Δεκέμβρης 1944 (17)

Πέμπτη 1 Ιουλίου 2021

Μάρλον Μπράντο (3 Απρ. 1924 - 1 Ιουλ. 2004): «Οι δύο Κουρτς» ή Από την Καρδιά του Σκοταδιού στην Αποκάλυψη μιας συγκλονιστικής ερμηνείας

Μάρλον Μπράντο - Συνταγματάρχηςς Κουρτς στην «Αποκάλυψη Τώρα» (1979)
3 Απριλίου 1924, Ομάχα, Νεμπράσκα, ΗΠΑ
1 Ιουλίου 2004, Γουέστγουντ, Λος Άντζελες, Καλιφόρνια, ΗΠΑ
Σχέδιο, Μπάμπης Ζαφειράτος, 4.III.2016 (Μολύβι, 29 χ 21 εκ.)
 
*
Σε μια χούφτα σκόνη θα σου δείξω το φόβο
(Θ. Σ. Έλιοτ, Η Έρημη Χώρα, 1922)

*
«Ρίξε τη βόμβα! Εξολόθρευσέ τους όλους!»
«Εδώ Παντοδύναμος... Με λαμβάνεις;»
«Η φρίκη... Η φρίκη…»
(Αποκάλυψη Τώρα, 1979)

*
«...Μια μέρα είπα στον εαυτό μου: αυτή είναι η δική σου ζωή, εσύ ανεβαίνεις τον ποταμό, αυτό είναι η δική σου Καρδιά του Σκότους»
Φ. Φ.  Κόπολα

*
Εκπαιδεύουμε νέους να ρίχνουν φωτιά σε ανθρώπους, αλλά οι διοικητές τους δεν τους αφήνουν να γράψουν "Γαμάω" στ’ αεροπλάνα τους επειδή είναι άσεμνο.
Ο Κούρτς της Αποκάλυψης
 
*
 
Για την ταινία βλέπε από Μποτίλια 
 
*
 
Μάρλον Μπράντο: «Οι δύο Κουρτς»
Μάρλον Μπράντο (με Ρόμπερτ Λίντσεϊ), Τραγούδια που μου έμαθε η μητέρα μου, Μετάφραση Σοφία Ανδρεοπούλου - Δάφνη Βούβαλη (Λιβάνης, 1994). Φωτό - Αρχείο Μπ. Ζ.
Όταν έφτασα στις Φιλιππίνες το 1976, για να γυρίσω σκηνές από το Αποκάλυψη Τώρα, την ταινία που έπαιρνε το θέμα της από τον πόλεμο του Βιετνάμ και βασιζόταν στο μυθιστόρημα του Τζόζεφ Κόνραντ Καρδιά του Σκοταδιού, ο Φράνσις Κόπολα περνούσε διαδοχικές φάσεις κατάθλιψης, νευρικότητας και τρομερών εκρήξεων θυμού.

Ο ρυθμός της κινηματογράφησης προχωρούσε απελπιστικά αργά, προέκυπταν διαρκώς προβλήματα με τους εικονολήπτες, ο Φράνσις δεν ήταν σίγουρος για το τέλος που ήθελε να δώσει στην ταινία και το σενάριο που είχαμε στα χέρια μας φάνταζε απαράδεκτο ενώ, επιπλέον, η κινηματογραφική διασκευή δεν είχε σχεδόν καμιά ομοιότητα με το βιβλίο Καρδιά του Σκοταδιού και το μεγαλύτερο μέρος της δεν ήταν καθόλου δραματικό.
«Άκουσέ με, Φράνσις», του είπα τότε, «εγώ θα παραμείνω εδώ κοντά σου ως συνεργάτης για ένα χρονικό διάστημα ορισμένων εβδομάδων και στη διάρκειά τους θα δώσω τον καλύτερο μου εαυτό για να σε βοηθήσω, αλλά νομίζω πως κάνεις ένα τεράστιο σφάλμα».
Ήθελα να του δώσω να καταλάβει πως προτιμούσα να επιστρέψει στο πρωτότυπο της πλοκής του μυθιστορήματος του Κόνραντ.
Σ’ αυτό, ένας άντρας ονόματι Μάρλοου αφηγούταν το ταξίδι του στο Κονγκό και περιέγραφε πώς περιπλανιόταν αναζητώντας τον Ουόλτερ Κουρτζ, ένα νέο που ξεκίνησε τη ζωή του ιδεαλιστής, αλλά οι εμπειρίες που δοκίμασε στη διάρκειά της σιγά σιγά τον μεταμόρφωσαν σε μια μυστηριώδη και απόμακρη προσωπικότητα, για να καταλήξει να αναμειχθεί σε ό,τι ο Κόνραντ αποκαλούσε «φοβερές κι ανήκουστες τελετές».
Αντίθετα, στο σενάριο, ο Κουρτζ ‒τον οποίο υποδυόμουν εγώ‒ έπαιρνε τη μορφή μιας κακής και γελοίας απομίμησης ενός διεφθαρμένου ανθρώπου από την αρχή. Παρουσιαζόταν σαν ένα γλυκανάλατο, χοντρό και ανήθικο πλάσμα, ένας μέθυσος που δε διέφερε σε τίποτα από τους εκατοντάδες παρόμοιους τυποποιημένους χαρακτήρες άλλων ταινιών.
Ο ρόλος μου συσσώρευε περίπου τριάντα σελίδες με διάλογους που διαδέχονταν ο ένας τον άλλο άχρωμα, χωρίς να στρέφονται δυναμικά προς καμιά θεατρική κατεύθυνση.
Μου φαινόταν ένα εντελώς βλακώδες σενάριο, χωρίς νόημα, αλλά βέβαια δεν ήταν δυνατό να διατυπώσω τις αντιρρήσεις μου στον Φράνσις μ’ αυτή την έκφραση.
Προτιμούσα να περάσω τα μηνύματά μου μ’ έναν πιο ευγενικό τρόπο που, χωρίς να χάνει τη σαφήνειά του, να λέει:
«Αυτό το σενάριο μπορεί να ταιριάζει απόλυτα στην αντίληψη που εσύ έχεις σχηματίσει για το έργο, αλλά νομίζω πως δε χάνουμε τίποτε με το να το δοκιμάσουμε και διαφορετικά».
«Στο βιβλίο Η Καρδιά τον Σκοταδιού, ο Κόνραντ χρησιμοποίησε τον Κουρτζ σχεδόν ως μυθική φιγούρα και ως άνθρωπο με προσωπικότητα πολύ πλατιά, που ξεφεύγει από τα όρια των συνηθισμένων δεδομένων της ζωής», του είπα. «Άρα, δε θα πρέπει να τον κακομεταχειριστείς στην ταινία. Φτιάξε τον μυστηριώδη, απόμακρο και αφανή μπροστά στα μάτια των θεατών, κι άφησε μονάχα εμάς να γνωρίζουμε την ψυχή του.
Το στοιχείο που προσδίδει στην ιστορία του Κόνραντ τόση δύναμη έγκειται ακριβώς στο ότι οι άνθρωποι τον συζητούν ασταμάτητα μέσα από τις σελίδες του βιβλίου κι ένα ερωτηματικό γεννιέται στον αναγνώστη γύρω από το πρόσωπό του.
Είναι ένας άνθρωπος που κινείται αόρατα, αλλά μονίμως συνιστά στοιχείο της περιρρέουσας ατμόσφαιρας. Υφίσταται μια προσωπική οδύσσεια και είναι κυριολεκτικά η καρδιά του σκοταδιού, ενώ όσο ξετυλίγει τον εαυτό του μέσα στον τόπο και το χρόνο, τόσο περισσότερο απασχολεί τη σκέψη των αναγνωστών αυτής της ιστορίας.
Το ίδιο πράγμα μπορεί να γίνει και στην ταινία», συνέχισα, «δηλαδή να μεταφέρεις ακριβώς αυτή την αίσθηση πάνω στην οθόνη. Για να το πετύχεις όμως αυτό, πρέπει να υπονοήσεις την ύπαρξή της και να διαμορφώσεις τον Κουρτζ σ’ έναν άνθρωπο τόσο μυστήριο, ώστε οι θεατές να αναρωτιούνται όλο και περισσότερο ποια είναι η πραγματική του ταυτότητα, μέχρι να φτάσει το τέλος.
Έτσι, κατά τη γνώμη μου, όταν ο Γουίλαρντ, ο αξιωματικός του στρατού ‒τον οποίο υποδυόταν ο Μάρτιν Σιν‒ που αντικαθιστούσε τον Μάρλοου του βιβλίου, κατευθύνεται προς το ποτάμι, και οι άνθρωποι τον πυροβολούν, δεν πρέπει να γνωρίζει ούτε αυτός ούτε οι θεατές αν θα εμφανιστεί ξαφνικά μπροστά του ο Κουρτζ. Δηλαδή, όσο ο Γουίλαρντ πλησιάζει, θα πρέπει να τον κυριεύει περισσότερος φόβος για το τι πρόκειται να συναντήσει μπροστά του, ενώ οι θεατές θα πρέπει παράλληλα να συμμερίζονται αυτό το συναίσθημα.
Ο Γουίλαρντ δεν πρέπει να ξέρει αν, τελικά, θα επιβιώσει από αυτό το ταξίδι του στο ποτάμι ή όχι, και η διάρκεια της πορείας του θα πρέπει να εκτυλίσσεται αντιστρόφως ανάλογα προς τη φθίνουσα αυτοπεποίθηση του, μέχρι να συναντήσει στο τέλος τον Κουρτζ, ο οποίος τότε, και μόνο τότε, θα πρέπει να λάβει τη μορφή της πεμπτουσίας του κακού.
»Αν εγκλωβιστούμε στην απεικόνιση του Κουρτζ, όπως δίνεται μέσα από το σενάριο και όχι από το βιβλίο», συνέχισα, «θα είναι αδύνατο να εστιάσουμε την προσοχή μας στο μυστήριο που τον περιβάλλει και που τον κάνει αληθινά απειλητικό, διότι οτιδήποτε στον κόσμο είναι αληθινά απειλητικό είναι αθέατο».
Προσφέρθηκα να ανασκευάσω το σενάριο άρδην και να το ξαναγράψω από την αρχή, στηριζόμενος πάνω στην πρωτότυπη ιστορία του βιβλίου, και ο Φράνσις δέχτηκε.
Έτσι κλείστηκα για δέκα ολόκληρες ημέρες μέσα σ’ ένα πλωτό σπίτι, δουλεύοντας ασταμάτητα, και ξαναδημιούργησα την ταινία πάνω σε νέες βάσεις, με πυξίδα το πώς έπρεπε να διαμορφωθεί ο δικός μου πρωταγωνιστικός χαρακτήρας.
Ο Κόνραντ παρουσίαζε τον Κουρτζ «εντελώς φαλακρό». Έδειχνε την αγριάδα και την ερημιά της περιοχής να τον έχουν χτυπήσει στο κεφάλι και, επιπλέον, έτσι όπως αυτό παρουσιαζόταν εντελώς άτριχο, να παίρνει την όψη φιλντισένιας μπάλας.
Χωρίς να ενημερώσω τον Φράνσις, ξύρισα τελείως το κεφάλι μου, προμηθεύτηκα κάτι μαύρα ρούχα και ζήτησα από τον εικονολήπτη και τους υπεύθυνους του φωτισμού να με φωτογραφίσουν κάτω από υποβλητικό φωτισμό, ενόσω μιλούσα βαριά, με μια υπερκόσμια φωνή, μέσα στο μισοσκόταδο.
Κατόπιν, πρόβαλα στον Φράνσις τα δοκιμαστικά μου και του εξήγησα πως, κατά τη γνώμη μου, η φωνή του Κουρτζ, την πρώτη φορά που θα την άκουγαν οι θεατές, θα έπρεπε να έρχεται ακριβώς από το μισοσκόταδο.
Στη συνέχεια, μετά από πάροδο κάμποσων λεπτών αγωνίας, θα έπρεπε να εμφανιστεί στη σκηνή το γυαλιστερό φαλακρό του κεφάλι, κατόπιν να προβάλει λίγο λίγο ένα μικρό μέρος του προσώπου του και ύστερα να ξαναγυρίσει ολόκληρος στο σκοτάδι, ενώ παράλληλη διαδικασία θα έπρεπε να διενεργείται και μέσα στο μυαλό του.
Επρόκειτο για έναν άνθρωπο που βρισκόταν πάντα ανάμεσα στο σκοτάδι και στη σκιά, παραδέρνοντας μέσα στα τάρταρα που ο ίδιος ο εαυτός του είχε δημιουργήσει μέσα στη ζούγκλα.
Δεν του είχε απομείνει πλέον κανένας ηθικός φραγμός μέσα στον εφιαλτικό κόσμο που ζούσε και που, βέβαια, συνιστά μια άριστη παραβολή του παραλογισμού του πολέμου του Βιέτνάμ.
Με αυτό τον τρόπο προσπάθησα να πείσω τον Φράνσις να ενστερνιστεί το δικό μου τρόπο σκέψης, ομολογώ όμως ότι, ταυτόχρονα, επιθυμούσα και κάτι άλλο: να βρω κάποιο τρόπο να συντομεύσω το ρόλο μου, ώστε να μη χρειαστεί να δουλέψω σκληρά πάνω σ’ αυτόν.
Από την άλλη πλευρά, μου άρεσε πολύ που είχα ξυρίσει το κεφάλι μου. Ήταν μια κίνηση που δεν την είχα επιχειρήσει ποτέ άλλοτε μέχρι εκείνη τη στιγμή, κι όπως ο ήλιος έκαιγε μέσα στο κατακαλόκαιρο στις Φιλιππίνες, αισθανόμουν υπέροχα με το φουντουκέλαιο απλωμένο στο κεφάλι και τρελαινόμουν να το βγάζω έξω από το παράθυρο του αυτοκινήτου, όταν ταξιδεύαμε από τη μια περιοχή στην άλλη για τις ανάγκες των γυρισμάτων.
Ακόμα, εκτός από την ολοκληρωτική ανασκευή της ταινίας που έκανα, ξανάγραψα και τους μονολόγους του Κουρτζ, συμπεριλαμβανομένου και ενός τεράστιου, διάρκειας κάπου σαράντα πέντε λεπτών, που απάγγελλε την ώρα που πέθαινε.
Ήταν ίσως η πρώτη φορά που αισθάνθηκα παρόμοια ένταση σε ρόλο και ταυτόχρονα συνειδητοποιούσα πως η σκηνή αποτελούσε μία από τις καλύτερες που είχα ποτέ ερμηνεύσει, διότι έπρεπε να προσφέρω τα πάντα, ελέγχοντας διαρκώς τον εαυτό μου.
Έπρεπε να παίζω αυτοσχεδιάζοντας τελείως και να δημιουργώ διαρκώς νέες δραματικές εικόνες, διατηρώντας ισορροπία σαν σαλίγκαρος που έρπει πάνω στην κόψη ενός ξυραφιού. Επρόκειτο για μια εκπληκτική σκηνή καθαρής υστερίας, στην οποία έκλαιγα και γελούσα ταυτόχρονα.
Ο Φράνσις, μάλιστα, την τράβηξε δύο φορές ‒πράγμα που σήμαινε για μένα δύο συνεχόμενα σαρανταπεντάλεπτα εξαντλητικών αυτοσχεδιασμών‒ αλλά, τελικά, δεν τη χρησιμοποίησε καθόλου στην τελική συρραφή της ταινίας.
Προσωπικά, πιστεύω πως ήταν μια σκηνή εντυπωσιακή, παρόλο που ίσως να φάνταζε αταίριαστη με το υπόλοιπο σύνολο. Εξάλλου, ποτέ δεν την είδα ολόκληρη για να μπορώ να κρίνω. 
(σσ. 530-535)
***

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.