Δεκέμβρης 1944 (17)

Κυριακή 10 Ιουλίου 2022

Μπάμπης Ζαφειράτος: Νικολάς Γκιγιέν (10.7.1902-16.7.1989), 3 Poemas de Amor

Νικολάς Γκιγιέν - Νικολάς Κριστόμπαλ Γκιγιέν Μπατίστα
(Nicolás Guillén - Nicolás Cristóbal Guillén Batista)
10 Ιουλίου 1902, Καμαγουέι - 16 Ιουλίου 1989, Αβάνα
Σχέδιο (το 5ο από 5 του Γκιγιέν), Μπάμπης Ζαφειράτος, 15.VII.2016 (Μολύβι, 29χ21 εκ.)



 

 

Ένα ποτάμι από όρκους / κυλάει στα μαλλιά σου,
σταματάει για λίγο στο στήθος σου,
πήζει στο τέλος σ’ ένα λακκάκι μελάσας / στης κοιλιάς σου το κέντρο,
παραβιάζοντας την κρουστή σου τη σάρκα από νυχτερινά μυστικά.


 

 

Νικολάς  Γκιγιέν

 

Τρία Ποιήματα Ερωτικά

Poemas de Amor

 

Μετάφραση

Μπάμπης Ζαφειράτος – Μποτίλια Στον Άνεμο
Πρώτη δημοσίευση, Κατιούσα, 10/7/2022




Πέτρα καμίνου



Της εγκατάλειψης το απόγευμα εξαντλημένο σιγοκλαίει στη βροχή.
Χοντρές σταγόνες οι αναμνήσεις μπαίνουνε απ’ το παράθυρο.
Σκληροί σπασμένοι στεναγμοί, καμένες χίμαιρες.

Αργά νωχελικά να καταφτάνει βλέπω το κορμί σου.
Τα χέρια σου έρχονται να μπούνε σε τροχιά
μεθυστική σαν δυνατό αγουαρδιέντε·
τα πόδια σου από ζάχαρη πηχτή, χορευτικά φλεγόμενα,
και οι μηροί σου, τανάλιες πόθων και σπασμών,
και το στόμα σου, τραγανό
για να σβήνει τη δίψα μου, και η μέση σου
καραμέλα ατέλειωτη
Τα χέρια σου έρχονται φορτωμένα χρυσάφι,
τα δόντια σου διψασμένα για αίμα·
και τότε εισβάλλουνε τα προδοτικά σου μάτια·
το δέρμα σου, απέραντο, έτοιμο
να γύρει στο πλάι μου:
η μυρωδιά σου από σέλβα απρόσμενη· το βογκητό σου
ακούγοντας —ή το φαντάζομαι— ο στεναγμός σου
—ή τον υποψιάζομαι— γεμάτος παράπονο —ή έτσι πιστεύω·
ο λαιμός σου βαθύς
λόγια απαγορευμένα σπαρταράνε εντός του.

Ένα ποτάμι από όρκους
κυλάει στα μαλλιά σου,
σταματάει για λίγο στο στήθος σου,
πήζει στο τέλος σ’ ένα λακκάκι μελάσας
στης κοιλιάς σου το κέντρο,
παραβιάζοντας την κρουστή σου τη σάρκα από νυχτερινά μυστικά.

Κάρβουνο πυρωμένο και πέτρα καμίνου
ετούτο το απόγευμα από βροχή και σιωπή παγωμένο.

 

 

Nicolás Guillén, Poemas de Amor (1964)
Poemas de Amor (1933-1971). Ιταλική έκδοση δίγλωσση, 1975

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, 9 Ιουλίου 2022

 

 

 

 

Κορίτσι ψηλό από ζαχαροκάλαμο και παπαρούνα

 

Στην αρχή ήταν η γρήγορη μέση της,
μια τροχιά από χρυσάφι που εκεί με ταξίδευε
το κορμί της, ο φρέσκος κόσμος του γέλιου της,
των ματιών της η φύση
από φυλλωσιές κι από μέταλλο.
Την αγάπησα; Ποιος ξέρει;
Όμως στις ντροπαλές νύχτες,
μέσα σε σύννεφα που υπνοβατούνε χαμένα
και στην ευωδιά γιασεμιού ανθισμένου
σαν ένα αστέρι φωτεινό μέσα στο σύθαμπο,
το όνομά της αντιβούιζε.
Μια μέρα η απόσταση
έγινε ένας μακρύς στεναγμός.
Ω, αυτή η γήινη αγκούσα, σε ένα χτύπημα τρομερό
από απεραντοσύνη και χιόνι!
Υπόφερα; Ποιος ξέρει;
Μα μέσα στα θλιμμένα απογεύματα,
στη οικεία επιμονή ενός Άγγελου,
την ώρα που η κουκουβάγια
και η νυχτερίδα πετάνε αθόρυβα,
σαν ένα όνειρο συνηθισμένο την είδα.
Στο τέλος εφάνηκε ο άνεμος,
εφάνηκε ο άνεμος και μου την έφερε πάλι.
Την έχω κρατήσει στα χέρια μου, την έχω φιλήσει
σε μια ξαφνική αστραπή.
Τα νωχελικά της χέρια αγγίζοντας,
το δίδυμο άνθος του στήθους της, το νερό
του εναρκτήριου πόθου της… Τώρα,
ω, πολυπόθητη εσύ,
κουμανταδόρισσα τρυφερή
της φωτιάς και του χορού,
κορίτσι ψηλό από ζαχαροκάλαμο και παπαρούνα,
τώρα το ξέρω πως υποφέρω και σ’ αγαπάω.

 

Nicolás Guillén, Poemas de Amor (1964)
Poemas de Amor (1933-1971). Ιταλική έκδοση δίγλωσση, 1975

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, 9 Ιουλίου 2022

 

 


 

Ήρθες από πολύ μακριά…

 

Ήρθες από πολύ μακριά,
κι εγώ, δίχως να σε προσμένω
πως θα ερχόσουνα το ήξερα.
Τι πρέπει να κάνω, αν μόλις και μετά βίας μπορώ
να σε βλέπω στου ανέμου το πέρασμα,
αν η φωνή σου είναι το άρωμα
που με κυνηγάει και φεύγει,
αν το κορμί σου είν’ ένα όνειρο
απ’ όπου ξυπνάω με δάκρυα,
αν τα χέρια σου είναι τα ανθοπέταλα
που μόνο να το χαϊδεύω μπορώ,
και το γέλιο σου, ουράνιο τόξο
απόμακρο, μες στην υγρή
σιωπή του απογεύματος;

Τι να κάνω, που μόλις και μετά βίας μπορώ
να σε βλέπω στου ανέμου το πέρασμα;

 

Nicolás Guillén, Poemas de Amor (1964)
Poemas de Amor (1933-1971). Ιταλική έκδοση δίγλωσση, 1975

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, 9 Ιουλίου 2022

 


 Όλος ο Γκιγιέν από την Μποτίλια Στον Άνεμο

 

 

 

Piedra de Horno

 

La tarde abandonada gime deshecha en lluvia.

Del cielo caen recuerdos y entran por la ventana.

Duros suspiros rotos, quimeras calcinadas.

 

Lentamente va viniendo tu cuerpo.

Llegan tus manos en su órbita

de aguardiente de caña;

tus pies de lento azúcar quemados por la danza,

y tus muslos, tenazas del espasmo,

y tu boca, sustancia

comestible, y tu cintura

de abierto caramelo.

Llegan tus brazos de oro, tus dientes sanguinarios;

de pronto entran tus ojos traicionados;

tu piel, tendida, preparada

para la siesta:

tu olor a selva repentina; tu garganta

gritando —no sé, me lo imagino—, gimiendo

—no sé, me lo figuro—, quejándose —no sé, supongo, creo—;

tu garganta profunda

retorciendo palabras prohibidas.

 

Un río de promesas

baja de tus cabellos,

se demora en tus senos,

cuaja al fin en un charco de melaza en tu vientre,

viola tu carne firme de nocturno secreto.

 

Carbón ardiente y piedra de horno

en esta tarde fría de lluvia y de silencio.

 

 

 

Alta niña de caña y amapola

 

Primero fue su rápida cintura,

la órbita de oro en que viajaba

su cuerpo, el mundo joven de su risa,

la verde, la metálica

naturaleza de sus ojos.

¿La amé? Nunca se sabe.

Pero en las noches tímidas,

en las nubes perdidas y sonámbulas

y en el aroma del jazmín abierto

como una estrella fija en la penumbra,

su nombre resonaba.

Un día la distancia

se hizo un largo suspiro.

¡Oh qué terrestre angustia, en un gran golpe

de nieve y lejanía!

¿Sufrí? Nunca se sabe.

Pero en las tardes tristes,

en la insistencia familiar del Ángelus,

a la hora del vuelo taciturno

del búho y el murciélago,

como en un sueño simple la veía.

Al fin he aquí que el viento,

he aquí que el viento al fin me la devuelve.

La he tenido en mis brazos, la he besado

en un tibio relámpago.

Toqué sus manos lentas,

la flor bicéfala del seno, el agua

de su lujuria inaugural... Ahora,

oh tú, bienesperada,

suave administradora

del fuego y de la danza,

alta niña de caña y amapola,

ahora ya sé que sufro y que te amo.

 

 

 

Vino usted de tan lejos…

 

Vino usted de tan lejos,

y yo, sin esperarla

sabiendo que vendría.

¿Qué hacer, si apenas puedo

verla al paso del viento,

si su voz es perfume

que me persigue y huye,

si su cuerpo es un sueño

del que despierto en lágrimas,

si sus manos son pétalos

que sólo rozar puedo,

y su risa, arco iris

lejano, en el silencio

húmedo de la tarde?

 

¿Qué hacer, si apenas puedo

vería al paso del viento?

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.