Πικρό τραγούδι για το φεγγάρι
Στης Ανατολής τα μέρη / μια φορά κι έναν καιρό
ήταν άδειο το κεμέρι / μουχλιασμένο το νερό.
Ωχρό ξυπόλητο φεγγάρι…
Πέρασε μέσα από τα σύννεφα και κοίταξε για μια στιγμή την πόλη. Αύριο δεν θα την ξανάβλεπε.
Ένας κόμπος, μαύρος, σαν το πετρέλαιο που κύλαγε στα σπλάχνα αυτού του κόσμου, ανάβλυσε και στάθηκε μετέωρος στην άκρη του καημού του.
………
Το σχήμα της ερήμου αναρριγούσε όταν το φώτιζε, και χρύσιζε στο πέρασμά του. Πάντα κι απόψε.
Οι δυο μεγάλες χαρακιές στο πρόσωπο της γης φέγγουν στο λιγοστό του φως και κατεβαίνουν να χωθούν στην αγκαλιά του κόλπου.
*
Στη Μοσούλη στη Βασόρα / στην παλιά τη χουρμαδιά
πικραμένα κλαίνε τώρα / της ερήμου τα παιδιά.
Έγειρε κουρασμένο κι αφουγκράστηκε.
Ψυχή δεν ήταν από κάτω να του ρίξει μια ματιά. Δυο τρεις διαβάτες τυλιγμένοι τη σιωπή δεν είχαν μάτια για φεγγάρια. Μα και ψηλά να κοίταζαν θα το έπνιγαν μες στα βαθιά σκοτάδια των ματιών τους.
Κι ούτε κανείς το τραγουδούσε πια. Οι ερωτευμένοι δεν ορκίζονταν στο φως του, δεν το περίμεναν να βγει και να τους ταξιδέψει, δεν τραγουδούσανε τη λάμψη του, οι ποιητές δεν του ’γραφαν τραγούδια, δεν το ’βαζαν χτενάκι στα μαλλιά της.
Και τα παιδιά δεν το ’χαν δίπλα τους για να τα μάθει να διαβάζουν.
Είχανε γίνει άστρα και πουλιά πυρπολημένα, μεγάλωναν τη μοναξιά του.
………
Ο κόμπος βάρυνε σιγά σιγά κι έγινε δάκρυ. Και τώρα μια καυτή βροχή στάζει επάνω στις ουλές σαν σκουριασμένο χάδι.
Και κάθε βράδυ –τις ώρες που άλλοτε συνήθιζε να βγαίνει το φεγγάρι– χίλιες και μία σταγόνες λαμπυρίζουνε στο ιδρωμένο σώμα της ερήμου.
Και δυο ποτάμια με αλμυρό νερό, πότε αφρισμένα κι άλλοτε βουβά, τρέχουν και κρύβονται ασταμάτητα στο φλογισμένο στήθος της θαλάσσης.
Νικημένο μου ξεφτέρι / δεν αλλάζουν οι καιροί
με φωτιά και με μαχαίρι / πάντα ο κόσμος προχωρεί.
***
Υ.Γ. Γι’ αυτό άλλωστε τα μάτια των αντρών είναι σκληρά, των γυναικών παράπονα, και των μανάδων πονεμένα.
Γι’ αυτό κοστίζουν ακριβά τα μαύρα δάκρυα της γης, κι είναι πικρές οι θάλασσες του κόσμου.
Γι’ αυτό είναι το κλάμα των ποιητών ακατανόητο, και των παιδιών πηγάδι που ποτέ δε θα στερέψει.
Ξημερώματα Πέμπτης, 20 Μαρτίου 2003
(Οι στίχοι που παρεμβάλλονται είναι από το τραγούδι του ΚΕΜΑΛ, του Νίκου Γκάτσου. Μουσική Μάνος Χατζιδάκις. Δίσκος ΑΝΤΙΚΑΤΟΠΤΡΙΣΜΟΙ. ΣΕΙΡΙΟΣ, 1993)
|
Για ναυαγούς που θέλουν να κολυμπήσουν. Το σημείωμα άλλοτε βιαστικό και ταραγμένο, άλλοτε φλύαρο ή λακωνικό, ακατάληπτο κι ερμητικό, κακογραμμένο κι αδέξιο, ευδιάκριτο ή ξεθωριασμένο. Μπουκαλάκια, φιαλίδια, φιάλες αερίου. Μποτίλιες, μποτίλιες, μποτίλιες... Με καθορισμένο, πάντοτε, στίγμα. Καλή στεριά, συνταξιδιώτες... Ή καλή θάλασσα.
Δεκέμβρης 1944 (17)
▼
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.