Δεκέμβρης 1944 (17)

Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2022

Μπάμπης Ζαφειράτος: Πάμπλο Νερούδα (12.7.1904 – 23.9.1973), 12 Σονέτα του Έρωτα

(Φωτό: Πάμπλο Νερούδα και Ματίλντε Ουρούτια. © Archivo Fundación Pablo Neruda)

*

Ω, ένα ταξίδι ο έρωτας από νερό κι αστέρια,
από αέρα πνιγερόν κι από αλευριού φουρτούνες·
μια μάχη είναι ο έρωτας από αστροπελέκια
και δυο κορμιά που λειώνουνε σε μια σταγόνα μέλι.

*

Πάμπλο Νερούδα

Πάβλο Νερούδα – Ρικάρδο Ελιέσερ Νεφταλί Ρέγιες Μπασοάλτο
(Pablo Neruda – Ricardo Eliécer Neftalí Reyes Basoalto)
Χιλή. 12 Ιουλίου 1904, Παράλ 23 Σεπτεμβρίου 1973, Σαντιάγο
Σχέδιο (1ο από 2 του Νερούδα), Μπάμπης Ζαφειράτος, 23.XII.2015 (Μελάνι, 29 χ 21 εκ.)

 


 

12 Σονέτα του Έρωτα

(Από τη συλλογή Cien Sonetos de Amor, 1959)

Μετάφραση – Σημειώσεις
Μπάμπης Ζαφειράτος – Μποτίλια Στον Άνεμο

Πρώτη δημοσίευση, Κατιούσα, 23/9/2022

 

 

Πρωί

(5 σονέτα)

 

VI

ΧΑΜΕΝΟΣ ΣΤΑ ΔΑΣΗ κόβω ένα μαύρο κλαράκι,
στα φρυγμένα μου χείλια ο ψίθυρός του λες βγήκε:
της βροχής μπορεί να ’ταν η φωνή η κλαμένη,
μια σπασμένη καμπάνα, μια καρδιά ραγισμένη.

Κάτι τόσο απόμακρο που σχεδόν μού φαινόταν
κρυμμένο βαθιά, απ’ τη γη σκεπασμένο,
μια πνιγμένη κραυγή φθινοπώρων πελώριων,
απ’ το νοτερό και μισάνοιχτο σκοτάδι των φύλλων.

Αλλά εκεί, μέσα απ’ το όνειρο ξυπνώντας του δάσους,
τραγουδούσε στα χείλια μου της φουντουκιάς το κλαράκι
κι ένα διάχυτο άρωμα τις αισθήσεις μου αγγίζει

σαν να μ’ έψαχναν άξαφνα οι κομμένες μου ρίζες,
της παιδικής μου ηλικίας η γη η χαμένη,
κι απ’ το διάχυτο άρωμα απόμεινα εκεί πληγωμένος.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

 

VI

EN LOS BOSQUES, perdido, corté una rama oscura
y a los labios, sediento, levanter su susurro:
era tal vez la voz de la lluvia llorando,
una campana rota o un corazón cortado.

Algo que desde tan lejos me parecía
oculto gravemente, cubierto por la tierra,
un grito ensordecido por inmensos otoños,
por la entreabierta y húmeda tiniebla de las hojas.

Pero allí, despertando de los sueños del bosque,
la rama de avellano cantó bajo mi boca
y su errabundo olor trepó por mi criterio

como si me buscaran de pronto las raíces
que abandoné, la tierra perdida con mi infancia,
y me detuve herido por el aroma errante.

 

 

XII

ΜΕΣΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ, ΜΗΛΟ σάρκινο, καυτό φεγγάρι,
άρωμα δυνατό από φως, πηλό και φύκια συναγμένο
ανάμεσα στις δυο κολόνες σου τι μαύρο φέγγος σμίγει;
Ποια νύχτα αρχαία ο άνθρωπος με το είναι του αγγίζει;

Ω, ένα ταξίδι ο έρωτας από νερό κι αστέρια,
από αέρα πνιγερόν κι από αλευριού φουρτούνες·
μια μάχη είναι ο έρωτας από αστροπελέκια
και δυο κορμιά που λειώνουνε σε μια σταγόνα μέλι.

Φιλί φιλί φτεροκοπάω μες στο μικρό σου σύμπαν
στους ποταμούς, στις όχθες σου, στα τοσοδά χωριά σου,
κι η πυρκαγιά η ερωτική που ηδονή έχει γίνει,

κατρακυλάει μες σε στενά αιμάτινα δρομάκια
μέχρι σαν το γαρύφαλλο να ξεχυθεί της νύχτας,
μέχρι σαν ίσκιου αστραπή να είναι και να μην είναι.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

 

XII

PLENA MUJER, MANZANA carnal, luna caliente,
espeso aroma de algas, lodo y luz machacados,
qué oscura claridad se abre entre tus columnas?
Qué antigua noche el hombre toca con sus sentidos?

Ay, amar es un viaje con agua y con estrellas,
con aire ahogado y bruscas tempestades de harina:
amar es un combate de relámpagos
y dos cuerpos por una sola miel derrotados.

Beso a beso recorro tu pequeño infinito,
tus márgenes, tus ríos, tus pueblos diminutos,
y el fuego genital transformado en delicia

corre por los delgados caminos de la sangre
hasta precipitarse como un clavel nocturno,
hasta ser y no ser sino un rayo en la sombra.

 

 

XIΙI

ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ από τα πόδια σου χύνεται στα μαλλιά σου
η έξαψη που απλώνεται στην εύθραυστη θωριά σου
δεν είναι ασήμι παγερό ούτε μαργαριτάρι:
από ψωμί είσαι, της φωτιάς ψωμάκι λατρεμένο.

Με σένανε μεστώσανε στ’ αμπάρια τους τα στάρια
και το αλεύρι φούσκωσε μ’ ευτυχισμένη νιότη
κι όταν τα στήθια σου έπλασε από ζυμάρι αφράτο
το κάρβουνο ήτανε στη γη για σένα ο έρωτάς μου.

Ω, από ψωμί τα πόδια σου, το μέτωπο, το στόμα,
ψωμί από φως κάθε πρωί που το κατασπαράζω
ω, λατρεμένη μου εσύ και λάβαρο των φούρνων,

από το αίμα έμαθες και τη φωτιά του επήρες,
απ’ το ζυμάρι απόχτησες την ιερότητά σου
μιλάς τη γλώσσα του ψωμιού κι επήρες το άρωμα του.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

 

XIII

LA LUZ QUE de tus pies sube a tu cabellera,
la turgencia que envuelve tu forma delicada,
no es de nácar marino, nunca de plata fría:
eres de pan, de pan amado por el fuego.

La harina levantó su granero contigo
y creció incrementada por la edad venturosa,
cuando los cereales duplicaron tu pecho
mi amor era el carbon trabajando en la tierra.

Oh, pan tu frente, pan tus piernas, pan tu boca,
pan que devoro y nace con luz cada mañana,
bienamada, bandera de las panaderías,

una lección de sangre te dio el fuego,
de la harina aprendiste a ser sagrada,
y del pan el idioma y el aroma.

 

 

XVΙI

ΔΕ Σ’ ΑΓΑΠΑΩ ΣΑΝ τ’ αλατιού τριαντάφυλλο ή τοπάζι
ή σαν σαΐτα από γαρύφαλλα που σπέρνουν τη φωτιά τους:
σε αγαπάω σαν κάτι σκοτεινό κρυφά που αγαπιέται,
που ζει βαθιά ανάμεσα στις σκιές και στην ψυχή μας.

Σε αγαπάω σαν τα φυτά που δεν ανθίζουν κι όμως
κρυμμένο μέσα τους το φως των λουλουδιών κρατάνε,
και σκοτεινό στο σώμα μου, χάρη στον έρωτά σου,
ζει άρωμα μεθυστικό που απ’ τη γη ανεβαίνει.

Σε αγαπάω χωρίς να ξέρω το από πού, το πώς, το πότε,
σε αγαπάω χωρίς γιατί κι εγωισμούς, στα ίσια:
σε αγαπάω έτσι αφού αλλιώς δεν ξέρω να αγαπάω,

έξω απ’ αυτόν τον τρόπο που δεν είμαι εγώ, ούτε κι εσύ είσαι,
τόσο που είναι το χέρι σου πάνω στο στήθος μου δικό μου,
τόσο που κλείνουνε τα μάτια σου όταν με παίρνει ο ύπνος.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

 

XVII

NO TE AMO como si fueras rosa de sal, topacio
o flecha de claveles que propagan el fuego:
te amo como se aman ciertas cosas oscuras,
secretamente, entre la sombra y el alma.

Te amo como la planta que no florece y lleva
dentro de sí, escondida, la luz de aquellas flores,
y gracias a tu amor vive oscuro en mi cuerpo
el apretado aroma que ascendió de la tierra.

Te amo sin saber cómo, ni cuándo, ni de dónde,
te amo directamente sin problemas ni orgullo:
así te amo porque no sé amar de otra manera,

sino así de este modo en que no soy ni eres,
tan cerca que tu mano sobre mi pecho es mía,
tan cerca que se cierran tus ojos con mi sueño.

 

 

XX

ΑΣΚΗΜΗ ΜΟΥ ΕΣΥ, σαν κάστανο αναμαλλιασμένο
ομορφή μου εσύ, σαν τον άνεμο είσαι ωραία
ασκημή μου εσύ, το στόμα σου αξίζει όσο για δύο
ομορφή μου εσύ, είν’ τα φιλιά σου ολόδροσα καρπούζια.

Ασκημή μου εσύ, τα στηθάκια σου πού βρίσκονται κρυμμένα;
Είναι μικρά, τόσο μικρά, σαν δυο κουπίτσες στάρι.
Πώς θα ’θελα στο στέρνο σου να βλέπω δυο φεγγάρια
θεόρατους πύργους πάνω σου να με κυριαρχούνε.

Ασκημή μου εσύ, η θάλασσα πια δεν πουλά νύχια σαν τα δικά σου
ομορφή μου εσύ, αστέρι το αστέρι, λουλούδι το λουλούδι,
κύμα το κύμα, αγάπη μου, μέτρησα το κορμί σου:

Άσκημή μου εσύ, για τη χρυσή σου μέση σ’ αγαπάω,
ομορφή μου εσύ, για μια ρυτίδα σ’ αγαπάω που ζει στο κούτελό σου
σε αγαπάω, έρωτά μου, για όλο σου το φως και το σκοτάδι.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

 

XX

MI FEA ERES una castaña despeinada,
mi bella, eres hermosa como el viento,
mi fea, de tu boca se pueden hacer dos,
mi bella, son tus besos frescos como sandías.

Mi fea, dónde están escondidos tus senos?
Son mínimos como dos copas de trigo.
Me gustaría verte dos lunas en el pecho:
las gigantescas torres de tu soberanía.

Mi fea, el mar no tiene tus uñas en su tienda,
mi bella, flor a flor, estrella por estrella,
ola por ola, amor, he contado tu cuerpo:

mi fea, te amo por tu cintura de oro,
mi bella, te amo por una arruga en tu frente,
amor, te amo por clara y por oscura.

 

 

Μεσημέρι

(2 σονέτα)

 

Ο Πάμπλο Νερούδα και η Ματίλντε Ουρούτια στο Κάπρι. © Archivo Fundación Pablo Neruda. (Πηγή: https://www.nytimes.com).

 

XXXV

ΤΟ ΧΕΡΙ ΣΟΥ φτερούγισε απ’ τα μάτια μου στη μέρα.
Σαν τριαντάφυλλο άνοιξε κι όλο το φως του εμπήκε.
Η άμμος και ο ουρανός πάλλονταν σαν κυψέλη
μες στο απέραντο τουρκουάζ εξαίσια σκαλισμένη.

Οι συλλαβές κουδούνιζαν στ’ άγγιγμα του χεριού σου,
κύπελλα ή ολόγιομα μπουκάλια χρυσό λάδι,
πηγές και ανθοπέταλα, και πιο πολύ, έρωτά μου,
τ’ αβρό σου χέρι, αγάπη μου, που έσιαζε τα κουτάλια.

T’ απόγευμα έφυγε. Η νύχτα γλίστρησε σαν κλέφτης,
στ’ ανθρώπου τ’ όνειρο, το ουράνιο της κουκούλι.
Θλιμμένη, άγρια ευωδιά τ’ αγιόκλημα σκορπούσε.

Και γύρισε το χέρι σου ξανά απ’ το πέταγμά του
να κλείσει τις φτερούγες του, που πίστευα φευγάτες,
απάνω από τα μάτια μου που τα έτρωγαν οι ίσκιοι.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

 

XXXV

TU MANO FUE volando de mis ojos al día.
Entró la luz como un rosal abierto.
Arena y cielo palpitaban como una
culminante colmena cortada en las turquesas.

Tu mano tocó sílabas que tintineaban, copas,
alcuzas con aceites amarillos,
corolas, manantiales y, sobre todo, amor,
amor: tu mano pura preservó las cucharas.

La tarde fue. La noche deslizó sigilosa
sobre el sueño del hombre su cápsula celeste.
Un triste olor salvaje soltó la madreselva.

Y tu mano volvió de su vuelo volando
a cerrar su plumaje que yo creí perdido
sobre mis ojos devorados por la sombra.

 

 

XL

ΗΤΑΝΕ ΠΡΑΣΙΝΗ Η σιωπή κι ήταν το φως βρεγμένο
τρεμούλιαζε ο Ιούνιος σαν νυχτοπεταλούδα
και πέρα από τη θάλασσα του νότου κι απ’ τις πέτρες,
Ματίλντε, διαπέρασες γοργά το μεσημέρι.

Και φορτωμένη ερχόσουνα με άνθη σιδερένια,
φύκια που ο αγέρας της νοτιάς ξεβράζει και ξεχνάει,
ακόμα άσπρα τα χέρια σου, σκασμένα από τ’ αλάτι
που τα ’γλειφε, σηκώνανε της άμμου όλα τα στάχυα.

Λατρεύω τ’ αγνά δώρα σου, τη σάρκα σου παρθένα
πέτρα, τα νύχια σου σπονδή στον ήλιο των δαχτύλων,
το στόμα που ξεχύνεται κι είναι χαρές γεμάτο,

μα για το σπίτι μου που ζει στο χείλος της αβύσσου,
δώσε μου εκείνον της σιωπής τον πληγωμένο τρόπο,
το λάβαρο της θάλασσας στην άμμο ξεχασμένο.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

 

XL

ERA VERDE EL silencio, mojada era la luz,
temblaba el mes de Junio como una mariposa
y en el austral dominio, desde el mar y las piedras,
Matilde, atravesaste el mediodía.

Ibas cargada de flores ferruginosas,
algas que el viento sur atormenta y olvida,
aún blancas, agrietadas por la sal devorante,
tus manos levantaban las espigas de arena.

Amo tus dones puros, tu piel de piedra intacta,
tus uñas ofrecidas en el sol de tus dedos,
tu boca derramada por toda la alegría,

pero, para mi casa vecina del abismo,
dame el atormentado sistema del silencio,
el pabellón del mar olvidado en la arena.

 

 

Απόγευμα

(2 σονέτα)

 

LXX

ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ’ΧΩ πληγές κι ας μη ματώνω
καθώς με βρήκε μια αστραπή απ’ τη ζωή σου
και μ’ εμποδίζει το νερό μέσα στη σέλβα:
είν’ η βροχή κι ο ουρανός που καταρρέει.

Μες στην καρδιά μου είχε βρέξει⸱ την αγγίζω:
ξέρω εκεί ότι τα μάτια σου εισβάλλουν
μέσα στο απέραντο της θλίψης μου τοπίο
και το μουρμούρισμα ενός ίσκιου αναβλύζει:

Ποιος να ’ναι, λέω, ποιος; Μα όνομα δεν είχε
το φύλλο ή το νερό που πάλλεται του ζόφου,
άλαλο, καταμεσής στη σέλβα και στη στράτα·

κι ήξερα, αγάπη μου, πως ήμουν λαβωμένος
και δεν εμίλαγε κανείς πάρεξ οι ίσκιοι,
κι η νύχτα η αλήτισσα, η βροχή που με φιλούσε.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

 

LXX

TAL VEZ HERIDO voy sin ir sangriento
por uno de los rayos de tu vida
y a media selva me detiene el agua:
la lluvia que se cae con su cielo.

Entonces toco el corazón llovido:
allí sé que tus ojos penetraron
por la región extensa de mi duelo
y un susurro de sombra surge solo:

Quién es? Quién es? Pero no tuvo nombre
la hoja o el agua oscura que palpita
a media selva, sorda, en el camino,

y así, amor mío, supe que fui herido
y nadie hablaba allí sino la sombra,
la noche errante, el beso de la lluvia.

 

 

Διέγο Ριβέρα, La Chascona (1953).

 

LXXVI

ΜΕ ΥΠΟΜΟΝΗ ΓΑΪΔΟΥΡΙΝΗ ο Διέγο ο Ριβέρα
στα χρώματά του έψαχνε το σμαραγδί του δάσους,
το βερμιγιόν, το απρόσμενο, το αιμάτινο λουλούδι,
σύναζε στο πορτρέτο σου το φως όλου του κόσμου.

Ζωγράφιζε της μύτης σου το αγέρωχο το σχήμα,
τη σπίθα μες στις ξέφρενες τις κόρες των ματιών σου,
τα νύχια σου που τρέφουνε του φεγγαριού τον φθόνο,
στόμα καρπούζι άλικο σε ηλιοκαμένη σάρκα.

Με δυο κεφάλια σ’ έφτιαξε, ηφαίστεια που κοχλάζουν,
γεμάτα λάβα, έρωτα και ρίζα Αραουκάνα,
και τις δυο όψεις σου χρυσές, από πηλό πλασμένες,

τις σκέπασε με μια άγρια πύρινη καταιγίδα
κι εκεί στην άκρη βρίσκονται κρυμμένα, μπερδεμένα
τα μάτια μου: στο θεόρατο το κάστρο των μαλλιών σου.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

 

Η Ματίλντε με τα δύο πρόσωπα (προφίλ και ανφάς) και με την προφίλ σιλουέτα του Νερούδα που είναι «κρυμμένος» μέσα στα πορτοκαλοκόκκινα μαλλιά της μούσας του, φιλοτεχνημένο από τον μεγάλο Μεξικανό ζωγράφο και μουραλίστα Διέγο Ριβέρα (8 Δεκ. 1886 – 24 Νοε. 1957).

Βερμιγιόν (Ισπ. bermellón· Αγγλ. vermilion· Γαλ. vermillon, Ιταλ. vermiglio). Λέξη προερχόμενη από τα Αγγλογαλλικά και τα παλαιά Γαλλικά: vermail, vermeil «φωτεινό-κόκκινο, κόκκινο, βυσσινί»· το λατινικό vermiculus, «ένα μικρό σκουλήκι», συγκεκριμένα, το κοχίνιο (vermis, worm) από το οποίο έπαιρναν βυσσινί βαφές. Αλλιώς κινναβαρίτης (το «αίμα του δράκου»· δάνειο περσικής πιθανόν προέλευσης), ο θειούχος υδράργυρος, καστανού έως κόκκινου χρώματος· το έντονο κόκκινο, το άλικο, το πορφυρό χρώμα· μίξη κόκκινου, πράσινου και μπλε.

 Ως βερμιγιόν είναι γνωστό στη ζωγραφική και έτσι το αποδίδω, αφού το σονέτο είναι περιγραφή ζωγραφικού έργου και το χρώμα δεν μπορεί να αποδοθεί με το όνομα μιας συγκεκριμένης απόχρωσης.

Πρόκειται για το βυσσινί των κλασικών ζωγράφων. Αγαπημένο χρώμα στους πίνακες του Τισιανού (Τιτσιάνο Βετσέλλιο, περ. 1485/1490 – 27 Αυγ. 1576), γνωστότερο στις Ανακλινόμενες Αφροδίτες του.

«Το βυσσινί του Τισιανού και του περμαγγανάτου / και τα κρεβάτια ξέχασα τα σαραβαλιασμένα / με τα λερά σεντόνια τους τα πολυκαιρισμένα, / για το κορμί σου που έδιωχνε το φόβο του θανάτου.», όπως λέει ο Καββαδίας στο ποίημά του Πικρία (Τραβέρσο, 1975).

 Περμαγγανάτο (διάλυμα υπερμαγγανικού καλίου), πορφυρού επίσης χρώματος που αποδίδεται με το βερμιγιόν, ήταν σε χρήση παλιότερα ως αντισηπτικό στα πορνεία.

 

LXXVI

DIEGO RIVERA CON la paciencia del oso
buscaba la esmeralda del bosque en la pintura
o el bermellón, la flor súbita de la sangre
recogía la luz del mundo en tu retrato.

Pintaba el imperioso traje de tu nariz,
la centella de tus pupilas desbocadas,
tus uñas que alimentan la envidia de la luna,
y en tu piel estival, tu boca de sandía.

Te puso dos cabezas de volcán encendidas
por fuego, por amor, por estirpe araucana,
y sobre los dos rostros dorados de la greda

te cubrió con el casco de un incendio bravío
y allí secretamente quedaron enredados
mis ojos en su torre total: tu cabellera.

 

 

Νύχτα

(3 σονέτα)

 

LXXXI

ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΠΙΑ. Με τ’ όνειρό σου γείρε στ’ όνειρό μου.
Η αγάπη, η πίκρα, τα έργα μας πρέπει να κοιμηθούνε.
Γυρίζει η νύχτα απάνω στους αόρατους τροχούς της,
κι εσύ πλάι μου αμόλυντη, αιώνιο κεχριμπάρι.

Άλλη καμιά, αγάπη μου, δεν θα ’μπει στα όνειρά μου.
Θα μπεις εσύ, θα μπούμε οι δυο στου χρόνου τα ποτάμια.
Καμιά άλλη δε θα πλανηθεί μες στις σκιές μαζί μου,
μονάχα εσύ, αμάραντη, φεγγάρι πάντα και ήλιος.

Τώρα τα χέρια σου άνοιξες κι απ’ τις αβρές παλάμες
να πέσουν άφησες αργά τα τρυφερά σημάδια,
τα μάτια σου με σκέπασαν σαν δυο σταχτιές φτερούγες,

καθώς κυλάω με το νερό που πίνεις και με πίνει:
η νύχτα, ο κόσμος, ο άνεμος τη μοίρα τους ξετυλίγουν·
χωρίς εσένα είμ’ εγώ μονάχα τ’ όνειρό σου.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

 

LXXXI

YA ERES MÍA. Reposa con tu sueño en mi sueño.
Amor, dolor, trabajos, deben dormir ahora.
Gira la noche sobre sus invisibles ruedas
y junto a mí eres pura como el ámbar dormido.

Ninguna más, amor, dormirá con mis sueños.
Irás, iremos juntos por las aguas del tiempo.
Ninguna viajará por la sombra conmigo,
sólo tú, siempreviva, siempre sol, siempre luna.

Ya tus manos abrieron los puños delicados
y dejaron caer suaves signos sin rumbo,
tus ojos se cerraron como dos alas grises,

mientras yo sigo el agua que llevas y me lleva:
la noche, el mundo, el viento devanan su destino,
y ya no soy sin ti sino sólo tu sueño.

 

 

LXXXII

ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ, ΤΗΝ πόρτα ετούτη κλείνοντας της νύχτας
σε σκιερά μέρη πάρε με να πάμε έρωτά μου:
μπες με τον ουρανό σου μες στα μάτια μου, ονειρέψου,
σάλπαρε μες στο αίμα μου σαν σε πλατύ ποτάμι.

Αντίο, αντίο, φως διάφανο σκληρό που έχεις κυλήσει
στων περασμένων το σακί που πέφτουνε κι οι μέρες·
πορτοκαλιών και ρολογιών γλυκιά αστραπή αντίο,
γεια σου κι εσύ, συντρόφισσα σκιά που αναβοσβήνεις!

Στο πλοίο αυτό —ή θάνατο ή νερό ή νέα ζωή το πούμε—,
πάλι ενωμένοι είμαστε, στ’ όνειρο αναστημένοι,
ζευγάρι όπως η νύχτα που παντρεύεται με το αίμα.

Ποιος ζει δεν ξέρω ή ποιος πεθαίνει ούτε ποιος ησυχάζει
ή ποιος ξυπνάει, μα είν’ η καρδιά σου εκείνη που μοιράζει
πλούσια μέσα στο είναι μου της χαραυγής τα δώρα.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

 

LXXXII

AMOR MÍO, AL cerrar esta puerta nocturna
te pido, amor, un viaje por oscuro recinto:
cierra tus sueños, entra con tu cielo en mis ojos,
extiéndete en mi sangre como en un ancho río.

Adiós, adiós, cruel claridad que fue cayendo
en el saco de cada día del pasado,
adiós a cada rayo de reloj o naranja,
salud oh sombra, intermitente compañera!

En esta nave o agua o muerte o nueva vida,
una vez más unidos, dormidos, resurrectos,
somos el matrimonio de la noche en la sangre.

No sé quién vive o muere, quién reposa o despierta,
pero es tu corazón el que reparte
en mi pecho los dones de la aurora.

 

 

XC

ΝΟΜΙΖΑ ΠΩΣ ΘΑ πέθαινα, ένιωσα να παγώνω,
κι απ’ τη ζωή μου ολάκερη θ’ άφηνα μόνο εσένα:
το στόμα σου ήτανε της γης οι μέρες μου κι οι νύχτες,
και πολιτεία η σάρκα σου που ίδρυσαν τα φιλιά μου.

Και διαμιάς τελειώσανε φιλίες και βιβλία,
οι θησαυροί που ακούραστα είχαμε συναγμένους,
το σπίτι αυτό το διάφανο που χτίσαμε οι δυο μας:
εκτός από τα μάτια σου, ανύπαρκτα ήταν όλα.

Γιατί όταν μας χτυπάει η ζωή μονάχα η αγάπη
είναι κύμα θεόρατο πάνω απ’ τα κύματα όλα·
μα, αχ, όταν ο θάνατος την πόρτα μας χτυπήσει

μόνο το βλέμμα σου μπορεί τόσο κενό ν’ αντέξει,
μόνο το φέγγος σου μπορεί την παγωνιά να σπάσει,
μόνο η αγάπη σου μπορεί να διώξει τα σκοτάδια.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

 

XC

PENSÉ MORIR, SENTÍ de cerca el frío,
y de cuanto viví sólo a ti te dejaba:
tu boca eran mi día y mi noche terrestres
y tu piel la república fundada por mis besos.

En ese instante se terminaron los libros,
la amistad, los tesoros sin tregua acumulados,
la casa transparente que tú y yo construimos:
todo dejó de ser, menos tus ojos.

Porque el amor, mientras la vida nos acosa,
es simplemente una ola alta sobre las olas,
pero ay cuando la muerte viene a tocar a la puerta

hay sólo tu mirada para tanto vacío,
sólo tu claridad para no seguir siendo,
sólo tu amor para cerrar la sombra.

 

 

Η ιστορία για τα 100 Σονέτα του Έρωτα:

Μπάμπης Ζαφειράτος: Πάμπλο Νερούδα (12.7.1904 – 23.9.1973), 21 Σονέτα του Έρωτα – Πρόλογος - Ισπανικό κείμενο - Σημειώσεις (Αφιέρωμα)

Βλέπε και

Μπάμπης Ζαφειράτος: Πάμπλο Νερούδα (12.7.1904 – 23.9.1973), 11 Σονέτα του Έρωτα

*

Μπάμπης Ζαφειράτος: Η κριτική του Τσε για το Canto General και ο Πάμπλο Νερούδα για τη συνάντησή του με τον Τσε

*

100 Ερωτικά Σονέτα 100 Σονέτα του Έρωτα 16 Σονέτα του Έρωτα Cien Sonetos de Amor Matilde Urrutia Pablo Neruda Ματίλντε Ουρούτια Μπάμπης Ζαφειράτος Πάμπλο Νερούδα Ποίηση Σονέτο

* * *

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.