Δεκέμβρης 1944 (17)

Δευτέρα 12 Ιουλίου 2021

Μπάμπης Ζαφειράτος: Πάμπλο Νερούδα (12.7.1904 – 23.9.1973) - Δύο Ποιήματα Ερωτικά και Ένα Τραγούδι Απελπισμένο

Ο Πάμπλο Νερούδα σε σύνθεση του Χιλιανού καλλιτέχνη Άλβαρο Τάπια Ιδάλγο (Πηγή: http://www.alvarotapia.com/newrepublic#1)

*

Πάμπλο Νερούδα

Πάβλο Νερούδα – Ρικάρδο Ελιέσερ Νεφταλί Ρέγιες Μπασοάλτο
(
Pablo NerudaRicardo Eliécer Neftalí Reyes Basoalto)
Χιλή. 12 Ιουλίου 1904, Παράλ – 23 Σεπτεμβρίου 1973, Σαντιάγο

*

Δύο Ποιήματα Ερωτικά και Ένα Τραγούδι Απελπισμένο

Μετάφραση
Μπάμπης Ζαφειράτος – Μποτίλια Στον Άνεμο

Πρώτη δημοσίευση: Κατιούσα, 12/7/2021

*

 

 

I.

 

ΣΩΜΑ γυναίκας, κάτασπροι μηροί, κάτασπροι λόφοι,
καθώς μου παραδίνεσαι μοιάζεις ο κόσμος όλος.
Σώμα χωριάτη άγριου το σώμα μου σε σκάβει
κι ένα παιδί απ’ τα τρίσβαθα της γης ξαναγεννιέται.

 

Σαν γαλαρία έρημος, πουλιά με εγκαταλείπαν
κι η νύχτα έμπαινε μέσα μου βίαια και με χτυπούσε.
Και για να μείνω ζωντανός εσένανε έκανα όπλο,
πέτρα μες στη σφεντόνα μου, στο τόξο μου σαΐτα.

 

Μα η ώρα της εκδίκησης ήρθε και σ’ αγαπάω.
Δέρμα από γάλα, μούσκλια, δυνατό, λαίμαργο σώμα.
Ω, οι υδρίες του στήθους σου, ω τα γλαρά σου μάτια!
Ω, ηβικά τριαντάφυλλα κι ω στεναγμοί της θλίψης!

 

Ω, σώμα της γυναίκας μου, στη χάρη σου αντέχω.
Δίψα μου, πόθε απέραντε, αβέβαιέ μου δρόμε!
Κοίτες των ποταμών κρυφές που ρέει η αιώνια δίψα,
που ρέει η αιώνια κούραση, κι ο αστέρευτος ο πόνος.

 

 

Είκοσι ποιήματα ερωτικά και ένα τραγούδι απελπισμένο [1923-1924]
Veinte poemas de amor y una canciòn desesperada (1924)

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, 9 Ιουλίου 2021

 

 

XX.

 

NΑ γράψω απόψε το μπορώ τους πιο θλιμμένους στίχους

 

Να γράψω ας πούμε πως: «Η νύχτα είναι γεμάτη αστέρια
και τρεμουλιάζουνε γλαυκά μες στ’ ουρανού τα βάθη».

 

Της νύχτας ο άνεμος ψηλά γυρνάει και τραγουδάει.

 

Να γράψω απόψε το μπορώ τους πιο θλιμμένους στίχους.
Πως την αγάπησα, κι αυτή με είχε αγαπήσει.

 

Ήτανε νύχτες σαν κι αυτή την έπαιρνα αγκαλιά μου.
Κάτω απ’ τον άσωτο ουρανό κι άπειρα τα φιλιά μου.

 

Αυτή μ’ αγάπησε κι εγώ —φορές— την αγαπούσα.
Και πώς να μην αγάπαγα τα απέραντά της μάτια.

 

Να γράψω απόψε το μπορώ τους πιο θλιμμένους στίχους.
Να νιώθω πως την έχασα, να λέω πως δεν την έχω.

 

Ακούω τη νύχτα τη βαθιά, χωρίς αυτήν πιο άδεια.
Κι ο στίχος πέφτει στην ψυχή όπως δροσιά στη χλόη.

 

Δεν νοιάζομαι που η αγάπη μου τώρα δεν την αγγίζει.
Μα στην ολάστερη νυχτιά που είναι αυτή μακριά μου.

 

Αυτό όλο κι όλο. Ένα τραγούδι ακούγεται. Στα μάκρη.
Μαύρη η ψυχή μου και βαριά που πια την έχω χάσει.

 

Λες και τη φέρνει πιο κοντά το βλέμμα μου, την ψάχνει.
Ψάχνει η καρδιά μου να τη βρει κι από το πλάι μου λείπει.

 

Ίδια τα δέντρα όπως παλιά κι η νύχτα τ’ ασημώνει.
Μα από τότε αλίμονο εμείς έχουμε αλλάξει.

 

Κι αλήθεια δεν την αγαπώ, μα όμως την αγαπούσα.
Μίλαγα με τον άνεμο μην κι άγγιζα το αφτί της.

 

Είναι αλλουνού. Θα ’ν’ αλλουνού. Σαν πριν απ’ τα φιλιά μου.
Διάφανο σώμα, να μιλάει. Με τα βαθιά της μάτια.

 

Κι αλήθεια δεν την αγαπώ, μα ίσως την αγαπάω.
Σύντομος που ’ναι ο έρωτας κι απέραντη η λήθη.

 

Γιατί σε νύχτες σαν κι αυτή την είχα αγκαλιά μου,
μαύρη η ψυχή μου και βαριά που πια την έχω χάσει.

 

Παρόλο που αυτός εδώ είναι ο στερνός μου πόνος,
κι οι στίχοι που της γράφω αυτοί θα είναι οι τελευταίοι.

 

 

Είκοσι ποιήματα ερωτικά και ένα τραγούδι απελπισμένο [1923-1924]
Veinte poemas de amor y una canciòn desesperada (1924)

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, 9 Ιουλίου 2021

 

 

Το απελπισμένο τραγούδι

 

ΜΕΣΑ απ’ τη νύχτα μέσα μου προβάλλει η θύμησή σου.
Ποτάμι κλαίει αδιάκοπα στη θάλασσα κυλώντας.

 

Έρημος, όπως την αυγή οι άδειες αποβάθρες.
Ώρα να φεύγω τώρα, ω, έρημος έτσι που είμαι.

 

Βροχή στην άδεια μου καρδιά με άνθη κρουσταλλιασμένα.
Ω, εσύ σκουπιδόλακκε, σπήλαιο που τρως ναυάγια!

 

Ο πόλεμος κι ο χαλασμός εντός σου έχουν ξεσπάσει.
Πουλιά-τραγούδια απ’ το είναι σου απλώνουν τα φτερά τους.

 

Τα πάντα κατασπάραξες, όπως μας τρώει το χάος.
Όπως η θάλασσα, ο καιρός. Ναυάγια εντός σου όλα!

 

Ήτανε ώρα άγριας χαράς, φιλιού κι εφόδου ώρα.
Έξαψης ώρα, μια φωτιά, όπως άσβηστος φάρος.

 

Αντάριασμα δύτη τυφλού, του καπετάνιου αγκούσα,
η παραζάλη του έρωτα, ναυάγια εντός σου όλα!

 

Μικρό παιδί στην καταχνιά, ψυχή-φτερούγα λαβωμένη.
Ένας αιώνιος ναυαγός, ναυάγια εντός σου όλα!

 

Του πόνου να είσαι δέσμιος, αιχμάλωτος του πόθου.
Θαμμένος μες στο σπαραγμό, ναυάγια εντός σου όλα!

 

Κι έσπρωξα για να γκρεμιστεί του σκοταδιού το τείχος,
και τράβηξα πιο μακριά από έργα κι από πόθους.

 

Ω, σάρκα, σάρκα μου, σ’ αγάπησα και σ’ έχασα, γυναίκα,
σε ώρα δακρύων εσένανε καλώ και τραγουδάω.

 

Σαν το λαγήνι μέσα σου η απέραντη στοργή μου,
κι η λησμονιά η απέραντη σ’ έσπασε σαν λαγήνι.

 

Ήτανε μαύρη μοναξιά, κι απ’ των νησιών πιο μαύρη,
κι εκεί, γυναίκα του έρωτα, στην αγκαλιά σου μπήκα.

 

Εδίψαγα κι επείναγα και ήσουν καρπός για μένα.
Ήμουν η οδύνη μες στα ερείπια κι ήσουν το θαύμα.

 

Γυναίκα, εσύ, πώς μπόρεσες σφιχτά να με κρατήσεις
μες στο σταυρό των μπράτσων σου, στη χώρα της ψυχής σου!

 

Για σένα ο πόθος μου ήτανε μικρός μ’ άγριος τρόμος,
το πιο βαρύ μεθύσι μου, η πιο άπληστη λαχτάρα.

 

Νεκροταφείο φιλιών, στους τάφους σου φωτιά που ακόμσ καίει,
ρώγες σαν πυρκαγιές που τα πουλιά ακόμα τις ραμφίζουν.

 

Ω, στόμα που το δάγκωνα, ω, φιλημένο σώμα,
ω, πεινασμένα δόντια μας, πώς σμίγουν τα κορμιά μας.

 

Ω, εσύ τρελό ζευγάρωμα και μάχη ελπιδοφόρα
σφιχτά δεμένοι μέσα της κι ωστόσο απελπισμένοι.

 

Κι η τρυφεράδα φούσκωνε σαν μαλακό προζύμι.
Κι εκείνη η λέξη που άρχιζε στα χείλια να χαράζει.

 

Αυτή ήτανε η μοίρα μου κι εκεί με πήγε ο πόθος,
κι εκεί ο γκρεμός του πόθου μου, ναυάγια εντός σου όλα!

 

Ω, εσύ σκουπιδόλακκε, τα πάντα που κατάπιες,
ποιος πόνος δεν σε τσάκισε, ποιο κύμα δεν σε πνίγει.

 

Κι από γκρεμό σ’ άλλον γκρεμό φλεγόσουν τραγουδώντας
ορθός σαν ναύτης στέκεσαι στην πλώρη κάποιου πλοίου.

 

Και στα τραγούδια άνθιζες γινόσουν καταρράχτες.
Ω, εσύ σκουπιδόλακκε, στέρνα πικρή πώς χάσκεις.

 

Δύτης τυφλός χλωμός, σφεντονιστής που ξαστοχάει,
ένας αιώνιος ναυαγός, ναυάγια εντός σου όλα!

 

Ήρθε η ώρα η στερνή, σκληρή και μαύρη ώρα,
εκεί που νύχτα είναι παντού όλες τις μαύρες ώρες.

 

Και τις ακτές ο ωκεανός μουγκρίζοντας τις πνίγει.
Άστρα από πάγο βγαίνουνε, μαύρα πουλιά μισεύουν.

 

Έρημος όπως την αυγή οι άδειες αποβάθρες.
Μόνο σκιές στα χέρια μου γλιστράνε, σπαρταράνε.

 

Ω, πέρα από τα σύνορα, ω, απ’ τα πάντα πέρα.

Ήρθε η ώρα μου η στερνή. Ω, πόσο απαρνημένος!

 

 

Είκοσι ποιήματα ερωτικά και ένα τραγούδι απελπισμένο [1923-1924]
Veinte poemas de amor y una canciòn desesperada (1924)

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, 10 Ιουλίου 2021

_______________________

 

Το ισπανικό κείμενο κάτω

________________________

*

Περισσότερος Νερούδα

Από Κατιούσα και Από Μποτίλια

 

Πάβλο Νερούδα – Ρικάρδο Ελιέσερ Νεφταλί Ρέγιες Μπασοάλτο
(
Pablo NerudaRicardo Eliécer Neftalí Reyes Basoalto)
Χιλή. 12 Ιουλίου 1904, Παράλ – 23 Σεπτεμβρίου 1973, Σαντιάγο

*

Για τον Νερούδα βλέπε από:

Μπάμπης Ζαφειράτος: Πάμπλο Νερούδα: Η γη μοιράζεται με το ντουφέκι – 5 ποιήματα από το Canto General

*

Ο Τσε —θα πει η Κάρμεν— μπορούσε να απαγγείλει τα Είκοσι ερωτικά ποιήματα, από το πρώτο έως το εικοστό, χωρίς να παραλείπει, βέβαια και το απελπισμένο τραγούδι:

Μπάμπης Ζαφειράτος: Η κριτική του Τσε για το Canto General και ο Πάμπλο Νερούδα για τη συνάντησή του με τον Τσε

__________________

Pablo Neruda Δύο ποιήματα ποιήματα ερωτικά και ένα τραγούδι απελπισμένο Είκοσι ποιήματα ερωτικά και ένα τραγούδι απελπισμένο Λατινική Αμερική Μπάμπης Ζαφειράτος Πάμπλο Νερούδα Ποίηση Χιλή

*

LOS VEINTE POEMAS


I.
Cuerpo de mujer, blancas colinas, muslos blancos,
te pareces al mundo en tu actitud de entrega.
Mi cuerpo de labriego salvaje te socava
y hace saltar el hijo del fondo de la tierra.

Fui solo como un túnel. De mí huían los pájaros
y en mí la noche entraba su invasiòn poderosa.
Para sobrevivirme te forjé como un arma,
como una flecha en mi arco, como una piedra en mi honda.

Pero cae la hora de la venganza, y te amo.
Cuerpo de piel, de musgo, de leche ávida y firme.
Ah los vasos del pecho! Ah los ojos de ausencia!
Ah las rosas del pubis! Ah tu voz lenta y triste!

Cuerpo de mujer mía, persistiré en tu gracia.
Mi sed, mi ansia sin límite, mi camino indeciso!
Oscuros cauces donde la sed eterna sigue,
y la fatiga sigue, y el dolor infinito.


XX.
Puedo escribir los versos más tristes esta noche.

Escribir, por ejemplo: "La noche está estrellada,
y tiritan, azules, los astros, a lo lejos".

El viento de la noche gira en el cielo y canta.

Puedo escribir los versos más tristes esta noche.
Yo la quise, y a veces ella también me quiso.

En las noches como ésta la tuve entre mis brazos.
La besé tantas veces bajo el cielo infinito.

Ella me quiso, a veces yo también la quería.
Còmo no haber amado sus grandes ojos fijos.

Puedo escribir los versos más tristes esta noche.
Pensar que no la tengo. Sentir que la he perdido.

Oír la noche inmensa, más inmensa sin ella.
Y el verso cae al alma como al pasto el rocío.

Qué importa que mi amor no pudiera guardarla.
La noche está estrellada y ella no está conmigo.

Eso es todo. A lo lejos alguien canta. A lo lejos.
Mi alma no se contenta con haberla perdido.

Como para acercarla mi mirada la busca.
Mi corazòn la busca, y ella no está conmigo.

La misma noche que hace blanquear los mismos árboles.
Nosotros, los de entonces, ya no somos los mismos.

Ya no la quiero, es cierto, pero cuánto la quise.
Mi voz buscaba el viento para tocar su oído.

De otro. Será de otro. Como antes de mis besos.
Su voz, su cuerpo claro. Sus ojos infinitos.

Ya no la quiero, es cierto, pero tal vez la quiero.
Es tan corto el amor, y es tan largo el olvido.

Porque en noches como ésta la tuve entre mis brazos,
mi alma no se contenta con haberla perdido.

Aunque éste sea el último dolor que ella me causa,
y éstos sean los últimos versos que yo le escribo.


LA CANCIÓN DESESPERADA

Emerge tu recuerdo de la noche en que estoy.
El río anuda al mar su lamento obstinado.

Abandonado como los muelles en el alba.
Es la hora de partir, oh abandonado!

Sobre mi corazòn llueven frías corolas.
Oh sentina de escombros, feroz cueva de náufragos!

En ti se acumularon las guerras y los vuelos.
De ti alzaron las alas los pájaros del canto.

Todo te lo tragaste, como la lejanía.
Como el mar, como el tiempo. Todo en ti fue naufragio!

Era la alegre hora del asalto y el beso.
La hora del estupor que ardía como un faro.

Ansiedad de piloto, furia de buzo ciego,
turbia embriaguez de amor, todo en ti fue naufragio!

En la infancia de niebla mi alma alada y herida.
Descubridor perdido, todo en ti fue naufragio!

Te ceñiste al dolor, te agarraste al deseo.
Te tumbò la tristeza, todo en ti fue naufragio!

Hice retroceder la muralla de sombra,
anduve más allá del deseo y del acto.

Oh carne, carne mía, mujer que amé y perdí,
a ti en esta hora húmeda, evoco y hago canto.

Como un vaso albergaste la infinita ternura,
y el infinito olvido te trizò como a un vaso.

Era la negra, negra soledad de las islas,
y allí, mujer de amor, me acogieron tus brazos.

Era la sed y el hambre, y tú fuiste la fruta.
Era el duelo y las ruinas, y tú fuiste el milagro.

Ah mujer, no sé còmo pudiste contenerme
en la tierra de tu alma, y en la cruz de tus brazos!

Mi deseo de ti fue el más terrible y corto,
el más revuelto y ebrio, el más tirante y ávido.

Cementerio de besos, aún hay fuego en tus tumbas,
aún los racimos arden picoteados de pájaros.

Oh la boca mordida, oh los besados miembros,
oh los hambrientos dientes, oh los cuerpos trenzados.

Oh la còpula loca de esperanza y esfuerzo
en que nos anudamos y nos desesperamos.

Y la ternura, leve como el agua y la harina.
Y la palabra apenas comenzada en los labios.

Ése fue mi destino y en él viajò mi anhelo,
y en él cayò mi anhelo, todo en ti fue naufragio!

Oh sentina de escombros, en ti todo caía,
qué dolor no exprimiste, qué olas no te ahogaron.

De tumbo en tumbo aún llameaste y cantaste
de pie como un marino en la proa de un barco.

Aún floreciste en cantos, aún rompiste en corrientes.
Oh sentina de escombros, pozo abierto y amargo.

Pálido buzo ciego, desventurado hondero,
descubridor perdido, todo en ti fue naufragio!

Es la hora de partir, la dura y fría hora
que la noche sujeta a todo horario.

El cínturòn ruidoso del mar ciñe la costa.
Surgen frías estrellas, emigran negros pájaros.

Abandonado como los muelles en el alba.
Sòlo la sombra trémula se retuerce en mis manos.

Ah más allá de todo. Ah más allá de todo.

Es la hora de partir. Oh abandonado!

__________________________


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.