Δεκέμβρης 1944 (17)

Κυριακή 4 Αυγούστου 2024

New Star Art Cinema: Το αστέρι της ιστορικής μνήμης — ΜΑΥΡΗ ΒΡΟΧΗ του Σοέι Ιμαμούρα: Ποτέ πια Χιροσίμα και Ναγκασάκι - Η ταινία με τα 26 ΔΙΕΘΝΗ ΒΡΑΒΕΙΑ — Η ΠΥΛΗ ΤΗΣ ΚΟΛΑΣΕΩΣ του Τεϊνοσούκε Κινουγκάσα: Ένα ποίημα αξεπέραστου ερωτικού πάθους — Από 8/8 στους κινηματογράφους - DIGITAL 4K RESTORATION

ΜΑΥΡΗ ΒΡΟΧΗ του SHOHEI IMAMURA — Η ΠΥΛΗ ΤΗΣ ΚΟΛΑΣΕΩΣ του Τεϊνοσούκε Κινουγκάσα (Από 8/8 στους κινηματογράφους - DIGITAL 4K RESTORATION)

ΜΑΥΡΗ ΒΡΟΧΗ το αντιπολεμικό αριστούργημα του SHOHEI IMAMURA  από τις 8/8 στους κινηματογράφους-σε DIGITAL 4K RESTORATION

Φόρος τιμής στα θύματα της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι

Ένα ηχηρό μήνυμα για τη γενιά μας

Ποτέ πια Χιροσίμα

Η αντιπολεμική συγκλονιστική Ιαπωνική ταινία για τη Χιροσίμα

Χιροσίμα, 6 Αυγούστου 1945. Λίγες ώρες μετά την πτώση της ατομικής βόμβας, μια μαύρη βροχή θα πέσει στην πόλη.

Σε πέντε χρόνια, εκατό χιλιάδες από τους επιζώντες θα πεθάνουν απ’ αυτή τη ραδιενεργό βροχή. 

Η ταινία με τα 26 ΔΙΕΘΝΗ ΒΡΑΒΕΙΑ

https://www.imdb.com/title/tt0097694/awards/?ref_=tt_awd

Η ταινία για μια κοινωνία η οποία επέζησε από πυρηνική καταστροφή και την ήττα του πολέμου που προσπαθεί να έρθει σε διάλογο με τον ίδιο της τον εαυτό.

Ο Ιμαμούρα διαλέγει τους ασπρόμαυρους, διακριτικούς τόνους μιας μπαλάντας, παρά ένα εμβατήριο-καταγγελία μιας εθνικής τραγωδίας.

Σοέι Ιμαμούρα, ο μοναδικός δημιουργός που μαζί με τον Εμίρ Κουστουρίτσα τιμήθηκε δυο φορές με το Χρυσό Φοίνικα του Φεστιβάλ Καννών, αλλά παραμένει επί της ουσίας άγνωστος ακόμα και για μεγάλο αριθμό σινεφίλ.

ΜΑΥΡΗ ΒΡΟΧΗ

Kuroi ame – Black Rain

ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Σοέι Ιμαμούρα
ΣΕΝΑΡΙΟΤοσίρο Ισίντο, Σοέι Ιμαμούρα
ΗΘΟΠΟΙΟΙΓιοσίκο Τανάκα, Καζούο Κιταμούρα, Ετσούκο Ιτσιχάρα
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΤακάσι Καουαμάτα
ΜΟΥΣΙΚΗΤόρου Τακεμίτσου
ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 123'

ΧΩΡΑ/ΕΤΟΣ: ΙΑΠΩΝΙΑ/1989

ΣΥΝΟΨΗ

Χιροσίμα, 6 Αυγούστου 1945. Λίγες ώρες μετά την πτώση της ατομικής βόμβας, μια μαύρη βροχή θα πέσει στην πόλη. Σε πέντε χρόνια, εκατό χιλιάδες από τους επιζώντες θα πεθάνουν απ’ αυτή τη ραδιενεργό βροχή. Η οικογένεια Σιγκεμάτσου θα εγκατασταθεί στην εξοχή, αλλά οι μέρες της είναι μετρημένες, μια και ελάχιστοι θα γλιτώσουν από «το θάνατο που ήρθε από τον ουρανό».

Το Black Rain βασίστηκε στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Masuji Ibuse του 1965. Το βιβλίο έχει μεταφραστεί στα αγγλικά. Η ταινία κέρδισε πολλά βραβεία, συμπεριλαμβανομένων εννέα στα περίφημα ιαπωνικά βραβεία της Ακαδημίας, και ήταν επίσης στο διαγωνιστικό τμήμα των Καννών τη χρονιά της κυκλοφορίας της. Η ταινία είναι αξιοσημείωτη επειδή γυρίστηκε σε ασπρόμαυρο, και πολλοί έχουν επισημάνει την εκπαίδευση του Imamura ως βοηθού σκηνοθέτη υπό τον Yasujiro Ozu.

Ο Ιμαμούρα αποφεύγει διακριτικά τόσο την καταγγελία, όσο και το μελόδραμα. Ο θάνατος γεννιέται από την ίδια τη φύση, που αγκαλιάζει ήσυχη και αθώα τους ήρωες. Άλλωστε και η βόμβα αντιμετωπίζεται σαν ένα φυσικό γεγονός. Όσοι αναφέρονται σ’ αυτην, την αποκαλούν πάντα «η λάμψη». Φέρνοντας περισσότερο στον νου τον «Καταδικασμένο» του Κουροσάβα παρά την «Επόμενη Μέρα», η «Μαύρη Βροχή» είναι μια ταινία πάνω στην ομορφιά των εφήμερων στιγμών και όχι στην εγκατάλειψη μπρος στον επερχόμενο θάνατο.

ΠΗΓΗ: https://www.cinemagazine.gr/paizontai_tora/arthro/black_rain_review-131024314/ 

[…] O σπουδαίος Σοέι Ιμαμούρα, που σε ολόκληρο το έργο του μας δείχνει την άλλη, την περιθωριακή Ιαπωνία που κρυβόταν πίσω από την στιλπνή παραδοσιακή της εικόνα, σ’ αυτήν την ταινία του, εστιάζει εξίσου σε μιαν άλλη πτυχή της ανθρώπινης τραγωδίας, στην καθημερινή ζωή αυτών των ζωντανών νεκρών που επέζησαν, και όχι μόνο στις εικόνες της ανείπωτης φρίκης που ακολούθησαν την έκρηξη της βόμβας. Στη βουβή τους απελπισία, τη στωικότητά τους αλλά και την εσωτερικευμένη ενοχή τους, τις μάταιες προσπάθειές τους να ξαναζήσουν όπως παλιά χωρίς όμως να είναι οι ίδιοι με κείνους που ήταν τότε. Τις τούφες των μαλλιών να μένουν πάνω στη χτένα, την τρέλα που ξεσπούσε μέσα σ’ αυτούς τους ζωντανούς ετοιμοθάνατους με την εικόνα εκείνης της θανατερής λάμψης να επανέρχεται για τελευταία φορά μπροστά στα μάτια τους, την αιφνίδια εγκατάλειψη κάθε σωματικής δύναμης, το τελευταίο κατευόδιο σε κάθε κηδεία όπου σιωπηλά αποχαιρετούσαν τους νεκρούς τους, κάθε φορά όλο και λιγότεροι, κάθε φορά με βουβή απορία για το ποιος θα ήταν ο επόμενος. Ο Ιμαμούρα μας δείχνει όλες αυτές τις ασπρόμαυρες εικόνες, που βλέποντάς τες, μέσα σε μια ανυπόφορα ρεαλιστική, βαθιά πεσιμιστική ατμόσφαιρα, φοβόμαστε να πιστέψουμε ότι στ’ αλήθεια η ανθρωπότητα έχει ζήσει μια τέτοια ανείπωτη τραγωδία που έχει καταγραφεί στην πανανθρώπινη συλλογική μνήμη. Υποβάλλοντας μας σε μιαν ασφυκτική δοκιμασία μέσα από την παρατήρηση της καθημερινής ζωής όσων είχαν την τύχη, ή την ατυχία, να επιζήσουν. Και καθώς η ταινία του προχωράει, με κάθε δάκρυ, η οργή μας μεγαλώνει.

ΠΗΓΗ: https://tetartopress.gr/mayri-vrochi-toy-sochei-imamoyra-oi-zontanoi-nekroi-poy-epezisan-apo-tin-atomiki-vomva-sti-chirosima/

Το Black Rain βασίστηκε στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Masuji Ibuse του 1965. Το βιβλίο έχει μεταφραστεί στα αγγλικά. Η ταινία κέρδισε πολλά βραβεία, συμπεριλαμβανομένων εννέα στα περίφημα ιαπωνικά βραβεία της Ακαδημίας, και ήταν επίσης στο διαγωνιστικό τμήμα των Καννών τη χρονιά της κυκλοφορίας της. Η ταινία είναι αξιοσημείωτη επειδή γυρίστηκε σε ασπρόμαυρο, και πολλοί έχουν φυσικά επισημάνει την εκπαίδευση του Imamura ως βοηθού σκηνοθέτη υπό τον Yasujiro Ozu.

[…]Χρόνια μετά υπάρχουν ακόμα στη ζωή πάνω από 150.000 χιμπακούσα, όπως λέγονται στα ιαπωνικά εκείνοι που επέζησαν από την πυρηνική έκρηξη -και τόσο ο καθένας τους όσο και η πόλη της Χιροσίμα αποτελούν κήρυκες ενός μηνύματος για ειρήνη και για περιορισμό και τελικά απαγόρευση των πυρηνικών όπλων. Ο Τσουτόμου Γιαμαγκούτσι είναι ο μοναδικός επίσημα αναγνωρισμένος διπλός χιμπακούσα: βρισκόταν στη Χιροσίμα στις 6 Αυγούστου 1945, έπαθε εγκαύματα από τη βόμβα, και στις 8 Αυγούστου επέστρεψε στον τόπο κατοικίας του, το Ναγκασάκι, όπου τον βρήκε η δεύτερη βόμβα. Πέθανε το 2010, σε ηλικία 93 ετών, αφού τα τελευταία χρόνια της ζωής του είχε αφιερωθεί στον αγώνα κατά των πυρηνικών όπλων.

ΠΗΓΗ: https://sarantakos.wordpress.com/2015/08/06/hiroshima70/

Με μια λίγο πιο προσεκτική ματιά «προδίδει» τις αρχές του μέντορά του. Σε αντίθεση με τα άψογα οπτικά ταμπλό του Ozu, τα πλάνα είναι ελαφρώς λοξά, με τις πόρτες, τα πλαίσια παραθύρων και διάφορα άλλα, να είναι ακατάστατα στην άκρη του πλάνου. Οι χαρακτήρες της αγροτικής κατώτερης τάξης του Ιμαμούρα δεν είναι επίσης τόσο περιορισμένοι από την κοινωνική εθιμοτυπία όσο του Ozu. Ιδιαίτερα οι ζωηρές, προσγειωμένες γυναίκες του, είναι η ψυχή της κοινότητας, αρνούμενες να αφήσουν τους εαυτούς τους να συντριβούν από την καρκινική κληρονομιά της βόμβας, καθώς οι άντρες φορούν ένα γενναίο πρόσωπο και παραιτούνται από το γεγονός ότι θα μπορούσαν να επηρρεάζονται από την ασθένεια ακτινοβολίας. Το σκοτεινό μανιτάρι της Χιροσίμα, στις 6 Αυγούστου 1945, κρέμεται πάνω από όλα καθώς χρόνια αργότερα προσπαθούν να πάρουν τη ζωή τους στα χέρια τους, εκτρέφοντας κυπρίνους στην κοντινή λίμνη, προφανώς μια αποτελεσματική θεραπεία για το άρρωστο αίμα, και καλλιεργώντας γλάστρες με φυτά αλόης για να ανακουφίσουν το συνεχή ταλαιπωρία από τα εγκαύματά τους.

ΠΗΓΗ: http://www.midnighteye.com/reviews/black-rain/

Ο Shôhei Imamura επικεντρώθηκε στην κοινωνική κριτική, αλλά δεν μπορούμε να μην ερμηνεύσουμε το «Black Rain» ως μια αντιπολεμική ταινία. Έχουμε να κάνουμε με μια κοινωνία που προσπαθεί να ξεχάσει και δεν συζητά ποτέ την ευθύνη. Η παραμέληση σε σημείο στιγματισμού των επιζώντων είναι μέρος της ίδιας συλλογικής τραυματικής ψύχωσης. Τα δελτία ειδήσεων σηματοδοτούν τον χρόνο τις μέρες και τα βράδια των ηρώων και το πέρασμα του χρόνου για τους θεατές. Ένας άλλος πόλεμος είχε ξεκινήσει, ο πόλεμος της Κορέας, και οι πολιτικοί δεν δίστασαν να παίξουν την πυρηνική απειλή. Η ανθρωπότητα φαίνεται να μην έχει μάθει τίποτα. Η ταινία γυρίστηκε 40 χρόνια μετά τα γεγονότα, έχουν περάσει άλλα πολλά χρόνια από τότε. Το φάσμα της ατομικής αποκάλυψης απειλεί ξανά. Είναι δύσκολο να μην δεις σε αυτή την ταινία άλλη προειδοποίηση.

ΠΗΓΗ: https://japanonfilm.wordpress.com/2022/08/26/black-rain-kuroi-ame-1989/comment-page-1/

LINK FLICKR για ΑΦΙΣΕΣ/ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ/BANNER

https://www.flickr.com/photos/155666086@N07/albums/72177720318895082

IMDB

https://www.imdb.com/title/tt0097694/?ref_=nv_sr_srsg_1_tt_8_nm_0_in_0_q_BLACK%2520RAIN

WIKIPEDIA

https://en.wikipedia.org/wiki/Black_Rain_(1989_Japanese_film)B

*

ΧΙΡΟΣΙΜΑ – ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ ΠΟΥ ΘΑ ΜΕΙΝΕΙ ΑΝΕΞΙΤΗΛΟ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΩΝ ΛΑΩΝ

Ποτέ πια Χιροσίμα (ούτε, βεβαίως, Ναγκασάκι)

Χιροσίμα. Ένα γεγονός που έχει σημαδέψει ανεξίτηλα όχι μόνο τον εικοστό αιώνα αλλά, θα έλεγα, και την ανθρώπινη ιστορία, σε σημείο που να μπορούμε βάσιμα να μιλάμε για την περίοδο «πριν» και «μετά» από αυτό. Εννοώ φυσικά τη ρίψη της ατομικής βόμβας στις 6 Αυγούστου 1945 στη Χιροσίμα της Ιαπωνίας που είχε σαν συνέπεια την ολοκληρωτική καταστροφή της πόλης, και που, όπως ξέρουμε, ακολουθήθηκε από μια δεύτερη βόμβα στις 9 Αυγούστου στο Ναγκασάκι. Λίγες μέρες αργότερα, στις 15 του μηνός, ανακοινώθηκε η συνθηκολόγηση της Ιαπωνίας (η επίσημη υπογραφή έγινε στις 2 Σεπτεμβρίου).

Η βόμβα της Χιροσίμα σκότωσε αμέσως γύρω στις 45.000 ανθρώπους, κατά το 80% αμάχους, ενώ άλλοι τόσοι βρήκαν τον θάνατο μέσα σε 2-4 μήνες μετά την έκρηξη. Η πόλη ισοπεδώθηκε, όπως δείχνει η φωτογραφία -το μεγάλο κτίριο που έμεινε ερειπωμένο και που στέκεται έτσι ίσαμε σήμερα, έχοντας πια μετατραπεί σε μνημείο, ήταν το Νομαρχιακό Κέντρο Προώθησης της Βιομηχανίας.

Τα θύματα στο Ναγκασάκι ήταν λιγότερα, περίπου τα μισά, παρόλο που η βόμβα που χρησιμοποιήθηκε εκεί  (ο «Χοντρός») ήταν ισχυρότερη από της Χιροσίμα («το αγοράκι»), επειδή η μορφολογία του εδάφους λειτούργησε ανασχετικά. Το Ναγκασάκι άλλωστε ήταν ο εφεδρικός στόχος -το σχέδιο προέβλεπε να πληγεί μια άλλη πόλη, που όμως είχε την τύχη εκείνο το πρωί να σκεπάζεται από τα σύννεφα.

Λίγες ώρες πριν από τον βομβαρδισμό στο Ναγκασάκι, η Σοβιετική Ένωση κατάγγειλε το σύμφωνο μη επιθέσεως που είχε συνάψει από το 1941 με την Ιαπωνία, κήρυξε τον πόλεμο και εισέβαλε στη Μαντζουρία, τηρώντας τη δέσμευση που είχαν αναλάβει απέναντι στους Αμερικανούς. Η σοβιετική επίθεση, όσο κι αν φαίνεται ασήμαντη, επέδρασε επίσης καταλυτικά στην ιαπωνική συνθηκολόγηση επειδή  η είσοδος της ΕΣΣΔ στον πόλεμο και η κατάληψη της Μαντζουρίας σήμαιναν ότι η Ιαπωνία έχανε μια την τελευταία πηγή καυσίμων, και επειδή οι σοβιετικοί θα μπορούσαν να κάνουν απόβαση μέσα σε 10-15 μέρες στην καθαυτό Ιαπωνία, ενώ η αμερικανική απόβαση θα χρειαζόταν μήνες.

Ο τρίτος παράγοντας που διευκόλυνε την ιαπωνική συνθηκολόγηση ήταν ότι οι σύμμαχοι άφησαν να εννοηθεί ότι ο αυτοκράτορας Χιροχίτο, που πολλοί Ιάπωνες τον είχαν για θεό, θα έμενε στον θρόνο του. Έτσι, οι σκληροπυρηνικοί στρατηγοί, που είχαν θέσει τέσσερις προϋποθέσεις για την ειρήνη, κάμφθηκαν.

Η Χιροσίμα λοιπόν ασφαλώς επιτάχυνε τη συνθηκολόγηση και, από αυτή την άποψη, οι υποστηρικτές της βόμβας μπορούν να υποστηρίξουν ότι συνέβαλε στο να αποφευχθούν ανθρώπινες απώλειες. Από την άλλη πλευρά, η βόμβα έδειξε σε όλο τον κόσμο (και στους ακόμη συμμάχους σοβιετικούς) ότι οι ΗΠΑ είχαν τη μονοκρατορία σε αυτό το νέο ασύλληπτης φονικής δύναμης όπλο -ένα μονοπώλιο που δεν έμελλε να κρατήσει παρά λίγα χρόνια.

Σήμερα, και εδώ και πολλές δεκαετίες, η ρίψη της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα έχει περιβληθεί με έντονη απαξία και δεν είναι λίγοι εκείνοι που τη θεωρούν έγκλημα κατά της ανθρωπότητας. Τις πρώτες πάντως μέρες και τα πρώτα χρόνια μετά τη ρίψη της βόμβας, οι αντιδράσεις είχαν σαν κύριο στοιχείο τους το δέος ίσως και τον θαυμασμό για το πρωτοφανές τεχνολογικό επίτευγμα.

Σε αυτό συνέβαλε βέβαια το γεγονός ότι η πολεμική λογοκρισία δεν άφηνε τον πρώτο καιρό να παρουσιαστούν οι φωτογραφίες με τα φριχτά εγκαύματα των θυμάτων -στα πρωτοσέλιδα εμφανιζόταν μόνο το πυρηνικό μανιτάρι (όπως αμέσως ονομάστηκε το νέφος της έκρηξης).

Σταδιακά μόνο συνειδητοποίησε η παγκόσμια κοινή γνώμη το μέγεθος της φρίκης -και όταν το πυρηνικό όπλο έπαψε να αποτελεί μονοπώλιο και φτάσαμε στην απαίσια (αλλά και τόσο αποτελεσματική) ισορροπία του τρόμου, με ατομικά όπλα ανυπολόγιστα μεγάλης καταστροφικής δύναμης, που μπροστά τους το αγοράκι της Χιροσίμας φάνταζε στρακαστρούκα, τότε πήρε και η Χιροσίμα τον συμβολισμό που έχει σήμερα, με πολύ έντονη τη διάσταση του αγώνα για παγκόσμια ειρήνη και αφοπλισμό.  Κι επειδή ο πρώτος πάντοτε παίρνει τη μερίδα του λέοντος, το Ναγκασάκι ακούγεται πολύ λιγότερο, ενώ η Χιροσίμα εμφανίζεται σε τίτλους κινηματογραφικών και λογοτεχνικών έργων, όπως το Χιροσίμα αγάπη μου του Αλέν Ρενέ. Και Έλληνες ποιητές έχουν γράψει, όπως ο Νικηφόρος Βρεττάκος το Στον Ρόμπερτ Οπενχάιμερ (τον φυσικό που ήταν διευθυντής του σχεδίου Μανχάταν και που απέκτησε τον αμφίβολο τίτλο του «πατέρα της ατομικής βόμβας»), ή ο Γιάννης Ρίτσος, ενώ ο Φώτης Αγγουλές αντιπροσωπεύει τη μειοψηφία εκείνων που προτίμησαν να γράψουν για το Ναγκασάκι.

Όλα αυτά τα έργα όμως γράφτηκαν στις επόμενες δεκαετίες, όταν, όπως είπαμε, η κοινή γνώμη συνειδητοποίησε και τη φρίκη αλλά και την απειλή. Βέβαια, την ίδια εποχή η πυρηνική ενέργεια είχε αρχίσει να χρησιμοποιείται και για ειρηνικούς σκοπούς, έχοντας αρχικά δώσει λαμπρές υποσχέσεις, τις οποίες όμως δεν μπόρεσε να τηρήσει, ενώ κηλιδώθηκε στη συνείδηση της παγκόσμιας κοινής γνώμης από τα πυρηνικά ατυχήματα, με κορυφαίο το Τσερνομπίλ και πιο πρόσφατο τη Φουκουσίμα.

Και με αφορμή τη Φουκουσίμα ακριβώς είχαμε θυμηθεί παλιότερα και τη Χιροσίμα στο ιστολόγιο. Τα δυο τοπωνύμια έχουν κοινή κατάληξη κι αυτό δεν είναι τυχαίο. Διότι, βλέπετε, η Χιροσίμα δεν είναι βέβαια λέξη ελληνικής προέλευσης από το «ήρωος σήμα», όπως έχει υποστηρίξει κάποιος πορτοκαλιστής, νομίζω στον Δαυλό. Στα γιαπωνέζικα, χιρόι σίμα είναι το μεγάλο νησί. Σίμα το νησί. Φουκουσίμα, το ευλογημένο, το καλότυχο νησί. Καμιά φορά η ετυμολογία έχει μπόλικη ειρωνεία.

Χρόνια μετά υπάρχουν ακόμα στη ζωή πάνω από 150.000 χιμπακούσα, όπως λέγονται στα ιαπωνικά εκείνοι που επέζησαν από την πυρηνική έκρηξη -και τόσο ο καθένας τους όσο και η πόλη της Χιροσίμα αποτελούν κήρυκες ενός μηνύματος για ειρήνη και για περιορισμό και τελικά απαγόρευση των πυρηνικών όπλων. Ο Τσουτόμου Γιαμαγκούτσι είναι ο μοναδικός επίσημα αναγνωρισμένος διπλός χιμπακούσα: βρισκόταν στη Χιροσίμα στις 6 Αυγούστου 1945, έπαθε εγκαύματα από τη βόμβα, και στις 8 Αυγούστου επέστρεψε στον τόπο κατοικίας του, το Ναγκασάκι, όπου τον βρήκε η δεύτερη βόμβα. Πέθανε το 2010, σε ηλικία 93 ετών, αφού τα τελευταία χρόνια της ζωής του είχε αφιερωθεί στον αγώνα κατά των πυρηνικών όπλων.

ΠΗΓΗ: https://sarantakos.wordpress.com/2015/08/06/hiroshima70/

*

Η ΠΥΛΗ ΤΗΣ ΚΟΛΑΣΕΩΣ το σπάνιο επικό αριστούργημα του Τεϊνοσούκε Κινουγκάσα

Από τις 8/8 σε DIGITAL 4K RESTORATION

DIGITAL 4K RESTORATION  από τις 8/8 στους κινηματογράφους σε διανομή NEW STAR

70 ΧΡΟΝΙΑ ΕΠΕΤΕΙΑΚΗ ΕΠΑΝΕΚΔΟΣΗ

 Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης ταινίας

Όσκαρ καλύτερων κουστουμιών

Μέγα Βραβείο Φεστιβάλ Καννών

«Μία από τις δέκα καλύτερες έγχρωμες ταινίες του παγκοσμίου κινηματογράφου» Martin Scorsese

Όταν ο Σαίξπηρ συνάντησε τον KOYΡΟΣΑΒΑ

«Η Ιαπωνία μας δίνει άλλη μία εξαίσια ταινία - με τόσο χρώμα και αρμονία που παρόμοιά της δεν υπάρχει».  Bosley Crowther The New York Times

H εκθαμβωτική εικαστική της δύναμη θάμπωσε το δυτικό κοινό με τη μεγαλοπρέπειά της.

Ένα λυρικό οπτικοακουστικό ποίημα αξεπέραστου ερωτικού πάθους.

Το Gate of Hell είναι στοιχειωμένο ακριβώς επειδή εκφράζει την κοινωνική διχόνοια με τη μορφή ενός είδους κινηματογράφου που δυστυχώς έχει παραγκωνιστεί.

Η ΠΥΛΗ ΤΗΣ ΚΟΛΑΣΕΩΣ

Jigokumon / Gate of Hell
ΣκηνοθεσίαTeinosuke Kinugasa.

Με τους: Kazuo Hasegawa, Machiko Kyô, Isao Yamagata.

Χώρα: Ιαπωνία

Έτος: 1953

Έγχρωμη, 86’.

ΔΙΑΝΟΜΗ: NEW STAR 

ΣΥΝΟΨΗ

Εν μέσω επικής, βίαιης ίντριγκας στην Ιαπωνία του 12ου αιώνα, ένας αυτοκρατορικός πολεμιστής ερωτεύεται μια κυρία σε αναμονή.

Αφού ανακαλύπτει ότι είναι παντρεμένη, γίνεται φρενήρης στις προσπάθειές του να κερδίσει τον έρωτά της.

 Η ταινία του Kinugasa, ένας πρώιμος θρίαμβος της έγχρωμης κινηματογραφίας στην Ιαπωνία, είναι μια αξέχαστη, τραγική ιστορία εμμονής και ανεκπλήρωτου πάθους.

 Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, είναι το χρώμα και η φωτογραφία που κάνουν αυτή την παραγωγή εξαιρετικής ποιότητας.

Κάθε σκηνή είναι μια ανεκτίμητη εικόνα από μόνη της, και το όλο θέμα είναι ένα σπάνιο ζωγραφικό ποίημα.

 Η ΤΑΙΝΙΑ

Γύρω στα 1150 στην διάρκεια της περιόδου Μέιτζι, γίνεται πραξικόπημα εναντίον του αυτοκράτορα, το οποίο τελικά αποτυγχάνει. Για να παραπλανηθούν οι στασιαστές, στην αυτοκρατορική άμαξα μπαίνει η Κέσα, μια κυρία της αυλής, υπό την προστασία του σαμουράι Μορίτο Έντο. Μετά την καταστολή της εξέγερσης ο σαμουράι ξανασυναντά την Κέσα και καθώς είναι ερωτευμένος μαζί της την ζητά σε γάμο, αλλά μαθαίνει ότι είναι παντρεμένη με τον άρχοντα Βατάρου. Τυφλωμένος από το ερωτικό του πάθος, επιμένει σ’ αυτήν την παράλογη απαίτηση γάμου και σταδιακά  γίνεται ο περίγελος της κοινωνίας του Κιότο. Όταν σύζυγος και επίδοξος εραστής βρίσκονται αντιμέτωποι σ’ έναν αγώνα ιππασίας, ο Μορίτο νικά, αλλά αυτή η νίκη αντί να καταπραΰνει μεγαλώνει το πάθος του για την Κέσα, την οποία απειλεί πως θα σκοτώσει μαζί μ’ όλη της την οικογένεια, αν δεν γίνει δική του. Η γυναίκα, πιστή στον σύζυγό της και κλεισμένη στον εαυτό της θα επιλέξει να δώσει ένα τραγικό τέλος στο αδιέξοδο.

Βραβευμένη με τον Χρυσό Φοίνικα στο φεστιβάλ Καννών και το Όσκαρ καλύτερης ξένης ταινίας, “Η πύλη της Κόλασεως» είναι μια μελοδραματική  ταινία, με εκθαμβωτική εικαστική δύναμη, που θάμπωσε το δυτικό κοινό με τη μεγαλοπρέπειά της. Ο Τεϊνοσούκε Κινουγκάσα, ένας από τους πιονιέρους του ιαπωνικού κινηματογράφου, υιοθετεί για την αφήγηση της ιστορίας του μια θεατρογενή δραματουργική δομή, στην λογική του Θεάτρου Νο. Η σύνθεση των κάδρων, η εξαιρετικά λειτουργική χρήση και αξιοποίηση των χρωμάτων, η ερμηνεία των ηθοποιών η σκηνογραφική της επιμέλεια, το ηχητικό της υπόστρωμα και η μουσική -όλα τέλεια εναρμονισμένα και σε απόλυτη συμμετρία- δημιουργούν ένα λυρικό οπτικοακουστικό ποίημα αξεπέραστου ερωτικού πάθους.

ΠΗΓΗ: http://www.cinephilia.gr/index.php/tainies/classicus/4052-jigokumon-teinosuke-kinugasa

Ο Teinosuke Kinugasa χρησιμοποιεί το μελόδραμα με τρόπο που μοιάζει με τις ταινίες του Χόλιγουντ του Douglas Sirk,ή ορισμένες ταινίες του Michael Powell και του Emeric Pressburger, ιδιαίτερα του Μαύρου Νάρκισσου. Ο εσκεμμένος ρυθμός της τελευταίας ώρας είναι, σκόπιμα, συναισθηματικά κατασταλτικός και τρελός, και η μόνη πραγματική κάθαρση υπάρχει στην οθόνη, που εκρήγνυται με συντριπτικά παθιασμένα κόκκινα, μπλε και πράσινα. Η τιμητική πύλη φαίνεται μόνο μερικές φορές, αλλά η  βία που συμβολίζει κρέμεται πάνω από όλους σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, ως ένας προάγγελος της καταστροφής που προκάλεσε ένας υποκριτικός και αδιάφορος κυβερνήτης που διακινεί ιδεολογίες που θα έπρεπε να καταρριφθούν  και δεν έχουν εξαλειφθεί πλήρως. Μια έντονη εξερεύνηση της μεταπολεμικής δυσφορίας, το Gate of Hell σημαίνει αναμφίβολα πολλά για τους Ιάπωνες πολίτες που το είδαν τη στιγμή που κυκλοφόρησε, αλλά το υπόκωφο άγχος που προκαλεί έξοχα αυτή η ταινία , είναι το είδος του άγχους που στοιχειώνει τις εφημερίδες κάθε ημέρα και υπερβαίνει την ιδιαιτερότητα του χρόνου και του πολιτισμού.

ΠΗΓΗ: https://www.slantmagazine.com/dvd/gate-of-hell/

Αν μπορείτε να φανταστείτε τις Ομπρέλες του Χερβούργου ως ένα ύπουλο φιλμ νουάρ, θα έχετε τη σχιζοφρενική ουσία της Πύλης της Κόλασεως, που πήρε το όνομά της από ένα σκληρό και νοσηρό κυβερνήτη, που κρεμούσε εκεί τα κομμένα κεφάλια των αντιπάλων του.

Η ονομασία του έργου στο οποίο βασίζεται ο Kinugasa παραπέμπει στην επικίνδυνη συναισθηματική εμμονή του Moritoh, που αψηφώντας την έννοια της αγάπης αναγκάζει δύο ανθρώπους σε ένα τραγικό σταυροδρόμι.

Αυτή ήταν η πρώτη έγχρωμη ιαπωνική ταινία που κυκλοφόρησε διεθνώς και όπως δηλώνει ο Stephen Prince στο δοκίμιό του που έγραψε για αυτήν, «είναι μια ανάκτηση ενός μεγάλου κινηματογραφικού θησαυρού από τον κάδο των σκουπιδιών της ιστορίας».

Η περίτεχνα σκηνοθετημένη μάχη με τα άλογα, όπου όλοι οι αναβάτες έχουν χρωματική κωδικοποίηση στα ενδύματά τους , ενορχηστρωμένη με τελειότητα, που έχει αποδοθεί με τόση πολυτέλεια, που θυμίζει σκηνή από την Άννα Καρένινα του Τολστόι.

Ενώ η Πύλη της Κόλασης είναι προφανώς τοποθετημένη σε έναν χρόνο και έναν τόπο προ πολλού, εξακολουθεί να είναι ένα εντυπωσιακά παρατηρημένο πορτρέτο της σκοτεινής πλευράς της ανεξέλεγκτης ανθρώπινης επιθυμίας. 

ΠΗΓΗ: https://www.ioncinema.com/news/disc-reviews/criterion-collection-gate-of-hell-blu-ray-review

Link με reviews (αγγλικά)

http://www.midnighteye.com/reviews/gate-of-hell/

https://www.nytimes.com/1954/12/14/archives/the-screen-in-review.html

https://fictionmachine.com/2021/02/03/do-you-want-me-that-much-gate-of-hell-1953/

https://www.criterion.com/current/posts/2727-gate-of-hell-a-colorful-history

FLICKR με ΑΦΙΣΕΣ/ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ/BANNER

https://www.flickr.com/photos/155666086@N07/albums/72177720318866396

IMDB

https://www.imdb.com/title/tt0045935/

WIKIDEPIA

https://en.wikipedia.org/wiki/Gate_of_Hell_(film)

*

ΣΟΕΪ ΙΜΑΜΟΥΡΑ

Ο Σοέι Ιμαμούρα (15.9.1926-30.5.2006), ο μοναδικός δημιουργός που μαζί με τον Εμίρ Κουστουρίτσα τιμήθηκε δυο φορές με το Χρυσό Φοίνικα του Φεστιβάλ Καννών παραμένει επί της ουσίας άγνωστος ακόμα και για μεγάλο αριθμό σινεφίλ.

Ο Σοέι Ιμαμούρα ξεκίνησε ως βοηθός του Οζου, αλλά γρήγορα αυτονομήθηκε υπογράφοντας τολμηρές θεματικά και πρωτοπόρες αισθητικά ταινίες, τις οποίες διακρίνει η ωμή ρεαλιστική παρατήρηση των κοινωνικών ηθών της μεταπολεμικής Ιαπωνίας. Γεννήθηκε στο Τόκιο στις 15 Σεπτεμβρίου 1926. Ως αντίδραση στο μιλιταριστικό κλίμα των νεανικών του χρόνων γράφτηκε στη Γεωργική Σχολή του Πανεπιστημίου του Χοκάιντο, αλλά την εγκατέλειψε στο δεύτερο έτος, για να ακολουθήσει επί έξι χρόνια φιλολογικές και ιστορικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Ουασέντα. Εκεί έγινε ενεργό μέλος του θεατρικού τμήματος, όπου έγραψε, σκηνοθέτησε ή έπαιξε σε διάφορα έργα, ενώ είχε φίλους και συμμαθητές τους Σόισι Οζάουα, Καζούο Κιταμούρα και Τακέσι Κάτο, μετέπειτα διάσημους ηθοποιούς και συχνά πρωταγωνιστές των ταινιών του.

Το 1951 ο Ιμαμούρα προσλαμβάνεται ως βοηθός σκηνοθέτη στην εταιρεία παραγωγής Σοσίκου, όπου δούλεψε κυρίως με τον Οζου ενώ στη συνέχεια προσελήφθη από την εταιρεία Νικάτσου, η οποία το 1958 του πρότεινε να σκηνοθετήσει την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους γύρω από τη ζωή ενός περιπλανώμενου θιάσου του Καμπούκι στην επαρχία: ο κλεμμένος πόθος έχει κάποια βιωματικά στοιχεία, γιατί την περίοδο που ήταν φοιτητής έδωσε συχνά παραστάσεις στην επαρχία για να εξασφαλίσει στέγη και τροφή. Ακολούθησε μια παραγγελία (Μπροστά στο σταθμό Νίσι-Γκίνζα) που επέτρεψε να γυρίσει την πρώτη προσωπική του ταινία («Ανεκπλήρωτος πόθος»), ένα ιαπωνικό φιλμ-νουάρ στη νιχιλιστική γραμμή του Kiss me deadly του Ρόμπερτ Ολντριτς, την οποία ακολούθησε σ’ ένα ολότελα διαφορετικό ύφος «O δεύτερος αδελφός» (1959), μια σχεδόν νεο-ρεαλιστική ταινία με επιρροές επίσης από το σοβιετικό ρεαλισμό (Μαρκ Ντονσκόι).

Ενοχλημένος που η ταινία αυτή πήρε ένα επίσημο κρατικό βραβείο, ο Ιμαμούρα έκανε τα Γουρούνια και θωρηκτά (1960), την πρώτη του τυπικά «ιμαμουρική» ταινία, η οποία εντάσσεται στο κίνημα της ιαπωνικής νουβέλ-βαγκ. Ακολούθησε «H γυναίκα έντομο ή Εντομολογικά χρονικά της Ιαπωνίας» (1963), μια μορφικά σύνθετη ταινία, με αφηγηματικές ελλείψεις και σφήνες ιστορικών επικαίρων που μας πληροφορούν επιγραμματικά για τις ιστορικές εξελίξεις της Ιαπωνίας από το 1918 μέχρι τις αρχές του ’60. Στη ρεκτρορσπεκτίβα του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης θα δούμε και τις πιο γνωστές δημιουργίες του, όπως είναι «O πορνογράφος» (1966), «H μπαλάντα του Ναραγιάμα» (1983) «Μαύρη Βροχή» (1988), και «Το χέλι» (1996).

ΠΗΓΗ https://www.rizospastis.gr/story.do?id=1429989

*

ΤΕΪΚΟΣΟΥΚΕ ΚΙΝΟΥΓΚΑΣΑ

Ο Teinosuke Kinugasa (1.1.14896-26.2.1982) γεννήθηκε στην Kameyama το 1896 και ξεκίνησε την καριέρα του όχι στον κινηματογράφο αλλά στο θέατρο kabuki. Ήταν 17 ετών όταν έφυγε από το σπίτι για να ενταχθεί σε έναν θίασο kabuki στη Ναγκόγια και έκανε το ντεμπούτο του στη σκηνή δύο χρόνια αργότερα.

Ειδικεύτηκε στην ερμηνεία γυναικείων ρόλων, και ακόμη και όταν μεταπήδησε στην υποκριτική για τον κινηματογράφο το 1918, συνέχισε να παίζει γυναικεία μέρη σε διασκευές θεατρικών έργων kabuki. Μέχρι το 1921 είχε αρχίσει να σκηνοθετεί αφηγηματικές ταινίες καθώς και να παίζει σε αυτές. Την επόμενη χρονιά ηγήθηκε μιας μαζικής αποχώρησης από τα στούντιο Nikkatsu για την απόφαση της εταιρείας να αρχίσει να προσλαμβάνει γυναίκες ηθοποιούς, μια απόφαση που ουσιαστικά σκότωσε την καριέρα του και άλλων υποκριτικών. Σύντομα ίδρυσε τη δική του εταιρεία παραγωγής ταινιών, την Kinugasa Film Federation, μέσω της οποίας σκηνοθέτησε αρκετές πειραματικές αφηγηματικές ταινίες. Το πιο διάσημο από αυτά ήταν το A Page of Madness, παραγωγής 1926.

Αξίζει να εξετάσουμε εν συντομία το A Page of Madness. Αναπτύχθηκε μέσω της συμμετοχής του Kinugasa στην ομάδα τεχνών Shinkankaku-Ha - το Νέο Ενισχυτικό Κίνημα. Η ομάδα εμπνεύστηκε από την εισροή νέων μορφών τέχνης και στυλ που εισήλθαν στην Ιαπωνία μέσω της Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένου του κυβισμού, του ντανταϊσμού, του φουτουρισμού και του σουρεαλισμού. Αυτές οι ενεργητικές μορφές τέχνης ενέπνευσαν άμεσα την ταινία του Kinugasa, η οποία χρησιμοποίησε παραισθησιακές αναδρομές και ονειρικά γραφικά για να αφηγηθεί την ιστορία ενός συνταξιούχου ναύτη που αναλαμβάνει μια ταπεινή δουλειά σε ένα άσυλο για να είναι κοντά στην ψυχικά άρρωστη γυναίκα του. Αυτή η βουβή ταινία γυρίστηκε χωρίς τη χρήση μεσότιτλων και βασίστηκε στη χρήση του benshi που αφηγείται την ιστορία στον κινηματογράφο. Ο διανομέας της ταινίας, ο Shochiku, το βρήκε τόσο περίεργο και δύσκολο να το παρακολουθήσει που την πρόβαλαν μόνο σε κινηματογράφους που συνήθως ήταν αφιερωμένοι στις λιγότερο δημοφιλείς ξένες ταινίες. Παρά το γεγονός ότι βρήκε κάποια περιορισμένη επιτυχία στην Ευρώπη, το A Page of Madness γλίστρησε στην αφάνεια. Μόνο αφού ο Kinugasa βρήκε μια εγκαταλελειμμένη εκτύπωση στο υπόστεγο του κήπου του το 1971, η ταινία επανακυκλοφόρησε και επαναξιολογήθηκε ως ένα από τα πιο προκλητικά έργα της avant-garde της δεκαετίας του 1920.

Ο Kinugasa ακολούθησε το A Page of Madness with Crossroads (Jujiro, 1928), μια παρόμοια πειραματική ταινία για ένα απορριφθέν ειδύλλιο στις φτωχογειτονιές του Τόκιο. Ενώ οι περισσότεροι Ιάπωνες σκηνοθέτες συνέχιζαν να αντλούν έμπνευση από τις θεατρικές παραδόσεις, ο Kinugasa βούτηξε με το κεφάλι στο να μιμηθεί τις εξπρεσιονιστικές ταινίες από τη Γερμανία. Οι ταινίες του, αν και ήταν εξαιρετικά φτιαγμένες, απλά δεν ταιριάζουν στις προσδοκίες των Ιάπωνων θεατών του σινεμά εκείνη την εποχή, και μετά την αποτυχία του Crossroads, ο σκηνοθέτης έκλεισε ήσυχα την κινηματογραφική του εταιρεία.

Απογοητευμένος από την αποτυχία των ταινιών του να κερδίσουν την κατάλληλη αναγνώριση, ο Κινουγκάσα πήρε μία κόπια του Crossroads σε μια βαλίτσα και ταξίδεψε στη Σοβιετική Ένωση. Εκεί γνώρισε τους διακεκριμένους κινηματογραφιστές Σεργκέι Αϊζενστάιν και Βσεβολόντ Πουντόβκιν. Κατά την περιοδεία της ταινίας του σε όλη την Ευρώπη, ο Kinugasa κατάφερε να πουλήσει με επιτυχία τα δικαιώματα διανομής του στη Γερμανία, κάνοντας το Crossroads την πρώτη ιαπωνική ταινία που έλαβε ευρεία κυκλοφορία στην Ευρώπη. Στη συνέχεια έπαιξε στους κινηματογράφους στο Παρίσι, το Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη, με τον αγγλικό τίτλο The Slums of Yoshiwara.

Μετά την επιστροφή του στην Ιαπωνία, και παρά την επιτυχία στο εξωτερικό, ο Κινουγκάσα διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε ακόμα όρεξη για μη εμπορική, πειραματική κινηματογραφική του παραγωγή. Μεταπήδησε ομαλά στη σκηνοθεσία δραμάτων jidai-geki, ένα είδος που κυριάρχησε τις υπόλοιπες δεκαετίες της σκηνοθετικής του καριέρας. Αυτό μας φέρνει στο 1953 και στην κυκλοφορία του αριστουργήματος του jidai-geki Gate of Hell.

*

Official Site New Star Art Cinema

https://www.newstarartcinema.gr/

Studio new star art cinema

Φίλοι του Studio

Στούντιο New Star Art Cinema

New Star Art Cinema

New Star Art Cinema

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.