Γκιγιέν και Λόρκα. Σχέδια, Μπάμπης Ζαφειράτος. 28.VI.2015 και 5.VI.2015 (Μελάνι σε χαρτί 29χ21 εκ.)
Νικολάς Γκιγιέν – Φεδερίκο Γαρθιά Λόρκα
3 ποιήματα
Μετάφραση
Μπάμπης Ζαφειράτος – Μποτίλια Στον Άνεμο
Πρώτη δημοσίευση εδώ, 19/8/2023
Gregorio Prieto Muñoz (Βαλδεπένιας, 2 Μαΐ. 1897 - 14 Νοε. 1992)
Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα (περ. 1931-1936)
Νικολάς Γκιγιέν
Αγωνία τέταρτη
Φεδερίκο
Την πόρτα χτυπάω μιας ρομάντζας.
«Δεν είναι εδώ ο Φεδερίκο;»
Ένας παπαγάλος βραχνά μού απαντάει:
—Έχει φύγει.
Χτυπάω μια κρυστάλλινη πόρτα.
«Δεν είναι εδώ ο Φεδερίκο;»
Ένα χέρι που βγαίνει μου δείχνει:
—Είναι εκεί στο ποτάμι.
Κάποιου Τσιγγάνου χτυπάω την πόρτα.
«Δεν είναι εδώ ο Φεδερίκο;»
Δεν υπάρχει ψυχή, ψυχή ν’ απαντήσει...
— Φεδερίκο! Φεδερίκο!
Το σπίτι αδειανό στο σκοτάδι⸱
Με βρύα οι τοίχοι του μαύρα⸱
δίχως σίκλο ορφανό το πηγάδι,
στον κήπο φωλιάζει η σαύρα,
Πάνω στο χώμα το αφράτο
σαλιγκάρια χορό έχουν στήσει,
κι ο άλικος αέρας του Ιούλη
στα ερείπια λικνίζεται πάνω.
Φεδερίκο!
Πού να πεθαίνει ο Τσιγγάνος;
Τα μάτια του πού να κοιτούν παγωμένα;
Πού να ’ναι και δε φάνηκε ακόμα!
(Ένα τραγούδι)
Κυριακή ήτανε που ’φυγε, βράδυ,
Κυριακή και δε γύρισε πίσω.
Ένα κρίνο κρατούσε στο χέρι,
στα μάτια του αστράφτανε φλόγες⸱
ο κρίνος εγίνηκε αίμα
και το αίμα σκιά του θανάτου.
(Μια στιγμή για τον Γαρθία Λόρκα)
Ο Φεδερίκο με κερί και με νάρδο στα όνειρά του,
με ελιά και γαρούφαλλο και κρύο φεγγάρι.
Ο Φεδερίκο, η Άνοιξη κι η Γρανάδα μπροστά του.
Σε σκληρή μοναξιά έχει γείρει η ζωή του⸱
σε σκοτεινές λεμονιές από κάτω,
που σκορπούν μουσικές και τις παίρνει μαζί του.
Η νύχτα βαθιά —φλεγόμενα τ’ άστρα στους ώμους—
τη διάφανη σέρνει ουρά της
στους μικρούς, τους ασήμαντους δρόμους.
«Φεδερίκο!» ξεφωνίσανε ξάφνου, κοιτούσαν,
με τα ασάλευτα δεμένα τους χέρια,
οι Τσιγγάνοι που αργά επερνούσαν.
Ω, τι φωνές απ’ τις αιματόβρεχτες φλέβες τους βγαίνουν!
Ω, τι φωτιά τα μουδιασμένα κορμιά τους κρατάνε!
Ω, τι αλαφρά τα βήματά τους διαβαίνουν!
Καταπράσινοι μες στο σούρουπο τώρα τραβάνε⸱
στο σκληρό μονοκόμματο δρόμο
οι αισθήσεις ξυπόλητες κι αυτές περπατάνε.
Ο Φεδερίκο σηκώθηκε, μες στο φως του λουσμένος.
Ο Φεδερίκο, η Άνοιξη κι η Γρανάδα μπροστά του.
Με γαρούφαλλο, νάρδο, φεγγάρι και κερί στη θωριά του
τραβάει μαζί τους στο βουνό μυρωμένος.
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, 30 Νοεμβρίου 2022
Ένα από τα 69 ποιήματα που κουβάλαγε μαζί του ο Τσε στην προσωπική χειρόγραφη ανθολογία του στη Βολιβία, το περίφημο Πράσινο Σημειωματάριο — El Cuaderno Verde.
Από βιβλίο μου για τον Τσε που θα κυκλοφορήσει προσεχώς.
Βλέπε και τη σημείωση που ακολουθεί, και στο τέλος συνδέσμους με άλλα ποιήματα από Π.Σ.
Νικολάς
Γκιγιέν - Νικολάς Κριστόμπαλ Γκιγιέν Μπατίστα
(Nicolás Guillén -
Nicolás Cristóbal Guillén Batista)
10 Ιουλίου 1902, Καμαγουέι - 16 Ιουλίου 1989, Αβάνα
Σχέδιο (το 4ο από 5 του Γκιγιέν), Μπάμπης Ζαφειράτος, 15.VII.2016
(Μολύβι, 29χ21 εκ.)
Angustia cuarta. Από τη συλλογή España, poema en cuatro angustias y una esperanza, (Ισπανία, ποίημα σε τέσσερεις αγωνίες και μια ελπίδα), ό.π., σσ. 102-103. Η συλλογή εκδόθηκε στις αρχές Ιουλίου του 1937 στη Βαλένθια, κατά τη διάρκεια του ΙΙ Διεθνούς Συνεδρίου Συγγραφέων για την Υπεράσπιση του Πολιτισμού στην Ισπανική Δημοκρατία (4-17 Ιουλ. 1937: Βαλένθια, 4/7· Μαδρίτη, 5-8/7· Βαρκελώνη, 11/7· Παρίσι, 16-17/7).
Την ίδια περίοδο εκδόθηκαν και οι συλλογές: España en el corazón. Himno a las glorias del pueblo en guerra (Με την Ισπανία στην καρδιά. Ύμνος για το μεγαλείο του λαού στον πόλεμο, 1936-1937), του Πάμπλο Νερούδα και Ισπανία, παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο (España, aparta de mí este cáliz), του Σέσαρ Βαγιέχο.
Πράσινο Σημειωματάριο (El Cuaderno vedre del Che. Grupo Editorial Planeta, 2009 - Πρόλογος Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο ΙΙ).
Τα 69 ποιήματα ανήκουν σε τέσσερεις μόνο ποιητές: 25 του Γκιγιέν (10 Ιουλ. 1902, Καμαγουέι - 16 Ιουλ. 1989, Αβάνα). 18 του Σέσαρ Βαγιέχο (Περού, 16 Μαρ. 1892 – Παρίσι, 15 Απρ. 1938· ο Τσε ήταν τότε 10 χρονών). 17 του Νερούδα και 9 του Λεόν Φελίπε (Ισπανία, 11 Απρ. 1884 – Πόλη Μεξικού, 18 Σεπ. 1968), όπου ζούσε εξόριστος στο Μεξικό κι εκεί, το 1955, γνωρίστηκε με τον Τσε.
Federico García Lorca
Romancero Gitano
Φεδερίκο Γαρθία Λόρκα (Federico del Sagrado Corazón de Jesús García Lorca)
Γεννήθηκε στις 5 Ιουνίου 1898, στην πόλη Φουέντε, Βακέρος της επαρχίας Γρανάδας
Δολοφονήθηκε από τους φασίστες του Φράνκο, στις 19 Αυγούστου 1936, μεταξύ Βιθνάρ και Αλφακάρ έξω από τη Γρανάδα
Σχέδιο, Μπάμπης Ζαφειράτος, 5.VI.2015 (Μελάνι, 29 χ 21 εκ.)
Τα δυο ποιήματα που ακολουθούν είναι το 1ο και το 4ο από τα 18 που απαρτίζουν το περίφημο Romancero Gitano (Τσιγγάνικη Μπαλάντα ή Τσιγγάνικη Ιστορία, 1928). Από τον σύνδεσμο που βρίσκεται πιο κάτω βλ. και την Μπαλάντα της Χωροφυλακής.
Φεδερίκο Γαρθία Λόρκα
(Πηγή φωτό: https://leoestudio.wordpress.com/2016/05/13/mecano-lorca-y-la-luna/)
Μπαλάντα της φεγγαροσελήνης
Στην Κοντσίτα Γαρθία Λόρκα
Μες στο σιδεράδικο ήρθε
όλο φούρια η σελήνη
με όμορφο φουρό από νάρδους.
Πώς τηνε γλυκοκοιτάζει
τ’ αγοράκι πώς κοιτάζει.
Στο αεράκι που πλανιέται
μι’ αγκαλιά η σελήνη απλώνει
τα στητά της λάγνα στήθη,
σαν καλάι σκληρό, τού δείχνει.
Φύγε φεγγαροσελήνη
φύγε αν έρθουν οι Τσιγγάνοι
περιδέραια, δαχτυλίδια
κάτασπρα από την καρδιά σου
παρευθύς θα πελεκήσουν.
Άσε με γλυκό μου αγόρι
άσε με να σου χορέψω.
Άμα έρθουνε οι Τσιγγάνοι
θα σε βρουν πάνω στ’ αμόνι
θα ’χεις κλείσει τα ματάκια.
Φύγε θεότρελη σελήνη
γιατί ακούω τ’ αλόγατά τους.
Άσε με γλυκό μου αγόρι
την αμάλαγή μου ασπράδα
μην τηνε τσαλαπατήσεις.
Μα ζυγώνει ο καβαλάρης
σαν ταμπούρλο ήχεί απ’ τον κάμπο.
Και το αγόρι απά στο αμόνι
γέρνει με κλειστά τα μάτια.
Φτάνουνε απ’ το λιοστάσι,
μπρούντζος κι όνειρο, οι Τσιγγάνοι
με ολόρθα τα κεφάλια
και με γλαρωμένα μάτια.
Δες πώς κλαίει το νυχτοπούλι,
αχ πώς κλαίει ψηλά στο δέντρο!
Πάει στον ουρανό η σελήνη
και κρατάει από το χέρι
ένα όμορφο αγοράκι.
Μες στο σιδεράδικό τους
κλαίνε γοερά οι Τσιγγάνοι.
Άγρυπνο φυλάει τ’ αεράκι.
Το αεράκι τους φυλάει.
(41)
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, 17 Αυγούστου 2023
(Πηγή: https://altrabajoconalegria.blogspot.com)
Κοντσίτα: Η μεγαλύτερη από τις 2 αδερφές του Λόρκα. Φρανθίσκο (1902-1976), Κόντσα (1903-1962), Ισαβέλ (1909-2002)
Στις Τσιγγάνικες Μπαλάντες, ο Λόρκα περιγράφει και μεταδίδει με μοναδικό τρόπο το ντουέντε - duende, αυτήν τη λέξη που κλείνει μέσα της τη φλόγα της Ανδαλουσιάνικης τσιγγάνικης ψυχής.
- Στην ισπανική λαϊκή παράδοση ένα παιδί που κοιτάζει πολύ ώρα, επίμονα, το φεγγάρι θα παρασυρθεί απ’ το μαγικό του φως για να βρει στη σκιά του θανάτου.
Φεδερίκο Γαρθία Λόρκα
Η εικόνα προέρχεται από το CD με μουσική του Daniel Tejeda, Romance Sonámbulo - Μπαλάντα Υπνοβάτισσα από εδώ: https://danieltejeda.bandcamp.com/album/romance-son-mbulo (Video κάτω).
Μπαλάντα Υπνοβάτισσα
Στην Γκλόρια Χινέρ
και στον Φερνάντο δε λος Ρίος
Πράσινο που σ’ αγαπάω.
Πράσινα κλαριά κι αεράκι.
Το βαρκάκι πλέει στο κύμα,
στο βουνό πλέει τ’ αλογάκι.
Ζώστηκε τη σκιά στη μέση
και σκυμμένη στο μπαλκόνι
ονειρεύεται η πανώρια⸱
πράσινα μαλλιά και δέρμα
μάτια από κρύο ασήμι.
Πράσινο που σ’ αγαπάω.
Στην τσιγγάνικη σελήνη
όλα ολόγυρα τη βλέπουν,
μα αυτή τίποτα δεν βλέπει.
Πράσινο που σ’ αγαπάω.
Από αγιάζι άστρα μεγάλα
φτάνουν με της σκιάς το ψάρι
στην αυγή που ανοίγει δρόμο.
Στη συκιά περνάει τ’ αγέρι
τρίβεται απ’ τα κλαριά της,
και ψηλά ίδιο με κουνάβι
το βουνό κι οι αγαύες βγαίνουν
σαν σκαντζόχοιρου τ’ αγκάθια.
Όμως ποιος κι από πού θα ’ρθει;
Κι αυτή ακόμα στο μπαλκόνι,
πράσινα μαλλιά και δέρμα,
με όνειρο πικρό σαν κύμα.
Κύρη μου το σπιτικό σας
θ’ άλλαζα με το άλογό μου,
τον δικό σας τον καθρέφτη
με τη σέλα μου ν’ αλλάξω,
το μαχαίρι μου να δώσω
και την μπέρτα σας να πάρω.
Κύρη μου είμαι μες στο αίμα
απ’ της Κάμπρας το δερβένι.
Παλληκάρι μου, αν μπορούσα
θα στα είχα συμφωνήσει.
Μα εγώ πια δεν με ορίζω
ούτε και το σπιτικό μου.
Κύρη μου αχ τι ζητάω;
Θέλω μόνο να πεθάνω
στο κρεβάτι μου όπως πρέπει,
να ’ναι ατσάλινο και να ’χει
φίνα ολλανδικά σεντόνια.
Δείτε τι πληγή μεγάλη
απ’ το στέρνο ως το λαιμό μου!
Τριακόσια μαύρα ρόδα
έχει η άσπρη τραχηλιά σου.
Στάζει το αίμα σου μυρίζει
το ζωνάρι σου έχει βάψει.
Μα εγώ πια δε με ορίζω
ούτε και το σπιτικό μου.
Άστε με μόνο ν’ ανέβω
μέχρι τα αψηλά μπαλκόνια,
άστε με! άστε με ν’ ανέβω,
ως τα πράσινα μπαλκόνια,
στα μπαλκόνια της σελήνης
που νερό ακούω να τρέχει.
Πάνε απάνου οι δυο άντρες
μέχρι τα αψηλά μπαλκόνια.
Πίσω μια γραμμή από αίμα.
Πίσω μια γραμμή από δάκρυα.
Τρεμοσβήνανε στις στέγες
τσίγκινα μικρά φανάρια.
Κρύσταλλα από χίλια ντέφια
στην αυγή πληγές ανοίγουν.
Πράσινο που σ’ αγαπάω,
πράσινα κλαριά κι αεράκι.
Πάνε απάνου οι δυο άντρες.
Η μακριά ουρά του αγέρα
άφηνε στον ουρανίσκο
σαν από χολή μια γεύση
με βασιλικό και μέντα.
Κύρη μου, για πες μου, πού είναι
πού είν’ η πικρή σου η κόρη;
Αχ! Κι αν σ’ είχε καρτερέψει!
Πόσο να σε καρτερούσε,
δροσερή μαυρομαλλούσα
εδώ στο πράσινο μπαλκόνι!
Και στο φιλιατρό της στέρνας
λικνιζότανε η Τσιγγάνα,
πράσινα μαλλιά και δέρμα
μάτια από κρύο ασήμι.
Κι ένας παγοσταλαχτίτης
της σελήνης την κρατάει
πάνω απ’ το νερό μην πέσει.
Τώρα η νύχτα ήρθε κοντά μας
σαν μικρούλα πλατεΐτσα.
Μέθυσοι χωροφυλάκοι
εχτυπάγανε στην πόρτα.
Πράσινο που σ’ αγαπάω,
πράσινα κλαριά κι αεράκι.
Το βαρκάκι πλέει στο κύμα,
στο βουνό πλέει τ’ αλογάκι.
(92)
Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, 18 Αυγούστου 2023
(Το ισπανικό κείμενο στο τέλος)
Gloria Giner de los Ríos García (Μαδρίτη, 28 Μαρ. 1886 – 6 Φεβ. 1970). Kαθηγήτρια στην Escuela Normal Superior de Maestras και στο Institución Libre de Enseñanza. Συγγραφέας εγχειριδίων για τη διδασκαλία της Ιστορίας και της Γεωγραφίας. Από τις μεγάλες προσωπικότητες και στο παγκόσμιο Γυναικείο Κίνημα. Σύζυγος του Fernando de los Ríos Urruti. Η κόρη της, Laura de los Ríos Giner παντρεύτηκε τον αδελφό του Federico, Francisco García Lorca.
Fernando de los Ríos Urruti (8 Δεκ. 1879, Ρόντα, Μάλαγα - 31 Μαΐ. 1949, Νέα Υόρκη). Ισπανός πολιτικός, διπλωμάτης, νομικός και καθηγητής, που θεωρείται μια από τις πιο σημαντικές μορφές της σοσιαλιστικής σκέψης στην Ισπανία. Σύζυγος της Gloria Giner.
Μπαλάντα Υπνοβάτισσα
Daniel Tejeda
Ana Belén y Manzanita
25 Φεβ. 1985
Μπαλάντα της φεγγαροσελήνης
Paco Ibañez Belén
Αλμπουμ: Paco Ibañez (1964)
Ana Belén
Composer: Chano Dominguez
Arranger: Michel Camilo
Palacio de Exposiciones de Madrid, 1998.
Επίσης από Μποτίλια
Άλλα ποιήματα από το Πράσινο Σημειωματάριο του Τσε
Πάμπλο Νερούδα
Μπάμπης Ζαφειράτος: Πάμπλο Νερούδα (12.7.1904-23.9.1973), Θρηνητική Ωδή
Λεόν Φελίπε
Μπάμπης Ζαφειράτος: Λεόν Φελίπε (11.4.1884 – 18.9.1968), Ο άδειος σταυρός και ο άδειος χιτώνας
Ισπανικό κείμενο
Αυτόγραφο του Λόρκα. «Στον Χοσέ Μαρία, με μια δυνατή αγκαλιά αληθινής και παλιάς φιλίας. Φεδερίκο. Αβάνα 1930». Estudio Rembrandt, Habana. * (Πηγή: https://drouot.com).
Για τη φωτογραφία και για τη συνάντηση Γκιγιέν - Λόρκα βλ. από Μποτίλια.
Federico García Lorca
Romance de la luna, luna
A Conchita García Lorca
La luna vino a la fragua
con su polisón de nardos.
El niño la mira mira.
El niño la está mirando.
En el aire conmovido
mueve la luna sus brazos
y enseña, lúbrica y pura,
sus senos de duro estaño.
Huye luna, luna, luna.
Si vinieran los gitanos,
harían con tu corazón
collares y anillos blancos.
Niño, déjame que baile.
Cuando vengan los gitanos,
te encontrarán sobre el yunque
con los ojillos cerrados.
Huye luna, luna, luna,
que ya siento sus caballos.
Niño, déjame, no pises
mi blancor almidonado.
El jinete se acercaba
tocando el tambor del llano.
Dentro de la fragua el niño,
tiene los ojos cerrados.
Por el olivar venían,
bronce y sueño, los gitanos.
Las cabezas levantadas
y los ojos entornados.
Cómo canta la zumaya,
¡ay cómo canta en el árbol!
Por el cielo va la luna
con un niño de la mano.
Dentro de la fragua lloran,
dando gritos, los gitanos.
El aire la vela, vela.
El aire la está velando.
(36)
Romance sonámbulo
A Gloria Giner
y Fernando de los Ríos
Verde que te quiero verde.
Verde viento. Verdes ramas.
El barco sobre la mar
y el caballo en la montaña.
Con la sombra en la cintura
ella sueña en su baranda,
verde carne, pelo verde,
con ojos de fría plata.
Verde que te quiero verde.
Bajo la luna gitana,
las cosas la están mirando
y ella no puede mirarlas.
***
Verde que te quiero verde.
Grandes estrellas de escarcha,
vienen con el pez de sombra
que abre el camino del alba.
La higuera frota su viento
con la lija de sus ramas,
y el monte, gato garduño,
eriza sus pitas agrias.
¿Pero quién vendrá? ¿Y por dónde...?
Ella sigue en su baranda,
verde carne, pelo verde,
soñando en la mar amarga.
Compadre, quiero cambiar
mi caballo por su casa,
mi montura por su espejo,
mi cuchillo por su manta.
Compadre, vengo sangrando,
desde los puertos de Cabra.
Si yo pudiera, mocito,
ese trato se cerraba.
Pero yo ya no soy yo,
ni mi casa es ya mi casa.
Compadre, quiero morir
decentemente en mi cama.
De acero, si puede ser,
con las sábanas de holanda.
¿No ves la herida que tengo
desde el pecho a la garganta?
Trescientas rosas morenas
lleva tu pechera blanca.
Tu sangre rezuma y huele
alrededor de tu faja.
Pero yo ya no soy yo,
ni mi casa es ya mi casa.
Dejadme subir al menos
hasta las altas barandas,
¡dejadme subir!, dejadme
hasta las verdes barandas.
Barandales de la luna
por donde retumba el agua.
***
Ya suben los dos compadres
hacia las altas barandas.
Dejando un rastro de sangre.
Dejando un rastro de lágrimas.
Temblaban en los tejados
farolillos de hojalata.
Mil panderos de cristal,
herían la madrugada.
***
Verde que te quiero verde,
verde viento, verdes ramas.
Los dos compadres subieron.
El largo viento, dejaba
en la boca un raro gusto
de hiel, de menta y de albahaca.
¡Compadre! ¿Dónde está, dime?
¿Dónde está tu niña amarga?
¡Cuántas veces te esperó!
¡Cuántas veces te esperara,
cara fresca, negro pelo,
en esta verde baranda!
***
Sobre el rostro del aljibe
se mecía la gitana.
Verde carne, pelo verde,
con ojos de fría plata.
Un carámbano de luna
la sostiene sobre el agua.
La noche se puso íntima
como una pequeña plaza.
Guardias civiles borrachos
en la puerta golpeaban.
Verde que te quiero verde.
Verde viento. Verdes ramas.
El barco sobre la mar.
Y el caballo en la montaña.
(86)
Nicolás Guillén
Angustia cuarta
Federico
Toco a la puerta de un romance.
¿No anda por aquí Federico?
Un papagayo me contesta:
—Ha salido.
Toco a una puerta de cristal.
¿No anda por aquí Federico?
Viene una mano y me señala:
—Está en el río.
Toco a la puerta de un gitano.
—¿No anda por aquí Federico?
Nadie responde, no habla nadie...
—¡Federico! ¡Federico!
La casa oscura, vacía;
Negro musgo en las paredes;
Brocal de pozo sin cubo,
Jardín de lagartos verdes.
Sobre la tierra mullida
Caracoles que se mueven,
Y el rojo viento de julio
Entre las ruinas, meciéndose.
¡Federico!
¿Dónde el gitano se muere?
¿Dónde sus ojos se enfrían?
¡Dónde estará, que no viene!
(Una canción)
“Salió el domingo, de noche,
Salió el domingo, y no vuelve.
Llevaba en la mano un lirio,
Llevaba en los ojos fiebre;
El lirio se tornó sangre,
La sangre tornóse muerte”.
(Momento en García Lorca)
Soñaba Federico en nardo y cera,
Y aceituna y clavel y luna fría.
Federico, Granada y Primavera.
En afilada soledad dormía,
Al pie de sus ambiguos limoneros,
Echado musical junto a la vía.
Alta la noche, ardiente de luceros,
Arrastraba su cola transparente
Por todos los caminos carreteros.
“¡Federico!”, gritaron de repente,
Con las manos inmóviles, atadas,
Gitanos que pasaban lentamente.
¡Qué voz la de sus venas desangradas!
¡Qué ardor el de sus cuerpos ateridos!
¡Qué suaves sus pisadas, sus pisadas!
Iban verdes, recién anochecidos;
En el duro camino invertebrado
Caminaban descalzos los sentidos.
Alzóse Federico, en luz bañado.
Federico, Granada y Primavera.
Y con luna y clavel y nardo y cera,
Los siguió por el monte perfumado.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.