Δεκέμβρης 1944 (17)

Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου 2015

Νίκος Καρούζος: Ο Έλληνας της Νύχτας

Νίκος Καρούζος, 17 Ιουλίου 1916 - 28 Σεπτεμβρίου 1990 
Σχέδιο, Μπάμπης Ζαφειράτος, 2.IX.2015 (Μελάνι, 29 χ 21 εκ.)


ΠΕΝΤΕ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΕΣ’ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ




Ε Ι Κ Ο Ν Α

Γυρίζει μόνος
στα χείλη του παντάνασσα σιωπή
συνέχεια των πουλιών τα μαλλιά του.
Ωχρός
με βουλιαγμένα όνειρα κι ανέγγιχτος
νερό τρεχάμενο στα ρείθρα, ωχρός
έλληνας.
Πάντα ο δρόμος μέσ’ στα μάτια του
κι η λάμψη απ’ τη φωτιά
που καταλύει
τη νύχτα.
Γυρίζει μόνος
στα χέρια του κλαδί από ελιά
γεμάτος πόνο χάνεται στα δειλινά
αισθάνεται
πως όλα χάθηκαν.
Μην του μιλάτε είναι άνεργος
τα χέρια στις τσέπες του
σαν δυο χειροβομβίδες.
Μην του μιλάτε, δε μιλούν στους καθρέφτες.
Άνθη της λεμονιάς
λουλούδια του ανέμου
στεφάνωσέ τον Άνοιξη
τον κλώθει ο θάνατος.




Ε Ν Α Ν Τ Ι Ο Σ

Ο θάνατος ωρίμασε τα μάτια μου αυτός
κάθε πρωί φορά τα λιγοστά μου ενδύματα αρχίζει
με την πρώτη καλημέρα
ρίχνει το αρχαίο βέλος στα στήθη των γυναικών
όπως τον σφάζουν συνταρακτικά
οι επιθυμίες μέσ’ στο κορμί του.
Ο θάνατος έχει το πλοίο και με ταξιδεύει
στον ουρανό στους κήπους
στην ερχόμενη ματιά μετά την άλλη
και με φέρνει εδώ στο μακρινό καφενέ.
Οι ώρες θα κυλήσουν αύριο πάλι
αλλά μην κάνετε το λάθος
ίδιες δε θα ‘ναι
παρά μεγαλώνουν τα βάσανα των ελλήνων
ξεχειλίζει το ποτήρι πονούν πιότερο
τα πλευρά μου στη σκληρή στρωμνή.
Μονάχα περιμένω τα βραδάκια
σχίζουν με άρωμα το αγέρι
κλείνονται κι αυτά στην προσμονή
θέλουν χαρά, δεν έχουν τα βραδάκια.
Είναι ο θάνατος που στρέφει τις λαβές στις θύρες
σφαλίζει την καρδιά.
Και μέσα μου τραβά το δρόμο
προς το ακατοίκητο σπίτι –
ακούω στην αιώνια γειτονιά
πικραμένοι κουβεντιάζουν κάτω απ’ τον σκονισμένο λαμπτήρα 
και στα παράθυρα του καλοκαιριού
ακούω δείπνα.
Ψηλά η νύχτα μοιάζει έρωτας
αυτοκτονεί ο διάττων.
Είμ’ ένας άνθρωπος φανταστικός

ανάσκελα προσηλωμένος
τρυπώ με ιδανικά το ταβάνι.



Α Ι Σ Θ Α Ν Ο Μ Α Ι   Τ Η   Ν Υ Χ Τ Α

Φτώχεια φωτιά φαρμάκι ο τόπος.
Μονόξυλα οι έλληνες μέσ’ στα χρώματα των επιγραφών
κι ο έρωτας τελευταία ελπίδα
που έμπλεξε τα χέρια τόσων ζευγαριών
κόκκινο μπλε πράσινο
πορτοκαλί κίτρινο παραμύθι
τα μαύρα σου μαλλιά
που
θα φιλούσα με δυο βήματα
γυναίκα ουράνια σκάλα.
Φτώχεια φωτιά φαρμάκι ο τόπος.
Κι αυτό το παλικάρι απ’ τη θάλασσα
έτσι που σπάζει το φως στα μαλλιά του
χρωματιστές αχτίδες αποθεώνουν
το άνθος του κορμιού του.
Κι αυτό το παλικάρι
με τον ιδρώτα του καλοκαιριού στη βλάστησή του.
Δρόμοι με τον καημό
Σταδίου αγαπημένη –
λείπουμε
όλα φράζονται
και συ πώς στέρεψες καρδιά μου...
Τώρα γυρίζει ο καιρός
φέρνει τη χλόη
και της γαλήνης τα νερά.
Μπορώ
γυρίζω τον καιρό
βγαίνω απ’ τις φλόγες...
Παιδιά γυναίκες άντρες στην οδό
υπηρέτριες με τις δικές τους ώρες
στα στήθη προσμονή
ο Βαγγέλης
κ’ οι ένοχοι που τρέχουν
με ταχύτητα
πλέον των εκατό χιλιομέτρων
για να μη βλέπουμε τα πρόσωπά τους.



Ο   Ε Λ Λ Η Ν Α Σ   Τ Η Σ   Ν Υ Χ Τ Α Σ

Ένας χαμένος άνθρωπος
πέρασε στα φώτα του κεντρικού δρόμου
σκυφτός
ακέραιος –
των άστρων.
Κ’ ενώ μοιράζουν τρόμο οι νυχτερινές επιγραφές
μ’ αυτά τα χρώματα τα νευρικά σε μιαν ατμόσφαιρα
που ανεβάζει το θόρυβο σε κίτρινα
μοβ κόκκινα μόρια σκόνης –
το χέρι που δεν το είδαμε ποτέ
ένα σκοτεινό χέρι
άρπαζε τις φωνές γύρω και τις έπνιγε
στο πέρασμα του ανθρώπου
κι όλοι ζητούσαν έλεος απ’ τον σπαραγμένο.
Τότε ανάμεσα ουρανού και γης
ο άγγελος στης πόλεως τα φώτα
πως δε θα υπάρχει ο χρόνος μέσ’ στο Κράτος Εκεινού
λέει δυνατά
με τις φτερούγες ανοιχτές ως πέρα
κρατιέται στα ηλεκτροφόρα σύρματα με τα χέρια
σπιθίζει ένα πράσινο θανάτου απ’ το βραχυκύκλωμα
όμως δεν καίγεται ο άγγελος
κάρβουνο δε γίνεται και δεν πέφτει
ακούγεται σαν βεγγαλικά το βραχυκύκλωμα
ο άγγελος δεν πέφτει.
Κι ο άνθρωπος πέρασε στ’ όνειρο μου
στο λάκκο της νύχτας
εγώ ο ίδιος
έτρεμα
σφίγγοντας τη συνείδηση
(κ’ ήτανε τα σπλάχνα μου μονάχα)
όταν ακούστηκε η ουράνια φωνή
που έλεγε μέσ’ στη χρωματιστή ύλη:
Κουρελιάζεται ο θεός
τον γκρεμίζει ο Αυθέντης
μας κοροϊδεύουν ο άνθρωπος πέρασε αβοήθητος.



Μ Υ Ρ Α   Κ Ι   Α Ν Θ Η   Δ Ε Ν   Υ Π Α Ρ Χ Ο Υ Ν

Βρίσκομαι στο σώμα μου ακόμη.
Ο ήλιος τόσο μακρύ μαύρο πανί
που το τραβώ σαν ταχυδακτυλουργός απ’ τα μάτια μου.
Είναι μαύρο
ατελείωτο στους ανέμους
στους δρόμους.
Εγώ δεν είδα τίποτ’ άλλο.
Προσμένω.
Λένε θα μοιράσει ο θεός χρυσάφι μέσ’ στην Άνοιξη
σ’ αυτήν εγώ δεν είδα να λάμπουν τα’ άστρα
δεν έκοψα ποτέ μου ένα-δυο κλάδους φως
απ’ το ουράνιο δέντρο.
Τι θα γίνω με τη φωτιά στα βάθη μου
χρόνοι περνούν
έρχονται χρόνια και βρίσκομαι στο σώμα.
Πόσο θα πονέσουμε εδώ
στον ελάχιστο πλανήτη...
Είναι μια χειρουργική επέμβαση που αργεί.
Πόσο θα βλέπουμε στο τζάμι τις ηλιαχτίδες
ακούω τα παιδιά
θέλω να βγω
ακούω τη γιορτή του μέλλοντος
είμαι δέσμιος.
Κάνε το χέρι του ορατό
φιλικό μου Πνεύμα
μέσα σε τόσα δευτερόλεπτα που είναι ο καιρός
ως τις πηγές σου.
Θα πεθάνω τόσο τσακισμένος
τόσο μακριά;


ΠΟΙΗΜΑΤΑ [1961]

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ
ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Α΄ (1961-1978)
ΙΚΑΡΟΣ, Αθήνα 1993, σσ. 30-34



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.