Δεκέμβρης 1944 (17)

Τρίτη 12 Ιουλίου 2022

Μπάμπης Ζαφειράτος: Πάμπλο Νερούδα (12.7.1904 – 23.9.1973), 11 Σονέτα του Έρωτα

Απ’ το Κιντσαμαλί, απ’ όπου είναι τα μάτια σου πλασμένα
μέχρι τα πόδια σου για μένανε χυμένα στη Φροντέρα
είσαι το μαύρο αργιλόχωμα που ξέρω:
μες στα λαγόνια σου απ’ την αρχή όλο το στάρι αγγίζω.

Πάμπλο Νερούδα

Πάβλο Νερούδα – Ρικάρδο Ελιέσερ Νεφταλί Ρέγιες Μπασοάλτο
(
Pablo NerudaRicardo Eliécer Neftalí Reyes Basoalto)
Χιλή. 12 Ιουλίου 1904, Παράλ 23 Σεπτεμβρίου 1973, Σαντιάγο

(Φωτό: Ο Πάμπλο Νερούδα και η Ματίλντε Ουρούτια στην Ίσλα Νέγρα)

 


 

11 Σονέτα του Έρωτα

(Από τη συλλογή Cien Sonetos de Amor, 1959)

Μετάφραση – Σημειώσεις
Μπάμπης Ζαφειράτος – Μποτίλια Στον Άνεμο

Πρώτη δημοσίευση, Κατιούσα, 12/7/2022

 


 

Πρωί

(2 σονέτα)

 

II

ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ, ΩΣ να φτάσω στο φιλί πόσο μου πήρε,
ως τη δική σου συντροφιά τι μοναξιά πλανιόταν!
Τα τρένα μέσα στη βροχή μονάχα τους κυλάνε.
Η άνοιξη ακόμα στο Ταλτάλ δεν λέει να ξημερώσει.

Μα εσύ κι εγώ, αγάπη μου, μαζί είμαστε τώρα,
απ’ την κορφή μέχρι τα νύχια ενωμένοι,
με το φθινόπωρο, με το νερό, με τα κορμιά μας,
ώσπου μονάχα εσύ και μόνο εγώ γινόμαστε ένα.

Κι άμα σκεφτείς το πόσες πέτρες σέρνει το ποτάμι,
που φέρνει ξεμπουκάροντας το ρέμα του Μπορόα,
κι άμα σκεφτείς τι χωρισμοί από τρένα κι από τόπους,

εσύ κι εγώ δεν έπρεπε παρά ν’ αγαπηθούμε,
έτσι μπλεγμένοι ανάμεσα σε άντρες και σε γυναίκες,
μες στα γαρύφαλλα που η γη κρατάει και κανακεύει.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

 

Ταλτάλ: «Νυχτοπούλι» στη γλώσσα των αυτοχθόνων. Πόλη – λιμάνι της Χιλής στην επαρχία Αντοφαγάστα (βλ. κάτω και Σονέτο LXXXVII), στην περιοχή της ερήμου Ατακάμα. Η πόλη στήθηκε με το άνοιγμα των ορυχείων χαλκού.

Μπορόα: Μικρό ποτάμι, ρέμα, στην περιοχή της Αραουκανίας (επόμενο Σονέτο V, Αραουκάνα), που κατεβαίνει από τον Λόφο της Πέτρας (Cerro de las Piedras) απ’ όπου οι πέτρες (piedras) εξού και το ρέμα της μετάφρασης. Ο Μπορόα με τρεις ακόμη παραπόταμους χύνεται στον ποταμό Κεούλε (Queule), ο οποίος εκβάλει στον ομώνυμο όρμο – ψαροχώρι.

*

«Τον πατέρα μου τον λέγανε απλά Χοσέ δελ Κάρμεν. Άφησε την πατρική του γη πολύ νέος και δούλεψε λιμενεργάτης στις αποβάθρες του Ταλκαουάνο, για να καταλήξει εργάτης σιδηροδρόμων στο Τεμούκο. 

Ήταν μηχανοδηγός σε λαστρέρο [τρένο έρματος]. Λίγοι γνωρίζουνε τι είναι ένα τέτοιο τρένο. Στις νότιες περιοχές με τις δυνατές καταιγίδες, τα νερά ξεσέρνανε τις ράγες, αν δεν υπήρχανe σκύρα ανάμεσα στους στρωτήρες. 

Έπρεπε να βγάλουνε την πέτρα για το έρμα από τα λατομεία με καλάθια και να τη φορτώσουνε σε ανοιχτά βαγόνια. Πριν από σαράντα χρόνια το πλήρωμα ενός τέτοιου τρένου έπρεπε να είναι φοβερό και τρομερό. Προερχότανε από τα χωράφια, από τις παραγκουπόλεις, από τις φυλακές. Ήτανε σωματώδεις ανειδίκευτοι εργάτες. Ta μεροκάματα της εταιρείας ήτανε άθλια και δεν εζήταγε προϋπηρεσία και ποινικό μητρώο σε όποιον ήθελε να δουλέψει στα τρένα έρματος. 

Ο πατέρας μου ήτανε ο μηχανοδηγός ενός τέτοιου τρένου. Ήτανε συνηθισμένος να διατάζει και να τον υπακούνε. Καμιά φορά με έπαιρνε μαζί του. Σπάγαμε πέτρα στο Boroa, την άγρια ​​καρδιά της Frontera [επόμενο σονέτο], θέατρο τρομερών μαχών ανάμεσα σε Ισπανούς και Αραουκάνους».

(Confieso que he vivido Ομολογώ ότι έχω Ζήσει. Seix Barral, 2017, pp. 20-21). Μτφρ: Μπάμπης Ζαφειράτος

 

II

AMOR, CUÁNTOS CAMINOS hasta llegar a un beso,
qué soledad errante hasta tu compañía!
Siguen los trenes solos rodando con la lluvia.
En Taltal no amanece aún la primavera.

Pero tú y yo, amor mío, estamos juntos,
juntos desde la ropa a las raíces,
juntos de otoño, de agua, de caderas,
hasta ser solo tú, solo yo juntos.

Pensar que costó tantas piedras que lleva el río,
la desembocadura del agua de Boroa,
pensar que separados por trenes y naciones

tú y yo teníamos que simplemente amarnos,
con todos confundidos, con hombres y mujeres,
con la tierra que implanta y educa los claveles.

 


 

V

ΝΑ ΜΗ Σ’ ΑΓΓΙΞΕΙ η νύχτα, ούτε η αυγή ούτε κι ο αγέρας,
μονάχα η γη, των σταφυλιών το χάρισμα μονάχα,
και οι μηλιές που μεγαλώνουν δίχως γάργαρο νεράκι,
και το ρετσίνι κι ο πηλός του ευωδιαστού σου τόπου.

Απ’ το Κιντσαμαλί, απ’ όπου είναι τα μάτια σου πλασμένα
μέχρι τα πόδια σου για μένανε χυμένα στη Φροντέρα
είσαι το μαύρο αργιλόχωμα που ξέρω:
μες στα λαγόνια σου απ’ την αρχή όλο το στάρι αγγίζω.

Μπορεί και να μην το ’ξερες, Αραουκάνα,
πως όταν ξέχναγα, πριν σ’ αγαπήσω, τα φιλιά σου
αναθυμότανε το στόμα σου η καρδιά μου,

και γύρναγα στους δρόμους λαβωμένος
μέχρι που το κατάλαβα πως είχα ανακαλύψει
τη χώρα μου από φιλιά και ηφαίστεια, έρωτά μου.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

 

Κιντσαμαλί (Quinchamalí): Μικρή πόλη στην κοινότητα Τσιγιάν, γενέτειρα της Ματίλντε, 30 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της ομώνυμης πόλης, που είναι γνωστή χάρη στα περίφημα μαύρα, ζωόμορφα κεραμικά της (είσαι το μαύρο αργιλόχωμα που ξέρω), με τις ρίζες τους στον λαό των ιθαγενών Μαπούτσε.

Φροντέρα (La Frontera· Το Σύνορο): Ηφαιστειακή χιονοσκεπής περιοχή γύρω από τον ποταμό Bíο Bío, όπου περί το 1600 ήταν το φυσικό σύνορο ανάμεσα στην Ισπανική Αυτοκρατορία και στο κράτος των Μαπούτσε.

Αραουκάναraucana): Από την περιοχή της Αραουκανίας (Araucanía), την περιοχή στα νότια της Χιλής όπου κατοικούσαν οι Μαπούτσε.

Στην περιοχή της Αραουκανίας, 270 χλμ. νότια  του Τσιγιάν, βρίσκεται και το Τεμούκο, όπου έζησε τα παιδικά του χρόνια ο Νερούδα.

 


 

V

NO TE TOQUE la noche ni el aire ni la aurora,
sólo la tierra, la virtud de los racimos,
las manzanas que crece no yendo el agua pura,
el barro y las resinas de tu país fragante.

Desde Quinchamalí donde hicieron tus ojos
hasta tus pies creados para mí en la Frontera
eres la gredaoscura que conozco:
en tus caderas toco de nuevo todo el trigo.

Tal vez tú no sabías, araucana,
que cuando antes de amarte me olvidé de tus besos
mi corazón quedó recordando tu boca,

y fui como un herido por las calles
hasta que comprendí que había encontrado,
amor, mi territorio de besos y volcanes.

 

 

Μεσημέρι

(3 σονέτα)

 

XXXVI

ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ ΕΣΥ, βασίλισσα του σέλινου, της ζύμης,
του κρεμμυδιού και της κλωστής, λεοπάρδαλη μικρή μου,
την τόση δα λαμπρή αυτοκρατορία σου μ’ αρέσει
να βλέπω, τα όπλα σου από κερί, κρασί, και λάδι,

σκόρδο και χώμα από τα χέρια σου όταν σκάβουν,
από γαλάζιο τ’ ουρανού που καίει σ’ αυτά τα χέρια,
απ’ όνειρο που μετεμψύχωσες, ψυχή μου, στη σαλάτα,
από του νερού το λάστιχο, κουλουριασμένο φίδι.

Εσύ, που χίλια αρώματα το κλαδευτήρι σου σκορπάει,
εσύ, που το σαπούνι σου οδηγάει το κύμα τ’ αφρισμένο,
εσύ, που τις τρελές μου σκάλες και σκαλιέρες ανεβαίνεις,

εσύ, που της καλλιγραφίας μου το σύμπτωμα γιατρεύεις
και στου σημειωματαρίου μου την άμμο ανακαλύπτεις
τις λέξεις που παράπεσαν το στόμα σου ζητώντας.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

 

XXXVI

CORAZÓN MÍO, REINA del apio y de la artesa:
pequeña leoparda del hilo y la cebolla:
me gusta ver brillar tu imperio diminuto,
las armas de la cera, del vino, del aceite,

del ajo, de la tierra por tus manos abierta
de la sustancia azul encendida en tus manos,
de la transmigración del sueño a la ensalada,
del reptil enrollado en la manguera.

Tú con tu podadora levantando el perfume,
tú, con la dirección del jabón en la espuma,
tú, subiendo mis locas escalas y escaleras,

tú, manejando el síntoma de mi caligrafía
y encontrando en la arena del cuaderno
las letras extraviadas que buscaban tu boca.

 

 

 

XXXIX

ΜΑ ΞΕΧΑΣΑ ΠΩΣ άφησαν τα χέρια σου χορτάτες,
τις ρίζες, αφού πότισαν ρόδα διπλοπλεγμένα,
μέχρι που βλέπω ολόγυρα τ’ αποτυπώματά σου
μες στη γλυκιά τη σιγαλιά της φύσης ανθισμένα.

Και το νερό κι η τσάπα σου τα δυο σου κατοικίδια
δαγκώνουν γλείφουνε τη γη καθώς σ’ ακολουθάνε,
κι όπως δουλεύεις μια ευωδιά σκορπάς μες στον αέρα
μια καρπερή και φλογερή φρεσκάδα γαρυφάλλων.

Τα χέρια σου, της μέλισσας τιμή κι αγάπη αξίζουν,
που σπέρνουνε πάνω στη γη τη διάφανή τους φύτρα
κι οργώνοντας ανοίγουνε αυλάκια στην καρδιά μου,

με τέτοιο τρόπο που είμαι λες λαμπαδιασμένη πέτρα,
που άξαφνα πλάι σου τραγουδά, γιατί μέσα στα δάση
πίνει νερό που ανάβλυσε απ’ τη βαθιά φωνή σου.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

 

XXXIX

PERO OLVIDÉ QUE tus manos satisfacían
las raíces, regando rosas enmarañadas,
hasta que florecieron tus huellas digitales
en la plenaria paz de la naturaleza.

El azadón y el agua como animales tuyos
te acompañan, mordiendo y lamiendo la tierra,
y es así cómo, trabajando, desprendes
fecundidad, fogosa frescura de claveles.

Amor y honor de abejas pido para tus manos
que en la tierra confunden su estirpe transparente,
y hasta en mi corazón abren su agricultura,

de tal modo que soy como piedra quemada
que de pronto, contigo, canta, porque recibe
el agua de los bosques por tu voz conducida.

 


 

LII

ΤΡΑΓΟΥΔΑΣ· ΚΑΙ ΨΗΛΑ στα ουράνια, στον ήλιο
ξεσπυρίζει η φωνή σου τα στάρια της μέρας,
στην πράσινη γλώσσα τους τα πεύκα μιλάνε·
τις τρίλιες τους πιάνουν τα πουλιά του χειμώνα.

Στ’ αμπάρια της θάλασσας ακούγεται βήμα,
καμπάνες ακούς, αγκομαχητά κι αλυσίδες,
σιδερικά κουδουνάνε, εργαλεία και σκεύη,
καραβάνι περνάει κροταλίζουνε οι ρόδες.

Μα μοναχά τη φωνή σου ακούω ν’ ανεβαίνει
κάνει η φωνή σου φτερά, ορμάει σαν σαΐτα,
χαμηλώνει η φωνή σου, σοβαρή σαν βροχούλα,

η φωνή σου σκορπάει παντοδύναμες σπάθες,
να τη πάλι η φωνή σου φορτωμένη βιολέτες
και μετά στα ουράνια με παίρνει μαζί της.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

 

LII

CANTAS Y A sol y a cielo con tu canto
tu voz desgrana el cereal del día,
hablan los pinos con su lengua verde:
trinan todas las aves del invierno.

El mar llena sus sótanos de pasos,
de campanas, cadenas y gemidos,
tintinean metales y utensilios,
suenan las ruedas de la caravana.

Pero sólo tu voz escucho y sube
tu voz con vuelo y precisión de flecha,
baja tu voz con gravedad de lluvia,

tu voz esparce altísimas espadas,
vuelve tu voz cargada de violetas
y luego me acompaña por el cielo.

 

 

 

Απόγευμα

(2 σονέτα)

 

LXVII

ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ Η ραγδαία βροχή τρυπάει την Ίσλα Νέγρα
σαν μια γιγάντια βαριά και διάφανη σταγόνα,
τον κρύο κόρφο της η θάλασσα ανοίγει και ρουφάει,
τη μοίρα της μαθαίνει η γη σαν ξέχειλο ποτήρι.

Ψυχή μου, δώσε μου νερό να πιω απ’ τα φιλιά σου,
νερό αλμυρό από θάλασσες και μέλι από τη γη σου,
τ’ άρωμα το υγρό απ’ του γλαυκού τα χίλια χείλια,
της θάλασσας την άγια υπομονή μες στο χειμώνα.

Κάτι υπάρχει, μας καλεί, με διάπλατες τις πόρτες,
στα παραθύρια το νερό κυλάει και μουρμουρίζει
και μεγαλώνει ο ουρανός χαϊδεύοντας τις ρίζες,

κι έτσι το ουράνιο δίχτυ της ράβει ξηλώνει η μέρα
με χρόνο, αλάτι, ψίθυρους , με νέα ζωή, με στράτες,
και μ’ ένα αντρόγυνο στη γη παρέα με το χειμώνα.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

 

LXVII

LA GRAN LLUVIA del sur cae sobre Isla Negra
como una sola gota transparente y pesada,
el mar abre sus hojas frías y la recibe,
la tierra aprende el húmedo destino de una copa.

Alma mía, dame en tus besos el agua
salobre de estos mares, la miel del territorio,
la fragancia mojada por mil labios del cielo,
la paciencia sagrada del mar en el invierno.

Algo nos llama, todas las puertas se abren solas,
relata el agua un largo rumor a las ventanas,
crece el cielo hacia abajo tocando las raíces,

y así teje y desteje su red celeste el día
con tiempo, sal, susurros, crecimientos, caminos,
una mujer, un hombre, y el invierno en la tierra.

 


 

LXXIV

ΒΡΕΓΜΕΝΟΣ ΑΠΟ ΤΑ νερά του Αυγούστου είναι ο δρόμος
γυαλίζει απ’ την ολόγιομη σελήνη σμιλεμένος,
λες κι απ’ τη λάμψη ενός μήλου στραφταλίζει,
μες στην καρδιά φθινοπωριάτικης οπώρας.

Η αχλή, το απέραντο γλαυκό, το αργό της μέρας δίχτυ
με κρύα γεμίζει όνειρα, με ήχους και με ψάρια,
η άχνα απ’ τα νησιά παλεύει τη στεριά και κάτω
απ’ της Χιλής το φως το κύμα τρεμουλιάζει.

Τα πάντα σαν το μέταλλο κρουστά, σκληρά, τα φύλλα
κρύβονται και τη φύτρα του σκεπάζει ο χειμώνας
κι είμαστε διαρκώς τυφλοί, τυφλοί απλά και μόνο.

Υπήκοοι μόνο είμαστε σε απόκρυφο ποτάμι
της κίνησης, του ταξιδιού, του αντίο και του δρόμου:
αντίο· και αργοκυλούν τα δάκρυα της φύσης.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

 

Αύγουστος: Τέλη χειμώνα. Η αντιστροφή των εποχών του Νότιου Ημισφαιρίου.

 

LXXIV

EL CAMINO MOJADO por el agua de Agosto
brilla como si fuera cortado en plena luna,
en plena claridad de la manzana,
en mitad de la fruta del otoño.

Neblina, espacio o cielo, la vaga red del día
crece con fríos sueños, sonidos y pescados,
el vapor de las islas combate la comarca,
palpita el mar sobre la luz de Chile.

Todo se reconcentra como el metal, se esconden
las hojas, el invierno enmascara su estirpe
y sólo ciegos somos, sin cesar, solamente.

Solamente sujetos al cauce sigiloso
del movimiento, adiós, del viaje, del camino:
adiós, caen las lágrimas de la naturaleza.

 


 

Νύχτα

(4 σονέτα)

 

LXXXV

ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ, ΑΠ’ τη θάλασσα, βολτάρει η λάγνα ομίχλη
όπως το χνώτο ενός βοδιού θαμμένου μες στο κρύο
κι οι μακριές γλώσσες του νερού πλουταίνουν και σκεπάζουν
το μήνα που μας έταξε να ’ναι παραδεισένιος.

Μπαίνει φθινόπωρο, γλυκό το θρόισμα των φύλλων,
το λάβαρό σου πάλλεται πάνω απ’ τις πολιτείες,
τρελές γυναίκες τραγουδούν και τρέχουν τα ποτάμια,
κι άλογα χλιμιντρίζουνε μες στην Παταγονία.

Του αποσπερίτη αγιόκλημα φιλάει το πρόσωπό σου
και σκαρφαλώνει σιωπηλά μ’ έρωτα φορτωμένο
ως τ’ ουρανού τ’ ανθόφυλλα που ακούς τριζοβολάνε.

Γέρνω απάνω απ’ τη φωτιά, στη νύχτα του κορμιού σου
κι εξόν τα στήθη σου αγαπώ του φθινοπώρου το αίμα,
που πέρα κι απ’ τις θάλασσες κυλάει μες στην ομίχλη.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

 

Παταγονία: Το ανεμοδαρμένο οροπέδιο στο νοτιότερο άκρο της νοτιοαμερικανικής ηπείρου.

 

LXXXV

DEL MAR HACIA las calles corre la vaga niebla

como el vapor de un buey enterrado en el frío,

y largas lenguas de agua se acumulan cubriendo

el mes que a nuestras vidas prometió ser celeste.

 

Adelantado otoño, panal silbante de hojas,

cuando sobre los pueblos palpita tu estandarte

cantan mujeres locas despidiendo a los ríos,

los caballos relinchan hacia la Patagonia.

 

Hay una enredadera vespertina en tu rostro

que crece silenciosa por el amor llevada

hasta las herraduras crepitantes del cielo.

 

Me inclino sobre el fuego de tu cuerpo nocturno

y no sólo tus senos amo sino el otoño

que esparce por la niebla su sangre ultramarina.

 


 

LXXXVI

ΣΤΑΥΡΕ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ εσύ, φωσφορικό τριφύλλι μυρωδάτο,
ήρθε με τέσσερα φιλιά σήμερα η ομορφιά σου
και τη σκιά και το σομπρέρο μου τρυπάει
και το φεγγάρι έτρεχε ολοστρόγγυλο στο κρύο.

Και να, με την λατρεία μου και με τον έρωτά μου,
ω εσύ γαλήνη του γλαυκού, μπλε διαμαντένια πάχνη,
καθρέφτη μου, επρόβαλες και ξεχειλίζει η νύχτα
στα τετραπλά κελάρια σου κρασί που σπαρταράει.

Ω, ασήμι φλογερό, από στιλπνό κι άσπιλο ψάρι,
χλωρέ σταυρέ μου, πετροσέλινο του μεγαλόπρεπου ίσκιου,
πυγολαμπίδα στ’ ουρανού τη σφαίρα δικασμένη,

ξάπλωσε απάνω μου κι ας μείνουνε με μάτια σφαλισμένα.
Μέσα στη νύχτα του άντρα σου για μια στιγμή κοιμήσου.
Και με τα τέσσερ’ άστρα σου άστραψε στην ψυχή μου.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

 

Σταυρός του Νότου ή Νότιος Σταυρός: Μικρό τετραπλό σύστημα αστέρων, ένας από τους πιο ευδιάκριτους αστερισμούς, που σηματοδοτεί στο Νότιο Ημισφαίριο τον χειμώνα.

 

LXXXVI

OH CRUZ DEL Sur, oh trébol de fósforo fragante,
con cuatro besos hoy penetró tu hermosura
y atravesó la sombra y mi sombrero:
la luna iba redonda por el frío.

Entonces con mi amor, con mi amada, oh diamantes
de escarcha azul, serenidad del cielo,
espejo, apareciste y se llenó la noche
con tus cuatro bodegas temblorosas de vino.

Oh palpitante plata de pez pulido y puro,
cruz verde, perejil de la sombra radiante,
luciérnaga a la unidad del cielo condenada,

descansa en mí, cerremos tus ojos y los míos.
Por un minuto duerme con la noche del hombre.
Enciende en mí tus cuatro números constelados.

 


 

LXXXVII

ΤΡΙΑ ΨΑΛΙΔΙΑ, ΤΡΕΙΣ φωτιές, τρία θαλασσοπούλια
σκίζουν τον παγερό ουρανό ίσια για Αντοφαγάστα
και να γιατί φαινότανε να ανατριχιάζει ο αγέρας,
σαν λαβωμένο λάβαρο τρεμούλιαζαν τα πάντα.

Ω μοναξιά, της βαθιάς φύτρας σου το σήμα χάρισέ μου,
εκείνων των σκληρών πουλιών τ’ αόρατο μονοπάτι,
το καρδιοχτύπι δώσε μου που πρώτα απ’ όλα υπάρχει
στο μέλι και στη μουσική, στη θάλασσα, στη γέννα.

(Μια μοναξιά απέραντη σε αμετάβλητη όψη
που σαν ανθάκι πένθιμο αδιάκοπα ψηλώνει
ωσότου του άσωτου ουρανού τα σμήνη ν’ αγκαλιάσει).

Απ’ τ’ Αρχιπέλαγο φτερά της παγωνιάς πλανιόνταν
στης Βοειοδυτικής Χιλής την έρημο να πάνε.
Κι όλες τις πόρτες τ’ ουρανού αμπάρωσε η νύχτα.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

 

Αντοφαγάστα: Εργατούπολη – λιμάνι της ομώνυμης επαρχίας στην έρημο Ατακάμα του Βορρά, (βορειοκεντρική Χιλή), με νιτρωρυχεία που εμφανίζεται συχνά στην ποίηση του Νερούδα.

Φτερά της παγωνιάς πλανιόνταν: Η Αντοφαγάστα έχει την υψηλότερη ηλιακή ένταση του πλανήτη. Τα πουλιά πετάνε από τον παγωμένο νότο της Χιλής προς τον ζεστό βορά της Αντοφαγάστας.

 

LXXXVII

LAS TRES AVES del mar, tres rayos, tres tijeras
cruzaron por el cielo frío hacia Antofagasta,
por eso quedó el aire tembloroso,
todo tembló como bandera herida.

Soledad, dame el signo de tu incesante origen,
el apenas camino de los pájaros crueles,
y la palpitación que sin duda precede
a la miel, a la música, al mar, al nacimiento.

(Soledad sostenida por un constante rostro
como una grave flor sin cesar extendida
hasta abarcar la pura muchedumbre del cielo.)

Volaban alas frías del mar, del Archipiélago,
hacia la arena del Noroeste de Chile.
Y la noche cerró su celeste cerrojo.

 


 

LXXXIX

ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΟΥ στα μάτια μου απίθωσε αν πεθάνω·
θέλω το στάρι και το φως των λατρευτών χεριών σου
πάνω μου ακόμα μια φορά ν’ αφήσουν τη δροσιά τους·
να νιώσω τη γλυκύτητα που μου άλλαξε τη μοίρα.

Θέλω να ζήσεις όσο εγώ, σαν σε ύπνο, σε προσμένω,
θέλω τ’ αφτιά σου, αγάπη μου, τον άνεμο ν’ ακούνε,
τις ευωδιές της θάλασσας να νιώθεις που αγαπάμε
και να πατάς στις αμμουδιές που περπατάμε οι δυο μας.

Θέλω να μείνει αιώνιο ετούτο που αγαπάω
κι ως πάνω απ’ όλα σ’ αγαπώ και σ’ έχω τραγουδήσει
ν’ ανθίζεις μόνο σου ζητώ, να ’σαι πάντ’ ανθισμένη,

για ν’ αποχτήσεις όλα αυτά που η αγάπη μου σου ορίζει,
για να μπορεί να σεργιανά η σκιά μου στα μαλλιά σου,
του τραγουδιού μου το σκοπό να τόνε ξέρουν όλοι.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος

 

LXXXIX

CUANDO YO MUERA quiero tus manos en mis ojos:
quiero la luz y el trigo de tus manos amadas
pasar una vez más sobre mí su frescura:
sentir la suavidad que cambió mi destino.

Quiero que vivas mientras yo, dormido, te espero,
quiero que tus oídos sigan oyendo el viento,
que huelas el aroma del mar que amamos juntos
y que sigas pisando la arena que pisamos.

Quiero que lo que amo siga vivo
y a ti te amé y canté sobre todas las cosas,
por eso sigue tú floreciendo, florida,

para que alcances todo lo que mi amor te ordena,
para que se pasee mi sombra por tu pelo,
para que así conozcan la razón de mi canto.

 


 

Από Μποτίλια Στο Άνεμο

Η ιστορία για τα 100 Σονέτα του Έρωτα

Μπάμπης Ζαφειράτος: Πάμπλο Νερούδα (12.7.1904 – 23.9.1973), 21 Σονέτα του Έρωτα – Πρόλογος - Ισπανικό κείμενο - Σημειώσεις (Αφιέρωμα)

*

Για την εργατούπολη Αντοφαγάστα:

Μπάμπης Ζαφειράτος: Η κριτική του Τσε για το Canto General και ο Πάμπλο Νερούδα για τη συνάντησή του με τον Τσε

*

100 Ερωτικά Σονέτα 100 Σονέτα του Έρωτα 11 Σονέτα του Έρωτα Cien Sonetos de Amor Matilde Urrutia Pablo Neruda Ματίλντε Ουρούτια Μπάμπης Ζαφειράτος Πάμπλο Νερούδα Ποίηση Σονέτο

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.