρο στο κρεβάτι μου,

σ’ αγάπησα, αιθέρια στήλη, αόρατο μονοπάτι του αφρού, νύχτα τη νύχτα.

Έτσι οι σιωπές ετραγουδήσανε.

Χρόνια και χρόνια εδούλεψα για να σε φτιάξω

προτού έναν μονάχα ψίθυρο ακούσω της ψυχής σου.

 

 

ΙΙ

 

Τα χέρια σου ύψωσε, αυτά κλείνουνε μέσα τους τη νύχτα, πάνω στη δίψα μου ασ’ τη  να ξεσπάσει, ταμπούρλο μου, ταμπούρλο μου, φωτιά μου.

Η νύχτα ας μας σκεπάσει σαν καμπάνα

 

ας αντηχήσει απαλά σε κάθε χτύπο του έρωτα.

Θάψε μου τη σκιά, με στάχτη πλύνε με, σκάψε με από πόνο,

 

καθάρισέ μου τον αέρα:

θέλω να σ’ αγαπάω ελεύθερος.

 

Εσύ τον κόσμο καταστρέφεις για να συμβούνε όλα αυτά,

εσύ τον κόσμο ξεκινάς απ’ την αρχή για να συμβούνε όλα αυτά.

 

 

ΙΙΙ

 

Αγάπησες τα χέρια μου κι αυτά θα σωριαστούνε μαζί με το φθινόπωρο.

Τη φωνή μου αγάπησες και είναι εξολοθρεμένη.

Το πρόσωπό μου ανατινάχτηκε απάνω σου σαν μία πέτρα ακάθαρτη.

Μ’ αγάπησες και μ’ αγάπησες

για να ξεφύγω από μένα, άρχοντας των σκιών.

 

Μ’ έχεις γκρεμίσει για να γίνω φως ανθρωπινό που τραγουδάει

όπως τα πλάσματα που πλάθονται απ’ το αίμα σου.

 

 

IV

 

Ω, του κορμιού σου η μυρωδιά μέσα απ’ τη θύμηση ας αναδυθεί κι ας φτιάξει το κορμί σου.

Τη γλύκα σου η νύχτα ας μου φέρει.

Ας μου δοθούν τα χέρια σου μέσα απ’ τα ρίγη που μου δώσανε.

Ας έρθουνε τα μάτια σου από όλα τα ιδωμένα.

 

Α περιστέρα του έρωτα

αντί γι’ αυτό εσύ

πάναγνη ανυψώνεσαι προς την ελευθερία

στριφογυρνάς και τραγουδάς σαν ουρανός εισβάλλοντας στον κόσμο.

 

 

V

 

Σε τραγουδάω σαν παιδί κάτω απ’ τη μαύρη νύχτα.

 

Σεντούκι εσύ γεμάτο μυστικά, παιχνίδια καταχωνιασμένα,

ανατριχίλα του φθινόπωρου σάμπως μαντήλια που ανεμίζουνε,

εκεί σου τραγουδάω για να υπάρχεις.

 

Κυρά μου ανυπόκριτη,

με στόμα καθαρό τα ονόματά σου λέω ένα προς ένα,

το πρόσωπό μου χώνω μες στο σύθαμπο που πέφτει από εκείνα,

ανάβω μια φωτιά τρανή με τα ονόματά σου κάτω απ’ τη μαύρη νύχτα.

 

Κι να τι θέλω να σου πω πραγματικά: κόντρα στον θάνατο με κάνεις να βαδίζω.

 

 

Αγρυπνία Του Μοναχικού (Velorio Del Solo)

[Buenos Aires Μπουένος Άιρες, 1959-1961]

Poesía Reunida, Tomo I (pp. 63-66)

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, 13 Ιανουαρίου 2024

 

 


El escritor Juan Gelman, durante la lectura en voz alta en la sala Panorama del Centro Cultural España el 17 de abril de 2013. Foto Cristina Rodríguez

 

 

Juan Gelman

Fábricas del amor

 

 

I

 

Y construí tu rostro.

Con adivinaciones del amor, construía tu rostro

en los lejanos patios de la infancia.

Albañil con vergüenza,

yo me oculté del mundo para tallar tu imagen,

para darte la voz,

para poner dulzura en tu saliva.

Cuántas veces temblé

apenas si cubierto por la luz del verano

mientras te describía por mi sangre.

Pura mía

estás hecha de cuántas estaciones

y tu gracia desciende como cuántos crepúsculos.

Cuántas de mis jornadas inventaron tus manos.

Qué infinito de besos contra la soledad

hunde tus pasos en el polvo.

Yo te oficié, te recité por los caminos,

escribí todos tus nombres al fondo de mi sombra

te hice un sitio en mi lecho,

te amé, estela invisible, noche a noche.

Así fue que cantaron los silencios.

Años y años trabajé para hacerte

antes de oír un solo sonido de tu alma.

 

 

II

 

Alza tus brazos, ellos encierran a la noche,

desátala sobre mi sed,

tambor, tambor, mi fuego.

Que la noche nos cubra como una campana

 

que suene suavemente a cada golpe del amor.

Entiérrame la sombra, lávame con ceniza, cávame del dolor,

 

límpiame el aire:

yo quiero amarte libre.

 

Tú destruyes el mundo para que esto suceda,

tú comienzas el mundo para que esto suceda.

 

 

III

 

Me has amado las manos y caerán con el otoño.

Has amado mi voz y está arrasada.

Mi rostro ha reventado sobre ti como una piedra impura.

Me has amado y amado

para que huya de mí, señor de sombras.

 

Me has destruido para que yo sea luz humana cantando

como las criaturas de tu sangre.

 

 

IV

 

Que del recuerdo suba el olor de tu cuerpo y se haga tu cuerpo.

Que la noche devuelva tu dulzura.

Que tus manos sean dadas por el temblor que dieron.

Que tus ojos regresen de todo lo mirado.

 

Paloma del amor

en vez

asciendes pura en libertad

giras y cantas como el cielo vas invadiendo el mundo.

 

 

V

 

Como un niño te canto bajo la noche oscura.

 

Cofre de los secretos, juegos hondos,

temblores del otoño como pañuelos rápidos,

te canto allí para que seas.

 

Señora del candor,

con boca limpia digo uno a uno tus nombres,

pongo mi rostro en la penumbra que de ellos desciende,

hago un gran fuego con tus nombres bajo la noche oscura.

 

En realidad quiero decir: me haces andar contra la muerte.

 

 

Velorio Del Solo

[Buenos Aires Μπουένος Άιρες, 1959-1961]

Poesía Reunida, Tomo I (pp. 63-66)



Χουάν Χέλμαν - Κι άλλα ποιήματα



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.