Δεκέμβρης 1944 (17)

Πέμπτη 23 Σεπτεμβρίου 2021

Μπάμπης Ζαφειράτος: Πάμπλο Νερούδα (12.7.1904 – 23.9.1973), 21 Σονέτα του Έρωτα – Πρόλογος - Ισπανικό κείμενο - Σημειώσεις (Αφιέρωμα)

Ο Νερούδα και η Ματίλντε στο σπίτι τους στην Ισλα Νέγρα.
[…] στης θάλασσας τα βράχια, / μες στην κρυφή μονιά τους, θ’ αράξουν τα φιλιά μας.
(σονέτο XXXII κάτω)

Πάμπλο Νερούδα

Πάβλο Νερούδα – Ρικάρδο Ελιέσερ Νεφταλί Ρέγιες Μπασοάλτο
(Pablo Neruda – Ricardo Eliécer Neftalí Reyes Basoalto)
Χιλή. 12 Ιουλίου 1904, Παράλ 23 Σεπτεμβρίου 1973, Σαντιάγο

*

21 Σονέτα του Έρωτα

(Από τη συλλογή Cien Sonetos de Amor, 1959)

*

Πρόλογος – Μετάφραση – Σημειώσεις
Μπάμπης Ζαφειράτος – Μποτίλια Στον Άνεμο

Πρώτη δημοσίευση: Κατιούσα, 23/9/2021

*

Με το ισπανικό κείμενο

*

 

Το αντικείμενο του πόθου (του)


Τα 100 Σονέτα του Έρωτα (Cien Sonetos de Amor) γράφτηκαν για τον μεγάλο έρωτα του Νερούδα, την Ματίλντε Ουρούτια (Matilde Urrutia Cerda, Τσιγιάν -Chillán, 5 Μαϊου 1912 – Σαντιάγο, 5 Ιανουαρίου του 1985). Είναι η τρίτη σύζυγος του Πάβλο Νερούδα, από το 1966 μέχρι το θάνατό του το 1973, η οποία εργαζόταν ως φυσιοθεραπεύτρια στη Χιλή και ήταν η πρώτη γυναίκα παιδοθεραπεύτρια στη Λατινική Αμερική.

Η σχέση του ποιητή με την Ματίλντε, «παράνομη» αρχικά, κρατήθηκε μυστική και οι συναντήσεις τους γίνονταν στο σπίτι τους στο Σαντιάγο, το καταφύγιό τους (μουσείο σήμερα), τη La Chascona (αυτή με τα ατίθασα, τα ανυπότακτα, τα ανακατεμένα μαλλιά, τα μαλλιά αφάνα που λέμε). Εκεί βρίσκεται και το διπλό πορτρέτο της Ματίλντε –έργο του Διέγο Ριβέρα– όπου «κρυμμένο» μέσα στα κόκκινα σγουρά μαλλιά βρίσκεται το προφίλ του Νερούδα.

Διέγο Ριβέρα, La Chascona (1953).

Τα 100 Σονέτα πρωτοδημοσιεύτηκαν στην Αργεντινή το 1959.

Η Ματίλντε με τον Νερούδα είχαν πρωτοσυναντηθεί στο Σαντιάγο το 1946 και ξανά στο Μεξικό το 1949, όπου ο ποιητής βρισκόταν εξόριστος επειδή ήταν μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Χιλής.

Η Ματίλντε ήταν η μούσα του για μια ακόμη σύνθεση, πριν από τα Σονέτα: Los versos del capitán (Οι στίχοι του Καπετάνιου, 1951). Το βιβλίο είχε εκδοθεί για πρώτη φορά στην Ιταλία το 1952, ανώνυμα, για να μην πληγωθεί η δεύτερη συζυγός του, από το 1943-1966 (κατά 20 χρόνια μεγαλύτερή του), Δέλια δελ Καρίλ, ενώ με το όνομά του δημοσιεύτηκε στη Χιλή το 1963, όπου ο ποιητής, εν είδει προλόγου, σημειώνει:

Επεξήγηση

Η ανωνυμία αυτού του βιβλίο πολύ συζητήθηκε. Ωστόσο, εκείνο που πάλευα μέσα μου ήταν αν έπρεπε ή όχι να το απομακρύνω από την αρχική του προέλευση: Tο να αποκαλύψω την καταγωγή του σήμαινε να φανερώσω τη σχέση που το γέννησε. Και δεν μου φαινότανε ότι μια τέτοια ενέργεια ήτανε συνεπής στα εκρηκτικά συναισθήματα του έρωτα και του πάθους, μέσα στο αποκαρδιωτικό και φλεγόμενο τοπίο της εξορίας που του έδωσε ζωή.

Από την άλλη, πιστεύω ότι όλα τα βιβλία θα έπρεπε να είναι ανώνυμα. Αλλά, ανάμεσα στο να αφαιρέσω από όλα τα δικά μου το όνομά μου ή να το παραδώσω σε κάτι πιο μυστηριώδες, τελικά υπέκυψα, αν και χωρίς μεγάλη προθυμία.

Οπότε, γιατί κράτησε τόσον καιρό αυτό το μυστήριο; Για το τίποτα και για όλα, για το κοντινό και το απόμακρο, για τις ξένες χαρές, για τον ξένο πόνο. Όταν ο Πάολο Ρίτσι, σύντροφος φωτισμένος, το τύπωσε για πρώτη φορά στη Νάπολη το 1952, σκεφτήκαμε ότι εκείνα τα λιγοστά αντίγραφα, που τα φρόντισε και τα ετοίμασε με περισσή επιμέλεια, θα εξαφανίζονταν χωρίς να αφήσουνε ίχνη στην άμμο του νότου.

Δεν έγινε έτσι. Και η ζωή που διεκδίκησε το εκρηκτικό μυστικό του, μου το επιβάλλει σήμερα σαν παρουσία ενός ακλόνητου έρωτα.

Παραδίδω, λοιπόν, αυτό το βιβλίο χωρίς άλλες εξηγήσεις, σαν να ήταν και να μην ήταν δικό μου: Αρκεί που θα μπορούσε να ταξιδέψει μόνο του στον κόσμο και να τα βγάλει μόνο του πέρα. Τώρα που το αναγνωρίζω, ελπίζω πως το ξέφρενο αίμα του θα με αναγνωρίσει επίσης.

Πάβλο Νερούδα
Ίσλα Νέγρα, Νοέμβριος 1963

Μετά το θάνατο της Ματίλντε κυκλοφόρησε το βιβλίο της, Η ζωή μου με τον Πάβλο Νερούδα (1986).

________________

Κεντρική φωτό: Ο Νερούδα και η Ματίλντε στο σπίτι τους στην Ισλα Νέγρα. […] στης θάλασσας τα βράχια, / μες στην κρυφή μονιά τους, θ’ αράξουν τα φιλιά μας (σονέτο XXXII κάτω).

 

Δυο λόγια για τα 100 Σονέτα και τη μετάφραση

 

Αυτά τα 100 σονέτα στο μόνο που θυμίζουν… σονέτο είναι η μορφή των τεσσάρων στροφών (4-4-3-3). Δεν έχουν δηλαδή ούτε τη ρίμα ευτυχώς για μας ούτε τον αυστηρό 11σύλλαβο στίχο του κλασικού 14στιχου με 5 ρίμες (αβαβ / αβαβ / γδε / γδε οι 6 τελευταίοι στίχοι σε όλους τους δυνατούς συνδυασμούς και ρίζες στη Σικελία του 13ου αιώνα), που μας έχει δώσει, και εξακολουθεί να δίδει, σπουδαία δείγματα.

Τα σονέτα του Νερούδα, «τρόπος του λέγειν σονέτα» ή «σονέτα από ξύλο», όπως τα χαρακτηρίζει ο ίδιος (βλ.κ.), αριθμημένα με λατινικά νούμερα, από IC (1 – 100), είναι όλα άτιτλα, με στίχο κυρίως 14σύλλαβο, που όμως ποικίλλει από 11 έως 15 ή και 20 συλλαβές και συχνά αλλάζει από σονέτο σε σονέτο ή στο ίδιο 14στιχο.

Και τα 100 σονέτα έχουν ιαμβικό στίχο (υ –, όπου τονίζεται η δεύτερη συλλαβή), παροξύτονο, εκτός από 25 εξαιρέσεις: Στους 1.400 στίχους απαντώνται 9 προπαροξύτονοι στίχοι και 16 οξύτονοι, σε 22 σονέτα, συνολικά.

Τρία σονέτα, XXII (22), LXIII (63), LXXVIII (78) είναι ανισοσύλλαβα και σε όλες τις εκδόσεις εμφανίζονται με λοξά στοιχεία, μορφή που ακολουθείται και εδώ.

Ένα μόνο σονέτο, το νούμερο LXVI (66), είναι… σονέτο-σονέτο, 11σύλλαβο και μάλιστα με 2 μόνο ρίμες: αβαβ / αβαβ / ααβ / ααβ, γεγονός που καθιστά τη μεταφορά του στα Ελληνικά μάλλον αδύνατη. Το μεταφράζω σε 13σύλλαβο στίχο, με 6 ρίμες: αββα / αγγα / δδε / ζζε.

Για την ιστορία, ας σημειωθεί ότι τα περίφημα σονέτα του Σαίξπηρ έχουν 7 ρίμες (αβαβ / γδγδ / εζεζ / ηη). Βλ. από Μποτίλια Στον Άνεμο – Σαίξπηρ.

Η σύνθεση χωρίζεται σε τέσσερεις ενότητες:

Πρωί –Mañana [6:00 – 11:59], 32 σονέτα (IXXXII). Η έντονη, πληθωρική νεότητα, η αισιοδοξία και η απαισιοδοξία, το μεγάλο πάθος και η κορύφωση της ερωτικής επιθυμίας.

Μεσημέρι –Mediodía [12:00 – 14:30], 21 σονέτα (XXXIIILIII). Η ηρεμία του έρωτα.

Απόγευμα –Tarde [14:30 – 19:00], 25 σονέτα (LIVLXXVIII). Απαισιόδοξα συναισθήματα, αφού η νύχτα πλησιάζει, αλλά με τον έρωτα να παραχωρεί τη θέση του στην αγάπη.

Νύχτα –Noche [19:00 – 23:59], 22 σονέτα (LXXIXC). Η αιωνιότητα της αγάπης, αλλά και το πέρασμα του χρόνου με τον αναπότρεπτο θάνατο.

*

Τα 21 σονέτα που ακολουθούν καλύπτουν και τις 4 ενότητες.

Η μετάφραση είναι έμμετρη, άλλοτε με την αντιστοιχία των συλλαβών του πρωτότυπου και άλλοτε όχι. Σε πάρα πολλά μεταφράσματα –έχουν μεταφραστεί όλα τα σονέτα– υπάρχουν και διαφορετικές προσεγγίσεις, άσκηση που δεν χωράει, βέβαια, στο πλαίσιο της παρούσας δημοσίευσης. Ωστόσο, δυο δείγματα βρίσκονται στα σονέτα XXV και  στο LXIII, όπου παρατίθενται δύο εκδοχές.

___________________

Σημ. Τα 100 Σονέτα έχουν κυκλοφορήσει στη γλώσσα μας (δυσεύρετα σήμερα) από τις εκδόσεις Γνώση (2001) με πρόλογο και μετάφραση του αείμνηστου πολιτικού μηχανικού Ηλία Ματθαίου (Παπαματθαίου), ο οποίος μας άφησε σημαντικά έργα και ανθολογίες της ισπανόφωνης λογοτεχνίας.

 

*

 

21 Σονέτα του Έρωτα

 

Στην Ματίλντε Ουρούτια

Πολυαγαπημένη μου Κυρά, πολύ εδεινοπάθησα γράφοντας αυτά τα τρόπος του λέγειν σονέτα που τόσο με πόνεσαν και με δυσκόλεψαν, αλλά η ευτυχία να σου τα προσφέρω είναι μεγαλύτερη κι από έναν απέραντο κάμπο. Όταν μπήκα σ’ αυτή τη διαδικασία, ήξερα πολύ καλά πως οι ποιητές όλων των εποχών, με ιδιαίτερη αφοσίωση και χάρη, παράθεσαν ρίμες που καμπάνιζαν σαν ασημικά, κρύσταλλα ή ομοβροντίες κανονιών. Η αφεντιά μου, με περισσή ταπεινότητα έφτιαξε ετούτα τα σονέτα από ξύλο, τους έδωσε τον ήχο αυτής της κρουστής και ανόθευτης ύλης και έτσι πρέπει να φτάσουνε στ’ αφτιά σου. Εσύ κι εγώ, περπατώντας μέσα από δάση και τόπους αμμουδερούς, από λίμνες αθέατες, από τοπία βουτηγμένα στη στάχτη, μαζέψαμε κομμάτια από ξύλο ατόφιο ή σανίδες αργασμένες απ’ το νερό και την κακοκαιριά. Από εκείνα τα τόσο απαλά λειασμένα απομεινάρια δούλεψα με τσεκούρι, μαχαίρι και σουγιαδάκια, ετούτα τα ξυλοτεχνήματα του έρωτα και έφτιαξα μικρά σπιτάκια με δεκατέσσερεις τάβλες το καθένα για να ζήσουν εκεί μέσα τα μάτια σου που τα λατρεύω και τα υμνώ. Και τώρα που θεμέλιωσα τους λόγους του έρωτά μου, σε παραδίνω στην αιωνιότητα: Με εκατό σονέτα από ξύλο που υπάρχουνε μόνο και μόνο γιατί εσύ τους έδωσες ζωή.

Οκτώβρης του 1959

 

Πρωί

(8 σονέτα)

 

Κούβα, 1961. Τη χρονιά που εκδόθηκε στο Νησί της Επανάστασης η ποιητική του συλλογή Επικό Τραγούδι.

 

I

ΜΑΤΙΛΝΤΕ, ΑΠΟ ΑΝΘΟΣ και κρασί και πέτρα τ’ όνομά σου
από όλα όσα εδώ στη γη γεννιούνται και διαρκούνε
λέξη που αναβλύζοντας στα χείλια ξημερώνει,
κι όπου των λεμονιών το φως στο θέρος της ξεσπάει.

Σ’ ετούτο το όνομα σκαριά από ξύλο αρμενίζουν
σμάρι μπλε σκούρες πυρκαγιές τα
χουν περικυκλώσει
τα γράμματά του από νερό σαν το βουερό ποτάμι
που ξεμπουκάρει ορμητικό στη φλογερή καρδιά μου.

Ω, όνομα που βρέθηκε στο αγιόκλημα κρυμμένο
κι άνοιξε πόρτα μυστική μιας σήραγγας και μπήκα
και βρέθηκα στ’ αρώματα ολόκληρου του κόσμου!

Ω, έλα με στόμα διάπυρο και διαπέρασέ με
σκάψε με, αν το θες κι εσύ, με αυτά τα νύχτια μάτια,
μα στο όνομά σου άσε με να πλέω και να κοιμάμαι.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

 

I

MATILDE, NOMBRE DE planta o piedra o vino,
de lo que nace de la tierra y dura,
palabra en cuyo crecimiento amanece,
en cuyo estío estalla la luz de los limones.

En ese nombre corren navíos de madera
rodeados por enjambres de fuego azul marino,
y esas letras son el agua de un río
que desemboca en mi corazón calcinado.

Oh nombre descubierto bajo una enredadera
como la puerta de un túnel desconocido
que comunica con la fragancia del mundo!

Oh invádeme con tu boca abrasadora,
indágame, si quieres, con tus ojos nocturnos,
pero en tu nombre déjame navegar y dormir
.

 

*

 

VIII

TΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ αν δεν είχανε του φεγγαριού το χρώμα
της μέρας χρώμα από πηλό, από δουλειά, από φλόγα
κι αν δεν είχες ακίνητη τη λευτεριά του ανέμου
κι αν ήταν και δεν ήσουνα κεχριμπαριού βδομάδα,

κι άμα εσύ δεν ήσουνα του σούρουπου ωχρή ώρα
που το φθινόπωρο έρχεται γλυκά μέσα απ’ τ’ αμπέλια
κι άμα δεν ήσουνα ψωμί που ευωδιαστό φεγγάρι
ζυμώνει το αλεύρι του μες στου γλαυκού τη σκάφη,

ω, λατρεμένη εγώ δεν θα σε αγαπούσα!
Στην αγκαλιά σου ό,τι υπάρχει αγκαλιάζω
την άμμο, και το δέντρο της βροχής, το χρόνο,

τα πάντα ζουν για να μπορώ κι εγώ να ζήσω:
χωρίς να πάω αλλού μπορώ να δω τα πάντα,
αφού ό,τι ζει το βλέπω εγώ μες στη ζωή σου.

 

Δέντρο της Βροχής: Árbol de la lluvia στο πρωτότυπο (Árbol lluvia de oro ή Samanea Samán): Εντυπωσικό δέντρο της Νότιας Αμερικής και εμβληματικό δέντρο της Βενεζουέλας.

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

 

VIII

SI NO FUERA porque tus ojos tienen color de luna,

de día con arcilla, con trabajo, con fuego,

y aprisionada tienes la agilidad del aire,

si no fuera porque eres una semana de ámbar,

 

si no fuera porque eres el momento amarillo

en que el otoño sube por las enredaderas

y eres aún el pan que la luna fragante

elabora paseando su harina por el cielo,

 

oh, bienamada, yo no te amaría!

En tu abrazo yo abrazo lo que existe,

la arena, el tiempo, el árbol de la lluvia,

 

y todo vive para que yo viva:

sin ir tan lejos puedo verlo todo;

veo en tu vida todo lo viviente.

 

*

 

XI

ΤΩΡΑ ΠΕΙΝΑΩ ΓΙΑ τη φωνή, το στόμα τα μαλλιά σου
κι αμίλητος και νηστικός γυρνάω στους πέντε δρόμους
δε με χορταίνει το ψωμί, η αυγή μ’ αναστατώνει,
κι ολημερίς τα πόδια σου ψάχνω που κελαρύζουν.

Και πεινασμένος λαχταρώ το γάργαρό σου γέλιο,
τα χέρια σου, το χρώμα τους σαν μανιασμένα στάχυα,
πεινάω για κείνη τη ωχρή την πέτρα των νυχιών σου,
θέλω να φάω το αμύγδαλο της τραγανής σου σάρκας.

Θέλω να φάω τον κεραυνό που καίει στην ομορφιά σου
τη μύτη την υπέροχη του αγέρωχου προσώπου,
να φάω τη φευγαλέα σκιά απ’ τα ματόκλαδά σου

και πεινασμένος τριγυρνάω, το μούχρωμα μυρίζω,
σ’ αποζητάω, αποζητάω τη ζέστη της καρδιάς σου,
σαν πούμα μες στη μοναξιά της γης του Κιτρατούε.

 

Κιτρατούε (Quitratúe): Μικρή Πόλη της Χιλής στην περιοχή της Αραουκανίας (Araucanía), 700 περίπου χιλιόμετρα νότια του Σαντιάγο.

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

 

XI

TENGO HAMBRE DE tu boca, de tu voz, de tu pelo

y por las calles voy sin nutrirme, callado,

no me sostiene el pan, el alba me desquicia,

busco el sonido líquido de tus pies en el día.

 

Estoy hambriento de tu risa resbalada,

de tus manos color de furioso granero,

tengo hambre de la pálida piedra de tus uñas,

quiero comer tu piel como una intacta almendra.

 

Quiero comer el rayo quemado en tu hermosura,

la nariz soberana del arrogante rostro,

quiero comer la sombra fugaz de tus pestañas

 

y hambriento vengo y voy olfateando el crepúsculo

buscándote, buscando tu corazón caliente

como un puma en la soledad de Quitratúe.

 

*

 

XVI

ΤΗΣ ΓΗΣ ΕΝΑ κομμάτι είσαι και σε λατρεύω
γιατί απ’ των πλανητών τ
’ απέραντα λιβάδια
δεν έχω άλλο αστέρι. Εσύ είσαι η συνέχεια
στου σύμπαντος την πολλαπλή απεραντοσύνη.

Τα διάπλατά σου μάτια όλο το φως που έχω
απ’ τους αστερισμούς που μένουν νικημένοι,
και το κορμί σου σπαρταράει όπως οι δρόμοι
όταν μες στη βροχή τρέχει ένα πεφταστέρι.

Από φεγγάρι ολόγιομο πλασμένοι είνοι γοφοί σου,
το ήλιο σκέτο το βαθύ το ηδονικό σου στόμα,
όλη από φως μιας πυρκαγιάς, όπως στις σκιές το μέλι,

μ’ αστροπελέκια  κόκκινα φλέγεται η καρδιά σου,
και ρίχνομαι μες στη φωτιά και στα φιλιά σε πνίγω,
μικρή κι απέραντή μου εσύ, κόσμε περιστερένιε.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

 

XVI

AMO DE TROZO de tierra que tú eres,

porque de las praderas planetarias

otra estrella no tengo. Tú repites

la multiplicación del universo.

 

Tus anchos ojos son la luz que tengo

de las constelaciones derrotadas,

tu piel palpita como los caminos

que recorre en la lluvia el meteoro.

 

De tanta luna fueron para mí tus caderas,

de todo el sol tu boca profunda y su delicia,

de tanta luz ardiente como miel en la sombra

 

tu corazón quemado por largos rayos rojos,

y así recorro el fuego de tu forma besándote,

pequeña y planetaria, paloma y geografía.

 

*

 

XXII

ΠΟΣΕΣ ΦΟΡΕΣ ΣΕ αγάπησα, αγάπη, χωρίς να σ’ έχω δει κι ίσως ούτε στη μνήμη μου να σ’ έχω
χωρίς να ξέρω καν το βλέμμα σου, χωρίς να σε κοιτώ, θριαμβική κενταύρια
σε μέρη απρόσμενα, μες του μεσημεριού την κάψα:
Ήσουνα του σταριού το άρωμα μονάχα που τόσο τ’ αγαπάω.

Μπορεί να σε είχα δει, να σε αιστάνθηκα, όπως περνούσες με μια κούπα υψωμένη
μες στης Ανγκόλ τον φεγγαρόλουστο Ιούνη,
ή να ’σουνα εσύ η μέση εκείνης της κιθάρας
που στο σκοτάδι άγγιξα κι αντήχησε όπως της θάλασσας η απεραντοσύνη.

Σ’ αγάπησα χωρίς καν να το ξέρω, γύρευα την ανάμνησή σου.
Σε άδεια σπίτια μπήκα στα τυφλά ζητώντας το πορτρέτο σου να κλέψω.
Παρόλο που κιόλας ήξερα πώς ήσουνα. Και ξάφνου

σαν ήρθες δίπλα μου και σ’ άγγιξα σταμάτησε η ζωή μου:
Στάθηκες μπρος στα μάτια μου, κυρά μου και βασίλισσά μου.
Σαν πυρκαγιά στα δάση, βασίλειό σου έχεις τη φωτιά.

 

Θριαμβική Κενταύρια (Centaurea triumfetti – Κενταύρια η Θριαμβική): Κενταύρια σκέτη στο πρωτότυπο. Πολυετές πανέμορφο φυτό, πολύ γνωστό και στη χώρα μας, που το συναντάμε σε πετρώδεις πλαγιές, στα ξέφωτα του δάσους και σε λιβάδια, με άνθη μοβ εσωτερικά και εξωτερικά ανοιχτογάλαζα.

Ανγκόλ (Angol): Κοινότητα και πρωτεύουσα της επαρχίας Malleco στην περιοχή Araucanía της νότιας Χιλής.

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

 

XXII

CUÁNTAS VECES, AMOR, te amé sin verte y tal vez sin recuerdo,

sin reconocer tu mirada, sin mirarte, centaura,

en regiones contrarias, en un mediodía quemante:

eras sólo el aroma de los cereales que amo.

 

Tal vez te vi, te supuse al pasar levantando una copa

en Angol, a la luz de la luna de Junio,

o eras tú la cintura de aquella guitarra

que toqué en las tinieblas y sonó como el mar desmedido.

 

Te amé sin que yo lo supiera, y busqué tu memoria.

En las casas vacías entré con linterna a robar tu retrato.

Pero yo ya sabía cómo era. De pronto

 

mientras ibas conmigo te toqué y se detuvo mi vida:

frente a mis ojos estabas, reinándome, y reinas.

Como hoguera en los bosques el fuego es tu reino.

 

*

 

XXV

ΠΡΙΝ Σ’ ΑΓΑΠΗΣΩ, αγάπη μου, τίποτα δεν μου ανήκε·
μέσα στους δρόμους τρέκλιζα, στ’ ασήμαντα χανόμουν·
τα πάντα ήταν ανάξια κι ονόματα δεν είχαν·
Ο κόσμος που περίμενα ήτανε αέρας σκέτος.

Μόνο σαλόνια γνώρισα στα χρώματα της στάχτης
κάτι στοές που μέσα τους έμενε το φεγγάρι,
κάτι άγρια παραπήγματα έτοιμα να βουλιάξουν,
κάτι ερωτηματικά σαν χτίσματα στην άμμο.

Τα πάντα ήτανε αδειανά, βουβά και πεθαμένα,
έρημα κι ακατοίκητα, στη θλίψη στη μιζέρια,
χωρίς άλλο δικαίωμα τα πάντα ήτανε ξένα,

τα πάντα ανήκανε αλλού, τα πάντα σε κανέναν,
ώσπου η δική σου ομορφιά και η δική σου φτώχεια
ήρθαν και το φθινόπωρο εγέμισε από δώρα.

 

Δεύτερη εκδοχή, 13σύλλαβη (ο στίχος του πρωτότυπου είναι 11σύλλαβος).

ΠΡΙΝ Σ’ ΑΓΑΠΗΣΩ, αγάπη, τίποτα δεν είχα·
στους δρόμους τρέκλιζα, στ’ ασήμαντα χανόμουν·
τίποτα δεν είχε όνομα, μα ούτε κι αξία·
ο κόσμος που έλπιζα ήτανε αέρας σκέτος.

Σαλόνια γνώρισα στα χρώματα της στάχτης
στοές που μέσα τους έμενε το φεγγάρι,
άκαρδες αποβάθρες που μου έλεγαν αντίο,
κι ερωτηματικά που κρέμονταν στην άμμο.

Άδεια τα πάντα ήταν, βουβά και πεθαμένα,
σμπαραλιασμένα, μίζερα, εγκαταλειμμένα,
χωρίς δικαίωμα τα πάντα ήτανε ξένα,

σε άλλους τα πάντα ανήκανε και σε κανέναν,
ωσότου ήρθαν η φτώχεια σου κι η ομορφιά σου
και το φθινόπωρο το γέμισαν με δώρα.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

 

 

XXV

ANTES DE AMARTE, amor, nada era mío:

vacile por las calles y las cosas:

nada contaba ni tenía nombre:

el mundo era del aire que esperaba,

 

Yo conocí salones cenicientos,

túneles habitados por la luna,

hangares crueles que se despedían,

preguntas que insistían en la arena.

 

Todo estaba vacío, muerto y mudo,

caído, abandonado y decaído,

todo era inalienablemente ajeno,

 

todo era de los otros y de nadie,

hasta que tu belleza y tu pobreza

llenaron el otoño de regalos.

 

*

 

XXVII

ΓΥΜΝΗ ΕΙΣΑΙ ΤΟΣΟ απλή όπως ένα σου χέρι,
γήινη, μικροσκοπική, διάφανη, τέλεια, λεία,
έχεις τις φεγγαρογραμμές και της μηλιάς τους δρόμους,
γυμνή είσαι λυγερόκορμη σαν το γυμνό το στάρι.

Γυμνή σαν τη νυχτιά της Κούβας γαλανίζεις,
μ
αγράμπελη κι αστέρια πλέκονται τα μαλλιά σου,
Γυμνή θεόρατη είσαι με χρυσαφένιο χρώμα
όπως ολόχρυση εκκλησιά λουσμένη καλοκαίρι.

Γυμνή είσαι μικρούλα σαν ένα σου νυχάκι,
λιγνή, καμπύλη, ρόδινη, ώσπου η καινούργια μέρα
να γεννηθεί κι εσύ να μπεις στα έγκατα του κόσμου

σε γαλαρία στενόμακρη με της δουλειάς τα ρούχα:
κι η λάμψη σου όλη σβήνει, φυλλορροεί ντυμένη
κι ύστερα πάλι απ
την αρχή χέρι γυμνό θα γίνει.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

 

XXVII

DESNUDA ERES TAN simple como una de tus manos,
lisa, terrestre, mínima, redonda, transparente,
tienes líneas de luna, caminos de manzana,
desnuda eres delgada como el trigo desnudo.

Desnuda eres azul como la noche en Cuba,
tienes enredaderas y estrellas en el pelo,
desnuda eres enorme y amarilla
como el verano en una iglesia de oro.

Desnuda eres pequeña como una de tus uñas,
curva, sutil, rosada hasta que nace el día
y te metes en el subterráneo del mundo

como en un largo túnel de trajes y trabajos:
tu claridad se apaga, se viste, se deshoja
y otra vez vuelve a ser una mano desnuda.

 

 

*

 

XXVIII

ΣΠΟΡΟ ΤΟ ΣΠΟΡΟ, αγάπη μου, πλανήτη τον πλανήτη,
το δίχτυ άπλωνε ο άνεμος στις ζοφερές του χώρες,
ο πόλεμος περπάταγε με ματωμένες μπότες,
ολημερίς κι ολονυχτίς κι εθέριζε τα στάχυα.

Περνώντας μέσα από νησιά, σημαίες ή γεφύρια,
ή από βιολιά ψθινόπωρου φθαρτού βομβαρδισμένου,
κούπες στα χείλια υψώσαμε γεμάτες ευτυχία,
κι ο πόνος μάς καθήλωσε, μας έμαθε το θρήνο.

Το λάβαρό του ο άνεμος, την παγερή του χαίτη
ξεδίπλωνε ανελέητος σε όλες τις πολιτείες
κι ύστερα ξαναγύρναγαν τα άνθη στη δουλειά τους.

Μα το φθινόπωρο σ’ εμάς δεν άφησε ίχνος στάχτης.
Και μέσα στη ακλόνητη πατρίδα ο έρωτάς μας
εφύτρωσε και τράνεψε σαν της δροσιάς το δίκιο.

 

Πολιτείες: Repúblicas στο πρωτότυπο. Το κράτος ως υπέρτατη θεσμική οντότητα και ως οργανωμένη και αντιπροσωπευτική έκφραση των πολιτών της· η ελληνική πολιτεία. Στην αρχαιότητα ο τύπος πολιτεύματος: δημοκρατική πολιτεία· πολιτεία των ολίγων. (Μπαμπινιώτης).

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

 

XXVIII

AMOR, DE GRANO a grano, de planeta a planeta,

la red del viento con sus países sombríos,

la guerra con sus zapatos de sangre,

o bien el día y la noche de la espiga.

 

Por donde fuimos, islas o puentes o banderas,

violines del fugaz otoño acribillado,

repitiò la alegría los labios de la copa,

el dolor nos detuvo con su lecciòn de llanto.

 

En todas las republicas desarrollaba el viento

su pabellòn impune, su glacial cabellera

y luego regresaba la flor a sus trabajos.

 

Pero en nosotros nunca se calcino el otoño.

Y en nuestra patria inmòvil germinaba y crecía

el amor con los derechos del rocío.

 

Μεσημέρι

(4 σονέτα)

 

 

XXXIII

ΤΤΩΡΑ, ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ, γυρίζουμε στο σπίτι
που αναρριχητικά στις σκάλες σκαρφαλώνουν:
και πριν εσύ να φτάσεις στο δώμα σου είχε ανέβει,
μ’ αγιόκλημα στα πόδια, γυμνό το καλοκαίρι.

Πλάνητες τα φιλιά μας αλώνισαν τον κόσμο:
Η Αρμενία, σταγόνα μέλι κρυφό, η Κεϋλάνη,
πράσινη περιστέρα, και ο Γιανγκ-Τσέ χωρίζει
με αρχαία μεγαλοπρέπεια τις μέρες απ’ τις νύχτες.

Και τώρα, λατρευτή μου, μες στο βουερό το κύμα
τυφλά πουλιά γυρνάμε ξανά στους δυο μας τοίχους
σε άνοιξη αλαργινή, στη μυστική φωλιά μας·

το πέταγμα το αδιάκοπο δεν το μπορεί η αγάπη:
και στις ζωές μας πάλι, στης θάλασσας τα βράχια,
μες στην κρυφή μονιά τους, θ’ αράξουν τα φιλιά μας.

 

Κευλάνη: Η σημερινή Σρι Λάνκα. Με τεράστιες (καταπράσινες) φυτείες τσαγιού (το περίφημο τσάι Κεϋλάνης). Περιστέρα πιθανόν από το σχήμα της (;)

Γιαγκ-Τσέ (Μακρύ Ποτάμι): Ο μεγαλύτερος ποταμός της Κίνας (τρίτος στον κόσμο) με τα τρία εντυπωσιακά του φαράγγια, πλωτός, με τεράστια λεκάνη απορροής (το 1/5 της χερσαίας Κίνας), όπου ζει το 1/3 του πληθυσμού της χώρας. Μεγάλη πηγή έμπνευσης πολλών ποιητών και συγγραφέων.

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

 

XXXIII

AMOR AHORA NOS vamos a la casa

donde la enredadera sube por las escalas:

antes que llegues tú llegó a tu dormitorio

el verano desnudo con pies de madreselva.

 

Nuestros besos errantes recorrieron el mundo:

Armenia, espesa gota de miel desenterrada,

Ceylán, paloma verde, y el Yang Tsé separando

con antigua paciencia los días de las noches.

 

Y ahora, bienamada, por el mar crepitante

volvemos como dos aves ciegas al muro,

al nido de la lejana primavera,

 

porque el amor no puede volar sin detenerse:

al muro o a las piedras del mar van nuestras vidas,

a nuestro territorio regresaron los besos.

 

 

*

 

XXXIV

ΕΙΣΑΙ ΚΟΡΗ ΤΗΣ θάλασσας της ρίγανης ξαδέρφη
και κολυμβήτρια με κορμί από γάργαρο νεράκι,
μαγείρισσα, ζωή
στη γη το αίμα σου μεταγγίζει
γήινα και τα χούγια σου είναι, λουλουδιασμένα.

Μες στο νερό πλέουν τα μάτια σου, κύματα ξεσηκώνουν,
χώνεις στη γη τα χέρια κι οι σπόροι αναπηδάνε,
κρατάς σε χώμα και νερό βαθιά τα υπάρχοντά σου
ζυμώνονται στο είναι σου σαν του πηλού το δίκιο.

Σκίζει τα τουρκουάζ νερά το σώμα σου, Ναϊάδα
κι ύστερα αναγεννημένο ανθίζει στην κουζίνα
μ’ αυτόν τον τρόπο που εσύ όλα τα φέρνεις βόλτα·

κι εντέλει στην αγκάλη μου κοιμάσαι που αποδιώχνει
μέσ’ απ’ τις σκυθρωπές σκιές, όσπρια, βοτάνια, φύκια,
τα αφρισμένα σου όνειρα, για να σε ξεκουράσει.

 

Ναϊάδες: Οι γνωστές μας μυθολογικές νύμφες των πηγών και των ποταμών, που μοιράζανε απλόχερα τον έρωτά τους σε Θεούς και ανθρώπους.

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

 

XXXIV

ERES HIJA DEL mar y prima del orégano,

nadadora, tu cuerpo es de agua pura,

cocinera, tu sangre es tierra viva

y tus costumbres son floridas y terrestres.

 

Al agua van tus ojos y levantan las olas,

a la tierra tus manos y saltan las semillas,

en agua y tierra tienes propiedades profundas

que en ti se juntan como las leyes de la greda.

 

Náyade, corta tu cuerpo la turquesa

y luego resurrecto florece en la cocina

de tal modo que asumes cuanto existe

 

y al fin duermes rodeada por mis brazos que apartan

de la sormbra sombría, para que tú descanses,

legumbres, algas, hierbas: la espuma de tus sueños.

 

*

 

XLIV

ΘΑ ΞΕΡΕΙΣ ΠΩΣ δε σ’ αγαπώ και σ’ αγαπάω
αφού η ζωή είναι φτιαγμένη με δυο τρόπους,
η μια φτερούγα της σιωπής είναι η λέξη,
και της φωτιάς το άλλο μισό είναι το κρύο.

Σε αγαπώ και ξεκινώ να σ’ αγαπάω,
έτσι που το άπειρο ξανά να ξεκινήσω·
για να μην πάψω ούτε στιγμή να σ’ αγαπάω
είναι γι’ αυτό που ακόμα δε σε αγαπάω.

Δε σ’ αγαπώ και σ’ αγαπάω λες και κρατάω
της ευτυχίας το κλειδί στα δυο μου χέρια
και ένα αβέβαιο και άθλιο πεπρωμένο.

Η αγάπη μου έχει δυο ζωές να σ’ αγαπάει.
Γι’ αυτό και σ’ αγαπώ όταν δε σε αγαπάω
μα και γι’ αυτό σε αγαπώ όταν σ’ αγαπάω.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

 

XLIV

SABS QUE NO te amo y que te amo

puesto que de dos modos es la vida,

la palabra es un ala del silencio,

el fuego tiene una mitad de frío.

 

Yo te amo para comenzar a amarte,

para recomenzar el infinito

y para no dejar de amarte nunca:

por eso no te amo todavía.

 

Te amo y no te amo como si tuviera

en mis manos las llaves de la dicha

y un incierto destino desdichado.

 

Mi amor tiene dos vidas para amarte.

Por eso te amo cuando no te amo

y por eso te amo cuando te amo.

 

*

 

LI

ΤΟ ΓΕΛΙΟ ΣΟΥ είναι πηγή ρηγματωμένου δέντρου,
όταν αστροπελέκι, με αστραπή ασημένια,
ξεσπώντας απ’ τα ουράνια σπάει σ’ ένα ποτήρι,
και σκίζει αυτό το δέντρο στα δυο με μια σπαθιά του.

Μονάχα εκεί στα όρη των χιονισμένων φύλλων
γεννιέται, έρωτά μου, γέλιο σαν το δικό σου·
είναι γέλιο του αγέρα, κορφές που ξεριζώνει,
εκεί που η αραουκάρια, ψηλώνει, λατρευτή μου.

Της κορδιλιέρας πλάσμα, βέρα μου Τσιγιανέχα,
τις σκιές με τα μαχαίρια του γέλιου σου έλα κόψε,
στη νύχτα και στη μέρα, στο μελωμένο γιόμα,

και τα πουλιά ας σαλτάρουν στις φυλλωσιές του απείρου
όταν σαν μια αστραπή και σαν φωτοπλημμύρα
το δέντρο της ζωής στο γέλιο σου θα σπάσει.

 

Αραουκάρια: Το γνωστό και στα καθ’  ημάς, επιβλητικό δέντρο Αρωκάρια.

Τσιγιανέχα: Από το Τσιγιάν, γενέτειρα της Ματίλντε.

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

 

LI

TU RISA PERTENECE a un árbol entreabierto

por un rayo, por un relámpago plateado

que desde el cielo cae quebrándose en la copa,

partiendo en dos el árbol con una sola espada.

 

Sólo en las tierras altas del follaje con nieve

nace una risa como la tuya, bienamante,

es la risa del aire desatado en la altura,

costumbres de araucaria, bienamada.

 

Cordillerana mía, chillaneja evidente,

corta con los cuchillos de tu risa la sombra,

la noche, la mañana, la miel del mediodía,

 

y que salten al cielo las aves del follaje

cuando como una luz derrochadora

rompe tu risa el árbol de la vida.

 

 

 

Απόγευμα

(4 σονέτα)

 

 

LXIII

ΔΕΝ ΠΗΓΑ ΜΟΝΟ σε έρημες στεριές που η αλατόπετρα είναι
όπως ρόδο μονάκριβο κι ανθός θαμμένος κάτω από το κύμα,
περπάτησα και σε όχθες ποταμών που χάραζαν το χιόνι.
Τα βήματά μου γνώρισαν τις πικρές κορφές της κορδιλιέρας.

Πατρίδα μου άγρια, μπερδεμένη, χώρα που ο άνεμος σφυρίζει,
λιάνες που το θανατερό τους το φιλί τη σέλβα αλυσοδένει,
υγρό παράπονο πουλιού που ακούγεται και ρίγη ξεσηκώνει,
ω, γη εσύ του σπαραγμού, του αδέσποτου του θρήνου δίχως τέλος!

Δεν είναι όλο το έχει μου το δηλητήριο στου χαλκού τη φλούδα
ή και το νίτρο που απλώνεται, άγαλμα συντριμμένο χιονισμένο,
μα και το αμπέλι, η κερασιά που η άνοιξη γερά την ανταμείβει,

είναι κι αυτά δικά μου, κι εγώ, ένα μαύρο μόριο, που ανήκω
στη γη την άνυδρη, στο φως το φθινοπωρινό απάνω στα σταφύλια
σε μια πατρίδα όλο μέταλλο που υψώνεται σε πύργους από χιόνι.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

 

(Δεύτερη εκδοχή)

LXIII

ΔΕΝ ΠΗΓΑ ΜΟΝΟ σε ερημιές που η αλατόπετρα είναι

το ρόδο το μοναδικό, ο ανθός κάτω απ’ το κύμα,

πήγα και σε όχθες ποταμών στο χιόνι χαραγμένες.

Περπάτησα και στις πικρές κορφές της κορδιλιέρας.

 

Άγρια πατρίδα μου, τρελή, χώρα μου μπερδεμένη,

λιάνες που σαν μοιραίο φιλί τη σέλβα αλυσοδένουν,

υγρό παράπονο πουλιού που ρίγη σε γεμίζει,

ω, χώρα μύχιων σπαραγμών με κλάμα δίχως τέλος!

 

Το νίτρο που σωριάζεται σαν άγαλμα στο χιόνι

ή το φαρμάκι του χαλκού δεν είν’ το έχει μου όλο

μα και το αμπέλι, η κερασιά που η άνοιξη ανταμείβει

 

κι αυτά δικά μου είναι κι εγώ, μαύρη ύπαρξη, σου ανήκω

άνυδρη γη του σταφυλιού στο φως του φθινοπώρου,

πατρίδα μου από μέταλλο στο χιόνι πυργωμένη.

 

 

LXIII

NO SÓLO POR las tierras desiertas donde la piedra salina

es como la única rosa, la flor por el mar enterrada,

anduve, sino por la orilla de ríos que cortan la nieve.

Las amargas alturas de las cordilleras conocen mis pasos.

 

Enmarañada, silbante región de mi patria salvaje,

lianas cuyo beso mortal se encadena en la selva,

lamento mojado del ave que surge lanzando sus escalofríos,

oh región de perdidos dolores y llanto inclemente!

 

No sólo son míos la piel venenosa del cobre

o el salitre extendido como estatua yacente y nevada,

sino la viña, el cerezo premiado por la primavera,

 

son míos, y yo pertenezco como átomo negro

a las áridas tierras y a la luz del otoño en las uvas,

a esta patria metálica elevada por torres de nieve.

 

*

 

LXVI

ΔΕ Σ’ ΑΓΑΠΑΩ, αφού, ωστόσο, σ’ αγαπάω
κι από το θέλω στο δε θέλω ερωτά μου,
κι από το κρύο στη φωτιά χτυπάει η καρδιά μου
σαν σε προσμένω όταν δε σε καρτεράω.

Σε θέλω μόνο γιατί εσένα λαχταράω
και δίχως τέλος σε μισώ μα σε ικετεύω
κι είν
της αγάπης μου το μέτρο που γυρεύω
να μη σε βλέπω μα τυφλός να σε αγαπάω.

Μπορεί η άκαρδη ακτίνα του Γενάρη
όλο το φως απ’ την καρδούλα μου να πάρει
και της γαλήνης το κλειδί να μου ληστέψει.

Στην ιστορία μας εγώ πεθαίνω μόνο
κι ως σ’ αγαπώ απ’ τον έρωτα μου θ’ αργολειώνω:
με φωτιά κι αίμα σ’ έχω αγάπη μου λατρέψει.

 

[αββα / αγγα / δδε / ζζε].

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

 

LXVI

NO TE QUIERO sino porque te quiero

y de quererte a no quererte llego

y de esperarte cuando no te espero

pasa mi corazón del frío al fuego.

 

Te quiero sólo porque a ti te quiero,

te odio sin fin, y odiándote te ruego,

y la medida de mi amor viajero

es no verte y amarte como un ciego.

 

Tal vez consumirá la luz de Enero,

su rayo cruel, mi corazón entero,

robándome la llave del sosiego.

 

En esta historia sólo yo me muero

y moriré de amor porque te quiero,

porque te quiero, amor, a sangre y fuego.

 

 

*

 

LXVIII

                                                    (Πλωριά Γοργόνα)

ΤΟ ΞΥΛΙΝΟ ΚΟΡΙΤΣΙ δεν ήρθε περπατώντας
εκεί στα τούβλα ξάφνου βρέθηκε καθισμένη
άνθη αρχαία της θάλασσας σκέπαζαν τα μαλλιά της
κι είχε βαθιά στο βλέμμα τη θλίψη ριζωμένη.

Στάθηκε εκεί κοιτώντας τις διάπλατες ζωές μας,
που υπάρχουν, σεργιανάνε στης γης το πηγαινέλα,
που αργα της μέρας τα άνθη πιάνουν και ξεθωριάζουν.
Κι η ξύλινη κοπέλα φρουρός, μα δε μας βλέπει.

Κι έτσι στεφανωμένη με κύματα αιώνων,
μας παρακολουθούσε με μάτια νικημένα.
Γατί ήξερε πως ζούμε στο αλαργινό μας δίχτυ

από νερό και χρόνο, ήχους, βροχή και κύμα·
είμαστε η ύπαρξή μας ή τάχα τ’ όνειρό της;
Ετούτη είν’ η ιστορία της ξύλινης κοπέλας.

 

Πλωριά Γοργόνα:  Mascarón de Proa (: ακρόπρωρο) στο πρωτότυπο. Στο σονέτο χρησιμοποιεί τα: niña de madera (ξύλινο κορίτσι) και muchacha de madera (ξύλινη κοπέλα).

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

 

LXVIII

 

                                (Mascarón de Proa)

 

LA NIÑA DE madera no llegó caminando:

allí de pronto estuvo sentada en los ladrillos,

viejas flores del mar cubrían su cabeza,

su mirada tenía tristeza de raíces.

 

Allí quedó mirando nuestras vidas abiertas,

el ir y ser y andar y volver por la tierra,

el día destiñendo sus pétalos graduales.

Vigilaba sin vernos la niña de madera.

 

La niña coronada por las antiguas olas,

allí miraba con sus ojos derrotados:

sabía que vivimos en una red remota

 

de tiempo y agua y olas y sonidos y lluvia,

sin saber si existimos o si somos su sueño.

Ésta es la historia de la muchacha de madera.

 

 

*

 

LXXVIII

ΔΕΝ ΕΧΩ ΠΙΑ ποτέ, δεν έχω πάντα. Στην άμμο
η νίκη άφησε τα ίχνη της σβησμένα.
Είμαι ένας άνθρωπος φτωχός, τους όμοιους του που θέλει ν’ αγαπήσει.
Κι ας μη σε ξέρω, σ’ αγαπώ. Και δεν χαρίζω ούτε πουλάω αγκάθια.

Κάποιος μπορεί να ξέρει πως δεν έπλεξα στεφάνια
ματωμένα, πως πάλεψα τη χλεύη,
με την αλήθεια της φουσκονεριάς εγέμισε η ψυχή μου.
Την αθλιότητα πλήρωσα δίνοντας περιστέρια.

Δεν έχω πια ποτέ γιατί διαφέρω
έτσι ήμουν είμαι και θα είμαι. Και στου έρωτά μου
τ’ όνομα που διαρκώς αλλάζει για το ανόθευτο φωνάζω.

Πέτρα της λήθης είναι ο θάνατος μονάχα.
και σ’ αγαπώ, στο στόμα σου φιλώ την ευτυχία.
Φέρνουμε ξύλα. Στο βουνό φωτιά θ’ ανάψουμε μεγάλη.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

 

LXXVIII

NO TENGO NUNKA más, no tengo siempre. En la arena

la victoria dejó sus pies perdidos.

Soy un pobre hombre dispuesto a amar a sus semejantes.

No sé quién eres. Te amo. No doy, no vendo espinas.

 

Alguien sabrá tal vez que no tejí coronas

sangrientas, que combatí la burla,

y que en verdad llené la pleamar de mi alma.

Yo pagué la vileza con palomas.

 

Yo no tengo jamás porque distinto

fui, soy, seré. Y en nombre

de mi cambiante amor proclamo la pureza.

 

La muerte es sólo piedra del olvido.

Te amo, beso en tu boca la alegría.

Traigamos leña. Haremos fuego en la montaña.

 

 

Νύχτα

(5 σονέτα)

 

 

 

LXXIX

ΤΗ ΝΥΧΤΑ, ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ, την καρδιά σου στην καρδιά μου
δέσε κι οι δυο τους στ’ όνειρο θα ρίξουν τα σκοτάδια
όπως ταμπούρλα δίδυμα που μάχονται στο δάσος
κόντρα στον τοίχο τον κρουστό των μουσκεμένων φύλλων.

Νυχτερινό τραβέρσο, μέσα στη μαύρη θράκα του ύπνου
που τα τσαμπιά των σταφυλιών έχει στη γη ρημάξει
σαν ένα τρένο που ’φυγε στην ώρα του και τρέχει
κρύες κοτρώνες και σκιές σέρνοντας φρενιασμένο.

Γι’ αυτό, έρωτά μου, τράβα με μ’ αυτά τ’ αγνά σου χέρια,
στη σταθερή καρδιά σου που χτυπάει
με τις φτερούγες ενός κύκνου ποντισμένου,

έτσι που τ’ όνειρό μας να μπορέσει ν’ απαντήσει
στα ερωτηματικά των αστεριών, να ξεκλειδώσει
αυτή την πόρτα την φραγμένη απ’ το σκοτάδι.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

 

LXXIX

DE NOCHE, AMADA, amarra tu corazòn al mío

y que ellos en el sueño derroten las tinieblas

como un doble tambor combatiendo en el bosque

contra el espeso muro de las hojas mojadas.

 

Nocturna travesía, brasa negra del sueño

interceptando el hilo de las uvas terrestres

con la puntualidad de un tren descabellado

que sombra y piedras frías sin cesar arrastrara,

 

Por eso, amor, amárrame al movimiento puro,

a la tenacidad que en tu pecho golpea

con las alas de un cisne sumergido,

 

para que a las preguntas estrelladas del cielo

responda nuestro sueño con una sola llave,

con una sola puerta cerrada por la sombra.

 

 

*

 

LXXXIII

ΩΡΑΙΑ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ, αγάπη μου, τη νύχτα να σε νιώθω,
πλάι μου αόρατη, βαριά, ο ύπνος να σε παίρνει
την ώρα που τις έγνοιες μου πασχίζω να ξεμπλέξω,
όπως πασχίζει ένας ψαράς σε μπερδεμένα δίχτυα.

Μακριά, μέσα στα όνειρα, κάνει πανιά η καρδιά σου,
μα αναπνέει το σώμα σου παραδομένο ως είναι,
χωρίς να ξέρει με ζητάει· κι εμένα τ’ όνειρο μου
θεριεύει όπως θεριεύουνε στη σκιά οι περιπλοκάδες.

Ολόρθη, αύριο θα είσαι εσύ μια άλλη που θα ζήσει
όμως από τα όρια που χάθηκαν στη νύχτα,
σύνορα που απ’ την ύπαρξη πάμε σε ανυπαρξία

κάτι απομένει στης ζωής το φως και μας κυκλώνει
λες κι η σκιά που απλώνεται γυρεύει να σφραγίσει
τα πλάσματα της τα κρυφά με πυρωμένη στάμπα.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

 

LXXXIII

ES BUENO, AMOR, sentirte cerca de mí en la noche,

invisible en tu sueño, seriamente nocturna,

mientras yo desenredo mis preocupaciones

como si fueran redes confundidas.

 

Ausente, por los sueños tu corazón navega,

pero tu cuerpo así abandonado respira

buscándome sin verme, completando mi sueño

como una planta que se duplica en la sombra.

 

Erguida, serás otra que vivirá mañana,

pero de las fronteras perdidas en la noche,

de este ser y no ser en que nos encontramos

 

algo queda acercándonos en la luz de la vida

como si el sello de la sombra señalara

con fuego sus secretas criaturas.

 

 

*

 

XCII

ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ, ΑΝ πρώτα εγώ πεθάνω,
αγάπη μου, αν πρώτα εσύ πεθάνεις,
στον πόνο ας μη δώσουμε άλλο χώρο:
το πιο μεγάλο είναι αυτό που ζούμε.

Σκόνη στο στάρι, άμμος μες στην άμμο
χρόνος, νεροσυρμές, αργός αέρας,
σαν κόκκους μας παράσυραν στον κόσμο.
Μπορεί και να μη σμίγαμε στο χρόνο.

Και στο λιβάδι αυτό που ’χουμε σμίξει
—ω, ελάχιστο άπειρο!— ξαναγυρνάμε.
Μα ετούτη η αγάπη, αγάπη, δεν τελειώνει·

κι όπως δεν είχε γέννηση ποτέ της
και θάνατο δεν έχει, σαν ποτάμι
μακρύ, χώμα και χείλια μόνο αλλάζει.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

 

XCII

AMOR MÍO, SI muero y tú no mueres,
amor mío, si mueres y no muero

no demos al dolor más territorio:,
no hay extensión como la que vivimos.

Polvo en el trigo, arena en las arenas
el tiempo, el agua errante, el viento vago
nos llevó como grano navegante.
Pudimos no encontrarnos en el tiempo.

Esta pradera en que nos encontramos,
oh pequeño infinito! devolvemos.
Pero este amor, amor, no ha terminado,

y así como no tuvo nacimiento
no tiene muerte, es como un largo río,
sólo cambia de tierras y de labios.

 

 

*

 

XCIII

ΑΝ ΚΑΠΟΤΕ Η καρδιά σου σταματήσει,
αν πάψει κάποια σπίθα στις φλέβες σου να καίει,
αν η φωνή σου λέξη δεν πει, τα χέρια σου όταν
ξεχάσουν να πετάνε και αποκοιμηθούνε,

Ματίλντε, αγάπη μου, άσε μισάνοιχτα τα χείλη
το τελευταίο φιλί μας ν’ αντέξει όσο θα ζήσω,
ασάλευτο να μείνει στο στόμα σου για πάντα,
για να με συνοδέψει κι αυτό στο θάνατό μου.

Το κρύο τρελό σου στόμα φιλώντας θα πεθάνω,
στο σώμα σου που χάνω θα τ’ αγκαλιάσω ατόφυο,
και των κλειστών ματιών σου το φως θ’ αποζητάω.

Κι όταν η γη θα πάρει αυτό τα αγκάλιασμά μας
θα πάμε έτσι δεμένοι στη χώρα του θανάτου,
να ζήσουμε για πάντα στο αιώνιο φιλί μας.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

 

XCIII

SI ALGUNA VEZ tu pecho se detiene,
si algo deja de andar ardiendo por tus venas,
si tu voz en tu boca se va sin ser palabra,
si tus manos se olvidan de volar y se duermen,

Matilde, amor, deja tus labios entreabiertos
porque ese último beso debe durar conmigo,
debe quedar inmóvil para siempre en tu boca
para que así también me acompañe en mi muerte.

Me moriré besando tu loca boca fría,
abrazando el racimo perdido de tu cuerpo,
y buscando la luz de tus ojos cerrados.

Y así cuando la tierra reciba nuestro abrazo
iremos confundidos en una sola muerte
a vivir para siempre la eternidad de un beso.

 

*

 

C

ΕΚΕΙ ΣΤΗ ΜΕΣΗ αυτής γης, για να σε βλέπω,
όλου του κόσμου τα σμαράγδια θα σαρώσω,
κι εσύ θα κάθεσαι αντιγράφοντας τα στάχυα
με μια γραφίδα από νερό μαντατοφόρα.

Ω, κόσμε! Ω βάθος πετροσέλινου! Ποιο πλοίο
μέσα στην άφατη γλυκύτητα αρμενίζει!
Και θα ’σαι εσύ, μπορεί κι εγώ, ένα τοπάζι!
Και δεν θα υπάρχει άλλος ήχος στις καμπάνες.

Και δεν θα υπάρχει παρά μόνο εμείς κι η φύση,
κόκκινα μήλα από τον άνεμο φερμένα,
το όλο χυμούς σκιερό βιβλίο της ζωής μας·

κι ύστερα εκεί που τα γαρύφαλλα ανασαίνουν
σε μια καινούργια φορεσιά θ’ αρματωθούμε
στο αιώνιο φως ενός φιλιού μας νικηφόρου.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

 

C

EN MEDIO DE la tierra apartaré
las esmeraldas para divisarte
y tú estarás copiando las espigas
con una pluma de agua mensajera.

Qué mundo! Qué profundo perejil!
Qué nave navegando en la dulzura!
Y tú tal vez y yo tal vez topacio!
Ya no habrá división en las campanas.

Ya no habrá sino todo el aire libre,
las manzanas llevadas por el viento,
el suculento libro en la enramada,

y allí donde respiran los claveles
fundaremos un traje que resista
la eternidad de un beso victorioso.

 

 

 

Βλέπε επίσης

Η ποίηση του Πάμπλο Νερούδα από την Κατιούσα

Η ποίηση του Πάμπλο Νερούδα από την Μποτίλια

Επικό Τραγούδι

και

Σονέτο

*

Περισσότερα για τον Νερούδα

Μπάμπης Ζαφειράτος: Πάμπλο Νερούδα - Η γη μοιράζεται με το ντουφέκι – 5 ποιήματα από το Canto General

Άλλα ερωτικά ποιήματα του Νερούδα

Μπάμπης Ζαφειράτος: Πάμπλο Νερούδα (12.7.1904 – 23.9.1973) - Δύο Ποιήματα Ερωτικά και Ένα Τραγούδι Απελπισμένο

*

100 Ερωτικά Σονέτα 100 Σονέτα του Έρωτα 21 Σονέτα του Έρωτα Cien Sonetos de Amor Diego Rivera La Chascona Matilde Urrutia Pablo Neruda Κούβα Ματίλντε Ουρούτια Μπάμπης Ζαφειράτος Ντιέγκο Ριβέρα Πάμπλο Νερούδα Ποίηση Ριβέρα Σονέτο

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.