Δεκέμβρης 1944 (17)

Πέμπτη 30 Απριλίου 2015

Νίκος Γκάτσος: Ήρθε ο καιρός, ήρθε ο καιρός

Νίκος Γκάτσος. 8 Δεκεμβρίου 1911, Ασέα Αρκαδίας - 12 Μαΐου 1992, Αθήνα
Σχέδιο, Μπάμπης Ζαφειράτος, 30.IV.2015 (Μολύβι, 29 χ 21 εκ.)


 

Ήρθε ο Καιρός
(Νυν και Αεί, 1974)

Νίκος Γκάτσος
Σταύρος Ξαρχάκος
Νίκος Δημητράτος

Εσείς που βάλατε την έγνοια προσκεφάλι
κι είχατε στρώμα της ζωής την ερημιά
Εσείς που χρόνια δε σηκώσατε κεφάλι
και καλοσύνη δε σας άγγιξε καμιά


Ήρθε ο καιρός, ήρθε ο καιρός
πάνω στου κόσμου την πληγή
ήρθε ο καιρός, ήρθε ο καιρός
να ξαναχτίσετε την γη.

Εσείς αδέρφια που ποτέ δεν βγάλατε άχνα
κι ούτε ξημέρωσε στην πόρτα σας γιορτή
εσείς που η πίκρα σας πλημμύρισε τα σπλάχνα
κι όλοι σάς βλέπανε σαν άγραφο χαρτί.


*



Ο ιππότης κι ο θάνατος (1513)
(Τα Παράλογα, 1976)

Νίκος Γκάτσος
Μάνος Χατζιδάκις
Ηλίας Λιούγκος

Καθώς σε βλέπω ακίνητο
Με του Ακρίτα τ' άλογο και το κοντάρι του Άι-Γιωργιού να ταξιδεύεις στα χρόνια,
Μπορώ να βάλω κοντά σου,
Σ' αυτές τις σκοτεινές μορφές που θα σε παραστέκουν αιώνια
Ώσπου μια μέρα να σβηστείς κι εσύ παντοτινά μαζί τους
Ώσπου να γίνεις πάλι μια φωτιά μες στη μεγάλη Τύχη που
σε γέννησε
Μπορώ να βάλω κοντά σου
Μια νεραντζιά στου φεγγαριού τους χιονισμένους κάμπους,
Και το μαγνάδι μιας βραδιάς να ξεδιπλώσω μπροστά σου
Με τον Αντάρη κόκκινο να τραγουδάει τα νιάτα

Με το Ποτάμι τ' Ουρανού να χύνεται στον Αύγουστο
Και με τ' Αστέρι του Βοριά να κλαίει και να παγώνει,
Μπορώ να βάλω λιβάδια
Νερά που κάποτε πότισαν τα κρίνα της Γερμανίας,
Κι αυτά τα σίδερα που φορείς μπορώ να σου τα στολίσω
Μ' ένα κλωνί βασιλικό κι ένα ματσάκι δυόσμο
Με του Πλαπούτα τ' άρματα και του Νικηταρά τις πάλες.
Μα εγώ που είδα τους απογόνους σου σαν πουλιά
Να σκίζουν μιαν ανοιξιάτικη αυγή τον ουρανό της πατρίδας μου.
Κι είδα τα κυπαρίσσια του Μοριά να σωπαίνουν
Εκεί στον κάμπο του Αναπλιού
Μπροστά στην πρόθυμη αγκαλιά του πληγωμένου πελάγου
Όπου οι αιώνες πάλευαν με τους σταυρούς της παλληκαριάς,
Θα βάλω τώρα κοντά σου
Τα πικραμένα μάτια ενός παιδιού
Και τα κλεισμένα βλέφαρα
Μέσα στη λάσπη και το αίμα της Ολλανδίας.

Αυτός ο μαύρος τόπος
Θα πρασινίσει κάποτε.
Το σιδερένιο χέρι του Γκετς θ' αναποδογυρίσει τ' αμάξια
Θα τα φορτώσει θημωνιές από κριθάρι και σίκαλη
Και μες στους σκοτεινούς δρυμούς με τις νεκρές αγάπες
Εκεί που πέτρωσε ο καιρός ένα παρθένο φύλλο
Στα στήθια που σιγότρεμε μια δακρυσμένη τριανταφυλλιά,
Θα λάμπει ένα άστρο σιωπηλό σαν ανοιξιάτικη μαργαρίτα.

Μα εσύ θα μείνεις ακίνητος
Με του Ακρίτα τ’ άλογο και το κοντάρι του Άι- Γιωργιού θα ταξιδεύεις στα χρόνια
Ένας ανήσυχος κυνηγός από τη γενιά των ηρώων
Μ' αυτές τις σκοτεινές μορφές που θα σε παραστέκουν αιώνια
Ώσπου μια μέρα να σβηστείς κι εσύ παντοτινά μαζί τους
Ώσπου να γίνεις πάλι μια φωτιά μες στη μεγάλη Τύχη που σε γέννησε
Ώσπου και πάλι στις σπηλιές των ποταμιών ν' αντηχήσουν
Βαριά σφυριά της υπομονής
Όχι για δαχτυλίδια και σπαθιά
Αλλά για κλαδευτήρια κι αλέτρια.
(περ. «τετράδιο», τομ. Α’, τ. 1, Ιαν. 1947)

*


Ήταν του Μάη το πρόσωπο

Νίκος Γκάτσος
(από την Αμοργό)
Μαρία Φαραντούρη

*

Από την Αμοργό (1943)

Στου πικραμένου την αυλή ήλιος δεν ανατέλλει
Mόνο σκουλήκια βγαίνουνε να κοροϊδέψουν τ' άστρα
Mόνο φυτρώνουν άλογα στις μυρμηγκοφωλιές
Kαι νυχτερίδες τρων πουλιά και κατουράνε σπέρμα.

Στου πικραμένου την αυλή δε βασιλεύει η νύχτα

Mόνο ξερνάν οι φυλλωσιές ένα ποτάμι δάκρυα
Όταν περνάει ο διάβολος να καβαλήσει τα σκυλιά
Kαι τα κοράκια κολυμπάν σ' ένα πηγάδι μ' αίμα.

Στου πικραμένου την αυλή το μάτι έχει στερέψει
Έχει παγώσει το μυαλό κι έχει η καρδιά πετρώσει

Kρέμονται σάρκες βατραχιών στα δόντια της αράχνης
Σκούζουν ακρίδες νηστικές σε βρυκολάκων πόδια.

Στου πικραμένου την αυλή βγαίνει χορτάρι μαύρο
Mόνο ένα βράδυ του Mαγιού πέρασε ένας αγέρας
Ένα περπάτημα ελαφρύ σα σκίρτημα του κάμπου
Ένα φιλί της θάλασσας της αφροστολισμένης.

Kι αν θα διψάσεις για νερό θα στίψουμε ένα σύννεφο
Kι αν θα πεινάσεις για ψωμί θα σφάξουμε ένα αηδόνι
Mόνο καρτέρει μια στιγμή ν' ανοίξει ο πικραπήγανος
N' αστράψει ο μαύρος ουρανός να λουλουδίσει ο φλόμος.

Mα είταν αγέρας κι έφυγε κορυδαλλός κι εχάθη
Eίταν του Mάη το πρόσωπο του φεγγαριού η ασπράδα
Ένα περπάτημα ελαφρύ σα σκίρτημα του κάμπου
Ένα φιλί της θάλασσας της αφροστολισμένης.

                                                        (Ίκαρος, 1987)


2 σχόλια:

  1. ΣΙΚΑΓΟ - ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ 1886
    Με αίτημα αιχμής την καθιέρωση του 8ωρου ξεσπούν μεγαλειώδεις απεργίες χιλιάδων εξαθλιωμένων εργατών που αργοπέθαιναν δουλεύοντας σα δούλοι από 12 ως 16 ώρες την ημέρα. Οι απεργοί εργάτες του Σικάγο αντιμετωπίζονται με ωμή βία από τις κρατικές δυνάμεις καταστολής και τους πληρωμένους μπράβους των εργοδοτών. Επακολουθούν σφοδρές συγκρούσεις. Στη συνέχεια, μέσω μιας στημένης δίκης-παρωδίας, 4 πρωτοπόροι μαχητές απεργοί της εξέγερσης οδηγούνται στις αγχόνες. Ατρόμητοι οι ηρωικοί μελλοθάνατοι τραγουδούν επαναστατικούς ύμνους του εργατικού κινήματος, ενώ ακόμη και την ύστατη ώρα, μπροστά στα ικριώματα, καταγγέλλουν με γενναιότητα το ένοχο σύστημα της μισθωτής σκλαβιάς. Ένας από αυτούς, ο Αύγουστος Σπάις, θα φωνάξει πριν τον κρεμάσουν: «Θα έρθει κάποτε ο καιρός που η σιωπή του θανάτου μας θα είναι πιο δυνατή από τις φωνές μας που στραγγαλίζετε εδώ σήμερα»! Τα επόμενα χρόνια το 8ωρο κατοχυρώνεται…

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.