Δεκέμβρης 1944 (17)

Παρασκευή 3 Ιουνίου 2022

Ναζίμ Χικμέτ (15.1.1902 - 3.6.1963): Μονάκριβή μου εσύ στον κόσμο...

Ναζίμ Χικμέτ

15 Ιανουαρίου 1902, Θεσσαλονίκη - 3 Ιουνίου 1963, Μόσχα

Σχέδιο, Μπάμπης Ζαφειράτος, 5.V.2015 (Μελάνι, 29χ21 εκ.)

 

 

ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΚΑΙ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

(1942 - 1946)

 

I

Μονάκριβή μου εσύ στον κόσμο

μου λες στο τελευταίο σου γράμμα:

«πάει να σπάσει το κεφάλι μου, σβήνει ή καρδιά μου,

Αν σε κρεμάσουν

                      αν σε χάσω

                                    θα πεθάνω».

Θα ζήσεις, καλή μου, θα ζήσεις,

Η ανάμνησή μου σα μαύρος καπνός

θα διαλυθεί στον άνεμο.

 

Θα ζήσεις, αδελφή, με τα κόκκινα μαλλιά, της καρδίας μου

Οι πεθαμένοι δεν απασχολούν πιότερο από ’να χρόνο

τους ανθρώπους του εικοστού αιώνα.

 

Ο θάνατος

Ένας νεκρός που τραμπαλίζεται στην άκρη του σκοινιού

σε τούτον ’δω το θάνατο

                                 δεν αντέχει η καρδιά μου.

 

Μα

να ’σαι σίγουρη, πολυαγαπημένη μου,

αν το μαύρο και μαλλιαρό χέρι ενός φουκαρά ατσίγγανου

περάσει στο λαιμό μου τη θηλιά

άδικα θα κοιτάνε

 

 

                          μες στα γαλάζια μάτια του Ναζίμ

                                      να δουν το φόβο.

Στο σούρπωμα του στερνού μου πρωινού

θα δω τους φίλους μου και σένα

Και δε θα πάρω μαζί μου κάτου από το χώμα

παρά μόνο την πίκρα ενός ατέλειωτου τραγουδιού.

 

Γυναίκα μου

Μέλισσά μου με τη χρυσή καρδιά

Μέλισσά μου με τα μάτια πιο γλυκά απ’ το μέλι

Τι κάθισα και σου ’γραψα πως ζήτησαν το θάνατό μου.

 

Η δίκη μόλις άρχισε

Δεν κόβουν δα και στα καλά καθούμενα έτσι το κεφάλι ενός ανθρώπου

όπως ένα γογγύλι.

Έλα, έλα, μη μου σκας

Αυτά είναι μακρινά ενδεχόμενα.

Αν έχεις τίποτα λεφτά

Αγόρασέ μου ένα μάλλινο σώβρακο

Μου μένει ακόμα κείνη η ισχιαλγία στο πόδι

 

Και μην ξεχνάς πως η γυναίκα ενός φυλακισμένου

Δεν πρέπει να ’χει μαύρες έγνοιες.

 

 

XVI

 

Γνωρίζουμε κι οι δυο, καλή μου,

Μας το μάθανε

Να πεινάμε, να διψάμε

Να τσακιζόμαστε απ’ την κούραση

Να ζούμε χωρισμένοι.

Δεν καταντήσαμε ακόμη να σκοτώνουμε.

Δε μας έλαχε ακόμη να πεθάνουμε.

Γνωρίζουμε κι οι δυο, καλή μου,

Μπορούμε και στους άλλους να το μάθουμε

Να πολεμάν για τους ανθρώπους μας

Και ν’ αγαπάνε κάθε μέρα λίγο πιο πολύ

Και ν’ αγαπάνε κάθε μέρα λίγο πιο καλά.

 

 

XXI

 

Αχ, τι να κάνει τώρα

Ναι, τώρα, τούτη τη στιγμή;

Είναι στο σπίτι; Είναι στο δρόμο;

Στη δουλειά τάχα; πλαγιασμένη; τάχα ορθή;

Ίσως ανασηκώνει το ’να χέρι της.

Ω εσύ τριαντάφυλλό μου

Πώς τούτη η κίνηση γυμνώνει ξαφνικά

Τον άσπρο και καμπύλο καρπό του χεριού σου!

Αχ, τι να κάνει τώρα;

Ναι, τώρα, τούτη τη στιγμή;

Μια μικρή γάτα εκεί στα γόνατά της

Τη χαϊδεύει.

Ή και μπορεί να περπατάει

Να ’το το πόδι της που προχωρεί.

Τα πόδια σου, ώ, τα λατρεμένα πόδια σου

Τα πόδια σου που σεργιανάν μες στην ψυχή μου

Τα πόδια σου που μου φωτάν τις μαύρες μέρες μου.

Ποιόν σκέφτεται;

Εμένανε; ή... ποιος ξέρει, τα φασόλια

που δε λένε να βράσουν;

Ή μήπως τάχα αναρωτιέται

Γιατί τόσοι άνθρωποι στη γη

Τόσο πολύ δυστυχισμένοι να ’ναι.

Αχ, τι να κάνει, τι να κάνει τώρα,

ετούτη τη στιγμή;

 

(Επιστολές και Ποιήματα, I - XXII)

 

 

Ναζίμ Χικμέτ, Ποιήματα (Δεύτερη Έκδοση)

Πρόλογος και Απόδοση Γιάννη Ρίτσου

Κέδρος, 1970, (σελ. 63, 64)

 

*

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.