Ανδρέας Ζαφειράτος (albino-z): Universe Birthgrounds_002 |
κι αρχίσαμε ξανά να ονειρευόμαστε
μήπως και βρούμε πάλι την αρχή
κι ας είχαμε ξεμάθει να παλεύουμε
να κολυμπάμε ανάποδα στο ρεύμα
μήπως και βρούμε πάλι την αρχή
κι ας είχαμε ξεμάθει να παλεύουμε
να κολυμπάμε ανάποδα στο ρεύμα
*
Πυριφλεγέθων Κωκυτός Αχέροντας
(Τα μέσα μας ποτάμια)
Μπάμπης Ζαφειράτος
διαβήκαμε ποτάμια κάποτε
με μυθικά ονόματα
μέχρι να φτάσουμε στου πάνω κόσμου τις γωνιές
ονειροπόλοι
χωρίς ούτ’ ένα νόμισμα για το ταξίδι
με μυθικά ονόματα
μέχρι να φτάσουμε στου πάνω κόσμου τις γωνιές
ονειροπόλοι
χωρίς ούτ’ ένα νόμισμα για το ταξίδι
Πυριφλεγέθων Κωκυτός Αχέροντας
τούς ανεβήκαμε
παλεύοντας να κρατηθούμε απ’ τις ιτιές
που κλαίγανε στο πέρασμά μας
παλεύοντας να κρατηθούμε απ’ τις ιτιές
που κλαίγανε στο πέρασμά μας
πέσαμε μέσα τους
έτσι όπως σμίγει ερωτικά
φυλακισμένος ή ναυτικός που έλειπε για χρόνια
έτσι όπως σμίγει ερωτικά
φυλακισμένος ή ναυτικός που έλειπε για χρόνια
βάλαμε ξόβεργες
μα τα πουλιά ήταν λιγοστά
και το χειρότερο
πέφταν νεκρά πριν φτάσουνε κοντά μας
κι αυτό δεν το ’βλεπες ούτε από τον καλπασμό
ούτε απ’ το γνώριμο αχό της ντουφεκιάς
παρά απ’ τη μυρωδιά που σε ξεκούφαινε
μες στο λιγνό αεράκι
ή απ’ το ελαφρό στροβίλισμα ενός ασήμαντου φτερού
σαν μπόμπα που έσκαγε μπροστά σου
μα τα πουλιά ήταν λιγοστά
και το χειρότερο
πέφταν νεκρά πριν φτάσουνε κοντά μας
κι αυτό δεν το ’βλεπες ούτε από τον καλπασμό
ούτε απ’ το γνώριμο αχό της ντουφεκιάς
παρά απ’ τη μυρωδιά που σε ξεκούφαινε
μες στο λιγνό αεράκι
ή απ’ το ελαφρό στροβίλισμα ενός ασήμαντου φτερού
σαν μπόμπα που έσκαγε μπροστά σου
ωστόσο μείναμε ήσυχοι
μάθαμε τέχνες
γράμματα
κάναμε κάποιοι οικογένεια
κι όλα τα σχετικά
τα πράγματα κυλούσαν ήσυχα
αφού σιγά σιγά τα φέραμε στα μέτρα μας
κι αφήσαμε τους κυνηγούς να κάνουν τη δουλειά τους
μάθαμε τέχνες
γράμματα
κάναμε κάποιοι οικογένεια
κι όλα τα σχετικά
τα πράγματα κυλούσαν ήσυχα
αφού σιγά σιγά τα φέραμε στα μέτρα μας
κι αφήσαμε τους κυνηγούς να κάνουν τη δουλειά τους
έτσι επέρασε ο καιρός χωρίς πουλιά
χωρίς τη μυρωδιά που πια δεν την ακούγαμε
χωρίς εκείνο το φτερό
που πια καθόλου δεν το βλέπαμε
κι είπαμε θα σταμάτησαν οι κυνηγοί να κυνηγάνε
χωρίς τη μυρωδιά που πια δεν την ακούγαμε
χωρίς εκείνο το φτερό
που πια καθόλου δεν το βλέπαμε
κι είπαμε θα σταμάτησαν οι κυνηγοί να κυνηγάνε
κι ούτε που το σκεφτήκαμε
μην είμαστε εμείς οι ίδιοι οι κυνηγοί
και τι ν’ ακούσουμε απ’ τη δική μας την ανάσα τη βαριά
μην είμαστε εμείς οι ίδιοι οι κυνηγοί
και τι ν’ ακούσουμε απ’ τη δική μας την ανάσα τη βαριά
κι ούτε στιγμή δεν πήραμε είδηση
ότι στις ξόβεργες που τις σαρώνανε οι βροχές
ήτανε κι η ζωή μας κολλημένη
κατρακυλώντας σε μιαν έρημη ακτή
που είχανε φτάσει κι άλλοι
κι όπου μαζί με μας τους ζωντανούς
χιλιάδες πεθαμένοι
κι όλο πληθαίνανε
μ’ αυτούς που αδιάκοπα τους ξέβραζε ο καιρός
ότι στις ξόβεργες που τις σαρώνανε οι βροχές
ήτανε κι η ζωή μας κολλημένη
κατρακυλώντας σε μιαν έρημη ακτή
που είχανε φτάσει κι άλλοι
κι όπου μαζί με μας τους ζωντανούς
χιλιάδες πεθαμένοι
κι όλο πληθαίνανε
μ’ αυτούς που αδιάκοπα τους ξέβραζε ο καιρός
κι εκεί που ο Αϊ Δονάτος
πάτησε κάτω το στοιχειό
να ξανακάνει τα νερά γλυκά
να ποτιστεί ξανά η γης
φτύνουν οι Λάμιες μες στον κάμπο
γίνονται τα ποτάμια ρέματα στραγγίζουνε οι λίμνες
ο Βουβοπόταμος κι ο Κάκαβας κατρακυλάνε διψασμένοι
πάτησε κάτω το στοιχειό
να ξανακάνει τα νερά γλυκά
να ποτιστεί ξανά η γης
φτύνουν οι Λάμιες μες στον κάμπο
γίνονται τα ποτάμια ρέματα στραγγίζουνε οι λίμνες
ο Βουβοπόταμος κι ο Κάκαβας κατρακυλάνε διψασμένοι
αρχίσαμε ξανά να ονειρευόμαστε
μήπως και βρούμε πάλι την αρχή
κι ας είχαμε ξεμάθει να παλεύουμε
να κολυμπάμε ανάποδα στο ρεύμα
μήπως και βρούμε πάλι την αρχή
κι ας είχαμε ξεμάθει να παλεύουμε
να κολυμπάμε ανάποδα στο ρεύμα
πολλοί από μας κατάκοποι
σταθήκαμε να ξαποστάσουμε λιγάκι στα πλατάνια
κόψαμε σκουτελλάριες και μόλτκιες
βγάλαμε τα παπούτσια και τις κάλτσες
και πλατσουρίσαμε στην όχθη
κι άλλοι σε σκοτεινή χαθήκαμε χαράδρα
με λαδανιές ασφάκες και σκαβιόζες στα μαλλιά μας
σταθήκαμε να ξαποστάσουμε λιγάκι στα πλατάνια
κόψαμε σκουτελλάριες και μόλτκιες
βγάλαμε τα παπούτσια και τις κάλτσες
και πλατσουρίσαμε στην όχθη
κι άλλοι σε σκοτεινή χαθήκαμε χαράδρα
με λαδανιές ασφάκες και σκαβιόζες στα μαλλιά μας
οι πιο αδύναμοι ίσως δεν φτάσουμε ποτέ
μες στο βαθύ της Περσεφόνης Δάσος
μες στο βαθύ της Περσεφόνης Δάσος
άλλοι ψάχνουμε ακόμα
πέρα απ’ τις πηγές
μήπως και βρούμε κάποτε τις αηδονοφωλιές
στις εκβολές του Αχέροντα
αφήνοντας τα μέσα μας ποτάμια να φουσκώνουν
πέρα απ’ τις πηγές
μήπως και βρούμε κάποτε τις αηδονοφωλιές
στις εκβολές του Αχέροντα
αφήνοντας τα μέσα μας ποτάμια να φουσκώνουν
άλλοι βλέπουμε τα έξω ποτάμια
πέτρες και ξύλα και σκουριά
σάπιες κασέλες και ψοφίμια παρασέρνοντας
κι από ψηλά κάτι αδέσποτα πουλιά
να πυρπολούν την ερημιά μας
πέτρες και ξύλα και σκουριά
σάπιες κασέλες και ψοφίμια παρασέρνοντας
κι από ψηλά κάτι αδέσποτα πουλιά
να πυρπολούν την ερημιά μας
κι όσοι ήπιαμε της Λήθης τη ρακή
τον οβολό μας
που τόνε προσκυνούσαμε
και τον φυλάξαμε σαν κόρη οφθαλμού
τον οβολό μας
που τόνε προσκυνούσαμε
και τον φυλάξαμε σαν κόρη οφθαλμού
σφίγγουμε τώρα ανάμεσα στα δόντια
Μπάμπης Ζαφειράτος, Β΄ γραφή, Μάρτης 2020
(Πρωτοδημοσιεύτηκε στις 17 Φεβ. 2023)
*
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.