Δεκέμβρης 1944 (17)

Τετάρτη 4 Αυγούστου 2021

Νικηφόρος Βρεττάκος (1.1.1912-4.8.1991): 9 ποιήματα και 3 σχέδια σε μια σιγανή κουβέντα με τον «Δακρυσμένο Φρουρό της Ποίησης» του Γιάννη Ρίτσου

Νικηφόρος Βρεττάκος

1 Ιαν. 1912, Κροκεές Λακωνίας - 4 Αυγ. 1991, Πλούμιτσα Λακωνίας

Σχέδιο, Μπάμπης Ζαφειράτος, 30.XII.2015 (Μελάνι, 29χ21 εκ.)

 

*

 

Βλέπε από Μποτίλια:

Νικηφόρος Βρεττάκος: Δακρυσμένος φρουρός της Ποίησης (Ρίτσος) ‒ 1+6 ποιήματα, 5 τραγούδια

 

*

 

...Στους πέντε

περιφέρεται δρόμους της γης όταν κλείνει

το μαγαζί του ο ήλιος.

Ν. Β. (Οι πέντε δρόμοι κι ο άνθρωπος)

 

 

ΧΟΡΙΚΟ

 

Υπάρχουνε λύπες που κανείς δεν τις ξέρει,

Υπάρχουνε βάθη που δεν τ’ ανιχνεύει

ο ήλιος. Όρη σιωπής περιβάλλουν τα χείλη.

Και σιωπούν όλοι οι μάρτυρες. Τα μάτια δε

                  λένε.

Δεν υπάρχουνε σκάλες τόσο μεγάλες

να κατέβει κανείς ως εκεί που ταράζεται

του ανθρώπου ο πυρήνας. Αν μιλούσε η σιωπή,

αν φυσούσε, αν ξέσπαγε ‒ θα ξερρίζωνεν όλα

                  τα δέντρα του κόσμου.

 

 

 

ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΔΡΟΜΟΙ ΚΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ

 

Το πρόσωπό του, σαν να ’ναι χυμένο τσιμέντο

δεμένο με σίδερο, θυμίζει γωνία που ξέφτισε

                  ή λαμαρίνα

σε φθαρμένο καράβι. Πάνω του πέρασαν όλοι

                  οι καιροί:

ο εργοδότης του, η φτώχεια του, ο πόλεμος.

                  Πέρασαν

βλέμματα που έπεφταν σαν σπαθιά και το

                  ξέσκιζαν.

Δεν πουλάνε γι’ αυτόν τα καταστήματα τίποτα.

Δεν έχει μετά πού να πάει. Στους πέντε

περιφέρεται δρόμους της γης όταν κλείνει

                  το μαγαζί του ο ήλιος.

 

 

Σχέδιο, Μπάμπης Ζαφειράτος, 1972 (Μολύβι σε χαρτί, 29χ21 εκ.)

 

 

ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΤΟ ΛΙΜΑΝΙ

 

Η πίκρα του έγινε μια πέτρα που τίποτα

δε θα μπορούσε πια να την άνοιγε.

Τα χείλη του σφίχτηκαν. Έστεκε ακίνητος

σαν απολίθωμα που το ξέβρασε η θάλασσα.

Τα δέκα του δάχτυλα τα βάσταζαν κάτι

φλέβες, που κρέμονταν, γιομάτες αλάτι,

φύκια που σάπισαν· ενώ τα ξυπόλητα

πόδια του, τρύπια, φαγωμένα, θαρρείς

κι ήταν ένα σχεδόν με την πέτρα

που πάταγαν.

                  Όταν νυχτώνει

δε βλέπεις καλά. Θαρρείς κι έχουν χάσει

πια τα όριά τους οι πέτρες κι οι άνθρωποι.

 

 

 

ΤΟ ΠΑΙΔΙ ME ΤΑ ΣΠΙΡΤΑ

 

Το παιδί της μεγάλωσε. Έκλεισε σήμερα

τα έξη του χρονιά. Το χτένισε όμορφα.

Δε θα ’χει πια ανάγκη. Περνά και το βλέπει.

Στη γωνιά της πλατείας στέκει σαν άντρας.

Απ’ τα πέντε κουτιά τα σπίρτα έχει κιόλας

πουλήσει τα τέσσερα. ‒ Παίζει ο χειμώνας

στα δέκα του δάχτυλα. Έγινε νύχτα.

Κοιτάζει η μητέρα του δεξιά της, ζερβά της,

                  απάνω και κάτω. Σκοτάδι:

 

«Ας μπορούσεν ανάβοντας το παιδί μου ένα

                  σπίρτο

                         να φωτίσει τον κόσμο.»

 

 

 

«ΖΗΤΟΥΝΤΑΙ ΕΡΓΑΤΕΣ»

 

Ήταν εξήντα χρόνων περίπου.

Για να βάλει σε κίνηση αυτή την ανάγλυφη

σοφία των χεριών του, περίμενε ώρες

μπρος σε μια πόρτα.

                              Περνώντας λοιπόν,

τον άφησα πίσω μου, έξω απ’ την πόρτα

που έκλεινε όπως όταν σβήνει ένα φως.

 

Το μόνο που υπήρχε μέσα στη νύχτα.

 

 

Σχέδιο, Μπάμπης Ζαφειράτος, 1972 (Μολύβι σε χαρτί, 29χ21 εκ.)

 

 

ΑΝΕΡΓΟΙ

 

Του εργοστασίου η πόρτα είναι από σίδερο·

                  έχει

στο μέσο δυο κάγκελα. Και πίσω απ’ τα

                  κάγκελα

δυο μάτια που σφάζουν. Ο επιστάτης κοιτάζει

την ουρά των ανθρώπων που στέκονται απ’

                  έξω,

χέρια και πρόσωπα που κάνουν μια κίνηση

όλα μαζί, κρατούν την ανάσα, σκύβουν

                  ν’ ακούσουν.

 

«Μεσημέριασε, φύγετε. Ο κύριος

διευθυντής δε θα ’ρθεί. Αύριο πάλι·

                  Πρωί. Πιο πρωί.»

 

Χαμηλώνουν τα πρόσωπα, στέκονται αμήχανα.

Ύστερα, φεύγοντας, κοιτάζουνε γύρω τους

σα να ψάχνουν να βρουν ένα βάραθρο ‒ όχι

να κλάψουνε, όχι να ψάξουν για τίποτα.

                  Να ρίξουν τα χέρια τους.

 

 

 

Η ΝΥΧΤΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΕΡΙ

 

Φαγωμένα, καμπούρικα, τρέχουν τα χέρια.

Το μεροκάματο είναι το μόνο τους άνθος.

Φουχτιάζουν το μέταλλο, φουχτιάζουν

                  το κάρβουνο,

γαντζώνουν σαν νύχια γερακιού το ψωμί.

Ο μισθός των ανθρώπων δε φτάνει να

βλέπουν.

Δε φτάνει ν’ ακούν, ν’ αγαπούν

και να σκέφτονται.

                               Η μεγάλη στρατιά τους:

ένα ποτάμι, ατέλειωτο, άμορφο.

 Ο μισθός τους δέ φτάνει να γίνουνε πρόσωπα.

 

Κι ο λόγος, το ξέρω, δεν φτάνει ως τη μαύρη

μάζα τους, ούτε σαν σταγόνα λαδιού.

Κι ο λόγος μου, λόγος του καιόμενου αίματος,

δε φτάνει για τίποτα. Σε μι’ απέραντη νύχτα

μοιάζει σαν να ’χω μόλις ανάψει κερί.

 

 

 

ΑΙ ΣΚΙΑΙ TOΥ ΑΔΟΥ

 

Τα σπίτια της χαμηλά. Η συνοικία

                  καπνισμένη.

Κάθε είκοσι μέτρα λυγούν, στραβώνουν

                  οι δρόμοι της,

σπάζουν.

                  Αδιέξοδο:

στα σπίτια, στα χέρια, στα μάτια, παντού,

στις ρυτίδες· αδιέξοδο. Οι δρόμοι

δε βγαίνουν, θαρρείς και πέφτουνε μες

σε μιαν υπόνομο όλοι τους και πως από ’κει

ανεβαίνουν κι οι άνθρωποι ‒ κίτρινοι, μαύροι

και φέρνουνε κύκλους

σα να τους έχουν περάσει στον ήλιο

μπροστά συρματόπλεγμα.

                                          Κι όταν

νυχτώνει κι ανάβουνε τ’ άρρωστα φώτα,

ξαναχάνονται σάμπως να τους έσπρωξαν μέσα

σ’ αυτή την υπόνομο. Σα να τους έριξαν

                  κάτω, βαθιά, και κατόπιν

                                   τους σκέπασαν.

 

*

Τα ποιήματα ανήκουν στη συλλογή ΤΟ ΒΑΘΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ (1960), ενότητα Η ΛΙΤΑΝΕΙΑ ΤΩΝ ΣΚΕΠΑΣΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ.

Περιέχονται στον Β΄ τόμο (1958-1967, σελ. 67-87) της συγκεντρωτικής έκδοσης ΟΔΟΙΠΟΡΙΑ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1929-1970, Αθήνα 1972, των εκδόσεων ΔΙΟΓΕΝΗΣ, που διηύθυνε ο ποιητής Κώστας Κουλουφάκος.

Η ΟΔΟΙΠΟΡΙΑ εκτείνεται σε τρεις τόμους: Α' 1929-1957, Β' 1958-1967, Γ' 1967-1970.

Ο ΑΙΩΝΑΣ είναι από την ενότητα: Η Θέα του Κόσμου (τρίτος τόμος, σελ. 113)

*

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.