Δεκέμβρης 1944 (17)

Δευτέρα 17 Ιουλίου 2023

Νίκος Καρούζος (17.7.1916-28.9.1990): Αυτός που έκοβε τριαντάφυλλα απ' τη λέξη τριανταφυλλιά - Νεολιθική Nυχτωδία στην Κρονστάνδη

Νίκος Καρούζος

17 Ιουλίου 1916, Ναύπλιο - 28 Σεπτεμβρίου 1990, Αθήνα
Σχέδιο, Μπάμπης Ζαφειράτος, 2.IX.2015 (Μελάνι, 29χ21 εκ.)

 

 

 

 

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ

 

 

ΛΕΝΙΝ ΚΑΙ ΜΑΧΑΤΜΑ

 

 

Ξημέρωνε κι ήτανε κι οι δυο τους

           ασπροντυμένοι.

Κελαηδούσε απ’ όξω ο τόπος. «Τα πουλιά»

           ψιθύρισε ο Μαχάτμα.

Ο Λένιν χαμογέλασε καλόκαρδα διορθώνοντας.

            «Μυδράλια».

 

(ΑΝΑΜΝΗΣΤΙΚΗ ΛΗΘΗ [1982])

 

 

 


ΝΕΟΛΙΘΙΚΗ ΝΥΧΤΩΔΙΑ

ΣΤΗΝ ΚΡΟΣΤΑΝΔΗ

[1987]

 

 

Νεολιθική νυχτωδία στην Κρονστάνδη

 

Τραυλίζοντας οικουμένη καθώς

ἡ πραγματικότητα χωλαίνει κι όπως

ασπροφωλιάζει η λευτεριά στον άστοργο πάγο

περικαλιόμαστε τη σώτειρα τήξη.

 

(Να ιδούμε αν η άνοιξη θα συνδράμει τα όνειρά μας.)

 

ΕΝΑΣ ΝΑΥΤΗΣ: Το μυαλό πώς μαλακώνει στα Ουράλια;

ΕΝΑΣ ΑΛΛΟΣ ΝΑΥΤΗΣ: Τί θέλεις να πεις; Δεν κατάλαβα.

 

            μουχλιάζει το τηλέφωνο, ευδαιμονία

 

— Η εξουσία ολάκερη στα Σοβιέτ! Αυτό είν’ όλο

 

            ПРАВДА

 

— Μπορείς όμως να κόψεις ένα τριαντάφυλλο απ’ τη λέξη τριανταφυλλιά;

 

— Σε κείνους η ερώτηση.

 

                                                                              ПРАВДА

 

— Ποια λογική αρχίζει σε κείνους; [Ένας τρίτος ναύτης.]

—Εγώ βλέπω άλλο⸱ η λογική της εξουσίας συνεχίζεται.

 

                   ΠΡΑΓΜΑΤΙ

 

— Θα πεθάνουμε ή θα βάλουμε την επανάσταση στο νόημά της!

 

— Αυτό είν’ όλο.

 

            Νοστάλγησα τα ορυχτὰ την άφωνη

                       θηλαστική μου ιερότητα

            κι ανατρέχω στον ύπνο που με σώζει

                       είναι ο πρόχειρος θάνατος

                               ένα κλούβιο ρολόι

            χωρίς τα πριν και χωρίς τα μετά⸱

            δεν ήρθα δε φεύγω θα σταματήσω.

 

— Η εξουσία είναι της Ιστορίας η ευκοιλιότητα.

 

— Στο χωριό μου τη λένε γλεντοκώλα.

 

            ПРАВДА

 

— Γεννάδη, κάνεις ομοιοκαταληξία με τον Άδη.

 

— Φθέγγομαι τρόμο. Και επιτέλους τι νομίζεις πώς είναι

τα ιδανικά; Είν’ όπως αλευρώνουμε τα ψάρια πριν απ’ το τηγάνισμα.

 

— Εμείς πού αληθεύουμε;

 

— Στην επανάσταση.

 

                                                        ΑΥΤΟ ΕΙΝ’ ΑΛΗΘΕΙΑ

 

— Για άκου το χτεσινό μου όνειρο. Βρισκόμουνα τάχα στον
Όλυμπο. Θέαινες λαλέουσες κοροϊδεύαν αιωνίως του κύκλου
την απληστία, μ’ ένα χυδαιότατο φεγγάρι λίγο ψηλότερα. – Δρόμος
αμφιλεκτισμού· μετέρχομαι άγνωστο –, είπα. Κι άξαφνα βγαίνουν
εμπροστά μου από σκοτεινό χαλκό και νήπια σίδερα ο Ήφαιστος και
η Αφροδίτη, τσιτσίδια αιματωμένα. «Τι φαντάστηκες», μου λέει
ο Ήφαιστος. «Αυτή η κρυπτογαμική κι ατάσθαλη Κυρία τα κάνει όλα⸱
η κατά βάθος νυμφομανής Ήρα· είναι η σύζυγος-εξουσία κι αναμέλπει
λάμψη αμέμπτου ηθικής». – Αφυπνίστηκα ταραγμένος.

 

            Δούλα του φωτός πεταλούδα, φτερά και χνούδι

                 σε εξωφρένεια!

            Ο έκλυτος Δίας κρατεί κεραυνούς αναφαίρετους

                          δίχως ακόμη πυροδότηση

                    χορταίνοντας όραση βλακείας

                 καθεζόμενος υπεράνω πάσης κοσμολογίας.

            Κι η μούρη των αλόγων του Φαέθοντα έναντι του

                 κενού με άφρη κοσμικής ύλης.

            Ασθενοφόρο γρήγορα για τον βασιλέα Λήρ!

                 Ευωδιάζουμε από τρέλα.

            Δεν πιάνουν τα φρένα⸱ χανόμαστε στη διαιρετότητα                  

                 του Ζήνωνα.

 

Η ΑΝΝΑ (που πλησιάζει): Τι νέα έχουμε απ’ την πραγματικότητα;

ΝΙΚΟΛΑΪ (σηκώνει το ακουστικό): Στον επόμενο τόνο η ώρα θα είναι 170και 21 και τρία δευτερόλεπτα.

ΓΕΝΝΑΔΗΣ: Αχ καημένε! Τα τσιγάρα μονάχα δύνασαι ν’ αριθμήσεις, όχι το κάπνισμα.

ΝΙΚΟΛΑΪ: Φοβάμαι, σύντροφε. Και η επίθεση επίκειται. Ο Λένιν έχει εμπλακεί στη μοίρα.

 

— Πανάκριβα ραφτικά.

                                       — Χοϊκή φρενίτιδα

                                                                       — Φαλλοκοπία

— Ουτοπία.

                   — Μα όμως αναιρέσαμε το δάσος.

 

— Βροχές μανάδες... Άραχλε!

 

            Να και ο τρισάθλιος ήλιος. Μια χλεμπόνα

                         στ’ ουρανού το κατεστημένο.

                                     Αμ τι γαρ;

            Η αλληλεγγύη των αστεριώνε ξανασπιθίζει

                         με μηδέν αντίχτυπο⸱

            θυμάμαι κάποτε στη Τζια ένανε γάιδαρο

                         να τρώει λαμπερές μαργαρίτες⸱

            επιτυχία της μοναξιάς⸱ αυτή ’ναι πάντα

                         η κατάσταση.

            Να προσπερνάς αυτολεξεί τα νεύρα σου

 

— Με σφίγγει μια αλήθεια, της παραδίνομαι. Με σφίγγει μια

άλλη, κι αυτηνής της παραδίνομαι. Διατρέχοντας του μυαλού

την ωμότητα. Λέω αίμα του ψύλλου κι αμέσως

οσφραίνομαι ρούμι.

 

— Παραδέρνεις. Αλλά εμένα τα μάτια μου διεκδικούσαν ἑνότητα

Οπτικής⸱ εκκένωση τραγωδίας. Ουδέποτε υπέφερα τις

αντιφάσεις. Αμφί και ρέπω, όχι!

 

— Χρεμετίζεις φαντασία.

 

[ Την ημέρα εκείνη γεννήθηκα μόνος μου⸱ δεν είχα βιολογικὸ

προηγούμενο. Σούρθηκα στην τρώγλη της απλής αριθμητικής.

Εκεί διαλάμποντας ενωτίστηκα κόκαλα.]

 

            Υπερφίαλο φως ισχνότητα του έρωτα!

            Τι ναν τα λέμε... Αυτοψυχίατρος είν’ ὁ ποιητής

                        με καθαρό οινόπνευμα.

            Κυρίως θα ’λεγᾳ θεοσταγὴς και προϊούσα σφήκα.

                        Θα γαλαζώσει πάλι.

 

— Μα είναι κι ο άλλος έρωτας, ὁ γενετήσιος.

 

— Τι να σου κάνει αυτός… Αν θέλεις, βάζει λίγα παγάκια στη

μελαγχολία μου.

 

[ Θύμησες αφεύγατες από τότενες που ξέρω τον εαυτό μου⸱

δεν είν’ εύκολο πράμα η ομορφιά, κι ας είναι τόσο μεταδοτική με

λόγια και με θεωρίες. Κι αυτό το χέλι, η αισιοδοξία⸱ γλιστρά

πάντοτε στην επόμενη φάση. Θέλει δύστυχο χώμα η ελιά… Το

δράμα της ποιότητας.]

 

            Είθε να μην υπήρχα⸱

        μαβὴς ο χτύπος της καρδιάς, αλητεία.

Κι αν είπα τις προάλλες τη ζωή αντίρρηση του σκούληκα

        δὲν ἔπαψε νὰ φουγαρίζει μέσα μου χαώδης

             ἡ ἀπελπισία.

             Θες το ζώο θες ο άγιος τίμημα η απουσία.

             Κορφόνυχα μες στη φωτιά σε ταραχώδη θράκα

                  χρονάκια μου και χρόνια

             έκανα ’γω το μπόι μου βλαστοβολώντας ύψος

                  χωρίς να συμβουλεύομαι

             κακούς ονειροκρίτες και θολά μαντεία.

             Δεν αναμέτρησα κινδύνους, αποτεφρώθηκα.

             Πίστεψα στα χρυσάνθεμα ορκίστηκα στη χλόη

             Κι όπως ρεκάζει επιστήθιος άνεμος από βροχερά

                  συμπεράσματα

             στα ερυθρά χαλάσματα του ήλιου ξαναφαίνομαι

                  κι ανιστορώ τα ρόδινα νεφρά μου.

 

— Κλαίμε δίχως πεντάγραμμο⸱ τα όρνια συνωστίζονται στον

αγέρα στροβιλίζοντας ανεπίληπτα τη γεωμετρία. Κυριέψαμε

την ελάσσονα λέξη ΣΟΒΙΕΤ —

 

— Ουαί συντρόφοι μου φαντασιολεξία

 

— Ετερολεξία του κόμματος⸱ αντιλέγει ένας ναύτης.

 

ΕΥΧΑΡΙΣΤΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ⸱ ΟΙ ΣΚΟΤΩΜΕΝΟΙ ΖΟΥΜΕ

ΑΚΟΜΗ.

 

                         Στο βάθος του Φιλλανδικού Κόλπου.

Του δε πλήθους των πιστευσάντων ην η καρδιά και η ψυχή μία,

και ουδέ εις τι των υπαρχόντων αυτώ έλεγεν ίδιον είναι,

αλλ’ ην αυτοίς άπαντα κοινά…

                         Στο βάθος του Φιλλανδικού Κόλπου.

 

— Λέω να περπατήσω λιγάκι. Μέχρι τα μαγειρεία. Δυο-τρεις

Μέρες που δεν είδα την ορνιθίτσα⸱ δουλεύει καθαρίστρια η Άννα.

Μια οποιαδήποτε δουλειά εδώ πάει στην έκσταση.

 

Καθώς ο ήλιος καμπουριάζει κι απογίνεται

             μύξα φωτός

ανέρχομαι κόκκινος με ψυχικά ματογυάλια θλίψης

             κάνοντας δεύτερη φωνή στην ύλη

             και υπεραμείνομαι της αιτιότητας

                   ενάντια

                        στο χυδαίο Σύμπαν.

 

— Είτε στον ύπνο (παξ) είτε στην εγρήγορση (κοὰξ) ονομάζομαι

γοργὰ μελλοθάνατος.

 

— Αυτό είν’ έτσι. Σ’ ενδιαφέρει όμως το τελευταίο μου όνει­ρο;

Πήγα τη γραφομηχανή μου στον οδοντίατρο. «Κανένα σάπιο

δόντι;» με ρώτησε. Δεν ξέρω τι συνέβη ύστερα, μα ο γιατρός

είπε ήρεμα⸱ «ναν την ξαναφέρετε την άλλη βδομά­δα». Την πήρα

στα χέρια μου και προχώρησα στον αναβα­τήρα. Τότενες

ούρλιαξε η γραφομηχανή· «θα φύγω μόνη μου!» Και

κατρακύλησε από κάτι ελισσόμενες σκάλες, που ωστόσο ήτανε

γιγάντιες πορτοκαλόφλουδες.

 

— Παράλληλα εμείς τρώγαμε βαθιά τα νύχια μας. Κι ακούγαμε

την κοσμοθεωρία να ηχεί με χαλαροκούδουνα. [Τυπωθήτω.]

 

— Αλλά θα ’πρεπε…

                                  

                                        ...

                                            ...

                                                ...

                                                   ...

                                                      ...

            Θρομβώδη φυλλώματα, συνεσθίομαι

                    μαζί με τ᾿ άνθη⸱

            διασχίζω τους γάμους των θάμνων

            αναφλέγοντας το γραφτό μου σε άναρθρους

                    όρθρους

            κι αποτυχίζω την απόγνωση κατακείμενος

                    όρθιος.

 

[ Πλησιάζουμε οξυγόνο. «Ρωτήθηκε μια μέρα ο Nasreddin Hodja:

— Ο ήλιος είναι πιο χρήσιμος ή η σελήνη; — Η σελήνη είπε ο

Hodja, γιατί ο ήλιος προβάλλει όταν ξημερώνει. Ενώ η σελήνη φωτίζει τον κόσμο όταν νυχτώνει». (Εκ του γαλλικού.) με οπτική

λογική θ’ αστράφταμε απαρόμοιαστα. Θα ’λεγες όχι;]

 

            Λέω συχνά τα νεφρά μου θα υπερισχύσουν.

            Εντούτοις μαθητεύω πια συνέχεια σε τρόμο

            κάθε βράδυ ξαναστοχάζω πως όχι! δε θα

                     ξυπνήσω

            κάθε πρωί ξεριζώνω φλέγματα υποφέροντας

            μιαν άγρια ναυτία που δεν εξελίσσεται ολότελα

                     κι ανατριχιάζω

            κάτι νύχτες με εθελούσιο μαύρο κάτι νύχτες

                     από  τεράστια αιμοχαρή φεγγάρια

            για να διαλευκάνω επιτέλους τα άσπρα μου

                     μαλλιά ως τη συντέλεια.

            Δε θυμάμαι θυμάρι που να μην ανάδωσε πάντοτε

                     την ευωδιά του

            με ήλιους ορεινούς αναφωνήματα στη μνημοσύνη.

            Δεν ξέρω τι κάνει το συκώτι μου δεν ξέρω

                     τι κάνει η καρδιά μου

            μαστίζομαι από ένοχη θέαση κι ανωφερή

                     αχτημοσύνη

            χαράζω σύμφωνα και εκφέρω φωνήεντα φρίκης.

 

— Θρησκευτική υπόθεση. Κι ὁ χρόνος τώρα δεν είναι

μαγνητοταινία της αιωνιότητας. Ανακρούεται επιστήμη,

κουκιά μετρημένα. Μα είναι αμπόρετο να τσιμπήσει κανείς

τη θάλασσα. Η Ιστορία τελικά συναναστρέφεται αγάλματα.

Δεν είναι;

 

            Το πιάνο μου το λένε γραφομηχανή⸱

            στην άλλη όχθη μελωδεί το θάνατό μας⸱

            του Τρότσκυ καλλωπίζει την υπογραφή.

            Κι ο Ζηνόβιεφ απ’ αντίκρυ στα ίδια πλήχτρα

                     με κόκκινο φελόνι

                                 με γλαυκό στιχάριο

            Μηχανεύεται την απόλαυση να μας αφανίσει.

 

— Θυμάμαι λοιπόν έναν ουρανοβράχο στην πατρίδα. Ωσάν

ετούτονε συλλογιόμουνα κάνει ομορφιά κι ο Λένιν⸱ ωσάν

ετούτονε το μέγα βράχο στην αιθρία.

 

— Την ξαστεριά την έλεγες κάποτε μηχανορραφία.

 

                                                — Δεν εγγυώμαι καμιά λέξη.

 

— Μας ρήμαξε η φαντασία.

 

                                                — Μα η λάμψη, μας καθιερώνει.

 

— Τι εστί λάμψη;

 

                                                – – – – – – – – – – – – – – – – – –

 

[ Αυτός βγαίνει κουστουμαρισμένος με γλαφυρή γραβάτα

στη μέση της εκκλησίας μεταξύ των ψαλτάδων και λέει το «Πιστεύω» —, τι μπλαμπλα Θεέ μου⸱ τι αφρώδης αφρένεια! ]

 

— Ποιος αποφάσισε τα πτώματά μας;

 

                                                – – – – – – – – – – – – – – – – – –

 

 

 

— Ξέχειλα τα οράματά μας. Εμπλουτισμένοι αθανασία.

 

                                                — Νυμφίοι της ελπίδας αρουραίοι.

 

[ Λάμπουμε όλοι στην Κρονστάνδη. Στην πιο περήφανη γεωγραφία. ]

 

            Μικρόσωμος ο χάροντας

                                                    ψηλόκορμη η αγάπη.

            Κανένας ήλιος επισείοντας

                                                    μεσημεριάτικο κίτρινο

            σε ζοφώδη ζωύφια⸱ κανένας τρόμος!

                                              Έτσι κι αλλιώς αποθανούμεθα.

            Κι ο αμνός οληνώρα χαμηλώνει στην ακούραστη

                     βρώση.

            Θεός αμφίθεος⸱ τ αγγελικά μου τάρταρα⸱ φρικωδία

                     ναι και όχι⸱

            καθώς ορχείται σεινάμενο λυγάμενο

                                                              το μέγιστο ερώτημα⸱

            η βία είναι

                            η μαμή της Ιστορίας;

                                                             ή είναι

            το εκάστοτε

                               νεογνό της Ιστορίας;

          

            (Χορός είν’ αυτός και ζαλίζει.

                                               Μα όμως πρέπει μας τραγούδι.

            Η τρικυμία βόγγει από πάντα

                                               για να βγάλει

            φτερά το πέλαγο να πετάξει

                                 στα δρώμενα ύψη.)

 

—Άμα η αλήθεια δεν κάνει φαλάκρα, πώς να γουρμάσει...

 

ΕΝΑΣ ΝΑΥΤΗΣ (που φταρνίστηκε): Αυτό εγώ λέω αλήθεια. (Γελώντας): Το φτάρνισμα⸱ ολική απόρριψη.

 

            Σε βοερά μνημόσυνα βοράς κι αθώας βαρβαρότητας

            με πετεινών αθλήματα στους χαμηλόκορμους ουρανούς

            ωσότου πιάσουν ένα γύρο οι βροχάδες τα πρωτόνερα

            ώσπου να ανοίξει της χυνοπωριάς το κατουροβάρελο.

                     Θα ’τανε πέρσι.

            Ρεμβώδη νοήματα⸱ τυραγνία του βήχα⸱ από μέσα.

            Τα φουκαριάρικα πλεμόνια μου δεν έχουν ευκρασία

            μα η ζωή τυρβάζει σαν ζωή και σε κανένα είδος

                     αλήθειας.

                     Θα ’τανε πέρσι.

            Και έπεται στο μέγα δάσος εκείνη η γαλήνη η

                      φτυστή με βραδυγλωσσία της υπάρξεως

            η νυοστή εκείνη σίγηση με τα λαμπρά οιδήματα

            σαν τα νερά στις φυλλωσιές τα γοργομίλητα

            σαν των πουλιώνε την ανέγνωρη κι αγγελομάτα νιότη.             

            Στο λάκκο δεν προσμένουμε στον Άδη δεν ακαρτερούμε

            κι ουδέ τα φίδια πλεχταριά κι ουδέ οι οχιές κουβάρι

            μονάχα μια τρομώδης πλάστιγγα που ζυγίζει ενόρκως

                      την αφθαρσία της ύλης.

            Τα κόκαλά μου βιάζονται τη λευτεριά τους απ’ τη σάρκα.

 

[Βραδιάζει στο κείμενο. Η κατακρήμνιση του απογεύματος:

ωριμότητα.]

 

— Αν έλιωνε ὁ πάγος, αν τους προλάβαινε η Άνοιξη...

 

                     — Θα ’φερνε αποτέλεσμα;

 

                               — Για πιότερη στόχαση

 

                                           — Θ’ αποφασίζαν ένα διάλογο;

 

[ Εφτά μετρήθηκαν τα βήματα του νιογέννητου Βούδδα,

πεθαίνοντας εφτά μέρες αργότερα η βασίλισσα Maya. Ρέει

ο χρόνος και μια νύχτα Siddhartha monte a cheval et les Dieux

font un tapis de leurs mains sous les sabots du cheval pour qu’il

puisse abandonner la ville sans être entendu ni vu de personne.

Ανάβει το μυστικό ζώο με χαρμόσυνο σκοτάδι sous un arbre de

pipal. Ούτε πλούτος πλέον ούτε γυναίκα ούτε το παιδί του

τ’ αφήκε όλα πίσω· τα παράτησε στο καλό και στο κακό

(ηλιοφέγγαρο). Μια τεράστια γδύμνια⸱ στην αρχή βάναυση⸱

τρώγοντας un grain de riz par jour. Ερχόντας η φώτιση ξαναγεννήθηκε. ]

 

            Στήθος μου δε σε γιόμισα κέρματα κι όταν

            ο ήλιος αγνοεί στη δύση του το κάλλος

                    πράττει άριστα

                            κι όταν επίσης βάζει

            σκοτείνιασμα στην τόση φλεγμονή και χαϊδεύει

                    της νύχτας την κλειτορίδα.

            Σκιαγμένα καντηλάκια στους τάφους⸱ ο βραδινός

                    αέρας τα τρομάζει.

            Μ’ ένα κλαρί κληματαριάς απάνω φαρδύ γαλάζωμα

                    χαίρομαι την εικαστική λεπτότητα.

 

[ Προλετάριοι

Προσμονάριοι ]

 

            Πλαγιάζουν τα λουλούδια την ευλύγιστη βροχή

                    κι ανάσσει

                            στο ανάσασμά μου η ερημόκαρπη παρουσία

                                      μαθαίνω τις φτερούγες μου

                                             δάσκαλος ο αγέρας

            αρραβωνιάζεται τη λεύκα σ' αρίφνητο του άσπρου

                    φυλλομάνι

                               δεν έχει όρια η ευφράδεια της Σταύρωσης

                                      ούτε το πορτοκαλί που με τύφλωνε

                                              φωσφορίζοντας

                                      μα εγώ τη γλώσσα την αποκλήρωσα

                               δε μαζεύω ψυχοχάρτια χαζεύω την αγριότητα

                                      οι καιόμενες πορφυρές δεκαετίες

                                              από υδρόγεια νόηση

                               κι αναπηδά στη χύτρα του πεπρωμένου

                                      ο χόχλακας.

                               Φεγγάρι μου βγαλμένο μάτι ρεμβάζω σου

                                      τ᾿ ασπράδι.

 

[ Παλιοκούρελο η ποίηση⸱ θα ’λεγα σολιασμένα βάσανα. Πάει

καλά. Μήπως όμως βλέπουμε την επανάσταση σε διάθλαση

μήπως δεν έχει πραγματικά στραβώσει; ]

 

— Προέχει το μαύρο.

 

           — Τι εννοείς;

 

                              — Κλείσε τα μάτια σου: πάνε όλες οι μορφές⸱

                                   άμα τ ανοίξεις επανέρχονται όλες

                                   Αυτό είν’ έτσι.


— Δώσε μου σαν ενθύμιο τον ορισμό της εξουσίας.

 

                             — Ως προς εμένα η εξαχτίνωση του χτήνους.

 

— Τικ τακ⸱ τικ τα⸱ τικ τακ —

 

                             — Αλλά πού με ειρωνεύεσαι τώρα, σύντρο­φε;

            Ποτέ μου δεν αφέθηκα στους αριθμούς ή άλλα κύμβαλα

                     ούτε είπα την ανθρωπότητα ομορφόσογο⸱

            μα είν’ αλήθεια⸱ στα κράκουρα της ερημιάς η πτήση

                     μοιάζει με αθώωση κι ο νους μας πάντοτε

            ξελεπιάζει στους ωκεανούς τον Ποσειδώνα αιχμηρή φενάκη

                     σε πικρά της αγωνίας ωράρια⸱

            φάσμα ο πανσέληνος ουρανός κι ο ηλίθιος ήλιος απάνω

                     υποκινητής του ίσκιου μου μέρα-νύχτα.

            Σιγά τα αίματα! — ο ήλιος, μας οφείλεται κύριοι⸱

                     χωρίς υμνολογίες!

            Χωρατεύει σωρηδόν η άνθηση κι αν υποκύπτω στην όσφρηση

                     στα μύρα στη μητέρα στους αμέριμνους ίασμους                      

            εντούτοις μ’ ενοχλούσαν ανέκαθεν οι ώρες του Σωκράτη

                     πριν απ' τον εύγευστο θάνατο

            κι αγέρωχα ωρυόμενοι κεραυνοί νεμόμενοι το μεσονύχτι

                     τ’ ουρανού οι βογιάροι

                     μ’ ανελέητα σπαθιά κι απαστράφτοντας

                     τη νύχτα τηνε ξεκοιλιάζουν.

            Εγώ λοιπόν έκπληχτος από χέρι διαστέλλω γαλαξίες

                    κι ανατείνομαι όνειρος

            αποβάλλοντας το πραγματικό κι αναθυμούμενος μόλις

                    εκείνη την αρτηρία του αόρατου

                             την πλεξούδα του καπνού σε ανώδυνο

            ύψος. Εδώ επιμένουμε όλοι.

 

— Άννα, τι συμβαίνει;

 

                          — Άρχισε η επίθεση.

 

                                           — Άννα, έχε γεια! Θα πεθάνουμε.

 

— Νικολάι, σ᾿ αγαπούσα ολόκληρη.

 

                                           — Μιαν άλλη φορά⸱ θα ξαναγίνει, Άννα.

 

[ ...et les Dieux font un tapis την ώρα τούτη με τον πάγο κάτω

απ’ τα πέλματα των συντρόφων απέναντι⸱ για να περάσουν

αιωρούμενοι. ]

 

                    διεδίδοτο δε εκάστῳ καθότι αν τις χρείαν εἶχεν —

 

KRONSTADT

 

 

 

 

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ, ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Β΄ (1979-1991)
ΙΚΑΡΟΣ, Αθήνα 1994,

Α. σ. 308 – Β. σσ. 447-459

(Διαδικτυακή μεταφορά: Μπ. Ζ. 16.7.2023)

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.