Δεκέμβρης 1944 (17)

Σάββατο 15 Μαΐου 2021

Μπάμπης Ζαφειράτος: Ρόκε Δάλτον (14.5.1935 – 10.5.1975), Ωρα της Στάχτης και Σκληρό νανούρισμα (6 ποιήματα)

Αβάνα, Γενάρης 1966 (Λεπτομέρεια, βλ. κάτω)


Ρόκε  Δάλτον

Ελ Σαλβαδόρ
Γεννήθηκε στο Σαν Σαλβαδόρ στις 14 Μαΐου 1935
Δολοφονήθηκε στο Κεσαλτεπέκε στις 10 Μαΐου 1975

*

Ο ερωτικός, ο ειρωνικός, ο μαχητικός Ρόκε Δάλτον

Έξι χαρακτηριστικά ποιήματα από την πρώτη του ποιητική συλλογή,

Το Παράθυρο στο πρόσωπο (1961)

Μετάφραση – Σχόλιο
Μπάμπης Ζαφειράτος – Μποτίλια Στον Άνεμο

Πρώτη δημοσίευση: Κατιούσα, 14/5/2021

*

Μάνα, μάνα μου, μάνα,
η μόνη όμορφη σκιά
ικανή να μισήσει
όλους εκείνους που με το δίκιο τους θα μου ’κλειναν
το παράθυρο στο πρόσωπο.

Ακούστε
(Το Παράθυρο στο Πρόσωπο)

 

Αβάνα, Γενάρης 1966. Ο Ρόκε, ο ποιητής Εβέρτο Παδίγια (1932-2000), με τα γυαλιά, και ο ποιητής, μυθιστοριογράφος και δοκιμιογράφος Γκιγιέρμο Ροδρίγες Ριβέρα (1943-2017). (Πηγή φωτό, από όπου και η λεπτομέρεια της κορυφής: radiotelevisionmarti.com)

 

 

Ώρα της Στάχτης


I.

Τέλη Σεπτέμβρη. Ήρθε η ώρα να σου πω
πόσο δύσκολο ήταν να μην πεθάνω.

Για παράδειγμα, απόψε
τα χέρια μου στο χρώμα της στάχτης κρατάνε
βιβλία όμορφα που δεν τα καταλαβαίνω,
δεν θα μπορούσα να τραγουδήσω
ακόμα και τώρα που η βροχή έχει σταματήσει
κι η θύμησή μου χωρίς λόγο τρέχει
στον πρώτο σκύλο που αγάπησα παιδί.

Από χτες που έφυγες
η υγρασία και το κρύο ποτίζουν ακόμα και τη μουσική.

Όταν πεθάνω,
θα θυμούνται μόνο το πρωινό ολοφάνερο κέφι μου
τη σημαία μου χωρίς το δικαίωμα να σωριαστεί,
τη χειροπιαστή αλήθεια που τράβηξα απ’ τη φωτιά,
τη γροθιά μου αλληλέγγυα
με τον πέτρινο θρήνο που αποζητούσε η ελπίδα.

Κάνει κρύο χωρίς εσένα. Όταν πεθάνω,
όταν πεθάνω
θα πούνε καλοπροαίρετα
πως δεν ήξερα να κλαίω.
Τώρα βρέχει πάλι.
Ποτέ δεν ήταν τόσο αργά στις εφτά παρά τέταρτο
όπως σήμερα.
Νιώθω μια τρελή επιθυμία να γελάσω
ή να σκοτωθώ.

 

 

II.

Ο κυνικός

 

Φυσικά και δεν έχω
το δικαίωμα να πεθάνω
ούτε καν στα έρημα απογεύματα της Κυριακής.

Απ’ την άλλη πρέπει να γίνει κατανοητό πως ο θάνατος
είναι μια ανώφελη επινόηση
και οι αυτοκτονίες είχανε πάντα μια θανάσιμη
βασανιστική νωθρότητα.

Συν τοις άλλοις, χρωστάω το λογαριασμό του ηλεκτρικού.

 

 

III.

Μισώ την αγάπη

 

Το φεγγάρι μού πέθανε
παρόλο που δεν πιστεύω σε αγγέλους.
Το στερνό ποτήρι παρέρχεται
πριν απ’ την ανυπόφορη δίψα.
Το γαλάζιο χορτάρι έχει χαθεί
δραπετεύοντας αφότου έκανες πανιά.

Η πεταλούδα με το φλεγόμενο
χρώμα της έγινε στάχτη.

Η αυγή πυροβολεί
με καταχνιά και με βουβά πουλιά.
Η γύμνια με κάνει να ντρέπομαι
και με πονάει λες κι είμαι παιδί.

Η καρδιά μου δίχως τα χέρια σου
έιναι ο εχθρός μου μέσα στο στήθος.

 

 

IV.

Ο πόνος μου

 

Ξέρω πολύ καλά τον πόνο μου:
Με συνοδεύει μεταμφιεσμένος σε αίμα
κι έχει χτίσει ένα ξεχωριστό χαμόγελο
έτσι που κανείς να μην αναρωτιέται για τη σκιά του.

Ο πόνος μου, αχ αγαπημένοι μου,
ο πόνος μου, αχ αγαπημένη μου
ο πόνος μου είναι ικανός να σκαρφιστεί ένα πουλί,
έναν κυβάκι ξύλινο
από αυτά που τα παιδιά
μπορούνε να μαντεύουνε μια μουσική ψυχή στην αλφαβήτα,
μια γωνία τρυφερή
ζεστή σαν του κρασιού τη γεωγραφία
ή σαν το δέρμα που ξεγλίστρησε ανάμεσα απ’ τα χέρια μου
χωρίς να προφέρω τον ύμνο της απέραντης θαλασσινής σου γύμνιας.

Ο πόνος μου έχει τη ρόδινη όψη
μιας ολοδικής μου άνοιξης που μπήκε τραγουδώντας.
Πίσω της κρύβει το θυμωμένο της μαχαίρι,
τον αδέσποτο τίγρη της που μου έχει ξεσκίσει τις φλέβες πριν καν γεννηθώ
κι έχει χαράξει τις μέρες
της βροχής και της στάχτης που συντηρώ μέσα μου.

Αγαπάω βαθιά τον πόνο μου
σαν ένα παλιόπαιδο.

 

 

V.

Κι όμως, αγάπη μου...

 

Κι όμως, αγάπη μου, μέσα απ’ τα δάκρυα,
ήξερα ότι εντέλει θα έμενα
γυμνός στου γέλιου την ακτή.

Εδώ,
σήμερα,
λέω:
Τη γύμνια σου στα χέρια μου θα τη θυμάμαι πάντα,
τη μυρωδιά σου από μεθυστικό άρωμα σανταλόξυλου
απάνω στου πρωιού τον ήλιο καρφωμένη·
το κοριτσίστικό σου γέλιο,
σαν πουλί
ή σαν ρυάκι·
τα χέρια σου τα μακριά κι αγαπημένα
σαν ένα κρίνο που πρόδωσε τα αρχαία χρώματά του·
τη φωνή σου, τα μάτια σου,
αυτό που κλείνεις μέσα σου και που στο διάβα μου
σκεφτόμουν να κρατήσω με τις λέξεις.

Μα τώρα πια δεν θα ’χω χρόνο για να κλάψω.

Για την καρδιά μου
η ώρα της στάχτης τώρα έχει περάσει.

Κάνει κρύο χωρίς εσένα,
αλλά υπάρχω.

 

Το Παράθυρο στο πρόσωπο (La ventana en el rostro. Μεξικό, 1961)

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, 11 Μαΐου 2021

 

Γράφιτι με τον Ρόκε όλων των εποχών στον Δήμο του Σαν Σαλβαδόρ, Σάντα Τέκλα: Κάνει κρύο χωρίς εσένα, αλλά υπάρχω. (Foto de María Tenorio. Πηγή: elfaro.net/es)

 

 

Σκληρό νανούρισμα

 

                         «Κι εσύ, γιε μου»

 

Θα είσαι από πέτρα ή γάλα;
Θα είσαι από γάλα ή πέτρα;
Θα είσαι από πέτρα και γάλα!
Ναι.
Πρέπει να μεγαλώσεις για τα ιδανικά τροπικά μου δάση,
για τη συναγμένη μου γύρη,
για το ατσάλι
που έχει αρχίσει να μεγαλώνει
από την παλιά μου απόγνωση.

Όμορφο μεγάλωμα
τόσο απόμακρο από τους στόχους της αβύσσου,
παιδί και αγαπημένε αρχάγγελε της δίψας μου:
Σου λέω με το χέρι ζεστό
από τους μεγάλους και σκληρούς δρόμους που παραμονεύουν
πως η αχαριστία των περιστεριών
και το άγραφτο ανάθεμα των αέναων δακρύων
κυκλοφορούν ακόμα στο μέλλον σου,
το σίγουρο και προκλητικό.

(Θα είσαι από πέτρα ή γάλα;
Πρέπει να είσαι το μέλι της καταιγίδας,
τίγρης και απροστάτευτος!)

Σου λέω,
κι όχι σαν πατέρας λογικός και συνηθισμένος,
που είναι το πολύ ένας ορίζοντας από μεγάλα ξενύχτια,
από αγκομαχητά
και γλυκά καρβέλια μαζεμένα
για μια ειρήνη μηνιάτικη,
σου λέω,
άγρια ίσως, ανθρώπινα, ωμά,
τη χρήσιμη κουβέντα που μου φτάνει και μου περισσεύει
για να χαρίσω το παράνομο αίμα μου
σε όποιον έρχεται δίπλα μου
από αγάπη στον άνθρωπο:
«Απόλυτε σύντροφε θα περπατήσουμε
μέχρι τη μουσική και το ψωμί».

Ναι, μικρό μου, ναι, ξύπνα με
με φτερά αρχέγονα και φιλιά τρυφερά,
θα είσαι κοντά μου
απ’ τη φλογίτσα και το ανεπαίσθητο σκίρτημα,
από το πρώτο σου πέταγμα ως το σίγουρο βήμα,
ακόμα κι απ’ τον αγιάτρευτο πόνο,
στο μεγάλο σχολείο της ζωής.
Σε περιμένω
και τραγουδάω…

 

Το Παράθυρο στο πρόσωπο (La ventana en el rostro. Μεξικό, 1961)

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, 12 Μαΐου 2021

(Το ισπανικό κείμενο κάτω)

 

Τοιχογραφία στο Πανεπιστήμιο του Ελ Σαλβαδόρ. Στα δεξιά το επίγραμμα του Δάλτον, Ποιητική τέχνη 1974. (Πηγή φωτό: https://twitter.com/)

Ποιητική τέχνη 1974

Ποίηση
Συγχώρα με που σε βοηθάω να καταλάβεις
πως δεν είσαι φτιαγμένη μόνο από λέξεις.

Παράνομα Ποιήματα, 1975, B’ Ενότητα: Απλά Ποιήματα
(Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, 24 Ιαν. 2019)

 

 

Δυο λόγια για τα ποιήματα

Ώρα της Στάχτης (Hora de la ceniza): Είναι μια ενότητα πέντε ποιημάτων με λατινική αρίθμηση (IV). Στην πρώτη έκδοση της συλλογής (La ventana en el rostro, 1961) εμφανίζονται χωρίς αρίθμηση.

Και τα πέντε, που σπανίως δημοσιεύονται μαζί, ανήκουν στις καλύτερες στιγμές της ερωτικής ποίησης. Ιδιαίτερα το I και το V, είναι από τα πιο αγαπημένα και διαδεδομένα ποιήματα του Δάλτον, με γνωστότερο το πρώτο, το οποίο σχεδόν πάντα φέρει τον τίτλο ολόκληρης της ενότητας (Ώρα της Στάχτης)· σηματοδοτούν δε την ποιητική ωριμότητα του αδικοχαμένου Μπρεχτ της Λατινικής Αμερικής.

Σκληρό Νανούρισμα (Severa voz de cuna): Από την ίδια συλλογή. Δεν υπήρχε στο χειρόγραφο της πρώτης έκδοσης (1961) και είχε εξαιρεθεί αρχικά από τον πρώτο τόμο της ποίησής του, Poesía completa I. Χαρακτηριστικό ποίημα για τη νέα ζωή που ήρθε, αφού ο μικρότερος από τους τρεις γιους του ποιητή, ο Χόρχε Δάλτον —σκηνοθέτης και παραγωγός του κινηματογράφου και της τηλεόρασης, από τους σημαντικότερους ντοκιμαντερίστες της Κεντρικής Αμερικής και της Καραϊβικής— γεννήθηκε το 1961, εποχή που κυκλοφόρησε Το Παράθυρο στο Πρόσωπο.

Ας σημειωθεί ότι οι άλλοι δυο γιοι του, ο Ροκίτο και ο Χουάν Χοσέ Δάλτον, ένωσαν τις δυνάμεις τους κατά τη διάρκεια του πολέμου με τις Λαϊκές Απελευθερωτικές Δυνάμεις (FPL), ήταν ιδρυτικά μέλη του FMLN το 1980 και ο Ροκίτο σκοτώθηκε σε μάχη.

Πρέπει να είσαι το μέλι της καταιγίδας,
τίγρης και απροστάτευτος!

«Απόλυτε σύντροφε θα περπατήσουμε
μέχρι τη μουσική και το ψωμί»

— Όλα τα βιβλία του Δάλτον κυκλοφορούν πλήρη από τις μαρξιστικές λατινοαμερικανικές εκδόσεις Ocean Sur.

Μπάμπης Ζαφειράτος, Μάιος 2021

Ισπανικό Κείμενο


Hora de la ceniza

I

 

Finaliza Septiembre. Es hora de decirte

lo difícil que ha sido no morir.

 

Por ejemplo, esta tarde

tengo en las manos grises

libros hermosos que no entiendo,

no podría cantar aunque ha cesado ya la lluvia

y me cae sin motivo el recuerdo

del primer perro a quien amé cuando niño.

 

Desde ayer que te fuiste

hay humedad y frío hasta en la música.

 

Cuando yo muera,

sólo recordarán mi júbilo matutino y palpable,

mi bandera sin derecho a cansarse,

la concreta verdad que repartí desde el fuego,

el puño que hice unánime

con el clamor de piedra que exigió la esperanza.

 

Hace frío sin ti. Cuando yo muera,

cuando yo muera

dirán con buenas intenciones

que no supe llorar.

Ahora llueve de nuevo.

Nunca ha sido tan tarde a las siete menos cuarto

como hoy.

 

Siento  unas ganas locas  de reír

o de matarme.

 

II

El cínico

 

Claro es que no tengo en las manos

el derecho a morirme

ni siquiera en las abandonadas tardes de los domingos.

 

Por otra parte se debe comprender que la muerte

es una manufactura inoficiosa

y que los suicidas

siempre tuvieron una mortal pereza

de sufrir.

 

Además, debo

la cuenta de la luz...

 

 

III

Odiar al amor

 

la luna se me murió

aunque no creo en los ángeles.

La copa final transcurre

antes de la sed que sufro.

La grama azul se ha perdido

huyendo tras tu velamen.

 

La mariposa incendiando

su color, fue de ceniza.

 

La madrugada fusila

rocío y pájaros mudos.

La desnudez me avergüenza

y me hace heridas de niño.

 

El corazón sin tus manos

es mi enemigo en el pecho.

 

IV

Mi dolor

 

Conozco perfectamente mi dolor:

viene conmigo disfrazado en la sangre

y se ha construido una risa especial

para que no pregunten por su sombra.

 

Mi dolor, ah queridos,

mi dolor, ah querida,

mi dolor es capaz de inventaros un pájaro,

un cubo de madera

de esos donde los niños

le adivinan una alma musical al alfabeto,

un rincón entrañable

y tibio como la geografía del vino

o como la piel que me dejó las manos

sin pronunciar el himno de tu ancha desnudez de mar.

 

Mi dolor tiene cara de rosa,

de primavera personal que ha venido cantando.

Tras ella esconde su violento cuchillo,

su desatado tigre que me rompió las venas desde antes de nacer

y que trazó los días

de lluvia y de ceniza que mantengo.

 

Amo profundamente mi dolor,

como a un hijo malo.

 

V

Y, sin embargo, amor

 

Y, sin embargo, amor, a través de las lágrimas,

yo sabía que al fin iba a quedarme

desnudo en la ribera de la risa.

 

Aquí,

hoy,

digo:

siempre recordaré tu desnudez entre mis manos,

tu olor a disfrutada madera de sándalo

clavada junto al sol de la mañana;

tu risa de muchacha,

o de arroyo,

o de pájaro;

tus manos largas y amantes

como un lirio traidor a tus antiguos colores;

tu voz, tus ojos,

lo de abarcable en ti que entre mis pasos

pensaba sostener con las palabras.

 

Pero ya no habrá tiempo de llorar.

 

Ha terminado

la hora de la ceniza para mi corazón.

 

Hace frío sin ti,

pero se vive.

 

Severa voz de cuna

 

                      "Tú también, hijo mío"

 

Serás de piedra o leche?

Serás de leche o piedra?

Serás de piedra y leche!

Sí.

Tienes que serlo para mis selvas nobles,

para mi polen convocado,

para el acero

que se ha echado a crecer

desde mi antigua desesperación.

 

Hermoso desarrollo

tan alejado de los objetivos abismos,

hijo y arcángel popular entre mi sed:

Te digo con la mano familiar

de los altos caminos acechantes e impávido

que cual la ingratitud de las palomas

y el anatema tácito de las irresolubles lágrimas

se quedan circulando en tu futuro,

exacto y retador.

 

(Serás de piedra y leche?

Tienes que ser de tormentosa miel,

tigre y desamparado!)

 

Te digo,

y no por padre lógico y común,

que es, a lo más un horizonte de sillones desvelados,

de apresurada angustia

y hogazas dulces colectadas

para una paz mensual,

te digo,

quizás atroz, humana, óseamente,

la útil palabra que me basta y sobra

para donar mi sangre clandestina

a todo el que me viene

desde el amor del hombre:

"Compañero total, caminaremos

hasta la música y el pan".

 

Sí, niño, sí, que me despiertas

con alas aborígenes y besos sencillísimos,

serás conmigo

desde la llama y la pequeña construcción,

desde el primer echarse a andar auténtico,

desde, aún, el dolor incorporado

al gran sistema de la vida.

Te espero

y canto...

 *

Ο Ρόκε Δάλτον στην Μποτίλια:

Ρόκε Δάλτον: Κατηγορώ την ατομική ιδιοκτησία ─ 5 παράνομα ποιήματα και 1 ποιήμα αγάπης ─ Η ζωή του, το έργο του, η δολοφονία του ─ 3 κείμενα του Εδουάρδο Γκαλεάνο (Αφιέρωμα Β΄)

Ρόκε Δάλτον: 25 Poemas Clandestinos — Παράνομα Ποιήματα και Ιστορίες της Ταξικής πάλης - Αφιέρωμα Γ΄

Μπάμπης Ζαφειράτος: Ρόκε Δάλτον, Ρεβιζιονιστική Ηφαιστειολογία και Ακροαριστερά – Αφιέρωμα Α΄

Μπάμπης Ζαφειράτος: Ρόκε Δάλτον (14.5.1935 – 10.5.1975), Γυρεύοντας μπελάδες – 9 ποιήματα

Μπάμπης Ζαφειράτος: Ένα ποίημα του Ρόκε Δάλτον για τον Καρλ Μαρξ (5 Μαΐου 1818, Τρίερ Ρηνανίας – 14 Μαρτίου 1883, Λονδίνο)

Ροκε Δάλτον: Ένα Κόκκινο Βιβλίο για τον Λένιν (7 ποιήματα)

Μπάμπης Ζαφειράτος: Ρόκε Δάλτον (14.5.1935 – 10.5.1975), 3 Ποιήματα Αγάπης

Πάμπλο Νερούδα – Ρόκε Δάλτον: ΟΑΚ (Από Κατιούσα)

*

Roque Dalton Ελ Σαλβαδόρ Κι όμως αγάπη μου Λατινική Αμερική Μισώ την αγάπη Μπάμπης Ζαφειράτος Ο κυνικός Ο πόνος μου Ποίηση Ρόκε Δάλτον Σκληρό νανούρισμα Το Παράθυρο Στο Πρόσωπο Ώρα της Στάχτης

*

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.