Δεκέμβρης 1944 (17)

Παρασκευή 19 Αυγούστου 2022

Μπάμπης Ζαφειράτος: Φεδερίκο Γαρθία Λόρκα (5.VI.1898 - 19.8.1936), Μπαλάντα της Ισπανικής Χωροφυλακής – Romance de la Guardia Civil española

Φεδερίκο Γαρθία Λόρκα

Γεννήθηκε στις 5 Ιουνίου 1898, στην πόλη Φουέντε, Βακέρος της επαρχίας Γρανάδας.

Δολοφονήθηκε από τους φασίστες του Φράνκο, στις 19 Αυγούστου 1936, μεταξύ Βιθνάρ και Αλφακάρ έξω από τη Γρανάδα.

Σχέδιο, Μπάμπης Ζαφειράτος, 5.VI.2015 (Μελάνι, 29 χ 21 εκ.)

 

 


 

 

Φεδερίκο Γαρθία Λόρκα

Μπαλάντα της Ισπανικής Χωροφυλακής

Romance de la Guardia Civil española

 

(Αποσπάσματα)

 

 

Μαύρα είναι τ’ αλόγατά τους.

Μαύρα και τα πέταλά τους.

Έχουν μπέρτες λερωμένες

με κερί και με μελάνι

που στο φως στραφτοκοπάνε.

Έχουνε, γι’ αυτό δεν κλαίνε,

τα κρανία τους μολυβένια.

Με ψυχή από λουστρίνι

μες στους δρόμους προχωράνε.

Σκοτεινοί καμπουριασμένοι,

δίνουν διαταγές τριγύρω

με σιωπές από κατράμι

τρόμο στις ψυχές σκορπάνε.

Τριγυρνάνε όπου γουστάρουν

κι ένα μπερδεμένο χάος

κρύβουνε μες στο μυαλό τους

από βρόμικα πιστόλια.

 

*

 

Ω, εσύ πόλη των Τσιγγάνων!

Με σημαίες στις γωνιές σου.

Κολοκύθα και φεγγάρι

με γλυκό αγριοκεράσι.

Ω, εσύ πόλη των Τσιγγάνων!

Ποιος σ’ είδε και δε θυμάται;

Πόλη από ευωδιές και θλίψη

που ’χεις κάστρα από κανέλα.

 

*

 

[...]

Από τις κραυγές τις άγριες

γύριζαν οι ανεμοδείχτες.

Σφάζανε τ’ αεράκι οι σπάθες

και το σέρνανε τα κράνη.

Στους θεοσκότεινους τους δρόμους

τρέχουνε οι γριές τσιγγάνες

νυσταγμένα τ’ άλογα τους

κι έχουν κέρματα στα βάζα.

Στους απόγκρεμνους τους δρόμους

κύματα οι μακάβριες μπέρτες

αστραπές αφήνουν πίσω

στρόβιλους από ψαλίδια.

 

*

 

[...]

Όμως οι Χωροφυλάκοι

σπέρνοντας φωτιές περνάνε

όπου σαν γυμνό κορίτσι

λαμπαδιάζει η φαντασία.

Και η Ρόσα των Καμπόριος

κλαίει στην πόρτα καθισμένη

με κομμένα τα βυζιά της

σ’ έναν δίσκο απιθωμένα.

Τρέχανε τ’ άλλα κορίτσια

τρέχανε κυνηγημένα

απ’ τις μακριές τους τις πλεξούδες

κι έσκαγαν μες στον αέρα

ρόδα μαύρα από μπαρούτι.

Κι όταν όλα τα ταβάνια

είχαν σωριαστεί ρημάδια,

σήκωσε η αυγή τους ώμους

μ’ έναν μορφασμό από πέτρα.

 

Ω, εσύ πόλη των Τσιγγάνων!

Πάνε οι Χωροφυλάκοι

μες στο σιωπηλό τους τούνελ

ενώ οι φλόγες σ’ έχουν ζώσει.

 

Ω, εσύ πόλη των Τσιγγάνων!

Ποιος σ’ είδε και δε θυμάται;

Στη μορφή μου ας σε ψάξει.

Παίζουν το φεγγάρι κι η άμμος.

 

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

 

 

Ο Λόρκα περιγράφει με τον μοναδικό του τρόπο τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην ύπαιθρο της Χερέθ ντε λα Φροντέρα, το καλοκαίρι του 1923 (βασιλεύει ο δικτάτορας στρατηγός Πρίμο δε Ριβέρα), κατά τη διάρκεια μιας απεργίας αγροτών και τσιγγάνων εργατών για καλύτερους μισθούς, που κράτησε είκοσι έξι μέρες και πνίγηκε στο αίμα.

 

 

Η Μπαλάντα της Ισπανικής Χωροφυλακής είναι το 15ο από τα 18 ποιήματα που απαρτίζουν το περίφημο Romancero Gitano (Τσιγγάνικη Μπαλάντα ή Τσιγγάνικη Ιστορία, 1928) και είναι το έργο που όταν εκδόθηκε παρά λίγο να στοιχίσει τη ζωή του Λόρκα. Αλλά επειδή ο φασισμός έχει άγρια μνήμη, αυτή η καταγγελία θα έχει το ειδικό της βάρος 8 χρόνια αργότερα, με την στυγερή δολοφονία του ποιητή στις 19 Αυγούστου του 1936, λίγο έξω από τη Γρανάδα.

 

 

Ένα μέρος του έργου μάς είναι γνωστό από τη Θεοδωρακική εκδοχή σε μετάφραση του Οδυσσέα Ελύτη.

 

 

Χερέθ ντε λα Φροντέρα (Jerez de la Frontera). Ανδαλουσιάνικη πόλη από την πλευρά του Ατλαντικού, στην επαρχία Κάντιθ, όπου τον 13ο αιώνα βρίσκονταν τα σύνορα (frontera) Χριστιανών – Μαυριτανών.

 

(Μπ. Ζ.)

 

* * *

 

Federico Garcia Lorca

Romance de la Guardia Civil española

 

(Fragmentos)

 

Los caballos negros son.

Las herraduras son negras.

Sobre las capas relucen

manchas de tinta y de cera.

Tienen, por eso no lloran

de plomo las calaveras.

Con el alma de charol

vienen por la carretera.

Jorobados y nocturnos,

por donde animan ordenan

silencios de goma oscura

y miedos de fina arena.

Pasan, si quieren pasar,

y ocultan en la cabeza

una vaga astronomía

de pistolas inconcretas.

 

*

 

¡Oh ciudad de los gitanos!

En las esquinas banderas.

La luna y la calabaza

con las guindas en conserva.

¡Oh ciudad de los gitanos!

¿Quién te vio y no te recuerda?

Ciudad de dolor y almizcle,

con las torres de canela.

 

*

 

[…]

Un vuelo de gritos largos

se levantó en las veletas.

Los sables cortan las brisas

que los cascos atropellan.

Por las calles de penumbra,

huyen las gitanas viejas

con los caballos dormidos

y las orzas de monedas.

 Por las calles empinadas

suben las capas siniestras,

dejando atrás fugaces

remolinos de tijeras.

 

*

 

[…]

Pero la Guardia Civil

avanza sembrando hogueras,

donde joven y desnuda

la imaginación se quema.

 Rosa la de los Camborios,

gime sentada en su puerta

con sus dos pechos cortados

puestos en una bandeja.

Y otras muchachas corrían

perseguidas por sus trenzas,

en un aire donde estallan

 rosas de pólvora negra.

Cuando todos los tejados

eran surcos en la tierra,

el alba meció sus hombros

en largo perfil de piedra.

 

*

 

¡Oh ciudad de los gitanos!

La Guardia Civil se aleja

por un túnel de silencio

mientras las llamas te cercan.

 

¡Oh ciudad de los gitanos!

¿Quién te vio y no te recuerda?

Que te busquen en mi frente.

Juego de luna y arena.

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.