ΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΙ ΕΡΑΣΤΕΣ
Το απόγειο της δεξιοτεχνίας του Κένζι Μιζογκούτσι
Από 22/8 σε DIGITAL 4K RESTORATION
*
Θνητοί
οι πρωταγωνιστές
Θεοί εμείς απ’ την πλατεία
Και Σταυρωμένοι Εραστές
Κι επαναστάτες με αιτία
Πάμε μωρό μου σινεμά
Στου σκοταδιού το αργό ταξίδι
Μετά θα δούμε κριτική
Του Ακτσόγλου και του Ραφαηλίδη
Μπάμπης Ζαφειράτος, Πάμε μωρό μου σινεμά
*
«ΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΙ ΕΡΑΣΤΕΣ» το απόγειο της δεξιοτεχνίας του Κένζι Μιζογκούτσι, σε DIGITAL 4K RESTORATION από 22/8 στους κινηματογράφους σε διανομή NEW STAR
70 ΧΡΟΝΙΑ ΕΠΕΤΕΙΑΚΗ ΕΠΑΝΕΚΔΟΣΗ
ΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΙ ΕΡΑΣΤΕΣ ΤΟΥ ΚΕΝΖΙ ΜΙΖΟΓΚΟΥΤΣΙ ΕΛΛΗΝΙΚΟ TRAILER NEW STAR
Ένα αριστούργημα καθαρότητας και υψηλής τέχνης.
Το θέατρο Καμπούκι συναντά τη μεγάλη οθόνη στο ιδεόγραμμα του έρωτα από τον μετρ Κέντζι Μιζογκούτσι.
Στο «Σταυρωμένοι Εραστές» η δεξιοτεχνία του Μιζογκούτσι φτάνει στο απόγειό της.
H τραγική ερωτική ιστορία δύο νέων ανθρώπων που ανήκουν σε διαφορετικές κοινωνικές τάξεις.
Οι ελάχιστες στιγμές που κλέβουμε απ' το θάνατο είναι οι γλυκύτερες της ζωής μας.
Επίσημη συμμετοχή στο Φεστιβάλ Καννών
*
O τεράστιος Γιαπωνέζος Κέντζι Μιζογκούτσι, έχει την τιμητική του στο Στούντιο με προβολή τριών συνολικά ταινιών του. Κάτι σαν γεννήτορας του μοντέρνου ιαπωνικού σινεμά ο Μιζογκούτσι, δάσκαλος για δεκάδες δημιουργούς και διαμορφωτής μιας κινηματογραφικής γλώσσας επίκαιρης και ζωντανής, κέρδισε αργά την αναγνώριση στη Δύση, καθώς ο πρώιμος θάνατός του, σε ηλικία 58 ετών, άφησε την πορεία του, αν όχι ανολοκλήρωτη, τουλάχιστον ατελή.
*
Σταυρωμένοι Εραστές
Chikamatsu Monogatari
Σκηνοθεσία: Κένζι Μιτσογκούτσι
Σενάριο: Γιοσικάτα Γιόντα, Ματσουταρό Καουαγκούτσι, βασ. στο θεατρικό έργο "Το αλμανάκ του έρωτα", του Μονζαεμόν Τσικαμάτσου
Διεύθυνση Φωτογραφίας: Καζούο Μιγιαγκάουα
Μοντάζ: Κάνζι Σουγκαουάρα
Κοστούμια: Νάτσου Ίτο
Σκηνικά: Χιρόσι Μιζουτάνι
Μουσική: Φουμίο Χαγιασάκα
Ερμηνευτές: Καζούο Χασεγκάουα (Μοχέι), Κιόκο Καγκάουα (Οσάν), Εϊτάρο Σιντό (Ισούν), Σακάε Οζάουα (Σουκεγιεμόν), Γιόκο Μιναμίντα (Οτόμα), Χαρούο Τανάκα (Ντόκι), Τσιέκο Νανίουα (Όκο), Ιτσιρό Σουγκάι (Γκενμπέι)
Χώρα/ Έτος: Ιαπωνία- 1954
Διάρκεια: 110'
Διανομή:
NEW
STAR
Σύνοψη
Στο Κυότο του 17ου αιώνα, η Οσάν, γόνος μιας ξεπεσμένης αριστοκρατικής οικογένειας, έχει παντρευτεί για λόγους συμφέροντος τον Ισούν, έναν εύπορο και φιλοχρήματο άνδρα μεγαλύτερης ηλικίας. Ο Μοχέι, ένας από τους υπαλλήλους του άνδρα της, είναι κρυφά ερωτευμένος μαζί της. Όταν η Οσάν κατηγορείται ψευδώς ότι είναι ερωμένη του, αναγκάζονται να το σκάσουν μαζί και γρήγορα αποκαλύπτουν ο ένας τον έρωτά του για τον άλλο. Στο μεταξύ, ο Ισούν διατάζει τους άνδρες του να βρουν τους δύο εραστές και να τους χωρίσουν, για να αποφύγει το δημόσιο εξευτελισμό. Το τέλος των δύο εραστών θα είναι τραγικό: θα σταυρωθούν δημόσια, αφού αυτή είναι η τιμωρία που επιβάλλεται στους μοιχούς.
Διασκευή ενός θεατρικού έργου που συνδυάζει το θέατρο Καμπούκι με το θέατρο μαριονετών Μπουνράκου, γραμμένο από τον Τσικαμάτσου Μονζαέμον, διάσημο συγγραφέα του 17ου αιώνα, με θέμα την ιστορία ενός ζευγαριού, στη φεουδαρχική Ιαπωνία.
*
«...Προσέξτε τις παραμέτρους που κάνουν αυτή την ταινία, όπως και όλες τις ταινίες του Μιζογκούτσι, "άφατη": κάθε φορά που θα προσπαθήσεις να μιλήσεις γι' αυτήν σου κόβεται η μιλιά, κι ένα τραγούδι ή ένας λυγμός κρέμεται στα χείλια σου. Δεν υπάρχει μετάφραση για την τέχνη του Μιζογκούτσι»
Βασίλης
Ραφαηλίδης (βλ. κάτω)
*
ΣΑΣ ΕΝΗΜΕΡΩΝΟΥΜΕ ΟΤΙ ΤΟ STUDIO ΕΧΕΙ ΑΦΙΕΡΩΣΕΙ ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΚΑΘΙΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΑΡΙΘΜΟ Νο "Ν2" ΣΤΟΝ ΜΕΓΑΛΟ ΙΑΠΩΝΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟ ΚΕΝΖΙ ΜΙΖΟΓΚΟΥΤΣΙ, ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΟΠΟΙΟΥ ΠΡΩΤΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗΚΑΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΑΠΟ ΤΟ STUDIO ΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ '70 ΕΠΙ ΣΩΚΡΑΤΗ ΚΑΨΑΣΚΗ
*
ΚΕΝΖΙ ΜΙΖΟΓΚΟΥΤΣΙ
Ο Μιζογκούτσι είναι της από της
σπουδαιότερους δημιουργούς του, και την ίδια στιγμή κάτι σαν γεννήτορας του
μοντέρνου σινεμά της πατρίδας του και ο πιο επιδραστικός των σκηνοθετών της
χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου εντός και εκτός των συνόρων της. Δάσκαλος για
δεκάδες δημιουργούς, από τον Κουροσάβα μέχρι τη νέα γενιά του σήμερα και
διαμορφωτής μιας κινηματογραφικής γλώσσας που παραμένει επίκαιρη και ζωντανή, ο
Μιζογκούτσι κέρδισε αργά την αναγνώρισή του στη Δύση, καθώς ο πρώιμος θάνατός
του σε ηλικία 58 ετών άφησε την πορεία του στο κινηματογραφικό στερέωμα αν όχι
ανολοκλήρωτη, τουλάχιστον ατελή.
Ο Μιζογκούτσι ξεκίνησε σαν «κινηματογραφικός εργάτης» γυρίζοντας στην πρώιμη
περίοδο της δουλειάς του μια ταινία μέσα σε λίγες εβδομάδες και φτάνοντας στο
σημείο να υπογράψει σχεδόν πενήντα ταινίες της δεκαετίες του ’20 και του ’30,
οι περισσότερες από της οποίες πλέον αγνοούνται. Οι πρώτες του δουλειές ήταν
αναμφίβολα διερευνητικές, μεταφορές μυθιστορημάτων, διασκευές θεατρικών έργων
και ριμέικ ταινιών του γερμανικού εξπρεσιονισμού. Η δική του ταυτότητα, η
αποκάλυψη της δικής του σκηνοθετικής σφραγίδας δεν θα ερχόταν παρά στα μέσα της
δεκαετίας του ’30, όταν ο Μιζογκούτσι θα άρχιζε να εξερευνά θεματικές που τον
απασχολούσαν και να γυρίζει ταινίες που μιλούσαν για τη μετάβαση της ιαπωνικής
κοινωνίας από τον φεουδαλισμό στον μοντέρνο τρόπο ζωής, να εξερευνά το
κοινωνικό πρόσωπο της τέχνης του σινεμά και να μιλά για τη θέση της γυναίκας
στην ιαπωνική κοινωνία.
Οι ταινίες του δίχως να στοχεύουν στον εύκολο συναισθηματισμό κατορθώνουν να
γεννούν πλήθος συναισθημάτων, να εμπλέκουν απόλυτα τον θεατή και να προβάλλουν
γεμάτες ομορφιά και εξαιρετικά δουλεμένη σκηνοθεσία ως ένα σύνολο σπάνιας
λειτουργικότητας και τέχνης.
*
Βασίλης Ραφαηλίδης
Οι Σταυρωμένοι Εραστές (Chikamatsu Monogatari, 1955)
Μεγάλη Τέχνη είναι η αμετάφραστη τέχνη. Μόνον αυτή μπορεί κι ανθίσταται στη «μεταγλώττιση», δηλαδή το χάλασμα μιας γλώσσας με την επέμβαση μιας άλλης. Η Μεγάλη Τέχνη δεν αντέχει τα «ξένα ρούχα». Πιο σωστά, δεν αντέχει κανένα ρούχο: προτιμάει την παρθενική γύμνια της.
Κάθε κριτικό κείμενο είναι μια «μετάφραση», ακόμα και στην περίπτωση κατά την οποία ο κριτικός δεν έχει καμιά πρόθεση να «μεταγλωττίσει», αλλά να γράψει εξαρχής ένα καινούργιο κείμενο. Που ωστόσο είναι πάντα «ένα μετακείμενο», και η γλώσσα του μια «μεταγλώσσα». Το κριτικό κείμενο μιλάει για ένα άλλο «κείμενο». Όσο ελεύθερα (μεταγλωσσικά) κι αν μιλήσει γι' αυτό το κείμενο, ο κριτικός κινδυνεύει να χάσει τελείως το θέμα του, όταν το προς «μεταγλωττισμό» κείμενο είναι αμετάφραστο.
Σε μια τέτοια περίπτωση, η καλύτερη κριτική θα ήταν μια ατέλειωτη σειρά από μακρόσυρτα επιφωνήματα ταυ τύπου «άααααα» ή «ώωωωωω», διαρθρωμένα μ’ έναν τρόπο που να συνιστούν κάτι σαν μουσική. Σε μια τέτοια περίπτωση, λοιπόν, είναι προτιμότερο να γράψεις ένα τραγούδι (χωρίς λόγια) παρά να καταφύγεις στον ανεπαρκή λόγο, που πρόθεσή του είναι να αιχμαλωτίσει με το Λόγο (τη λογική) τα πάντα, ακόμη και το ολικά άλογο ή παράλογο. Η κριτική του επιφωνήματος ή της κραυγής είναι πάντα ένας θεμιτός τρόπος κριτικής —αρκεί να καταλήξεις σ’ αυτήν όχι εξαιτίας της τυπικής δυσλεξίας του ηλιθίου, αλλά γιατί, δοκιμάζοντας το γλωσσικό σου όργανο, κατέληξες στο λογικό συμπέρασμα πως διάλεξες λάθος κώδικα για να αρθρώσεις μ’ αυτόν πράγματα που ούτε εσύ, αλλά ούτε ο δημιουργός είσαστε σε θέση να τα ορίσετε με τη λογική επάρκεια που απαιτεί ο λόγος.
Να γιατί η μουσική (όχι τα τραγουδάκια) θα είναι πάντα η πρώτη και η έσχατη τέχνη: ό,τι δε χωράει σε λόγια, χωράει σε ήχους, κι ό,τι περισσεύει κι απ' τους αρθρωμένους ήχους γίνεται κραυγή ή λυγμός: η γλώσσα των ερωτευμένοι θα είναι πάντα μια γλώσσα χωρίς λόγια, όπου το περιφρονημένο από τους γραμματοδιδάσκαλους επιφώνημα γίνεται επιτέλους ένα αληθινό «μέρος του λόγου», πιο αληθινό κι απ' το ρήμα, τούτον τον κουτσό φορέα της πράξης.
Αν έτσι έχουν τα πράγματα, πώς να μιλήσεις για τον Κένζι Μιζογκούτσι (1898-1956) χωρίς να γίνεις αστείος, από μόνο το λόγο πως αντί να γράψεις γι’ αυτόν ένα τραγούδι, έστω και άτεχνο, κάθισες και έγραψες ένα κείμενο, έστω και έντεχνο; Όταν πρωτογράψαμε γι' αυτόν τον μεγάλο «μουσικό» της κινούμενης εικόνας («Το Βήμα», 6-11-1979) επισημάναμε αλλά δεν αποφύγαμε τον κίνδυνο να μιλήσουμε με γλώσσα μη αρμόζουσα στη δική του ποιητική.
Όμως, δεδομένου πως δεν καθίσαμε να μάθουμε μουσική στο μεταξύ, δεδομένου ακόμα πως η... κριτική με μουσική (όχι μετά μουσικής, γιατί αυτό γίνεται) δεν έχει καμιά πιθανότητα να καθιερωθεί έστω και στο απώτερο μέλλον ως κριτικός τρόπος, είμαστε και πάλι υποχρεωμένοι να καταφύγουμε στο λόγο, προκειμένου να ξεφύγουμε απ' την παγίδα της «αισθητικής της σιωπής» που μας έχει στήσει εδώ και χρόνια εκείνη η τρομερή μαθήτρια του Ρολάν Μπαρτ, η Σούζαν Σόντακ.
Λοιπόν, θα επιχειρήσουμε και πάλι το αδύνατο, δηλαδή να μιλήσουμε για πράγματα που μόνο νιώθονται —όχι απ' όλους βέβαια. Μπορεί η Ζερμέν Ντιλάκ και ο Λουί Ντελίκ να είπαν πως «ο κινηματογράφος είναι μουσική με εικόνες», αλλά είναι πολύ λίγοι αυτοί που πήραν τα παραπάνω λόγια τοις μετρητοίς. Και ο καλύτερος τρόπος να μάθει κάποιος μουσική διά της εικόνας είναι είτε να μελετήσει καλά τον Τζιότο είτε να βλέπει πολύ συχνά Μιζογκούτσι, με την προϋπόθεση πως προηγουμένους θα έχει καταργήσει εκείνα τα αστεία όρια ανάμεσα στις τέχνες, που κάνουν, π.χ., τον ειδικό περί τη ζωγραφική, τελείως μπούφο στα περί τον κινηματογράφο ή στα περί τη μουσική, κ.λπ. Η Τέχνη είναι μία και αδιαίρετη, και αυτό που ονομάζουμε συμβατικά τέχνες δεν είναι παρά ο τεχνικός κερματισμός του ενιαίου αισθητικού φαινομένου.
Στο μέλλον, όταν θα λέμε τέχνη θα εννοούμε κινηματογράφος, όχι γιατί ο κινηματογράφος είναι η σπουδαιότερη τέχνη, αλλά διότι σ' αυτόν όλες οι τέχνες συντίθενται σε Τέχνη. Αν δεν το πιστεύετε, δείτε με την πρώτη ευκαιρία την ταινία του Ιάπωνα Κένζι Μιζογκούτσι Σταυρωμένοι εραστές (1954) Και προσέξτε τις παραμέτρους που κάνουν αυτή την ταινία, όπως και όλες τις ταινίες του Μιζογκούτσι, «άφατη»: κάθε φορά που θα προσπαθήσεις να μιλήσεις γι’ αυτήν σού κόβεται η μιλιά, κι ένα τραγούδι ή ένας λυγμός κρέμεται στα χείλια σου. Δεν υπάρχει μετάφραση για την τέχνη του Μιζογκούτσι.
Κι ωστόσο, σεναριακά τουλάχιστον, πρόκειται εδώ για ένα μελόδραμα της αράδας. Της αράδας; Θα δούμε στη συνέχεια πως Οι σταυρωμένοι εραστές δεν είναι ούτε τραγωδία ούτε μελόδραμα ούτε καν δράμα. Είναι μουσική με εικόνες, που ωστόσο δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσία του μουσικολόγου, γιατί αυτός ο δύστυχος πιστεύει πως η μουσική είναι πάντα και σ’ όλες τις περιπτώσεις η τέχνη του αρθρωμένου και «εύτακτου» ήχου. Πώς να τον πείσεις πως το χαμόγελο της Τζιοκόντα είναι μουσική; Έχει πάθει τέτοιο στραπάτσο, ο καημένος, απ’ το χαμόγελο της γυναίκας του που είναι, απλώς, γκριμάτσα, που όταν του μιλήσεις για το επιστημονικά βεβαιωμένο γεγονός της «μετατόπισης των αισθήσεων» θα σκάσει στα γέλια. Κι ωστόσο, υπάρχει τρόπος να ακούμε μουσική με τα μάτια και να βλέπουμε εικόνες με τ’ αφτιά.
Εμείς, όμως, εδώ δε θα μιλήσουμε για τις μετατοπισμένες αισθήσεις, που είναι γεγονός σπάνιο. Θα μιλήσουμε για το λιγότερο σπάνιο γεγονός του γκρεμίσματος των ορίων ανάμεσα στις τέχνες. Κι ο Μιζογκούτσι είναι ένας απ' αυτούς τους χαλαστές, που μπερδεύουν μονίμως τους αφελείς, που έτσι και τους αφαιρέσεις τα βολικά και τακτοποιητικά όρια και τους πεις, π.χ., «αυτή η εικόνα είναι μουσική», θα σου αντιτάξουν πως έχεις έναν πολύ καλό τρόπο να εκφράζεσαι... ποιητικά, τη στιγμή που δεν επιδιώκεις τίποτα περισσότερο από το να κυριολεκτήσεις.
Όπως στο αντάτζιο μιας συμφωνίας, όλα σ’ αυτό το ερωτικό ποίημα του Μιζογκούτσι που έχει τον πομπώδη τίτλο Οι σταυρωμένοι εραστές μοιάζουν στην αρχή ακίνητα, νωθρά, πλαδαρά. Η καθημερινή ζωή στο εργαστήρι του αυτοκρατορικού τυπογράφου περιγράφεται με μια σχολαστική συσσώρευση λεπτομερειών, που δεν προσθέτουν τίποτα σε μια δράση ακίνητη σαν την επιφάνεια της θάλασσας που κάτω της, ωστόσο, αρχίζουν, απ’ το πρώτο κιόλας πλάνο να κινούνται υπόγεια ρεύματα που θα παραμείνουν υπόγεια μέχρι το τέλος: πλάνα μεγάλα που ποτέ δε διακόπτονται από ένα μοντάζ «εκφραστικό» και δεν τελειώνουν αν δεν εκφορτίσουν το εικαστικό τους περιεχόμενο πάνω στους χαρακτήρες, που μοιάζουν σαν η ζωντανή προέκταση του ντεκόρ, και που γι’ αυτό δεν έχουν αυτόνομη δραματική ύπαρξη. Κάμερα ακίνητη ή σπάνια κινούμενη, που καταγράφει παθητικά τα τεκταινόμενα μπροστά της, χωρίς ποτέ να σχολιάζει τη δράση ή να μετέχει στη δράση. Ντεκόρ με μια σκανδαλώδη εικαστική αυτονομία, που δεν περιβάλλει τους ήρωες και δε δημιουργεί την αναγκαία για τη δράση τους «περιρρέουσα ατμόσφαιρα», αλλά τους «γεννάει», τους «πετάει» από μέσα του χάρις στη διακριτική υπόγεια λειτουργία μιας φυγόκεντρης δύναμης που ποτέ δεν καταλαβαίνεις τον ακριβή μηχανισμό της. Άρνηση του εύκολου υποστυλώματος της μουσικής υπόκρουσης, που θα μετέθετε την προσοχή απ’ τη μουσική της εικόνας στη μουσική του ήχου. Υποκατάσταση της ελλείπουσας μουσικής από τον τέλεια οργανωμένο θόρυβο που παίρνει τη θέση της και λειτουργεί, ταυτόχρονα, και αφαιρετικά ως υπόκρουση και περιγραφικά ως ρεαλισμός. Διάλογος γεμάτος ρυθμικές εναλλαγές, που θα μπορούσε να ακουστεί και αυτόνομα, ως μουσική, αλλά και ρεαλιστικά, ως δήλωση της πρόθεσης των ηρώων, πρόθεσης που ωστόσο είναι πάντα υπαινικτική και διακριτική. Δράση πληθωρική αλλά τόσο υποτονισμένη από τη σκηνοθεσία, που η ιστορία των δύο εραστών να μοιάζει εντελώς ακίνητη και εσωστραμμένη.
Εν ολίγοις, το μαρτύριο τού να είσαι και Ιάπωνας και ερωτευμένος, πράγματα σχεδόν αντιφατικά μέσα σε μια κοινωνία που έχει εξοβελίσει τελείως τα πάθη και τα έχει αντικαταστήσει με κανόνες, εδώ παίρνει τη μορφή μιας καταστροφικής μοίρας, που μεταθέτει το εγχείρημα του Μιζογκούτσι στην περιοχή της τραγωδίας, τη στιγμή που, στο δυτικό κώδικα, το ίδιο εγχείρημα δε θα ήταν άξιο ούτε για ένα ευτελές μελόδραμα για ευσυγκίνητους. Όλα μέσα σ’ αυτή την κοινωνία των «ιδανικών αυτοχείρων» πρέπει να καθοδηγούνται από μια φθορά που γίνεται αντιληπτή σαν «λεπτούργημα» και ένα θάνατο που έχει τις δύο διαστάσεις της γιαπωνέζικης στάμπας, που τόσο εντυπωσιάζει τους ανίκανους και να ζήσουν και να πεθάνουν Ευρωπαίους.
Ωστόσο, ο Μιζογκούτσι, τούτος ο «Ευρωπαίος» Ιάπωνας, που λάτρευε τον Γκι ντε Μοπασάν και τον Πικάσο, γνωρίζει όσο λίγοι τη «δυστυχία τού να είσαι Ιάπωνας». Κι αυτή η δυστυχία συνίσταται σε μια ολική υποκατάσταση του πάθους απ’ τον κανόνα, του ατόμου από την ομάδα, του έρωτα από την ερωτική τελετουργία των Γκεϊσών, του παθιασμένου πολεμιστή από τον ψυχρό επαγγελματία του πολέμου, τον Σαμουράι. Οι Ιάπωνες είναι ένας λαός μυρμηγκιών ή μελισσών, που δεν εφεύραν ποτέ τίποτα και που τώρα εκμεταλλεύονται με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο τις εφευρέσεις που παρήγαγε ο δυτικός πολιτισμός.
Ο «Ευρωπαίος» Μιζογκούτσι, που παραμένει στην αισθητική του λεπτολόγος Ιάπωνας μέχρι μυελού οστέων, γνωρίζει πως «ο έρωτας αλά Ιαπωνικά» είναι πράγμα εντελώς φανταστικό. Δεν μπορείς να παραδοθείς στο πάθος σου χωρίς να καταστρέψεις «το πνεύμα της ομάδας». Αυτό το είπε κι ο Φρόιντ, που ο Μιζογκούτσι τον γνωρίζει. Δεν το είπε, όμως, ούτε θα ήταν δυνατόν καν να το φανταστεί, ο δραματουργός Τσικαμάτσου (1653¬-1724) που έγραψε το παλιό θεατρικό έργο στο οποίο βασίζεται αυτή η εξαιρετικά μοντέρνα ταινία. Ο Τσικαμάτσου έγραψε ένα έργο για να στιγματίσει την αχαριστία ενός κάλφα που τα «φτιάχνει» με τη γυναίκα τού αφεντικού του, και την επιπολαιότητα μιας συζύγου που εγκαταλείπει το σύζυγο γιατί δεν ήταν αρκούντως «ανθρώπινος». Δε γνωρίζουμε το θεατρικό έργο, αλλά δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε πως η «φεμινιστική ερμηνεία» είναι προσθήκη του φανατικού φεμινιστή Μιζογκούτσι, και πως στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα τέτοιες ιδέες στην Ιαπωνία θα έμοιαζαν ριζικά παράταιρες.
Να, λοιπόν, το μυστικό της επιτυχίας τού Μιζογκούτσι: όντας Ιάπωνας σκέφτεται ευρωπαϊκά αλλά δουλεύει ιαπωνικά: η φόρμα του είναι ολικά γιαπωνέζικη, αλλά η προβληματική του είναι ολικά ευρωπαϊκή. Αυτή η σύγκρουση ανάμεσα στη μορφή και το περιεχόμενο κάνει τις εκρηκτικές του ιδέες να ασφυκτιούν κάτω από μια λεπτόλογη μινιατουρίστικη φόρμα, τελείως ακατάλληλη να τις υποβαστάξει. Κι ωστόσο, τις υποβαστάζει. Όπως ακριβώς τα ευρωπαϊκά μουσικά όργανα υποβαστάζουν, στην τζαζ, την αφρικάνικη μουσική κουλτούρα, την τελείως ακατάλληλη για «συγκερασμένα κλειδοκύμβαλα» και άλλα όργανα το ίδιο υπάκουα στους μαθηματικής καταγωγής νόμους της αρμονίας του Μπαχ.
Τέτοια «νόθα» είδη στην τέχνη (κι όχι μόνο στην τέχνη) είναι πάντα μεγαλειώδη και συναρπαστικά. Τζαζική λέμε την τέχνη των αναγκαστικών διασταυρώσεων, όπου το Α περιεχόμενο χύνεται στα καλούπια μιας Β μορφής, ακατάλληλης, κάτω από ομαλές συνθήκες, γι’ αυτό το περιεχόμενο. Είναι αδύνατον να παίξεις αφρικανική μουσική στο πιάνο, γιατί τα μαύρα πλήκτρα είναι πολύ λίγα. Κι ωστόσο, κυνηγώντας οι νέγροι τη «μαύρη νότα» στο άσπρο πιάνο έφτιαξαν την τζαζ, τούτη την κυριολεκτικά απροσδόκητη μουσική, την πάντα συναρπαστική μέσα στο άγχος της να πει πράγματα που δε λέγονται με τους τρόπους και τα μέσα των λογοκρατούμενων Ευρωπαίων.
Η μεγαλοφυία του Μιζογκούτσι συνίσταται σε μια αντιστροφή της παραπάνω διαδικασίας: με τα λεπτοκουρδισμένα πολυτονικά όργανα της παραδοσιακής γιαπωνέζικης τέχνης είπε πράγματα που για να γίνουν σαφή απαιτούν «καλοσυγκερασμένα κλειδοκύμβαλα», τουτέστιν γλώσσα καθαρή και λεία, γλώσσα κατ’ αρχήν καταδηλωτική, κι όχι συμπαραδηλωτική. Εγχείρημα τόσο απροσδόκητο όσο και η τζαζ, τόσο γοητευτικό στην αναγκαστική ασάφειά του όσο και η τζαζ. Και τόσο ευθύβολο στις διάχυτες μέσα στην αναρμόζουσα φόρμα ιδέες του, όσο και η τζαζ. Όμως, η τζαζ είναι μια μουσική που δεν ακούγεται με τ’ αφτιά, αλλά με τα κύτταρα ολόκληρου του κορμιού. Και μια ταινία τού Μιζογκούτσι δε βλέπεται μόνο με τα μάτια.
«Έθνος», 3-2-1985.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΑΦΑΗΛΙΔΗΣ, ΛΕΞΙΚΟ ΤΑΙΝΙΩΝ (Α΄τόμος) Εκδόσεις Αιγόκερως, 2003 (σσ. 515-518)
Official Site New Star Art Cinema
https://www.newstarartcinema.gr/
ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ 33 & ΣΠΑΡΤΗΣ
ΠΛΑΤΕΙΑ ΑΜΕΡΙΚΗΣ
Τηλ: 210-8640054, 210-8220008
***
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.