Δεκέμβρης 1944 (17)

Πέμπτη 30 Απριλίου 2015

Ο Γιάννης Ρίτσος της Πρωτομαγιάς με 12 ποιήματα για τον Καβάφη

Γιάννης Ρίτσος: 1 Μαΐου 1909, Μονεμβασιά - 11 Νοεμβρίου 1990, Αθήνα
Σχέδιο, Μπάμπης Ζαφειράτος, 29.IV.2015 (Μολύβι, 29 χ 21 εκ.)


1 2   Π Ο Ι Η Μ Α ΤΑ   Γ Ι Α   Τ Ο Ν   Κ Α Β Α Φ Η


Ο   Χ Ω Ρ Ο Σ   Τ Ο Υ   Π Ο Ι Η Τ Η

Το μαύρο, σκαλιστό γραφείο, τα δυο ασημένια κηροπήγια,
η κόκκινη πίπα του. Κάθεται, αόρατος σχεδόν, στην πολυθρόνα,
έχοντας πάντα το παράθυρο στη ράχη του. Πίσω από τα γυαλιά του,
πελώρια και περίσκεπτα, παρατηρεί τον συνομιλητή του,
στ’ άπλετο φως, αυτός κρυμμένος μες στις λέξεις του,
μέσα στην ιστορία, σε πρόσωπα δικά του, απόμακρα, άτρωτα,
παγιδεύοντας την προσοχή των άλλων στις λεπτές ανταύγειες
ενός σαπφείρου που φορεί στο δάχτυλό του, κι όλος έτοιμος
γεύεται τις εκφράσεις τους, την ώρα που οι ανόητοι έφηβοι
υγραίνουν με τη γλώσσα τους θαυμαστικά τα χείλη τους. Κι εκείνος
πανούργος, αδηφάγος, σαρκικός, ο μέγας αναμάρτητος,
ανάμεσα στο ναι και στο όχι, στην επιθυμία και τη μετάνοια,
σαν ζυγαριά στο χέρι του θεού ταλαντεύεται ολόκληρος,
ενώ το φως του παραθύρου πίσω απ’ το κεφάλι του
τοποθετεί ένα στέφανο συγγνώμης κι αγιοσύνης.

«Αν άφεση δεν είναι η ποίηση, –ψιθύρισε μόνος του–
τότε, από πουθενά μην περιμένουμε έλεος».


Η   Λ Α Μ Π Α   Τ Ο Υ

Η λάμπα είναι ήμερη, καλόβολη· την προτιμάει
από άλλους φωτισμούς. Ρυθμίζεται το φως της
ανάλογα με τις ανάγκες της στιγμής, ανάλογα
με την αιώνια, ανομολόγητην επιθυμία. Και πάντα,
η μυρωδιά του πετρελαίου, μια λεπτή παρουσία
πολύ διακριτική, τις νύχτες, σαν γυρνάει μονάχος
με τόση κούραση στα μέλη, τόση ματαιότητα
στην ύφανση του σακακιού του, στις ραφές της τσέπης
τόσο που κάθε κίνηση να μοιάζει περιττή κι αφόρητη –
η λάμπα, μια απασχόληση και πάλι· – το φιτίλι,
το σπίρτο, η φλόγα η κινδυνεύουσα (με τις σκιές της
στην κλίνη, στο γραφείο, στους τοίχους) και προπάντων
εκείνο το γυαλί – η εύθραυστη διαφάνειά του,
που σε μια απλή κι ανθρώπινη χειρονομία, απ’ την αρχή,
σε υποχρεώνει: να προφυλαχτείς ή και να προφυλάξεις.


Η   Λ Α Μ Π Α   Τ Ο Υ   Κ Α Τ Α   Τ Ο   Λ Υ Κ Α Υ Γ Ε Σ

Καλησπέρα, λοιπόν· οι δυο τους πάλι, ενώπιος ενωπίω,
η λάμπα του κι αυτός, – την αγαπάει, κι ας φαίνεται
αδιάφορος κι αυτάρεσκος· κι όχι μονάχα
γιατί τον εξυπηρετεί, μα πιότερο, και ιδίως,
γιατί αξιώνει τις φροντίδες του· – λεπτή επιβίωση
αρχαίων ελληνικών λυχνιών, μαζεύει γύρω της
μνήμες κι ευαίσθητα έντομα της νύχτας, απαλείφει
ρυτίδες των γερόντων, μεγεθύνει τα μέτωπα,
μεγαλύνει τις σκιές εφηβικών σωμάτων, επιστρώνει
μ’ ένα μειλίχιο φέγγος τη λευκότητα κενών σελίδων
ή το κρυμμένο πορφυρό των ποιημάτων· κι όταν,
κατά το λυκαυγές, το φως της ωχριάζει και ταυτίζεται
με το τριανταφυλλί της μέρας, με τους πρώτους θορύβους
απ’ τα ρουλά των μαγαζιών, τα χειραμάξια, τους οπωροπώλες,
είναι μια εικόνα απτή της ίδιας του αγρυπνίας, κι ακόμη
μια γυάλινη γέφυρα, που πάει απ’ τα γυαλιά του
ώς το γυαλί της λάμπας, κι από κει στα τζάμια
του παραθύρου, ώς έξω, όλο πιο πέρα –
γυάλινη γέφυρα που τον κρατεί πάνω απ’ την πολιτεία,
μέσα στην πολιτεία, στην Αλεξάνδρειά του, ενώνοντας,
με τη δική του τώρα βούληση, τη νύχτα και τη μέρα.


Τ Ο   Σ Β Η Σ Ι Μ Ο   Τ Η Σ   Λ Α Μ Π Α Σ

Έρχεται η ώρα της μεγάλης κόπωσης. Θαμβωτική πρωία,
προδοτική· – δείχνει το τέλος κι άλλης νύχτας του, υπερθεματίζει
τη στιλπνή τύψη του καθρέφτη, σκάβοντας μνησίκακα
τις χαρακιές δίπλα στα χείλη και στα μάτια. Τώρα,
δεν ωφελεί η προσήνεια της λάμπας ή το κλείσιμο των
παραπετασμάτων.  
Συνείδηση άκαμπτη του τέλους πάνω στα σεντόνια όπου ψυχραίνει
το θερμό χνώτο θερινής νυκτός, και μένουν μόνον λίγοι κρίκοι
πεσμένοι από νεανικούς βοστρύχους –μια κομμένη αλυσίδα–
η ίδια εκείνη αλυσίδα – ποιός τη σφυρηλάτησε; Όχι,
δεν ωφελεί η ανάμνηση μήτε κι η ποίηση. Κι ωστόσο,
την ύστατη στιγμή, πριν κοιμηθεί, σκύβοντας πάνω απ’ το γυαλί
της λάμπας  
να φυσήσει τη φλόγα της, να σβήσει πια κι αυτή, αντιλαμβάνεται
ότι φυσάει κατευθείαν μέσα στο γυάλινο αυτί της αιωνιότητας
μια λέξη αθάνατη, εντελώς δική του, το ίδιο του το
χνώτο – ο στεναγμός της ύλης.  
Ωραία που η καπνιά της λάμπας ευωδιάζει το δωμάτιό του τα χαράματα.


Τ Α   Γ Υ Α Λ Ι Α   Τ Ο Υ

Ανάμεσα στα μάτια του και τ’ αντικείμενα στέκονταν πάντα
τα ερμητικά γυαλιά του, τα προσεχτικά, τ’ αφηρημένα,
τα εποπτικά κι εκλεκτικά – γυάλινο φρούριο απρόσωπο,
φράγμα και παρατηρητήριο – δυο υδάτινες τάφροι
γύρω στο μυστικό, το απογυμνωτικό το βλέμμα, ή μάλλον
δυο δίσκοι ζυγαριάς που στέκεται –περίεργο– όχι κάθετη
αλλά οριζόντια. Κι έτσι πια, μια ζυγαριά οριζόντια
τί θα μπορούσε να κρατήσει εξόν απ’ το κενό, κι εξόν
από τη γνώση του κενού, γυμνή, κρυστάλλινη, απαστράπτουσα
και πάνω στη στιλπνότητά της η πομπή ν’ αντανακλάται
των έσω κι έξω του ινδαλμάτων σε μια ζυγιασμένη ενότητα
τόσο υλική, τόσο άφθαρτη, που ακέριο το κενό αναιρούσε.


Κ Α Τ Α Φ Υ Γ Ι Α

«Έκφραση –λέει– δε σημαίνει να πεις κάτι,
αλλά απλώς να μιλήσεις· και το να μιλήσεις
σημαίνει ν’ αποκαλυφθείς· – πώς να μιλήσεις;»
Κι έγινε τότε τόσο διάφανη η σιωπή του
που κρύφτηκε όλος πίσω από την κουρτίνα
κάνοντας πως κοιτάζει απ’ το παράθυρο.
Μα, ως νά ’νιωσε το βλέμμα μας στη ράχη του,
έστρεψε βγάζοντας το πρόσωπό του απ’ την κουρτίνα
σα να φορούσε ένα λευκό, μακρύ χιτώνα,
κάπως αστείον, κάπως παράταιρον στην εποχή μας,
και τό ’θελε (ή το προτιμούσε) ίσως νομίζοντας
πως έτσι, κατά κάποιο τρόπο, θα παραπλανούσε
την υποψία μας, την εχθρότητά μας ή τη λύπη μας
ή πως μας χορηγούσε κάποιο πρόσχημα
για τον μελλοντικό (που ’χε μαντέψει) θαυμασμό μας.


Π Ε Ρ Ι   Μ Ο Ρ Φ Η Σ

Είπε: «Η μορφή δεν εφευρίσκεται μήτε επιβάλλεται·
εμπεριέχεται στην ύλη της κι αποκαλύπτεται κάποτε
στην κίνησή της προς την έξοδο». Κοινοτοπίες, είπαμε,
αοριστολογίες – τί αποκαλύψεις τώρα; Αυτός δε μίλησε άλλο·
έκλεισε το σαγόνι του μέσα στα δυο του χέρια σα μια λέξη
εντός εισαγωγικών. Το τσιγάρο του αμφίθυμο απόμεινε
στα κλεισμένα του χείλη – μια λευκή φλεγόμενη κεραία
αντί αποσιωπητικών, που πάντα τα παρέλειπε εκ συστήματος
(ή μήπως ασυναίσθητα;) αποσιωπώντας τη σιωπή του.

Στη στάση αυτή, μας φάνηκε, έτσι αόριστα, πως αγρυπνούσε
σ’ ένα μικρό, σιδηροδρομικό σταθμό, κάτω απ’ το υπόστεγο,
εκεί που συναντιούνται στιγμιαία, μια νύχτα του χειμώνα,
μοναχικοί ταξιδιώτες, μ’ εκείνη τη γεύση του κάρβουνου
απ’ το ακατόρθωτο του ταξιδιού, κι απ’ το αμοιβαίο απέραντο
της μυστικής τους προαιώνιας φιλίας. Ο καπνός του τραίνου
στεκόταν ήσυχος πάνω απ’ τους δυο οριζόντιους κώνους
των προβολέων, συμπαγής και γλυπτικός, ανάμεσα
σε δυο χωρισμούς. Αυτός έσβησε το τσιγάρο του κι έφυγε.


Π Α Ρ Α Ν Ο Η Σ Ε Ι Σ

Αυτά τα διφορούμενά του, αφόρητα· μας βάζουν σε δοκιμασία·
κι ο ίδιος επίσης δοκιμάζεται· προδίδεται ολοφάνερα
η ασάφειά του, ο δισταγμός του, η άγνοια, η δειλία του
κι η έλλειψη σταθερών αρχών. Σίγουρα, πάει να μας εμπλέξει
στην ίδια του περιπλοκή. Κι αυτός κοιτούσε κάπου πέρα
γενναιόφρων τάχα κι επιεικής (Όπως αυτοί που ’χουν ανάγκη επιεικείας
μ’ ολόλευκο πουκάμισο, μ’ άψογο μολυβί κοστούμι
κι ένα χρυσάνθεμο στην κομβιοδόχη. Ωστόσο
σαν έφυγε, στη θέση όπου στεκόταν, διακρίναμε στο πάτωμα
μια μικρή, κατακόκκινη λίμνη, ωραία σχεδιασμένη,
σαν χάρτης περίπου της Ελλάδος, σαν μικρογραφία της υδρογείου,
μ’ αρκετές αφαιρέσεις και μεγάλες ανακρίβειες συνόρων,
–με σύνορα σχεδόν σβησμένα μες στου χρώματος την ομοιομορφία–
μια υδρόγειος σ’ ένα κατάκλειστο, λευκό σχολείο, μήνα Ιούλιο,
που λείπουν όλοι οι μαθητές, σε μια εξοχή εκτυφλωτική, παραθαλάσσια.


Λ Υ Κ Ο Φ Ω Σ

Την ξέρεις κείνη τη στιγμή του θερινού λυκόφωτος
μες στο κλειστό δωμάτιο· μια ελάχιστη ρόδινη ανταύγεια
διαγώνια στο σανίδωμα της οροφής· και το ποίημα
ημιτελές επάνω στο τραπέζι – δυο στίχοι όλο όλο,
μια αθετημένη υπόσχεση για ένα εξαίσιο ταξίδι,
για κάποια ελευθερία, κάποια αυτάρκεια,
για κάποια (σχετική, φυσικά) αθανασία.

Έξω στο δρόμο, η επίκληση κιόλας της νύχτας,
οι ανάλαφροι ίσκιοι θεών, ανθρώπων, ποδηλάτων,
όταν σκολάνε τα γιαπιά, κι οι νέοι εργάτες
με τα εργαλεία τους, με τα βρεγμένα, ακμαία μαλλιά τους,
με λίγες πιτσιλιές ασβέστη στα φθαρμένα τους ρούχα
χάνονται στων εσπερινών ατμών την αποθέωση.

Οκτώ κρίσιμοι κτύποι στο εκκρεμές, πάνω απ’ τη σκάλα,
σ’ όλο το μάκρος του διαδρόμου – κτύποι αμείλικτοι
από σφυρί επιτακτικό, κρυμμένο πίσω από το κρύσταλλο
το σκιασμένο· και ταυτόχρονα ο αιώνιος θόρυβος
εκείνων των κλειδιών που δεν κατόρθωσε ποτέ του
να εξακριβώσει αν ξεκλειδώνουν ή αν κλειδώνουν.


Υ Σ Τ Α Τ Η   Ω Ρ Α

Ένα άρωμα έμενε στην κάμαρά του, ίσως μονάχα
απ’ την ανάμνηση, μπορεί κι απ’ το παράθυρο
μισάνοιχτο στην εαρινή βραδιά. Ξεχώρισε
τα πράγματα που θα ’παιρνε μαζί του. Σκέπασε
μ’ ένα σεντόνι τον μεγάλο καθρέφτη. Κι ακόμη
στα δάχτυλά του εκείνη η αφή ευμελών σωμάτων
κι η αφή, η μοναχική, της πένας του – όχι αντίθεση·
υπέρτατη ένωση της ποιήσεως. Δεν ήθελε
να απατήσει κανέναν. Πλησίαζε το τέλος. Ρώτησε
ακόμη μια φορά: «Ευγνωμοσύνη τάχα, ή θέληση
ευγνωμοσύνης;» Κάτω απ’ το κρεβάτι του πρόβαιναν
γεροντικές οι παντόφλες του. Δε θέλησε
να τις σκεπάσει – (ω, βέβαια, άλλοτε). Μονάχα,
σαν έβαλε το κλειδάκι στην τσέπη του γιλέκου του,
κάθισε πάνω στη βαλίτσα του, καταμεσής της κάμαρας,
ολομόναχος, κι άρχισε να κλαίει, γνωρίζοντας,
πρώτη φορά με τόση ακρίβεια, την αθωότητά του.


Μ Ε Τ Α   Θ Α Ν Α Τ Ο Ν

Πολλοί τον διεκδικούσαν, διαπληκτίζονταν τριγύρω του,
μπορεί κι εξαιτίας του κοστουμιού του – παράξενο κοστούμι,
επίσημο, επιβλητικό, με κάποια χάρη ωστόσο,
με κάποιο αέρα, σαν εκείνα τα φανταστικά των θεών
όταν συναναστρέφονταν ανθρώπους – μεταμφιεσμένοι,
κι ενώ μιλούσαν τα κοινά, με κοινή γλώσσα, αιφνίδια
φούσκωνε μια πτυχή του ενδύματός τους απ’ το χνώτο
του απείρου ή του υπερπέραν – όπως λένε.

Διαπληκτίζονταν, λοιπόν. Αυτός τί νά ’κανε; Του σκίσαν
ρούχα κι εσώρουχα, του σπάσαν και τη ζώνη. Απόμεινε
ένας κοινός, γυμνός θνητός, σε στάση συστολής. Οι πάντες
τον εγκατέλειψαν. Κι εκεί ακριβώς μαρμάρωσε. Μετά από χρόνια,
στη θέση αυτή ανακάλυψαν ένα περίλαμπρο άγαλμα
γυμνό, υπερήφανο, υψηλό, από πεντελίσιο μάρμαρο,
του Αιώνιου Εφήβου του Αυτοτιμωρούμενου – έτσι το αποκάλεσαν·
το σκέπασαν με μια μακριά λινάτσα, κι ετοιμάζανε
μια τελετή πρωτοφανή για τα δημόσια αποκαλυπτήρια.


ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ

Αυτός που πέθανε, ήταν, πράγματι, έξοχος,
μοναδικός· μας άφησε ένα μέτρο υπέροχο
να μετρηθούμε και προπάντων να μετρήσουμε
το γείτονά μας· – ο ένας τόσος δα
πολύ κοντός, ο άλλος στενός, ο τρίτος
μακρύς σαν ξυλοπόδαρος· κανένας
με κάποια αξία· τίποτα, μα τίποτα.
Μονάχα εμείς που χρησιμοποιούμε επάξια
αυτό το μέτρο –μα ποιό μέτρο λέτε;–
αυτό ’ναι η Νέμεσις, το ξίφος του Αρχαγγέλου,
το ακονίσαμε κιόλας, και τώρα μπορούμε
αράδα ν’ αποκεφαλίζουμε τους πάντες.


Τα 12 ποιήματα για τον Καβάφη γράφτηκαν στην Αθήνα το Φθινόπωρο του 1963

ΚΕΔΡΟΣ, 1987

Κωνσταντίνος Καβάφης. Αλεξάνδρεια, Αίγυπτος, 29 Απριλίου 1863 - 29 Απριλίου 1933
Σχέδιο, Μπάμπης Ζαφειράτος, 10.V.1983 με αφορμή το Έτος Καβάφη - 120 χρόνια από τη γέννησή του, 50 χρόνια από το θάνατό του. (Μολύβι και κερομπογιά, 41,5 χ 32 εκ. / Με κορνίζα 58 χ 44 εκ.)

Γιάννης Ρίτσος, 12 Ποιήματα Για Τον Καβάφη
[Την ίδια χρονιά, 1963]

Αρχίζει η συγγραφή του Φιλοκτήτη, που θα ολοκληρωθεί το 1965. Γράφονται οι μελέτες «Περί Μαγιακόβσκη» και «Παρατηρήσεις στο έργο του Ναζίμ Χικμέτ», που θα συμπεριληφθούν αργότερα στα Μελετήματα, και σύντομα ποιήματα που θα συμπεριληφθούν στις Επαναλήψεις. Σειρά πρώτη. Κυκλοφορεί το ποίημα Το δέντρο της φυλακής και οι γυναίκες. Τα 12 ποιήματα για τον Καβάφη, που εκδίδονται το Νοέμβριο, αποτελούν τη συμβολή του Ρ. στον εορτασμό του έτους Καβάφη. Κυκλοφορούν επίσης η πρώτη σειρά συλλογής μικρών ποιημάτων με τον τίτλο Μαρτυρίες και τα Ποιήματα του Αττίλα Γιόζεφ, των οποίων τη μετάφραση ο Ρ. συνυπογράφει με τον Νικηφόρο Βρεττάκο.  
Το Μάιο, την επόμενη της δολοφονικής απόπειρας εναντίον του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη στη Θεσσαλονίκη, ο Γ. Ρ. μαζί με τον Μ. Γλέζο αναχωρούν για τη Θεσσαλονίκη ως αντιπροσωπεία της ΕΔΑ. Μετά το θάνατο του Λαμπράκη, στις 28 Μαΐου, δημοσιεύεται στην Αυγή το ποίημα του Γ. Ρ. «Επίγραμμα για τον Λαμπράκη» και τον Ιούνιο, στους Δρόμους της Ειρήνης, το «Μπροστά σε μια φωτογραφία του Λαμπράκη». Τον Ιούλιο ο Ρ. γράφει το πολύστιχο ποίημα Θρήνος του Μάη, που αφορά και πάλι στο θάνατο του Λαμπράκη και θα εκδοθεί μόνο στα Επικαιρικά.
Το Μάιο ανεβαίνει σε παγκόσμια πρεμιέρα στη Βράιλα, με σκηνοθεσία του Γιάννη Βεάκη και Ρουμάνους ηθοποιούς, το έργο του Γ. Ρ. Τα ραβδιά των τυφλών σε μετάφραση Stefan Popescu και Γιάννη Βεάκη. Είναι το πρώτο θεατρικό έργο του Γ. Ρ. που παίζεται μεταφρασμένο στο εξωτερικό.
Τις εκλογές του Νοεμβρίου κερδίζει ο Γεώργιος Παπανδρέου. Η κυβέρνησή του ωστόσο, χωρίς κοινοβουλευτική πλειοψηφία, και αρνούμενη να συνεργαστεί με την ΕΔΑ, παραιτείται στις 30 Δεκεμβρίου.
Βλ. εδώ ψηφιακό υλικό με στοιχεία της αλληλογραφίας του Γ. Ρ. με την Μέλπω Αξιώτη το 1963, ενώ η τελευταία βρίσκεται στο Βερολίνο. 

Πηγή: ΕΚΕΒΙ
  



Σίμος Ανδρονίδης: “O Γιάννης Ρίτσος για τον Καβάφη”


Posted on February 4, 2015

Πηγή: yannisritsos.gr

Ο σπουδαίος ποιητής Γιάννης Ρίτσος «τίμησε» με τον δικό του έξοχο ποιητικό τρόπο τον μεγάλο Αλεξανδρινό ποιητή Κωνσταντίνο Καβάφη. Η συλλογή ποιημάτων με τίτλο ’12 ποιήματα για τον Καβάφη΄ (1963) δείχνει ακριβώς την «έμμεση» ώσμωση του ποιητικού λόγου των δύο μεγάλων ποιητών που συναντώνται υπό το «φως» μίας έξοχης πνευματικής-ποιητικής διάδρασης. Ο Γιάννης Ρίτσος των υψηλών κοινωνικών νοημάτων, αλλά και του υπόκωφου πόνου «εγγίζει» με την δική του υψηλή ποιητική «ουσία» την αμφισημία και την «χαμηλόφωνη» ποίηση του Κωνσταντίνου Καβάφη.
Με «εργαλείο» την ποιητική γραφή τέμνει και ανατέμνει το Καβαφικό ποιητικό «σύμπαν», ενσταλάζοντας στο Καβαφικό «έργο» λέξεις, έννοιες και αξίες που αναδίδουν το «όλο» Καβαφικό ποιητικό παλίμψηστο, ένα παλίμψηστο που ακριβώς μέσω της ποιητικής γραφής «εμφυσύει» ζωή και «κίνηση» στον «παγωμένο» και «νεκρό» χρόνο.
Πέρα και πάνω από όλα, ο Γιάννης Ρίτσος ενσταλάζει το δικό του προσίδιο ποιητικό ήθος, καρπό της πολύχρονης και επώδυνης άσκησης του στο πεδίο του ποιητικού λόγου και της ποιητικής γραφής. Με αυτόν τον τρόπο, το Καβαφικό ποιητικό έργο υπερβαίνει τα «χωροχρονικά» δεσμά της Αλεξάνδρειας, προσεγγίζοντας τον «χώρο» όπου η ποίηση της λυρικής εσωτερίκευσης «συναντά» την ποίηση που παράγει φως και «ζωή».
«Το μαύρο σκαλιστό γραφείο, τα δυο ασημένια κηροπήγια, η κόκκινη πίπα του. Κάθεται, αόρατος σχεδόν, στην πολυθρόνα, έχοντας πάντα το παράθυρο στη ράχη του».
Ο Αλεξανδρινός ποιητής, «κεντά» και «στολίζει» με λέξεις και υψηλά νοήματα τα ποιήματα του. Έτσι ακριβώς, με αυτόν τον τρόπο, το σωματικώς «αόρατο» καθίσταται «ποιητικά ορατό» μέσω των λέξεων, μέσω της ίδιας της «φωτεινής» διαδικασίας της ποίησης που «μεταγγίζει» ζωή στο μικρό δωμάτιο, στο γραφείο του ποιητή.
Το νήμα που συνδέει οργανικά τους δύο ποιητές είναι ο ποιητικός λόγος που νοείται ως διαμόρφωση του «ανοιχτού» πεδίου, ως διαμόρφωση ενός «νέου» κόσμου εντός του οποίου η διαδικασία της ποιητικής γραφής μετασχηματίζεται σε ζωή πέρα και πάνω από την αχλή του χρόνου, σε ζωή πέρα και πάνω από την φθορά, το γήρας και τον θάνατο. Οι λέξεις επικοινωνούν, «συναλλάσσονται» με τον «χώρο» και τον «χρόνο» μεταβαίνοντας στο πεδίο της μετουσίωσης της γραφής σε συγκεκριμένη νοηματοδότηση της ίδιας της ζωής.
Κατά τον ίδιο θαυμαστό τρόπο, οι λέξεις που αποτυπώνει στο χαρτί ο σπουδαίος Ουρουγουανός συγγραφέας Eduardo Galeano ταξιδεύουν παραμένοντας αναλλοίωτες στο «χώρο» και στον «χρόνο». Έτσι, ο Γιάννης Ρίτσος, που με «εγγίζει» ζωή και «φως» την Καβαφική καθημερινότητα, μεταπλάθοντας και αναπλάθοντας τα προσίδια Καβαφικά ποιητικά νοήματα, «συναντά» τον Eduardo Galeano στη διαδικασία της δημιουργίας και της διαμόρφωσης μίας «νέας» ζωής. Εκεί που οι λέξεις «αγγίζουν» τις ημέρες ενός νέου κόσμου. «Και οι μέρες άρχισαν να περπατούν. Και μας δημιούργησαν. Και γεννηθήκαμε εμείς, τα παιδιά τους, είμαστε τα παιδιά των ημερών, που πορευόμαστε εξερευνώντας τη ζωή».
Οι ημέρες της «πεζής» καθημερινότητας στην Αλεξάνδρεια μαζί με τις «άχρονες» ποιητικές λέξεις διαμόρφωσαν το Καβαφικό ποιητικό παλίμψηστο ιδεών και νοημάτων. Και αυτό το ποιητικό παλίμψηστο έρχεται να νοηματοδοτήσει εκ νέου ο Γιάννης Ρίτσος, εμφυσώντας με «φως» και «λέξεις»  το «μικρό σκαλιστό γραφείο», το φθαρμένο από τον χρόνο και την σιωπή.
«Όχι, δεν ωφελεί η ανάμνηση μήτε κι η ποίηση. Κι ωστόσο, την ύστατη στιγμή, πριν κοιμηθεί, σκύβοντας πάνω απ’ το γυαλί της λάμπας να φυσήσει τη φλόγα της, να σβήσει πια κι αυτή, αντιλαμβάνεται ότι φυσάει κατευθείαν μέσα στο γυάλινο αυτί της αιωνιότητας μια λέξη αθάνατη, εντελώς δική του, το ίδιο του το χνώτο- ο στεναγμός της ύλης. Ωραία που η καπνιά της λάμπας ευωδιάζει το δωμάτιο του τα χαράματα».
Η «καπνιά της λάμπας» είναι το ίδιο το ποιητικό φως που έχει «χαράξει» την ζωή του Αλεξανδρινού. Έτσι μπορεί και φυσά «κατευθείαν μέσα στο γυάλινο αυτί της αιωνιότητας μια λέξη αθάνατη, εντελώς δική του, το ίδιο του το χνώτο- ο στεναγμός της ύλης». Φυσά στο «αυτί της αιωνιότητας», όχι μία αλλά πολλές λέξεις που πλάθουν και μεταπλάθουν ένα ολόκληρο ποιητικό γίγνεσθαι «έμφορτο» νοημάτων και αξιών που «εγγίζουν» και προσεγγίζουν την «μουσική διάσταση» της αιωνιότητας.
«Ο στεναγμός της ύλης, το ίδιο του χνώτο» στην ουσία, αφίσταται των ζωτικών αναγκών που άπτονται της ίδιας της «λειτουργίας» του ανθρώπινου σώματος, και μετασχηματίζεται σε προσίδια και «ζώσα» ποιητική «ύλη» που μετατοπίζεται προς το πεδίο της ζωής και της αιωνιότητας. Η ποίηση  είναι μουσική μελωδία, και η μουσική μελωδία γίνεται ποιητικός λόγος «συνάντησης» δύο σπουδαίων ποιητών. Κάθε ποιητική λέξη ενσταλάζει και «χαράζει» ταυτόχρονα την πιο όμορφη μουσική μελωδία.
«Αφουγκράζομαι, κι ακούω μουσικές που έρχονται από πολύ μακριά, από το παρελθόν, από άλλους καιρούς, από ώρες που έχουν πια φύγει και από ζωές που δεν υπάρχουν πια Ίσως οι ζωές μας να είναι φτιαγμένες από μουσική. Την ημέρα της ανάστασης, τα μάτια μου θα ανοίξουν πάλι στη Σεβίλλη».
Με έναν ποιητικό τρόπο, ο Γιάννης Ρίτσος, επικοινωνώντας υπόκωφα με τον τελευταίο βασιλιά της μουσουλμανικής Ισπανίας, «ακούει μουσικές από ζωές που δεν υπάρχουν πια». Και με τις δικές του ποιητικές λέξεις, με την δική του ποιητική γραφή, αναδίδει στην «επιφάνεια» τις μουσικές, την «εξαίσια μελωδία» της ποιητικής «κίνησης» του Καβάφη. Η ποιητικά πρόζα συστέλλει και υπερβαίνει τον «χωροχρόνο» της λήθης και της ακινησίας, αναγόμενη στο μείζον και υπερβατικό ποιητικό φως. Ο Γιάννης Ρίτσος αφουγκράζεται, σκέπτεται, ακούει και αποτυπώνει στο χαρτί, μία ποιητική-μουσική μελωδία αλλοτινών εποχών.
«Κι εκείνος πανούργος, αδηφάγος, σαρκικός, ο μέγας αναμάρτητος, ανάμεσα στο ναι και στο όχι, στην επιθυμία και τη μετάνοια, σαν ζυγαριά στο χέρι του θεού ταλαντεύεται ολόκληρος, ενώ το φως του παραθύρου πίσω απ’ το κεφάλι του τοποθετεί ένα στέφανο συγγνώμης και αγιοσύνης. «Αν άφεση δεν είναι η ποίηση, – ψιθύρισε μόνος του- τότε, από πουθενά μην περιμένουμε έλεος».
Η ίδια η ποίηση που τέμνει και ανατέμνει συνάμα όχι μόνο το ποιητικό αλλά και το κοινωνικό γίγνεσθαι. Η ποίηση που εκφράζει υψηλά νοήματα και αξίες, ανάγεται στο πεδίο του συμπαντικού «φωτός», ενώ, την ίδια στιγμή, «κεντάει» την κοινωνική αλλά και πολιτική κανονικότητα με λέξεις, με λέξεις που φθάνουν στην «καρδιά» της ίδιας της ζωής.
Η αποκρυστάλλωση της ποιητικής γραφής γίνεται στο «πεδίο» της ζωής. Η ποίηση νοείται όχι απλώς ως «άφεση» αλλά ως υψηλή ενατένιση, ως μουσική που διεισδύει στα μύχια και μυστικά «πεδία» της ανθρώπινης ζωής. Και ο μεγάλος Αλεξανδρινός, ως ο «μέγας αναμάρτητος» στοχάζεται και ανατέμνει την αμφισημία της ανθρώπινης πράξης και φύσης.
Η ποίηση υπερβαίνει τις νόρμες του πολιτικού κομφορμισμού και καθωσπρεπισμού, εγγράφοντας στα χαρακτηριστικά εκείνα  που ορίζουν και προσδιορίζουν την «παρουσία» της την εγγενή αμφισβήτηση και αμφιβολία για τα «κακώς κείμενα» της πολιτικής πράξης και πρακτικής. Με αυτό τον τρόπο ανάγεται στο «υψηλό» συμπαντικό φως της λαϊκής αυτενέργειας και δράσης.
1. Βλ.σχετικά, Ρίτσος Γιάννης, ’12 ποιήματα για τον Καβάφη’, (1963). Ρίτσος Γιάννης, Ποιήματα, Θ΄, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 1989, σελ. 179.
2. Βλ.σχετικά, Galeano Eduardo, ‘Η Γένεση κατά τους Μάγια’, από την σειρά ‘Οι μέρες αφηγούνται’, Μετάφραση: Κανσή Ισμήνη,  Εκδόσεις Πάπυρος, Αθήνα, 2012, σελ.13
3. Βλ.σχετικά, Ρίτσος Γιάννης… ό.π., σελ.181.
4. Βλ.σχετικά, Galeano Eduardo, ‘Είμαστε από μουσική’, (του Μποαμπτνίλ, του τελευταίου βασιλιά της μουσουλμανικής Ισπανίας), από την σειρά ‘Οι μέρες αφηγούνται’, Μετάφραση: Κανσή Ισμήνη, Εκδόσεις Πάπυρος, Αθήνα, 2012, σελ. 396.
5. Βλ.σχετικά, Ρίτσος Γιάννης…ό.π, σελ.179.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.